,

Μέλπω

Οι γονείς της μικρής Μιράντας τα καλοκαίρια έλειπαν από την πόλη τους, πηγαίνοντας για δουλειά σε διάφορα νησιά. Η Μιράντα δεν τους ακολουθούσε, γιατί λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς τους, θα έπρεπε να μένει πολλές ώρες μόνη της. Έτσι, έμενε με τη γιαγιά της στο χωριό… Μα, η βασική ανάμνησή της από εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν η γιαγιά, αλλά η Μέλπω. Μία μεσήλικη γυναίκα που συχνά τους επισκέπτονταν, κερνώντας τους σπιτικό γλυκό και παίζοντας με τη μικρή Μιράντα. Ενίοτε της έλεγε παραμύθια και ιστορίες βγαλμένες από τη ζωή, όπως πάντα έλεγε, από τα νεανικά της χρόνια. Ήταν ένα δύσκολο παιδί και η Μέλπω ήταν ο μοναδικός άνθρωπος τον οποίο πλησίαζε και όχι τυχαίο, αφού πάντα έβρισκε να κάνει μαζί της συζητήσεις που κέντριζαν το ενδιαφέρον της κι ας ήταν παιδί κι ας μην είχε ποτέ η ίδια εμπειρία από παιδιά. Ήταν τόσο ευφάνταστη, που επινοούσε τα δικά της παιχνίδια, παίζοντας τα οποία περνούσαν τα περισσότερα καλοκαιρινά απογεύματα. Μόνο μαζί της σηκωνόταν να παίξει η μικρή Μιράντα. Ποτέ δεν άγγιζε τις κούκλες της, τα αρκουδάκια και όσα άλλα παιχνίδια έπαιρνε μαζί της. Η Μέλπω δεν ήθελε η γιαγιά της να έχει σχέσεις μαζί τους, γιατί είχαν ακουστεί πολλά άσχημα πράγματα για εκείνη στο χωριό.

Είχε μεγαλώσει εκεί με τους γονείς της και τον μεγάλο της αδερφό, μα τους έχασε και τους τρεις την ίδια μέρα, όταν ήταν ακόμη δεκαεπτά… Σκοτώθηκαν ακαριαία σε τροχαίο ατύχημα, ενώ πήγαιναν να αγοράσουν εμπορεύματα για το μαγαζί τους στην κοντινή κωμόπολη. Η Μέλπω, μέσα στο πένθος της, άρχισε να παρουσιάζει κάποιες ανεξήγητες συμπεριφορές, έμοιαζε να χάνει τα λογικά της. Έμενε σε σπίτι συγγενικών της προσώπων, για περίπου ένα χρόνο. Έπειτα, της έκαναν προξενιό έναν νεαρό από μία φιλική οικογένεια και παντρεύτηκε…

Μετά το γάμο, μετακόμισαν στην πρωτεύουσα. Όλα έμοιαζε να πηγαίνουν καλύτερα, την αγαπούσε και την φρόντιζε και μέσα σε αυτή την καινούρια συμβίωση, άρχισε να ανακτά τον εαυτό της. Λίγο καιρό μετά έμεινε έγκυος. Ήταν μία δύσκολη εγκυμοσύνη, που δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Απέβαλε… Από τότε κάνανε πολλές προσπάθειες να μείνει έγκυος ξανά, αλλά όλες απέτυχαν… Πέρασαν δύο χρόνια και το πήραν απόφαση, δε μπορούσε πια να κάνει παιδιά. Ο άντρας της με τον καιρό άρχισε αλλάζει, εκδήλωνε σταδιακά μία επιθετική συμπεριφορά απέναντί της. Έβγαινε τα βράδια, όταν γυρνούσε, τη χτυπούσε. Τη χτυπούσε πολύ, μέχρι να βγάζει κραυγές απόγνωσης από τον πόνο και να τον παρακαλά να την αφήσει. Τότε την άφηνε…

Έπειτα, την καταλόγιζε για την ανικανότητά της να του χαρίσει απογόνους. Πέρασαν έτσι πολλά χρόνια… Ανεχόταν όλη αυτή τη συμπεριφορά γιατί τον είχε ανάγκη, ήταν ο μόνος άνθρωπος που είχε και τον αγαπούσε, τον αγαπούσε πολύ, γιατί κρατούσε τις καλές τους αναμνήσεις και πίστευε πως θα επιστρέψουν κάποια στιγμή. Μα μάταια.

