Πογκανέστι, περιφέρεια Χινκέστι, Μολδαβία, Ιούνιος του 1992
Η δεκαπεντάχρονη Αλιόνκα, διέσχιζε περήφανη τα χωράφια μέχρι το σπίτι της, στην άκρη του χωριού της. Παραδίπλα αφουγκράζεται την ροή του Προύθου, του φυσικού συνόρου με την Ρουμανία. Έσκυψε και έκοψε αγριολούλουδα, ένα μωβ κρινάκι και δυο κόκκινα για την μητέρα και τις μικρότερες αδελφές της. Η πρωτότοκη, κουβαλούσε μαζί με την ογκώδη σχολική της τσάντα, υπέροχα νέα. Αρίστευσε και φέτος, πλησίαζε το όνειρό της. Του χρόνου θα έβαζε όλη την ενέργειά της και θα ξανάπιανε την κορυφή. Έτσι στα δεκαοχτώ της θα ξεκίναγε την νοσηλευτική. Στόχος της, η γυναικολογία. Η μάνα της δεν τα κατάφερε να σπουδάσει η ίδια, μικροπαντρεμένη και κανακεύοντας τρεις κόρες. Ή της εμφύσησε την αγάπη για δημιουργία ή της την κληρονόμησε. Ήθελε όσο τίποτα άλλο να φέρνει στον κόσμο φρέσκες ψυχούλες, το κλάμα τους την ώρα της γέννησης, θα ήταν κελάηδισμα νέας ζωής στ’ αυτιά της!
Αύγουστος του 1994 – Καταστροφικές πλημμύρες έπληξαν την Μολδαβία, ειδικά το Χινκέστι που το διασχίζανε τέσσερα ποτάμια. Η Ευρώπη αποφασίζει να στείλει την συνδρομή της στην χώρα. Στους επιζήσαντες χάσκουν πληγές ανοικτές που δε θα γιάνουν ποτέ. Οι εκατοντάδες πνιγμένοι δε χρήζουν βοήθειας πια, μόνο αυτοί που αφήσαν πίσω τους. Το φονικό νερό κατάπιε μανάδες, πατεράδες, προγόνους, ανήλικα, έφηβους… κάποιους δεν τους βρήκαν ποτέ. Καταλήξανε τα ρημαγμένα σώματά τους, πρησμένα κουφάρια, βορά ψαριών στην Μαύρη Θάλασσα. Ανάμεσά τους και η μητέρα της Αλιόνκα. Παρασυρμένη απ’ τον θηριώδη όγκο των υδάτων, χωρίς να προλάβει να τους αποχαιρετήσει, «κολύμπησε» για την ακτή του παραδείσου. Ίσως καλύτερα, να την θυμούνται λαμπερή, χαμογελαστή και ανυποψίαστη, να ετοιμάζει πλακίντα για όλους, το πρωινό του χαμού της.
Για κάποιους η απώλεια είναι βαρύ φορτίο. Για μερικούς είναι ασήκωτος βράχος που τους πλακώνει το κορμί και δεν μπορούν ν’ αναπνεύσουν. Σε αυτούς ανήκε ο πατέρας των κοριτσιών. Δεν συνήλθε ποτέ. Το έριξε στο ποτό, τον διώξαν απ’ τη δουλειά, σκάρτο χρόνο άντεξε να πατά την γη που είχε ρουφήξει την γυναίκα του. Πιθανόν δεν ήθελε άλλη ζωή, επέλεξε να πνιγεί μόνος του στο αλκοόλ.
Άφησε πίσω του, το πατρικό του και τρεις κόρες. Στα δεκαεπτά η Αλιόνκα, στα έντεκα η Νίκα και πέντε η Λενούσκα. Πυργάκι στην ακροθαλασσιά όσα έχτισαν στην ολιγόχρονη ύπαρξή τους. Έδωσε μία το κύμα με τα γυρίσματά του και ξυπνήσαν απ’ τον θολερό εφιάλτη τους, σε κινούμενη άμμο χωρίς κανένα στήριγμα! Από μοσχαναθρεμμένες, βρέθηκαν ορφανές, με μαυρίλα στην ψυχή και μπόλικη πρασινογκρί μούχλα γύρω τους, που τις κόλλησε στα τάρταρα. Παραδόξως, τότε βρήκε σύμμαχο η πελαγωμένη Αλιόνκα, το δαιδαλώδες κρατικό μηχανισμό! Κωλυσιέργησαν αρκετά οι διαδικασίες, ώστε να προλάβει να κλείσει τα δεκαοχτώ, για να μπορεί ν’ αναλάβει την κηδεμονία των αδελφών τους. Διαφορετικά θα καταλήγανε σε ίδρυμα. Το μικρό αλλά απαραίτητο αυτό χρονικό διάστημα, βοήθησε η γιαγιάκα τους και τα ξαδέλφια. Δεν έπρεπε, δεν ήθελε να εγκαταλείψει και τις σπουδές της! Τελείωσε με πολλά βάσανα την νοσηλευτική με έπαινο. Και γι’ αυτό κέρδισε υποτροφία στο δεύτερο έτος της γυναικολογίας. Γιατί έτσι σε παίζει η μοίρα. Απ’ την μια σου κάνει μια τόσο δυνατή πατητή που βουλιάζεις στον βούρκο και λες θα κολλήσω στον πάτο. Και όταν βγαίνεις στην επιφάνεια ασθμαίνοντας, σε σηκώνει στοργικά σα νεογέννητο βρέφος, σ’ απιθώνει κατάστηθα και σε βυζαίνει αχόρταγα ελπίδα!
Μα εκείνη την περίοδο, ψηλότερα απ’ τα όνειρα της Αλιόνκα και απ’ την ίδια της τη ζωή, ήταν οι αδελφές της. Έπρεπε να πουληθεί η αγροικία στο χωριό, να εργαστεί σκληρά ν’ αποκτήσει τα απαιτούμενα χρήματα και την άνεση για την άμεση μετακόμιση όλων τους στην πρωτεύουσα. Όσο σπούδαζε στο Κισινάου, τις φρόντιζε η γιαγιάκα στο Πογκανέστι και αυτή πηγαινοερχόταν δυο με τρεις φορές τη βδομάδα. Του χρόνου θα ξεκίναγε πανεπιστήμιο και η Νίκα. Ίσως την έβγαζε στην εστία κάνα δυο έτη, έπρεπε να δράσει η Αλιόνκα. Δε γινόταν άλλα δρομολόγια, διακόσια χιλιόμετρα πηγαινέλα ήταν επικίνδυνο, τα ρίσκα τις κυνηγούσαν όπως είχε αποδειχτεί. Ας μην προκαλούσαν την τύχη τους στην άσφαλτο. Ήδη οι ραγδαίες εξελίξεις δεν την βοηθούσαν καθόλου, να δουλέψει και να μορφωθεί στην πρωτεύουσα. Η Ρωσία ψυχορραγούσε, οδεύοντας στη χρεοκοπία…
Ελλάδα, Οκτώβριος 1997 – Ένα κλειστό φορτηγάκι κατεβάζει νύχτα, Μολδαβούς μετανάστες στα Μεσόγεια. Οι περισσότεροι άνδρες, σαραντάρηδες. Ανάμεσά τους, ένα κορίτσι μόλις είκοσι Μαΐων. Μικροκαμωμένη, κατάλευκη, ξανθούλα με τσαγανό και καλά κρυμμένο τον τρόμο βαθιά στα γαλανά μάτια της. Κατέληξε άρον άρον εσωτερική σε ένα αρχοντικό στην Παιανία. Να φροντίζει την ογδοντάχρονη Ρένα που έμενε μόνη, έχοντας χάσει πρόσφατα τον άνδρα της. Λίγο πιο εκεί το σπίτι της μοναχοκόρης της Αποστολίας, παντρεμένης και μάνας δυο θυγατέρων, με την μεγαλύτερη να σπουδάζει στην Ιταλία. Ξεκίνησαν τρία εφιαλτικά χρόνια. Ελεύθερη πολιορκημένη! Ολομόναχη, φοβισμένη να βγει έξω, χωρίς άδεια παραμονής, μην την καρφώσουν, μην την πιάσουν, μην την γυρίσουν πίσω πριν συγκεντρώσει το χρηματικό ποσό που ήθελε! Με ένα σποραδικό τηλέφωνο στους δικούς της. Ευτυχώς, όαση η συχνότατη επικοινωνία διά αλληλογραφίας! Ειδικά σαν λάμβανε πέντε φακέλους μαζί, τόσες φορές πολλαπλασιαζόταν και η χαρά της. Γιατί άνοιγε πάντα τον πιο παχύ. Ήξερε πως είχε φωτογραφίες μέσα. Πόζες στιγμής απ’ τις αδελφές της, χαμόγελα διαρκείας για την ίδια. Τις έβαζε κάτω απ’ το μαξιλάρι της, ένιωθε πως κοιμόταν πάνω σε ένα σύννεφο που θα την ταξίδευε πίσω εκεί, στην γενέτειρα, στις αγκαλιές τους που γεννούσαν χαρές. Μόλις την ασφυκτιούσε η μοναξιά στον λαιμό, έβγαζε απ’ την κρυψώνα μια εικόνα της Νίκα και της Λενούσκα. Ανέπνεε ξανά.
Υπήρχαν φορές που ούτε αυτό βοηθούσε. Συνήθως νύχτα, σαν πεινασμένος λύκος που αλυχτά καθώς πλησιάζει την λεία του, της έκανε ύπουλη, λυσσασμένη επίθεση, η θλίψη. Τότε σηκωνόταν, ξεφύλλιζε το ημερολόγιό της. Στις σελίδες του μέσα είχε ζωγραφίσει με μολύβι το δωμάτιό της στο Πογκανέστι, είχε σφραγίσει λουλούδια πολύχρωμα αποξηραμένα απ’ τον τόπο της, είχε λεκέδες από μυρωδιές χαμένες, καθώς είχε ψεκάσει το άρωμα της μητέρας της στις σελίδες του… Και εκεί πάνω έγραφε, ξαναζώντας τις αναμνήσεις της. Τελείωνε την φράση της, λίγο πριν ξημερώσει με δυο λέξεις: Αλιόνκα, κουράγιο!
Καυτά τα δάκρυα τα βράδια, χαρακώναν καρδιά και σεντόνια. Ωστόσο το πρωί έπρεπε να φρεσκαριστεί, να δείξει την ευγνωμοσύνη της. Διότι η γιαγιά Ρένα και οι απόγονοί της, ήταν εξαιρετικοί και της φερόταν σαν τρίτη κόρη τους. Την αποκαλούσαν κιόλας έτσι! Εγγόνα την φώναζε! Τα κατάφερε στον στόχο της, μπορεί και συντομότερα απ’ ότι έλπιζε. Ξαναγεννήθηκε σιγά-σιγά απ’ τις στάχτες της, ως Αλιόνα, έτσι την έλεγε η ελληνική οικογένειά της, ήταν πιο εύηχο.
Αγόρασε το σπίτι στο Κισινάου, στέγασε τις αδελφές της, είχε πια ενηλικιωθεί και η Λενούσκα. Ο καιρός της στην Ελλάδα ήταν μετρημένος. Θα γύριζε πίσω, άλλωστε την περίμενε και η υποτροφία της! Στενοχωρήθηκε που το ανακοίνωσε στην οικογένεια, ας είχαν μπροστά τους έξι μήνες να βρουν αντικαταστάτρια. Τους είχε αγαπήσει, τους νοιαζόταν. Όταν όμως ο άνθρωπος σχεδιάζει καραβάκια, η τύχη τα μουτζουρώνει με αέρηδες! Στον μήνα πάνω, η γιαγιά Ρένα επιδεινώθηκε και διακομίσθηκε στο νοσοκομείο. Λίγο πριν πάρει εξιτήριο και έχοντας μείνει κατάκοιτη, αρρώστησε βαριά και η κυρά-Αποστολία. Που να τους αφήσει η Αλιόνα! Συγγενείς δεν είναι μόνο οι εξ αίματος, αλλά καμιά φορά πιο δυνατοί είναι οι δεσμοί με αυτούς που επιλέγεις ως σόι!
Κάπως έτσι πέρασε μια πενταετία. Εγκατέλειψε το όνειρο της γυναικολογίας. Μπορούσε πλέον να ταξιδεύει στο Κισινάου και στην γιαγιάκα της στο χωριό, έστω μια φορά ετησίως. Εννοείται πως οι αδελφές της που με λαχτάρα την έσφιγγαν πάνω τους, δεν κρύβανε το παράπονο πως της άφησε πολύ παραπάνω απ’ τα τρία χρόνια που τους είχε υποσχεθεί. Μολονότι γνωρίζανε όλες πως δε γινόταν αλλιώς. Στάθηκε πατέρας και μάνα τους. Η ηχηρή απουσία της έγινε βουβό παράπονο! Ας την υπερκέρασε τελικά η φροντίδα της που ήταν παρούσα και φάνηκε πόσο σημαντικότερη ήταν, μόλις μεγαλώσανε και πρόκοψαν και οι δυο τους!
2007 – Η σωτήρια χρονιά που πήρε την μεγάλη απόφαση ν’ αφήσει οριστικά την Ελλάδα, τίποτα δεν την κράταγε πια, θα γύριζε στην πρώτη χώρα της! Μα όταν η Αλιόνα προγραμματίζει, η πλάση αρμενίζει και ο έρωτας πανηγυρίζει…
Παιανία, 2023 – Καθαρίζοντας ένα παλιό κομοδίνο στο πατάρι πριν το πετάξει, έπεσε πάνω στο ξεχασμένο ημερολόγιό της. Το έπιασε στα χέρια της και αυτό άνοιξε μόνο του ακριβώς στην μέση. Σαν την καρδιά της, που χρόνια τώρα ήταν σκισμένη, ισομοιρασμένη στις δυο πατρίδες. Τα φύλλα που αντίκρισε γράφανε από πάνω ως κάτω, αδιάκοπα χωρίς κανένα σημείο στίξης, κολλητά, μόνο δυο λέξεις: Αλιόνα, κουράγιο.
Μερικές γυναίκες είναι γεννημένες «παραμάνες»! Ελάχιστες απ’ αυτές, οι πιο ευλογημένες, χωρίς καν να γίνουν μητέρες, γίνονται τροφοί! Μπορεί να μην εκτελούν τον ρόλο τους κυριολεκτικά, όπως 2000 χρόνια πριν, αλλά γαλουχούν με τον ιδρώτα και την αγάπη τους όσους τυχερούς «υιοθετούν» στο διάβα τους!
Μαρίτσα Καρά
Συνεχίζεται…