Άνθρωποι-πυροτεχνήματα. Έτσι αποκαλώ, μια ιδιαίτερη «ομάδα» συνανθρώπων. Χωρίς να είναι φίλοι μου, κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινωνικό μου περίγυρο. Η ύπαρξή τους κάνει τη ζωή πολύχρωμη, θεαματική, διασκεδαστική. Σαν τα βεγγαλικά. Και φεύγουν ακριβώς όπως αυτά! Απότομα σβήνουν στον αέρα!
Πιο πρόσφατη ένταξη στην κατηγορία και ας είναι η τελευταία φυγή, ο γείτονας, ο κυρ-Ηλίας. Από τότε που μετακομίσαμε στο μαγευτικό Λιόπεσι, το 2000, σέρβιρε σφυρίζοντας σε ταβέρνα-διαμάντι της περιοχής! Θαμώνες οικογενειακώς, πρώτα με τους γονείς, μετά με την παρέα, κατόπιν με τον άνδρα. Ο κυρ-Ηλίας εκεί! Αφού στις αρχές νόμιζα πως ήταν δικό του το κατάστημα. Άλλωστε στα τόσα χρόνια ήταν ο μοναδικός που μας κέρναγε κάνα μισόκιλο γλυκόπιοτο ροζέ. Οι ιδιοκτήτες, τσίπηδες, ούτε μισή φέτα παγωμένο καρπούζι! Χωμένοι στην κουζίνα και στη θράκα αντίστοιχα, ο κυρ-Ηλίας ήταν η πρώτη μούρη του μαγαζιού και μακράν η καλύτερη. Ο άνθρωπος με το μπλοκάκι, «χορεύοντας» προσέγγιζε με τα πειράγματά του παλιούς και νέους πελάτες να πάρει παραγγελία. Ευχάριστος, σου έφτιαχνε τη διάθεση και ήξερε να τρέχει τους σερβιτόρους, σαν καλοκουρδισμένα στρατιωτάκια. Σίγουρα όποιος αντέχει τουλάχιστον τριάντα χρόνια σε τέτοιο πόστο, το ‘χει με τον κόσμο. Από εκεί μέσα μόνο συνταξιούχος θα έφευγε.
Τις ελάχιστες μέρες που είχε ρεπό, κάπου θα βόηθαγε, θα έσκαβε τον κήπο της γιαγιάς, θα κλάδευε παρακάτω. Μέχρι την επέλαση της κακοκαιρίας τον Γενάρη του 2022. Ανάμεσα στις υπόλοιπες ζημιές, το βάρος του χιονιού πλάκωσε και την καμινάδα της ψησταριάς. Και ποιος έτρεξε απ’τους πρώτους να βοηθήσει; Ο κυρ-Ηλίας. Λεπτομέρειες δεν μάθαμε ποτέ, δεν διορθώνει το κακό. Το γεγονός παραμένει φρικτό. Γλίστρησε, έπεσε, χτύπησε κεφάλι και σπονδυλική στήλη. Διακομιδή σε νοσοκομείο. Εντατική, «φυτό»! Δεν συνήλθε, δε βγήκε ποτέ. Το μειδίαμά του, η πρόσχαρη υποδοχή του, το «καλώς τα παιδιά», χάθηκε για πάντα.
Αργήσαμε πολύ να πάμε στο εστιατόριο. Περνάγαμε συχνά μπροστά με το αμάξι, κοιτάζαμε κλεφτά, λες και περιμέναμε την μορφή του να εμφανιστεί στην είσοδο. Βαριά η ατμόσφαιρα το βράδυ που καταφέραμε να κάτσουμε για φαγητό. Έλειπε η ψυχή του μαγαζιού! Μας φάνηκε μέχρι και η γεύση του κρασιού, αλλοιωμένη. Το πένθος δεν κατοικεί στους ψυχρούς τοίχους, ξεθωριάζει με τον καιρό. Μα οι αναμνήσεις, μπορούν να κουβαλήσουν την στεναχώρια σε κάθε τραπέζι που ακούμπησε, που ξαπόστασε! Ένας χώρος δεν χαλάει απ’ την απώλεια. Μία σκανδαλιάρα παρουσία όμως μπορεί να τον εκτοξεύσει στην κορυφή, σαν πυροτέχνημα! Και η απουσία της, είναι που τον στοιχειώνει.
Λίγα χρόνια πριν ήταν ο Γιώργος. Ιστορική μορφή στο Μαρκόπουλο. Όπως και στα πρώτα τραπέζια στον Ρέμο! Εγώ τον θυμάμαι, πάντα παρόν στην παραθαλάσσια καφετέρια που διατηρούσε. Πηγαίναμε πάντα νωρίς τα Σάββατα για μπάνιο. Μας βόλευε μπροστά στις ξαπλώστρες, άλλωστε στις 11 που φεύγαμε, ούτε είχαν έρθει οι κρατήσεις του. Φυσικά τον είχα γνώρισα με το που έπιασα δουλειά στην περιοχή.
Σε μια βόλτα μου στο Πόρτο Ράφτη, έχασα το πορτοφόλι μου. Άδειο βέβαια, σαν το κεφάλι μου. Με δίπλωμα και ταυτότητα μέσα! Πέρασε βδομάδα, το είχα ξεγράψει και μουρμούραγα που θα ξανάτρεχα στις υπηρεσίες για τα έγγραφα. Κυριακή βράδυ, δέχομαι κλήση στο σπίτι. Ο Γιώργος! Το είχε βρει κάποιος πελάτης του και του το πήγε. Ο ίδιος έψαξε και βρήκε το σταθερό απ’ το ονοματεπώνυμό μου! Πήγα να το πάρω, ξανάκατσα με παρέα στην καφετέριά του. Δεν μ’ άφησε να πληρώσω τίποτα! Έφταιγε το στεγνό περιεχόμενο του απολεσθέντος αντικειμένου μου; Μπα! Η χρυσή του καρδιά!
Όπως έμαθα αργότερα, απ’ τα μικράτα του το είχε το «κουσούρι» της καλοσύνης! Όντας πιο προνομιούχος απ’ τα φιλαράκια του στο σχολείο, μέρα παρά μέρα γύριζε ξυπόλητος στην μάνα του! Ο λόγος; Έβλεπε συμμαθητές του με τρύπια παπούτσια και τους έδινε τα δικά του. Με διπλές ή τριπλές κάλτσες, είχε ποδέσει πολλούς στο καταχείμωνο. Δεν νομίζω πως άλλαξε μεγαλώνοντας. Κρυφές φιλανθρωπίες και την πολύτιμη αρωγή του όπου έκρινε, ήταν το χαρακτηριστικό του. Είχε βρει τον τρόπο να συγκεντρώνει γύρω του λαό, ώστε κάθε επιχειρηματικό του σχέδιο, στεφόταν με επιτυχία. Δημιουργούσε στέκια, αποκτούσε θαμώνες, έπλαθε την διασκέδαση της περιοχής. Μέχρι εκείνο τον Μάη του ’21 που άκουσα την είδηση του θανάτου του 52χρονου Γιώργου.
Έμεινα, δεν το πίστευα, ρώτησα ξανά και ξανά, μήπως δεν καλάκουσα, μήπως μπερδέψαν τα ονόματα. Λέγαν έφταιγε που δεν πρόσεχε το βάρος του, το ζάχαρό του, το κυκλοφοριακό του. Εγώ ξέρω πως η καρδιά του δεν άντεξε την ασχήμια αυτού του κόσμου και αποφάσισε ένα βράδυ να σταματήσει να χτυπά! Δε θα ξαναδώ τον πρόσχαρο αφράτο κοκκινομούρη που αν και πασαλειβόταν από πάνω ως κάτω αντηλιακό, πάντα καιγόταν. Απ’ τις άπειρες φορές που τον είχε πάρει ο ύπνος αποβραδύς στην ξαπλώστρα για να τον βρούμε εμείς το ξημέρωμα, σαν καλοψημένο, μπαμπάτσικο μπιφτέκι. Και αντί να ξυπνά, ζαβλακωμένος, κακόκεφος, να αντηχεί το βροντερό του γέλιο μέχρι την Αγία Μαρίνα!
Δεν ξαναπάτησα στο παραλιακό καφέ μπαρ. Δεν μπόρεσα, το φάντασμά του ευγενικού γίγαντα έχει ριζώσει στο μέρος! Χωρίς αυτόν, δεν είναι το ίδιο μαγαζί, δεν είναι ίδια ούτε η θάλασσα.
Δεν ξεχνώ την πρώτη, που χαρακτήρισα γυναίκα-πυροτέχνημα. Συναδέλφισσα που μπήκε-βγήκε στη ζωή μου. Ήταν «Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ», όπως την έχω ακριβώς περιγράψει σε προγενέστερο κείμενό μου. Τότε που το σκάρωσα δεν ήξερα πως θα κατέληγε από πολυοργανική ανεπάρκεια στην εντατική. Νόμιζα θα βγει νικήτρια, καθώς απ’ την γέννησή της ήταν μαχήτρια. Δυστυχώς την τρυφερή και πάντα χαμογελαστή φωνή της, τη ζήλεψε ο κορονοιός και την πήρε μαζί του!
Αυτοί είναι οι τρεις άνθρωποί μου-πυροτεχνήματα. Τόσο δικοί μου και τόσο ξένοι! Τόσο μέσα και τόσο μακριά μου! Το τυπικό «χάρηκα» που τους απάντησα σαν πρωτοσυστηθήκαμε, δε φανταζόμουν πόσο κυριολεκτικό θα γινόταν στο τελευταίο αντίο. Σαρωτική η παρουσία τους, αυτή η ελάχιστη. Όπως και τα ίχνη τους ανεξίτηλα στον μικρόκοσμό μου.
Μετανιώνω που δεν τους γνώρισα καλύτερα. Τυχερή για όσα μου δώσαν! Σήκωσα το κεφάλι και τους θαύμαξα ακριβώς όπως σκάνε στον ουρανό τα εναέρια συντριβάνια βεγγαλικών στα πανηγύρια. Θέαμα, ήχος, έκπληξη, επιφωνήματα και μετά θανατερή σιωπή, πηχτό σκοτάδι σα μαύρη κουρτίνα. Που τα σκεπάζει όλα, αφήνοντάς σε μ’ αναπάντητα γιατί. Ο σκοπός τους να γεμίσουν με τις πολύχρωμες πινελιές τους τον πεζό κόσμο μας, σίγουρα επετεύχθη.
Πόσα θα είχαν καταφέρει, πόση χαρά θα είχαν πολλαπλασιάσει, αν περπατούσαν ακόμα ανάμεσά μας, οι άνθρωποι-πυροτεχνήματα; Τώρα που τους «κατέγραψα», σα φόρο τιμής, ίσως πρέπει να τους αλλάξω και κατηγορία. Να τους πω κομήτες. Είναι σίγουρο πως εγώ δε θα τους ξαναδώ. Θα ήθελα όμως να σκέφτομαι πως περάσανε απ’ την γη και τώρα βρίσκονται σε άγνωστο πλανήτη, σε διαφορετική διάσταση να διανθίσουν φωτεινά χαμόγελα σε μακρινούς πολιτισμούς!
Μαρίτσα Καρά