Κάποια μέρα, ήρθε στο σπίτι με μία άλλη γυναίκα. Ήταν έγκυος στο παιδί του είπε και θα γίνει η νέα του γυναίκα. Έδιωξε τότε τη Μέλπω από το σπίτι, δίχως να συμμεριστεί την ταραχή της. Γύρισε πίσω στους συγγενείς της, μα είχε αρχίσει να τρελαίνεται… Να τρελαίνεται όλο και πιο πολύ… Να ουρλιάζει διαρκώς, να αποκτά παραισθήσεις, να μη μπορεί να ελέγξει την οργή της… Είχε κάνει και κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να δώσει τέλος στη ζωή της. Δε γινόταν να συνεχίσει να ζει άλλο έτσι… Την έστειλαν σε ψυχιατρική κλινική. Νοσηλεύτηκε για πολλά χρόνια.

Κάποια στιγμή την άφησαν να φύγει, γύρισε πίσω στο χωριό. Δε ζούσε πια κανένας συγγενής της, έμεινε μόνη. Προσπαθούσε μάταια να συναναστραφεί με τους γείτονες, μα την απέφευγαν ξέροντας το παρελθόν της. Για τον ίδιο λόγο την απέφευγε και η γιαγιά της Μιράντας, μα την αποδεχόταν γιατί δεν είχε άλλη επιλογή, αλλιώς η Μιράντα θα έκλαιγε όλη τη μέρα και η ίδια δεν είχε ούτε στο ελάχιστο, την όρεξη της Μέλπως να ασχοληθεί.

Πέρασαν έτσι πολλά καλοκαίρια, μα κάποια στιγμή η γιαγιά αρρώστησε βαριά κι έφυγε, όταν η Μιράντα ήταν κοντά στα δεκατρία… Δεν είχε πια λόγο να ξαναπάει στο χωριό και ήταν αρκετά μεγάλη για να ακολουθεί τους γονείς στα ταξίδια τους, μα εκείνη ήθελε να βλέπει τη Μέλπω. Να της διηγείται κάθε νότα της ζωής και της καθημερινότητάς της. Να της αναλύει όλες εκείνες τις ενδόμυχες σκέψεις που μονάχα αυτή μπορούσε να καταλάβει. Και η Μέλπω με τη σειρά της, της διηγούνταν της δικές της ιστορίες…

Όλο το χρόνο ήταν ολομόναχη, με μόνη συντροφιά τις γατούλες που τάιζε και είχαν γίνει θαμώνες στην αυλή της και τα περιστέρια που γέμιζαν καθημερινά το μπαλκόνι της. Πίστευε πως τα περιστέρια είναι εκείνοι που αγάπησε κι έχουν “φύγει”, πως μετενσαρκώθηκαν σε δαύτα, πώς οι ψυχές τους είναι πια ελεύθερες και πού και πού κάνουν στάση στο μπαλκόνι, να της κάνουν λίγη παρέα, ξέροντας πως είναι μόνη. Έτσι εξηγούσε που πάντοτε ήταν το μόνο μπαλκόνι της γειτονιάς που επισκεπτόταν τα περιστέρια. Σαν να αγνοούσε τα ψίχουλα που τους έριχνε πάντοτε, τα ψίχουλα που άφηνε στο μπαλκόνι να τα περιμένουν, ακόμη και πριν έρθουν. Η Μιράντα έγνεφε καταφατικά κάθε φορά που άκουγε αυτή της την πεποίθηση, πολλές φορές μάλιστα την ενθάρρυνε επεκτείνοντας τον ισχυρισμό της. Θεωρούσε πως η πίστη της σε τέτοιες ιδέες ήταν μια αυθυποβολή ώστε να μπορέσει να επιβιώσει, μέσα στην απελπισία και τη μοναξιά της. Λίγο τεχνητό φως, ώστε να δει ξανά τον κόσμο μέσα από το σκοτάδι της. Για τον ίδιο λόγο δεν την έκρινε και για τις φορές που πίστευε πως τα αντικείμενα που χάνει μες στο σπίτι, τα έκρυβαν οι δικοί της και μετά της τα φανέρωναν, σαν ένα σημάδι παρουσίας τους στο χώρο. Δεν ανησυχούσε για το γεγονός, πως δεν συνειδητοποιούσε πως η ίδια τους είχε αλλάξει θέση αφηρημένα κι επέλεγε να μένει προσκολλημένη στην ιδέα της…

Αυτό που την τρόμαζε λίγο, ήταν οι έντονες εναλλαγές της διάθεσής της, που με τον καιρό χειροτέρευαν. Την απότομη διαδοχή του γέλιου από κλάμα, της ηρεμίας από ανεξήγητο θυμό… Μα την είχε αγαπήσει από παιδί τη Μέλπω και της είχε πει τόσα και τόσα για τη ζωή της! Ήξερε πως ήταν πληγωμένη και πως όσο περνούσαν τα χρόνια ένιωθε πως βάραινε το φορτίο της μοναξιάς της. Πως μεγάλωνε μόνη, γεμάτη πληγές και παράπονο για τη ζωή, πως όλο αυτό την είχε οδηγήσει στην παραίτηση από τον εαυτό της και κάθε στόχο. Πως ο θυμός ήταν η άμυνα που πρόβαλε καμιά φορά έναντι στη θλίψη και το γέλιο πολλές φορές δεν ήταν πηγαίο, μα μια προσπάθεια να διασκεδάσει την ίδια. Η Μιράντα ένιωθε χρέος της να της στέκεται και να τη συζητάει όσο μπορεί -κι ας ήταν μικρή- ώστε να την ανακουφίζει. Με τον ίδιο τρόπο της μιλούσε πάντα κι αυτή άλλωστε, από τότε που ήταν παιδί. Ήταν ο άνθρωπος που έκανε τις πιο βαθιές συζητήσεις, που δεν υποτιμούσε τα προβλήματά της και ανέλυε με κάθε τρόπο κι ας είχε η ίδια τόσα σοβαρά θέματα να κατοικούν στο μυαλό της.

Κάπως έτσι πέρασαν δύο καλοκαίρια.

Το επόμενο καλοκαίρι την επισκέφτηκε λίγο νωρίτερα απ’ ότι συνήθως. Της είχε λείψει πολύ η παρέα της. Της έκανε εντύπωση ο χαιρετισμός της, της φάνηκε κάπως διαφορετικός από συνήθως, κάπως τυπικός. Καθώς έμπαιναν στο σπίτι, την παρατηρούσε εξονυχιστικά σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. “Άλλαξες, αρχίζεις και γίνεσαι γυναίκα” της είπε ψηλαφίζοντας τα στήθη της που είχαν μεγαλώσει αρκετά. Ένιωσε αμήχανα εκείνη την ώρα, ένιωσε μια έντονη επιθυμία να φύγει, της έμοιαζε σαν να είχε απέναντί της μία ξένη. Μα έπειτα, δικαιολόγησε αυτή τη χειρονομία σαν μία απλή άγαρμπη κίνηση… Τις επόμενες μέρες συνέχιζε να νιώθει κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Η Μέλπω δεν έκανε τις συνηθισμένες καθημερινές της πλάκες, δεν ήταν πρόθυμη για τις κλασσικές τους συζητήσεις, δεν έλεγε ιστορίες. Μονάχα άκουγε τις δικές της ιστορίες ελαφρώς αφηρημένη και ενίοτε σχολιάζοντας με ελαφρώς ειρωνικό τρόπο, γνώρισμα που δεν είχε πότε της κι ήταν κάτι που τη διέκρινε από όλους τους άλλους που γνώριζε. Πολλές φορές πια της έμοιαζε περισσότερο να την παρατηρεί, παρά να την ακούει. Το βλέμμα της, τής φαινόταν κενό και το χαμόγελό της πολλές φορές ανεξήγητο και ελαφρώς τρομακτικό. Μπορούσε πια να αντιληφθεί πως κάτι πήγαινε λάθος με τη Μέλπω, την ξένιζε, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο συνέχιζε να μένει μαζί της. Μα ποτέ δε φανταζόταν αυτό που θα γινόταν εκείνη τη μέρα…

Τη μέρα που ενώ έπιναν τον απογευματινό τους καφέ, το περίεργο βλέμμα της έγινε πιο έντονο, ενώ την περιεργαζόταν. Μιλώντας με σιγανή φωνή, άρχισε τυλίγει τα χέρια της γύρω της κι έπειτα να την χαϊδεύει σε κάθε σημείο του σώματός της, φανερό και απόκρυφο. Είχε μείνει παγωμένη, ακλόνητη στο ίδιο σημείο, νιώθοντας πως κινδυνεύει να χάσει τις αισθήσεις της. Αυτά τα χέρια που κάποτε την αγκάλιαζαν με στοργή, μοιάζανε πια με φίδια που εξάπλωναν το δηλητήριό τους σε κάθε σημείο μέσα της, πασχίζοντας παράλληλα να την πνίξουν. Ώσπου τα αγγίγματα άρχισαν να γίνονται πιο έντονα, πιο επιθετικά, με τα χείλη της να διασχίζουν το λαιμό της. Τότε μάζεψε όση δύναμη είχε και την έσπρωξε. Έφυγε τρέχοντας από εκεί και με το επόμενο δρομολόγιο λεωφορείου επέστρεψε σπίτι της.

Δε μίλησε σε κανέναν γι’ αυτό που συνέβη και για μέρες πάσχιζε να κρατάει τα δάκρυά της κάθε φορά που αντάμωνε με τους δικούς της. Απομονώθηκε από τα πάντα, άλλαξε ριζικά, κάνοντάς τους όλους να απορούν και να χρεώνουν τη στάση της σε μια δύσκολη εφηβεία. Λίγους μήνες μετά, έμαθε πως η Μέλπω βρέθηκε νεκρή από τους γείτονές της. Είχε δώσει μόνη της τέλος στη ζωή της, με άσχημο τρόπο…

Όταν το έμαθε, παραδόξως θρήνησε, θρήνησε πολύ, σαν τίποτε από αυτά να μην είχε συμβεί. Δε θρήνησε το πρόσωπο που αντίκρισε το τελευταίο καλοκαίρι, μα τον άνθρωπο που της είπε τα πιο όμορφα παραμύθια σαν ήταν παιδί και μοιράστηκε μαζί της τα πιο βαθιά μυστικά μεγαλώνοντας. Τότε άρχισε να συνειδητοποιεί πως η Μέλπω ήταν άρρωστη, πως χρειαζόταν βοήθεια. Πως είχε πεθάνει μέσα της πολύ πριν δώσει το τέλος. Πως της είχε δείξει αυτά τα χρόνια τόσα και τόσα σημάδια, πως σταδιακά έχανε τη λογική της και πως η αρρώστια της ψυχής της την έκανε να χάσει τα εντελώς τον εαυτό της, ‘κείνο το πικρό τελευταίο καλοκαίρι. Ίσως η φωνή της αρρώστιας την υπέβαλλε στο να βλάψει τον μοναδικό άνθρωπο που τη νοιαζόταν πια και να τον κάνει να τη μισήσει ξέροντας πως έτσι θα βλάψει και τον εαυτό της, μένοντας ολοκληρωτικά μόνη στον κόσμο. Έναν εαυτό που όπως αποδείχθηκε στο τέλος, μισούσε πιο πολύ από κάθε άλλον…

Η Μιράντα μεγάλωνε, μα αυτό τον εφιάλτη που έζησε, συνέχιζε να το κρατά μυστικό. Προφύλασσε τις καλές αναμνήσεις που είχε από κείνη, από ταμπέλες και γενικά συμπεράσματα που θα προέκυπταν από την αναμόχλευση του συμβάντος, στου κόσμου τα στόματα. Τις προστάτευε από αλάνθαστα μοτίβα, που θα αναιρούσαν κάθε αλήθεια που ένιωσε ότι εισέπραξε κάποτε, μέχρι στο τέλος να πειστεί και η ίδια για το ψεύδος της. Δεν ένιωθε κακία, μα ένα παράπονο και πολλές φορές έναν ανεξήγητο πόνο από το δηλητήριο που φώλιαζε μέσα της μετά από εκείνη τη μέρα. Το δηλητήριο που πολλές φορές της μούδιαζε και πάλι το σώμα, τροφοδοτώντας την φόβο, σαν άρχιζε να δένεται με νέους ανθρώπους. Το δηλητήριο που συχνά, ανάγονταν σε σκληρά λόγια που εξέρχονταν από το στόμα της, όταν ένιωθε πως κάποιος την προσβάλλει και ας μην ίσχυε πάντοτε αυτό. Είχε γίνει εύθικτη, αμυντική, φοβισμένη… Μα δεν είχε εξηγήσει τη συμπεριφορά της, είχε αφήσει την βασική αιτία κρυμμένη στο υποσυνείδητό της…

Iωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: