Η Άννα πέρασε την είσοδο του αεροδρομίου σέρνοντας όλες τις βαλίτσες μόνη της, ενώ ο Σταύρος, ο επί τρία έτη σύντροφός της, μιλούσε στο τηλέφωνο μερικά βήματα μπροστά της. Επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από μια βδομάδα διακοπών στην Ιταλία, που ξεκίνησε μετά από αμέτρητα παρακάλια και κατέληξε σε έναν μεγαλειώδη τσακωμό.
Εκείνη ήταν όπως πάντα η αιτία κάθε καβγά, επειδή ζήλευε και καταπίεζε τον σύντροφό της. Έτσι της έλεγε, έτσι πίστευε και αυτή. Συγκρατούσε με χίλια ζόρια τα δάκρυα στα μάτια της για να μην τον κάνει ρεζίλι μπροστά στον κόσμο και κατάπινε τον κόμπο στον λαιμό της. Έβριζε ξανά και ξανά τον εαυτό της που τον αμφισβήτησε και του έκανε σκηνή στο δωμάτιο, επειδή φλέρταρε αθώα με εκείνη την πιτσιρίκα Ιταλίδα στο μπαρ του ξενοδοχείου χτες το βράδυ.
Ο Σταύρος δεν είχε κλείσει ακόμα το τηλέφωνο, όταν πετάχτηκε από το πουθενά μπροστά του η Ιταλίδα για να φύγουν μαζί στην Ελλάδα. Χοροπηδούσε από χαρά που κατάφερε να τον κρατήσει τόση ώρα στο τηλέφωνο για να του κάνει έκπληξη! Η Άννα έμεινε αποσβολωμένη στη θέση της, ενώ τους έβλεπε να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. Χωρίς εξηγήσεις, δεν της άξιζαν όπως είπε σαν τελευταία κουβέντα, ο Σταύρος πήρε την βαλίτσα του, έβγαλε δύο εισιτήρια για τους δύο τους και πέρασε την πύλη του αεροδρομίου.
Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινε ακίνητη εκεί η Άννα μέχρι που ένα χέρι την ακούμπησε απαλά στην πλάτη.
«Δεσποινίς, είστε στην μέση μέση. Κάντε λίγο άκρη, θα σας χτυπήσει κανείς», η φωνή της Ελπίδας ήταν ό,τι πιο γλυκό είχε ακούσει τα τελευταία τρία χρόνια στην ζωή της.
«Δεν έχω πού να πάω», μουρμούρισε και η γυναίκα πλησίασε για να ακούσει καλύτερα.
«Σας συμβαίνει κάτι; Χρειάζεστε βοήθεια;»
«Να κάτσω κάπου, παρακαλώ», κράτησε το χέρι της Ελπίδας και πήγαν προς τα μπροστινά καθίσματα. «Ας μιλάμε στον ενικό. Με άφησε… Το αγόρι μου με παράτησε», της εξήγησε διστακτικά.
Η γυναίκα δεν χρειάστηκε να κάνει ερωτήσεις για να καταλάβει τι έγινε και ποιος έφταιγε. Όσο την άκουγε, έβλεπε καθαρά μπροστά της ένα σακατεμένο πλάσμα από τα πολλά χρόνια υποτίμησης. Σχεδόν πάντα η ματιά μας είναι πιο καθαρή από έξω, το έχουμε δει πολλές φορές αυτό. Πολλοί βέβαια λένε ότι αυτές οι γυναίκες είναι άξιες της μοίρας τους. Η Ελπίδα πίστευε ότι αυτές οι γυναίκες ήταν άξιες αγάπης.
«Άννα, καταλαβαίνω ότι ψάχνεις την αγάπη. Είναι τόσο όμορφο. Αυτό όμως δεν ήταν αγάπη. Η αγάπη «είναι μακρόθυμη, είναι ευεργετική και ωφέλιμη», της έπιασε το χέρι και ξεφύσηξε για να της πει τα λόγια που ήθελε απαλά και τρυφερά για να μπορέσει να τα ακούσει η καρδιά της που έκλαιγε. «Δεν είναι αλήθεια ότι είσαι κατώτερη επειδή αυτός είχε καλύτερη δουλειά, ότι τον ενοχλείς επειδή θες να συζητάτε, ότι τον καταπιέζεις επειδή δεν θες να κοιτάει άλλες, ότι σε απατούσε επειδή τον ζήλευες», κουνούσε το κεφάλι σε κάθε της φράση, αλλά το ύφος της ήταν συμπονετικό σαν της μητέρας που πονάει το σπλάχνο της.
Οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν στους διαδρόμους, άλλοι μόνοι, άλλοι με παιδιά, κάποιοι μιλούσαν, άλλοι φώναζαν και κάποιοι αγκαλιάζονταν. Πάντα οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από την ζωή μας. Κάποιοι πιο γρήγορα από ότι θα θέλαμε και για άλλους δεν ξέρουμε καν τον λόγο που μπήκαν. Αφήνουν αναμνήσεις, αφήνουν συντρίμμια, παίρνουν κομμάτια της ψυχής και άντε μετά αυτή να τα μπαλώσει.
Η αλήθεια αυτή για την Άννα ήταν σαν να ήταν η Ελπίδα ένα μικρό παιδάκι που πήρε μια βελόνα και της έσπασε το μπαλόνι της. Πόνεσε πολύ στην αρχή, αλλά μετά κοίταξε καλύτερα και είδε ότι δεν είχε μπαλόνι στο χέρι της. Είχε μια μεγάλη φούσκα από προσβολές, βρισιές και κακές αναμνήσεις.
«Νόμιζα ότι έτσι θα κατάφερνα και θα γινόμουν γυναίκα του κάποια στιγμή. Δεν ξέρω, δεν το ‘θελε ο Θεός τελικά».
«Τι να θέλει ο Θεός, κοριτσάκι μου; Το ωραιότερο Του πλάσμα να βασανίζεται και να μειώνεται καθημερινά; Να εξευτελίζεται; Θέλει να ανθίσεις, να διαπρέψεις, να ευτυχίσεις! Να είσαι με κάποιον που θα σε έχει κορώνα στο κεφάλι του και θα σε αγαπήσει μέχρι την τελευταία του πνοή. Πίστεψέ με, όταν θα είναι ο σωστός άνθρωπος και θα σε αγαπά αληθινά, δεν θα χρειάζεται ποτέ να το αναρωτηθείς!»
«Έχεις δίκιο. Συγγνώμη που σε έχω κρατήσει τόση ώρα, φοβάμαι μην χάσεις την πτήση σου. Εγώ δεν θα πετάξω. Ο Σταύρος μου πήρε το πορτοφόλι και έβγαλε μόνο για εκείνους εισιτήριο. Δεν θέλω να σε κρατάω, νιώθω τύψεις».
«Καθόλου τύψεις, χρειαζόσουν μια μικρή βοήθεια και μια γερή δόση αλήθειας. Βέβαια σκέφτομαι να κάνω και κάτι που δεν το συνηθίζω ποτέ, αλλά έχε χάρη που είσαι διστακτική», είπε και κάρφωσε το βλέμμα της σε έναν άντρα.
«Τι εννοείς;» σηκώθηκε η Άννα όρθια μετά από την Ελπίδα και περπάτησαν αργά δίπλα δίπλα μέχρι την έξοδο.
«Πού πηγαίνουμε;” την ρώτησε η Άννα με απορία.
«Έφτασε ο αδερφός μου, πάμε να τον συναντήσουμε. Θέλω να τον γνωρίσεις, Άννα μου, γιατί πιστεύω ότι ένας τέτοιος άνθρωπος σου ταιριάζει και θα είναι κατάλληλος στο πλάι σου», της είπε ενώ ταυτόχρονα άνοιξε διακριτικά την τσάντα της Άννας από το πλάι και έβαλε γρήγορα μέσα το εισιτήριο της. «Να τος, αυτός είναι! Πήγαινε και έρχομαι σε ένα λεπτάκι», την έσπρωξε σχεδόν έξω από την είσοδο.
Ο Κωνσταντίνος στεκόταν έξω στον προαύλιο κήπο και ξεφύλλιζε όρθιος ένα βιβλίο όσο περίμενε την πτήση του. Η Άννα τον πλησίασε και του έπιασε την κουβέντα. Εκείνος κατάφερε μέσα σε λίγα λεπτά χαλαρής συζήτησης να κάνει την Άννα να αισθάνεται ανάλαφρη σαν πούπουλο. Τα λεπτά πέρασαν σαν νερό και η Άννα αισθανόταν για πρώτη φορά την καρδιά της να πετάει από χαρά! Όταν κάποια στιγμή η συζήτηση γύρισε στα παιδικά τους χρόνια, ο Κωνσταντίνος ανέφερε ότι είναι μοναχοπαίδι και η Άννα παραξενεύτηκε. Νόμιζε ότι μπερδεύτηκε, ότι δεν άκουσε καλά.
«Χάρηκα πολύ που βρήκα εσένα για παρέα σε αυτό το ταξίδι, Άννα. Θα ήθελες να γνωριστούμε καλύτερα όταν επιστρέψουμε στην Ελλάδα;» την ρώτησε ευγενικά.
«Φυσικά», απάντησε καταγοητευμένη εκείνη.
«Τέλεια! Πάμε όμως σιγά σιγά γιατί πέρασε η ώρα τόσο ευχάριστα που ξεχαστήκαμε», γέλασε κοιτώντας το ρολόι του. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να βγάλεις το εισιτήριο σου γιατί θα πέσει από την τσάντα και θα το χάσεις», της έδειξε το εισιτήριο που φαινόταν από την μισάνοιχτη στα πλάγια τσάντα της. «Μου επιτρέπεις;» ρώτησε και σήκωσε και την δική της βαλίτσα.
Η Άννα έμεινε για λίγα λεπτά αμίλητη, αλλά από μέσα της γελούσε τρισευτυχισμένη. Κατάλαβε ότι η Ελπίδα δεν ήταν αδερφή του, ήταν όμως ένας άγγελος επί της γης. Δεν την είδε ποτέ ξανά. Την είχε όμως πάντα μετά από απαίτηση της καρδιάς της σε ιερή θέση, ώστε να θυμάται εκείνο το τρυφερό άγγιγμα της στην πλάτη όταν η ψυχή της είχε διαλυθεί. Από τότε μόνο αγκαλιές και χάδια έπαιρνε η Άννα από τον άντρα της και τα δύο μικρά παιδάκια τους για το υπόλοιπο της ζωής της.
C.C.