«Θα φύγω», της είπε και εκείνη ένιωσε τις λέξεις του να πέφτουν σαν γρονθοκόπημα στην καρδιά της.
«Θα πάω Αυστραλία. Πήρα μετάθεση! Είναι πολύ καλή ευκαιρία για να την αφήσω να με προσπεράσει. Είναι καλά τα λεφτά και για 1-2 χρόνια θα μπορέσω να αποταμιεύσω και να γυρίσω αν είναι».
‘Αν είναι’.
Αυτό κράτησε η Λιλή.
Ήταν ερωτευμένη με τον Μάρκο, αλλά δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Όλοι τους θεωρούσαν κολλητούς, γιατί στην ουσία αυτό ήταν. Είχαν γνωριστεί σε ένα φοιτητικό πάρτι μια βραδιά και κάπως… κόλλησαν. Μιλούσαν ασταμάτητα όλο το βράδυ αγνοώντας και οι δυο τις παρέες τους, σαν να είχαν βρει οι ψυχές τους το κομμάτι που τους έλειπε και ήθελαν να αναπληρώσουν το χρόνο που έχασαν όταν ήταν μακριά. Από τότε ήταν αχώριστοι. Φιλαράκια. Τίποτα παραπάνω. Κι ας μην τους πίστευε κανείς πως οι φιλίες με το αντίθετο φύλο δεν λειτουργούν.
Ακόμα κι όταν έμπλεκαν σε σχέσεις, χανόντουσαν για λίγο, αλλά πάντα υπήρχαν εκεί, μέσω ενός μηνύματος, μιας σύντομης κλήσης να δηλώσουν πως «όλα καλά», «περνάω υπέροχα, εσύ είσαι οκ;» για να εφησυχάζουν ο ένας τον άλλον.
Στους χωρισμούς τους όμως, στις στεναχώριες κυρίως, μα και στις χαρές, ήταν οι πρώτοι που αντάλλαζαν τα νέα μεταξύ τους. Μεταξύ τους τα έλεγαν όλα χύμα κι ας πονούσε. Πόσες φορές του έκλεισε η Λιλή το τηλέφωνο οργισμένη. Εκείνος την άφηνε να ξεσπάσει. Ήξερε πως θα επέστρεφε όταν ήθελε, όταν ήταν έτοιμη να αποδεχτεί αυτά που της έλεγε. Την πονούσαν τα λόγια του γιατί ήξερε πως ήταν αλήθεια και θύμωνε με τον εαυτό της πρωτίστως. Όταν ξαναμιλούσαν ήταν όλα όπως πριν, σαν να μην συνέβη τίποτα. Του έλεγε ναζιάρικα ένα «έχεις δίκιο» και την διέκοπτε με ένα «το ξέρω» και «σε καταλαβαίνω». Τότε εκείνη του έλεγε κάποια άσχετη είδηση και όλα καλά.
Μα κι εκείνον όταν τον έπιαναν οι μαύρες του, όταν εκνευριζόταν με τη δουλειά ή με οποιαδήποτε σχέση του, την έπαιρνε και ξεσπούσε βρίζοντας για λεπτά ολόκληρα. Εκείνη τον άκουγε στην άλλη άκρη της γραμμής σχεδόν κρατώντας την αναπνοή της. Τον άφηνε να τα πει όλα και μετά απλά του έλεγε, «στείλε μήνυμα όταν θες» και ξαναμιλούσαν όταν είχε πλέον ηρεμήσει. Ο καθένας ήθελε το χρόνο του και τον τρόπο του. Και οι δυο τους είχαν μάθει ο ένας τον άλλον καλά.
Τώρα εκείνος έφευγε. Κι εκείνη ένιωθε προδομένη, λες και την εγκατέλειπε.
Είχαν συμπληρώσει ήδη δέκα χρόνια γνωριμίας. Μια ολόκληρη ζωή. Είχαν περάσει πολλά και δύσκολα. Αλλά οι άνθρωποι που αξίζουν και σ’ αγαπούν πραγματικά παραμένουν στη ζωή σου ό,τι κι αν γίνει. Η φιλία είχε μετατραπεί σε αμοιβαίο σεβασμό, εκτίμηση και αγάπη. Είχαν γίνει οικογένεια και ας τους πείραζαν οι φίλοι τους να τα βρουν μεταξύ τους και ερωτικά μπας και στεριώσουν επιτέλους κάπου.
Ένα βράδυ που η Λιλή είχε τις μελαγχολίες της, ο Μάρκος πρότεινε να πάνε μπουζούκια. «Πάμε να τα πιούμε να σταματήσεις να σκέφτεσαι χαζά», της είχε πει. Ήταν το βράδυ που ο τραγουδιστής ο ίδιος την ανέβασε στην πίστα να χορέψει. Που η Λιλή είχε πιει αρκετά ώστε να χαλαρώσει τις αναστολές της, αλλά περισσότερο από όσο θυμόταν. Ο Μάρκος άντεχε το ποτό, η Λιλή όχι τόσο. Μα εκείνο το βράδυ είχαν ξεφύγει και οι δυο και όλη η παρέα γενικά. Όταν έκλεισαν επιτέλους το μαγαζί με το χάραμα, ένας φίλος τους, που φαινόταν να ήταν ο πιο γειωμένος από όλους, κανόνισε τα ταξί που θα τους μοίραζαν σπίτια τους. Ο Μάρκος και η Λιλή μένανε σχετικά κοντά και εκείνος της πρότεινε να μείνει σπίτι του το βράδυ για να συνέλθει. Η ίδια παραπατούσε και δεν ήταν σε θέση να φέρει αντίρρηση. Εξάλλου, στον Μάρκο είχε ξανακοιμηθεί. Σαν φίλοι. Εκείνη στο κρεβάτι του και εκείνος στον καναπέ.
Εκείνη τη βραδιά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς. Γιατί στη μέθη κατάλαβαν και οι δυο ότι καταπίεζαν συναισθήματα που τους έπνιγαν. Όταν μπήκαν σπίτι, η Λιλή όρμησε στο ψυγείο για νερό. «Πάω για ντους» του δήλωσε. «Είσαι σίγουρη πως μπορείς;» την ρώτησε καθώς έπεσε σχεδόν λιπόθυμη στην αγκαλιά του. Εκείνη δεν απάντησε. Τα μάτια της είχαν κλείσει και είχε αφεθεί στην ασφάλεια που ένιωθε μαζί του. Την μετέφερε στο κρεβάτι και την τοποθέτησε απαλά εκεί. Έκανε να φύγει, μα του έπιασε το μπράτσο. Γύρισε και την είδε να τον κοιτάει. Το βλέμμα της ήταν σαγηνευτικό, παρά το ζαλισμένο της παρουσιαστικό. «Μείνε εδώ», του πρότρεψε.
«Εδώ θα είμαι, στο σαλόνι», την καθησύχασε χωρίς όμως να κουνηθεί. Του κρατούσε ακόμα το μπράτσο. Εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά και αναστέναξε. «Θα γίνουμε μπίλιες», της είπε.
Τα βλέμματά τους ενώθηκαν σε μια δική τους συνεννόηση. Πώς μπορούσαν να αντισταθούν στα λόγια της καρδιάς;
Ο Μάρκος έσκυψε και την φίλησε στο στόμα. Εκείνη σάστισε λίγο, μα γρήγορα ανταπέδωσε παραδομένη στη σαγήνη των αισθήσεών τους.
Το επόμενο μεσημέρι ξύπνησαν στο ίδιο κρεβάτι. Τον ένιωσε καθώς σηκώθηκε, μα εκείνη γύρισε μεριά αναζητώντας λίγο ακόμα ύπνο. Πρέπει να πέρασε άλλη μια ώρα πριν τον ακούσει να της λέει «Ξύπνα, υπναρού! Από χθες σε περιμένει το ντους! Φτιάχνω καφέ!»
Η Λιλή ζορίστηκε να σηκωθεί. Ρώτησε τι ώρα ήταν, αλλά δεν κατέγραψε καν τι της απάντησε ο Μάρκος.
Πλύθηκε, φρεσκαρίστηκε, φόρεσε ένα μπλουζάκι του που της έπεφτε σαν φόρεμα και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας μπροστά από μια κούπα αχνιστό καφέ. Τα βλέμματά τους απέφευγαν να συναντηθούν σαν ίδιοι πόλοι ενός μαγνήτη.
«Όλα καλά;» την ρώτησε.
«Πονάει λίγο το κεφάλι μου», του απάντησε εκείνη.
«Λογικό, με τόσα που ήπιες! Ακόμα λίγο και θα σε έπαιρνε ο τραγουδιστής για μόνιμη χορεύτριά του!» αστειεύτηκε. «Θυμάσαι τίποτα από χθες ή μπα;»
«Θυμάμαι…» έκανε τρίβοντας το κεφάλι. «Τι ώρα γυρίσαμε εδώ; Δεν μπορούσα να πάω σπίτι;»
«Α, καλά» την πείραξε εκείνος, βάζοντας μπροστά της ένα τοστ που μόλις είχε ετοιμάσει. «Φάε και πάμε να βρούμε τους άλλους για καφέ. Έχει δυο ώρες που βαράνε τα τηλέφωνα».
Έκαναν πως δεν θυμόντουσαν τι είχε γίνει εκείνο το βράδυ. Ήταν πιο εύκολο να προσποιηθούν πως δεν συνέβη τίποτα. Γιατί έτσι δε θα άλλαζε και τίποτα μεταξύ τους. Συγκατένευσαν σε αυτό χωρίς λόγια. Και σχεδόν κατάφεραν στ’ αλήθεια να το ξεχάσουν.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή που εκείνος ξεστόμισε «θα φύγω». Δεν μπορούσε όμως να τον σταματήσει. Δεν είχε κανένα δικαίωμα. Τον αγαπούσε πολύ για να του στερήσει κάτι που θα τον έκανε χαρούμενο. Δεν ήξερε ότι έφευγε γιατί δεν άντεχε να την βλέπει με άλλον.
Είχαν περάσει έξι μήνες που εκείνος έφυγε. Η επικοινωνία τους είχε αραιώσει λόγω διαφοράς ώρας κυρίως και είχαν να μιλήσουν ήδη δυο ολόκληρους μήνες πια. Η Λιλή είχε πάει για περπάτημα στη θάλασσα, εκεί όπου πήγαιναν για να ηρεμήσει το χάος του μυαλού της. Εκεί ήταν που είχε την ιδέα, όταν είδε ένα γυάλινο μπουκάλι να ξεβράζει στους βράχους. Πήρε το στυλό και το χαρτί που πάντα κουβαλούσε στην τσάντα της και χωρίς να το σκεφτεί πολύ, άρχισε να γράφει:
‘Θυμάμαι. Πάντα θυμόμουν. Το ξέρω κι εσύ.
Είσαι κομμάτι μου από πριν καν γνωριστούμε. Για αυτό δέσαμε με την πρώτη. Γιατί απλά επανενώθηκαν οι ψυχές μας.
Δε χρειάζεται να σου μιλήσω για να με νιώσεις. Κι αυτό είναι το καλύτερο απ’ όλα με εμάς. Πως νιώθω ασφαλής στο λιμάνι μου. Κοντά σου.
Και ‘συ το νιώθεις. Είμαι σίγουρη. Το ζήσαμε εκείνο το βράδυ. Ίσως απλά φοβηθήκαμε πολύ να το παραδεχτούμε.
Μα δε θέλω να κολλάω σε ψευδαισθήσεις για κάτι που δεν υπάρχει. Οπότε κλείνω τα αισθήματά μου εδώ, τα ρίχνω στη θάλασσα να τα πάρει ο βυθός για να μπορέσω να ζήσω πάλι. Κι ας προσπαθώ να σε ξεχάσω σε ξένη αγκαλιά. Αφού δεν είσαι πλέον εδώ. Και ούτε ένα «στείλε μήνυμα» δεν μπορώ πια να σου πω.
Θα σ’ αγαπώ πάντα.
Λ.’
Τύλιξε το χαρτί, το έβαλε στη φιάλη και το πέταξε με όλη τη δύναμή της στο νερό, βγάζοντας μια κραυγή απελευθέρωσης.
Η Λιλή συνέχισε τη ζωή της, βρήκε νέο σύντροφο και περνούσε όμορφα με την παρέα της. Νέα του Μάρκου είχε πολύ αραιά και όποτε τον ανέφεραν στην παρέα, αν κάποιος του είχε μιλήσει, απλά έλεγαν «καλά είναι, καλά περνάει» – γενικά και αόριστα.
Πέρασαν άλλοι τρεις μήνες. Η ζωή χωρίς τον Μάρκο είχε γίνει η κανονικότητα. Ώσπου μια μέρα η Λιλή έλαβε ένα μήνυμα. «Πάμε να περπατήσουμε στη θάλασσά μας; Είμαι ήδη εδώ». Ο αποστολέας ήταν ο Μάρκος. Είχε κρατήσει τον αριθμό του.
Η Λιλή δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ένιωσε να εμφανίζεται ένα φάντασμα να της αναταράξει την οργανωμένη της ζωή.
Για λίγο πάγωσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Πήρε τηλέφωνο μια κοινή τους φίλη και την ρώτησε «Ο Μάρκος γύρισε;». «Δεν ξέρω, έχει καιρό να μιλήσουμε. Γιατί, τι έγινε;» τη ρώτησε εκείνη. «Τίποτα, απλά ρωτάω», δικαιολογήθηκε.
Πήγε. Όσο και να αντιστεκόταν στην καρδιά της, η λογική δεν μπορούσε να την κυριεύσει.
Ήταν εκεί, καθισμένος σε ένα βράχο να αγναντεύει τη θάλασσα. Ακριβώς στο σημείο που πριν τόσους μήνες η Λιλή είχε αποτάξει τα αισθήματά της σε ένα μπουκάλι.
Γύρισε, την είδε και της χαμογέλασε πλατιά, σαν να μην είχε περάσει ούτε λεπτό από εκείνο το βράδυ που της ανακοίνωσε τη φυγή του.
Στα χέρια του κρατούσε ένα μπουκάλι και ένα χαρτί.
Η Λιλή σάστισε.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει.
«Γιατί δεν μου είπες τίποτα; Εγώ για σένα σώπασα. Νόμιζα πως θα σου κατέστρεφα το μέλλον αν σου έλεγα πως είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σου αξίζουν τα καλύτερα. Καλύτερος από μένα».
«Μα… πώς;» τον ρώτησε κοιτώντας το χαρτί με τα γράμματά της. Στο μυαλό της έκανε υπολογισμούς χρόνου και απόστασης αλλά οι αριθμοί δεν έβγαιναν.
«Ήμουν εδώ. Σε είδα όταν το πέταξες μέσα. Μπήκα και το έπιασα. Καλά δεν το έριξες και μεσοπέλαγα, μη φαντάζεσαι!» αστειεύτηκε.
«Πώς…;» είχε τόσες απορίες.
«Είχα γυρίσει. Δεν το είπα σε κανέναν, γιατί μόνο εσένα ήθελα να δω. Μου έλειψες από την ώρα που έφτασα στην άλλη άκρη του κόσμου. Και εκεί συνειδητοποίησα πως δε με νοιάζει τίποτα αν δεν μπορώ να τα μοιραστώ μαζί σου. Μα εσύ με άφηνες να φύγω και θεώρησα πως ίσως ήταν καλύτερα και για τους δυο μας έτσι. Μου είπαν τα παιδιά πως είσαι καλά και είσαι με κάποιον. Δεν θέλω να στο χαλάσω, αλήθεια. Και χαίρομαι για σένα. Έφυγα τότε χωρίς να μιλήσω, γιατί επαναδιαπραγματεύτηκα το συμβόλαιο. Θα έκλεινα ένα χρόνο και μετά θα επέστρεφα εδώ, με προαγωγή και καλύτερες συνθήκες. Ίσως λάθος μου που νόμιζα πως θα γυρνούσα κι όλα θα ήταν ίδια».
Έσκυψε το βλέμμα προς τον ήλιο που έδυε στη θάλασσα.
«Ήμουν δειλός», της παραδέχτηκε εξομολογητικά.
«Χώρισα», του είπε με τα μάτια βουρκωμένα.
«Δυο μήνες κράτησε. Δεν ήμουν καλά και δεν ήταν δίκαιο να ταλαιπωρώ κάποιον άλλον για αυτό. Ήθελα εσένα να στα πω, να με βρίσεις, να φιλοσοφήσουμε, να βγούμε και όλα καλά. Μα δεν ήσουν. Και προσπαθούσα να αποδεχτώ το ότι πρέπει να μάθω να παλεύω μόνη».
«Δε χρειάζεται», της είπε και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
Η Λιλή τον κοίταξε στα μάτια και είδε να καθρεφτίζεται μέσα τους η μορφή της.
«Πάντα ήσουν εσύ. Δεν το κατάλαβες αυτό; Αφού με νιώθεις…»
Ο Μάρκος την φίλησε και ένιωσε να εξατμίζονται όλοι οι δαίμονές της. Δεν ήταν μόνη. Ήταν εκείνος εκεί. Πάντα ήταν.
«Είδες…» της είπε καθώς αγνάντευαν την τελευταία ηλιαχτίδα να βυθίζεται στο απέραντο μπλε, «δε χρειάστηκε καν να μου το πεις, σου έστειλα μήνυμα εγώ. Εσύ δεν απάντησες!».
Η Λιλή γέλασε δυνατά και χώθηκε στην αγκαλιά του.
Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη