,

Η «λειψή»

– Κατίνα, άνοιξε.
– Πέρνα, μάνα.
– Απ’ το πρωί έπρεπε να έρθεις πάνω. Έχεις να σφουγγαρίσεις από προχθές, περπατώ και τρίζει το χώμα στο πάτωμα. Απόγινες με την τεμπελιά σου, έχεις κάνει και την εγγόνα μου ίδια!
– Δεν το ξέχασα. Τώρα έσβησα τον κιμά για τα μακαρόνια και θ’ ανέβω. Κάτσε, να σου βάλω ένα πιάτο να δεις τι νόστιμα γίνανε. Δεν έχεις ξαναφάει τέτοια!
Μία ώρα μετά η ογδοντάχρονη έπεφτε νεκρή, από εμβολή όπως αποφάνθηκε ο γιατρός του χωριού. Χρόνια την ταλαιπωρούσε η καρδιακή πάθησή της.

Δυο βδομάδες μετά, η Κατίνα ψήνει ελληνικό καφέ για να πιουν μαζί με την ξαδέλφη της. Πώς έγινε με το που πήγε να σηκωθεί η Ποτούλα, πιάστηκε η σόλα της στις τάβλες του πατώματος, χτύπησε στην άκρη της καρέκλας και έμεινε στον τόπο. Το κάταγμα στο κεφάλι, ήταν θανατηφόρο.

Ολάκερο το χωριό παραμιλούσε για την Κατίνα, για την τύχη της την μαύρη. Γεννημένη με ημιπάρεση στην αριστερή της πλευρά, δυσκολεύτηκε πολύ να πρωτοπερπατήσει. Κούτσαινε από παιδί, έμενε τελευταία στην ουρά, σχολείο δεν πήγε ποτέ. Στην εφηβεία, κάλυπτε την αναπηρία της με τις μακριές φούστες. Στα κακοτράχαλα χωράφια δεν στεκότανε, οπότε προσαρμόστηκε συνδράμοντας στις αγγαρείες του σπιτιού. Η οικογένειά της δούλευε σκληρά, αυτή έκανε λάτρα και μαγείρεμα.

Κουραζόταν εύκολα, ήταν όντως ζερβοκουτάλα, έτσι την αποκαλούσε ο πατέρας της από τότε που γεννήθηκε! Ζητούσε κάνα πιάτο φαΐ απ’ τους συγγενείς της, σπάνια έπαιρνε περισσότερο από σκέτο σιτάρι. Και ας την τρέχανε τα αδέλφια και η μητέρα της να τους καθαρίζει, να τους ζυμώνει το φρέσκο ψωμί αξημέρωτα, με την μπουνιά της, την καλή! Η αριστερή της χούφτα ίσα που στήριζε την λεκάνη με το αλεύρι. Έφερνε και το νερό απ’ την στέρνα καθημερινά, σέρνοντας το βήμα της. Δεν την λυπήθηκε ούτε ένας στο χωριό. Σαν έχασε μάνα και ξαδέλφη, άρχισαν να της ρίχνουν κάτι ψυχοπονιάρικα βλέμματα, ίσως ήταν βδελυγμίας τελικά. Από μακριά την κουτσομπόλευαν που διέσχιζε την πλατεία φορτωμένη με την κανάτα. Δεν την πλησίαζε κανείς τους, μπας και τους κολλήσει το θανατικό.

Είχε μισήσει τους πάντες πλέον. Σαρανταδύο τυραννημένα χρόνια μέτραγε στους ώμους της. Από μωρό, ομορφότερα φροντίζανε το σφουγγαρόπανο, το αφήναν πιο στοργικά στην θέση του, παρά αυτήν. Κάτσε-σήκω την είχαν. Ήθελε η Κατίνα να γεννηθεί με ημιπληγία; Κάλλιο να την είχαν πνίξει στην γέννα, τι την βασανίζαν έτσι; Δεν την ένοιαζε που την λογιάζανε για δουλικό, μα που δεν την υπολογίζανε για κόρη, για αδελφή, για άνθρωπο. Αυτοί τρώγαν στο σοφρά και της πετάγαν το πιάτο στην γωνία πίσω απ’ την πόρτα κατάχαμα, πλάι στο γατί. Ας τους μαγείρευε, τα περισσεύματα ήταν δικά της. Οι άνδρες που κοπιάζαν σκληρά στον κάμπο έπρεπε να πάρουν την χορταστική μερίδα. Μετά οι γονείς. Ύστερα η αδελφή της και τελευταία αυτή. Κανένας τους δεν μίλησε για να την υπερασπιστεί. Όταν πέθανε ο πάτερ φαμίλιας, έλεγε μέσα της θα βελτιωθεί η κατάσταση. Βλέπεις γι’ αυτόν, η Κατίνα δεν βγήκε απ’ την σάρκα του. Ήταν η προσωποποιημένη ντροπή του στον κόσμο. Δεν την άφηνε να βγαίνει έξω, την είχε περιορισμένη στο σπίτι. Η μάνα της τα έκανε χειρότερα μόλις χήρεψε. Της επέτρεψε να κυκλοφορεί αφού της ανέθεσε να κουβαλά το νερό απ’ την στέρνα. Το ένιωθε σε κάθε της βήμα, έγινε ο περίγελος του χωριού. Ακόμα και τα ανήλικα που την πετυχαίναν στον δρόμο, της πετάγαν πέτρες, την κοροϊδεύανε, κάναν πως περπατάγανε και αυτά χωλαίνοντας. Παράδοση είχε γίνει με πιο πρόσφατο επικεφαλής της συμμορίας, τον ανιψιό της τον Ηλία. Μολονότι δε φταίγανε αυτά. Οι γονείς τους, οι συγχωριανοί της, τους είχαν επιτρέψει να της φέρονται έτσι, έγινε ο καραγκιόζης του Νεοχωρίου.

Χειρότερος όλων ήταν ο τύραννός της, ο Κωνσταντής. Την κακομεταχειριζόταν ανέκαθεν. Ήταν δεν ήταν τριών, σερνόταν στο πάτωμα προσπαθώντας να σταθεί όρθια. Την σουβλερή κλωτσιά του στα πλευρά της, εκείνη την στιγμή και το χαχάνισμά του, χαράχτηκε βαθιά στην παιδική της μνήμη!
Προφανώς δεν του φθάνανε τα σημάδια στο άμοιρο κορμί της. Τετάρτη μεσημέρι, 19 Ιούλη, την μέρα που πάτησε τα εικοσιεπτά. Είχε μείνει στο σπίτι ως συνήθως και αυτός γύρισε νωρίτερα. Της είχε δώρο γενεθλίων είπε και την έβαλε να σταθεί μπροστά του. Απειλώντας την με την βίτσα, δήθεν να δει τα ανάπηρα μέλη της, την ανάγκασε να γδυθεί. Έκλαιγε με λυγμούς από ντροπή, ενώ αυτός την κοίταζε εξονυχιστικά, σα ζώο που το ξεδιαλέγουν για σφαγή. Την έφτυσε, τα σιχαμερά σάλια του κυλούσαν πάνω στα στήθη της. Μετά την γύρισε πλάτη. Της είπε πως το μόνο που άξιζε πάνω της ήταν τα καπούλια της. Εκεί την χάιδεψε. Ανατρίχιασε σύγκορμη από αηδία, λες και το σώμα της ήξερε. Τι οδύνη και εξευτελισμός, το περίμενε. Της είπε να σκύψει μπροστά στο βαρύ ξύλινο τραπέζι που το πρωί ζύμωνε. Τρίφτηκε πίσω της, απότομα της άνοιξε τα πόδια και την ταπείνωσε όσο δεν έπαιρνε. Μπλάβιασε η κοιλιά της απ’ το δυνατό σπρώξιμό του μπρος πίσω στην κόχη της τάβλας. Τα μουγκρητά της ξεσηκώσαν τον σκύλο που άρχισε να αλυχτά. Προσπάθησε πολύ να πνίξει τις κραυγές της. Όχι επειδή της έκλεινε το στόμα με τις δαχτύλες του, μα ήξερε τι ξανάστροφες την περίμεναν αν δεν υπάκουγε στο «σκάσε, λειψή» που της έλεγε συνέχεια. Στην Ελλάδα του ΄50, ποιος νόμος ή δικαστής θα δικαίωνε την παρά φύση «αδελφική» ασέλγεια; Πόσο μάλλον η Κατίνα, που αποδέχτηκε άλλη μία, την ματωμένη της μοίρα. Ουδείς θα πρόσεχε το έντονο κούτσεμα στο περπάτημά της τις επόμενες μέρες.

Παραδόξως, το κακό δεν τρίτωσε. Πώς τα φέραν από εδώ, τα φέραν από εκεί, της βρήκαν έναν χήρο να την παντρέψουν. Του τάξανε και προίκα το πιο καρποφόρο χωράφι. Και το μισό στρέμμα στην άκρη του χωριού να φτιάξουν το δικό τους γιατάκι. Η Κατίνα, ήταν και μεγαλοκοπέλα, περασμένα εικοσιπέντε, δεν το πίστευε. Θα έφευγε απ’ την φυλακή της. Ανάσανε!
Ήταν ανεκτικός μαζί της ο άνδρας της και δεν σήκωσε το χέρι του. Την σταμάτησε κιόλας απ’ το να κουβαλά νερό για το σόι της και να τρέχει να τους καθαρίζει τα βρωμοδωμάτιά τους. Δυο χρόνια, τα πιο ευτυχισμένα της. Το τρίτο, έμεινε έγκυος. Γέννησε κόρη. Τότε τους παράτησε και έφυγε ο γαμπρός. Ήθελε γιο. Αφορμή έψαχνε! Δεν τον αδικούσε η Κατίνα, δεν του έδωσαν ότι του υποσχεθήκαν, εκτός απ’ το σπιτικό που φτιάξαν οι δυο τους. Πήραν και επίσημα διαζύγιο, αυτός σίγουρα θα ξανάφτιαχνε την ζωή του.

Στα τριαντατρία της, χωρισμένη, η Κατίνα ξαναγύρισε στο πατρικό με την μάνα της, τον Κωνσταντή και την οικογένειά του. Σκλάβα τους. Δεν υπολόγισαν όμως την νιόπαντρη. Ποια ήθελε να έχει μια ανάπηρη μες τα πόδια της; Για τις δουλειές καλούτσικη ήταν, μέχρι εκεί. Δε θα τρώνε και αντάμα. Δεν ταίριαξε η αισθητική της με την νύφη και την διώξαν άρον-άρον. Τελικά της παραχωρήσανε μια τρώγλη στην άκρη της αγροικίας να μένει, αποδείχτηκε το ιδανικότερο.

Δεν την ένοιαξε διόλου αυτό, θα τον έφτιαχνε τον χώρο τους. Ήθελε την ησυχία της, έκανε και την κουφή μπας και γλυτώσει θελήματα. Ο Γολγοθάς της άλλωστε συνεχιζόταν, έβλεπε την δεκάχρονη θυγατέρα της αντί να ψηλώνει, να ζαρώνει απ΄την πείνα. Παρ’ όλη την νηστικάδα της, είχε μια όψη αερικού η Στελλίτσα της, με τα ξανθιά μπουκλάκια και τα βαθυπράσινα μάτια, γι’ αυτό την κανάκευε και την έπαιζε στα γόνατά του ο πονηρός, ο Κωνσταντής. Της έχωνε με τα ξερά του μες τα φουστανάκια της από καμιά καραμελίτσα. Λούφαζε η Κατίνα. Ας τον παρακάλαγε εξαντλημένη απ’ την υπερκόπωση, να της χαλαλίσει ένα ποτήρι περίσσιο γάλα. Προσπαθούσε να τα βγάζει πέρα με το επίδομα των 200 δραχμών της Πρόνοιας, αφού δεν μπορούσε να εργαστεί συστηματικά.

Ένα πρωινό, δεν πήγαινε άλλο, μήνυσε του Κωνσταντή να έρθει. Μετά το θάνατο της μάνας τους, δικαιούταν και αυτή ένα μερίδιο απ’ την περιουσία. Αν της το έδινε θα ζούσε αξιοπρεπώς, όχι σα ζητιάνα. Την άκουσε, ήπιε μονορούφι τον καφέ και της άστραψε μια γερή, σφύριξε το αυτί της. “Να ξεκουμπιστείς απ’ το καλύβι, σε μένα το έγραψε η μάνα! Μέχρι τα σαράντα της να έχεις εξαφανιστεί από δω μέσα! Θα το πουλήσω! Να πας να μείνεις στους στάβλους, εκεί σ’ αξίζει! Θα σε βάλω εγώ να γλείψεις τις σβουνιές! Λαμπίκο θα τους κάνεις! Για την θυγατέρα σου, μην σκας, θα την πάρω μαζί μας την Στελλίτσα!”. Βρόντηξε την πόρτα πίσω του και έφυγε. Στο τέλος του δρόμου, τον έπιασε αφόρητος σφάχτης στο στομάχι, διπλώθηκε στα δυο, ευτυχώς τον προλάβαν και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Κρίση χολής, είπαν οι γιατροί που τον έσωσαν.

Η Κατίνα έσκασε απ’ την στεναχώρια της εκείνο το βράδυ. Χάιδευε το κεφαλάκι της κοιμισμένης Στελλίτσας και έκλαιγε με αναφιλητά. Λάθος έκανε, μεγάλο λάθος. Δεν υπολόγισε σωστά. Διαφορετικά τα θηλυκά, ο Κωνσταντής ήταν ολόκληρο αρσενικό. Και γερός, όχι χούφταλο σαν την μάνα της, ούτε πετσί και κόκαλο σαν την ξαδέλφη της. Την επόμενη θα ήξερε.

Είχε περάσει τρίμηνο που έπεσε μπροστά της στην αποθήκη, το παραθείο που χρησιμοποιούσαν για ζιζανιοκτόνο. Θόλωσε! Έβγαλε το κεφαλομάντιλό της, το δίπλωσε και παράχωσε λίγη ποσότητα. Το έκρυψε στο ιερό μιας έρμης εκκλησίας, πεντακόσια μέτρα απ’ το σπίτι της. Γνώριζε τη δοσολογία για τις καλλιέργειες όχι για τους ανθρώπους. Γι’ αυτό ο πρώτος της φόνος ήταν πείραμα. Που πέτυχε. Η άσπλαχνη μάνα της, έφυγε μπροστά στα μάτια της σφαδάζοντας από πόνους. Ούτε οι μισοί απ’ όσους είχε δώσει στην ίδια, κάθε φορά που την αποκαλούσε «λειψή». Μετά η ξαδέλφη η Ποτούλα, που της έταζε βοήθεια και δεν το έκανε ποτέ. Από κοριτσάκια, ήταν και συνομήλικες, της έλεγε τι τράβαγε. Έδειχνε πως την συμπονούσε. Μέχρι που μεγάλωσαν, υπομονή, της έλεγε, θα τους μιλήσω εγώ. Ψεύτρα και δόλια, τρις χειρότερη απ’ τους υπόλοιπους.

Σειρά στον κατάλογο θυμάτων, ο Κωνσταντής. Την αρχική δόση δεν την μέτρησε και την γλύτωσε. Με το που ξαναγύρισε υγιής στο Νεοχώρι, τον ξανακάλεσε για φαγητό. Τέτοια αυγά μάτια, δε θα ξανάτρωγε στη ζωή του. Με διπλή δόση παραθείου. Έμεινε επί τόπου. Καρδιακή προσβολή από οξεία κρίση χολής, αποφάνθηκε ο γιατρός. Πιότερο πιστεύανε τότε στην ζοφερή κατάρα που είχε πέσει στην οικογένεια Λουκαρέα, παρά στην μακάβρια ικανότητα της «αγαθιάρας» και χωλής μισοριξιάς! Η Κατίνα αποθρασύνθηκε.

Επόμενος στόχος η νύφη της, η γλωσσού, αποπειράθηκε να την ξεπαστρέψει μ’ ένα πιάτο κοτόσουπα. Λογοφέρανε, αρνήθηκε και την γλύτωσε. Το ίδιο απόγευμα πρόσφερε δέλεαρ ένα λαχταριστό ρόδι στην κόρη της ψηλομύτας. Η τετράχρονη το γύρισε πίσω γιατί ήταν ξινό! Δεν ξαναδοκίμασε, ήταν γραφτό τους να ζήσουν. Άλλωστε στόχος της ήταν η μικρότερη αδελφή της, η σουσουράδα που καμωνόταν την κούκλα βιτρίνας, που δεν την πλησίαζε ούτε στην Κυριακάτικη λειτουργία. Με την στυφή της την μούρη ίδιο είχε κάνει τον πεντάχρονο γιο της, τον Ηλία. Θα την πλήγωνε όσο χειρότερα μπορούσε. Έκρυψε στην τσέπη της το κέρασμα, γυρνώντας απ’ τη βρύση. Κάπου θα τον πετύχαινε τον μπόμπιρα. Αντίκρισε το ανιψάκι της στην πεζούλα, της έβγαλε την γλώσσα και αυτή του έτεινε το λουκούμι. Άστραψαν τα μάτια του! Με το που έστριψε την γωνία, άρχισε να βγάζει αφρούς. Έτρεξε ο πατέρας του να τον πάει στο νοσοκομείο, δεν πρόλαβε.

Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Ο γιατρός επιτέλους, υποψιάστηκε δηλητηρίαση και έστειλε το άψυχο κορμάκι για νεκροψία στην Καλαμάτα. Εντοπίστηκε το παραθείο. Τα στόματα άνοιξαν, κάτι που δεν είχαν κάνει ποτέ για το μαρτύριο της Κατίνας τόσα έτη. Μπόλικες διχαλωτές γλώσσες αμοληθήκαν πως την είδαν να τσακώνεται με την αδελφή της και μετά να προσφέρει στον Ηλία το φαρμακωμένο γλυκό. Βούιξε ο τόπος. Την είπαν σαλεμένη, μισιακιά, ανώμαλη, έκτρωμα.

Η φόνισσα κατάλαβε πως δεν προλάβαινε να ολοκληρώσει το έργο της. Η τελευταία πράξη της μεγαλοπρεπούς παράστασης που είχε στήσει στο μυαλό της, δε θα παιζόταν ποτέ. Ήθελε να βάλει παραθείο στα κόλλυβα που θα στόλιζε με τα χεράκια της για το χωριό, στο μνημόσυνο του Κωνσταντή. Ξεκλήρισμα δια παντός! Η εικόνα να χτυπιούνται σαν τα χταπόδια από φρικτούς σπασμούς πριν ψοφήσει ο ένας μετά τον άλλον, ήταν βάλσαμο στα πληγιασμένα μέσα της. Και αυτή να τους βλέπει απ’ το καμπαναριό, αφιονισμένο κοπάδι, καμαρώνοντας το έργο της!

Κάπως έτσι, ίσως ήταν η ζωή και οι σκέψεις της Κατίνας, της επονομαζόμενης «Δράκαινα της Μάνης». Μπορεί οι γύρω της να την βλέπανε ως παραμόρφωση του άρτιου κόσμου τους και γι’ αυτό φροντίσανε να σακατέψουν και την ψυχή της.

Ευτυχώς δεν ήταν η ιστορία του Νεοχωριού, δεν αφανίστηκε απ’ τον χάρτη. Οι κάτοικοί του σταθήκαν τυχεροί. Η δολοφόνος προσήλθε αυτοβούλως στο γραφείο του προέδρου της κοινότητας, πέντε μέρες πριν το μνημόσυνο. Σε αυτόν μαρτύρησε τα τέσσερα εγκλήματά της και την πρόθεσή της να δηλητηριάσει άπαντες τους συγχωριανούς της. Συνελήφθη και υπέδειξε στις αρχές, τη θέση που είχε κρύψει το παραθείο. Καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο. Στις 10 Απριλίου του 1964, 05:30, εκτελέστηκε στο Γουδί, η πρώτη Ελληνίδα κατά συρροήν δολοφόνος, η Αικατερίνη Δημητρέα.

Μαρίτσα Καρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: