,

Ο κουμπάρος

“Πω πω! Είναι πολύ όμορφος, ρε εσύ! Πω πω! Κοίτα τον! Κοίτα τον!”.

“Θα τον ματιάσετε τον άνθρωπο!”

“Άσε μας, ρε Κάτια που θα τον ματιάσουμε! Το παιδί είναι κουκλί! Κοίτα τον… Ένα χαμόγελο… Ένα σώμα… Ένας κω…”

“Σοβαρέψου! Είμαστε σε εκκλησία, ανάθεμά σε!”

“Ρε Κάτια, ηρέμησε! Καλά τα λέει η Γιώτα! Θαυμάζουμε τον ωραίο κόσμο του!”

“Καλά τα λένε τα κορίτσια! Είναι πολύ όμορφος! Όχι ότι οι δικοί μας δεν είναι αλλά… Εντάξει! Είναι πολύ όμορφος!”.

“Υπερβολές! Συνηθισμένος σαν όλους τους άλλους. Ίσως να του πηγαίνει λίγο παραπάνω το κουστούμι! Εκεί κρύβεται το μυστικό!”.

“Καλά, Κάτια! Είσαι άρρωστη! Το παιδί είναι να το πιείς στο ποτήρι… Εδώ πέρα μας τρέχουν τα σάλια να πούμε κι εσύ πέρα βρέχει! Άκου εκεί συνηθισμένος…”.

Η Κάτια σταμάτησε να τις ακούει και προσπάθησε να παρακολουθήσει τη λειτουργία χωρίς να τον κοιτάξει ούτε μια φορά. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ζευγάρι ασχέτως αν ένιωθε τα δικά του μάτια καρφωμένα πάνω της.

Τον είχε δει από τη στιγμή που βγήκε από το αυτοκίνητο. Μέσα στο σκούρο μπλε σμόκιν του στεκόταν αγέρωχος στο πλατύσκαλο της εκκλησίας περιμένοντας τη νύφη και κάθε τρεις και λίγο σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπο του γαμπρού.

Χαμογελαστός και ευδιάθετος. Ευγενικός με όλους και έτοιμος για πλάκες και χαβαλέ. Η αλήθεια είναι πως το χαμόγελό του ήταν λίγο πιο φωτεινό από όσο μπορούσε να διαχειριστεί η ίδια.

Έκατσε με την παρέα της στην άκρη του προαύλιου χώρου και φορώντας τα γυαλιά ηλίου της, άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει πάνω στο κορμί του. Πόδια και χέρια σε αρμονία με τον γυμνασμένο του κορμό. Τα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια του έκαναν το τέλειο ζευγάρι με τα σαρκώδη χείλη του.

Πρέπει να είχαν περάσει μερικά λεπτά βουτηγμένα στη σιωπή μέχρι που άκουσε τον γαμπρό να την φωνάζει….

“Κάτια! Ομορφιά μου! Ήρθες! Τα κατάφερες! Δεν το πιστεύω!”.

Δεν έβγαλε τα γυαλιά της. Όσο πλησίαζε κοντά τους, ένιωσε ένα τρέμουλο στο κορμί και μια ανατριχίλα στον σβέρκο. Λες και κάποιος της είχε κάνει μάγια. Μόλις ο γαμπρός την έκλεισε στην αγκαλιά του κατάφερε να αφήσει τον αέρα να βγει από μέσα της.

“Λες να μην τα κατάφερνα; Δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω τον γάμο σου και τον ξέρεις! Είσαι το μόνο κομμάτι από τη φοιτητική μου ζωή που κράτησα ζωντανό και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που επιτέλους παντρεύεσαι!”.

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να λέει το όνομά της…

“Εσύ είσαι η περιβόητη Κάτια; Εκείνη που χρωστάει το τέρας ο κολλητός μου το πτυχίο του; Χαίρω πολύ! Φώτης! Ο κουμπάρος”.

Όνομα και χαμόγελο φώτισαν την πλάση ολάκερη. Η Κάτια τον κοίταξε στα μάτια και για μια στιγμή ένιωσε να χάνεται μαζί του. Άπλωσε το χέρι της να συστηθεί. Εκείνος το κράτησε σφιχτά και με τα δύο χέρια, το έφερε στο πρόσωπο του και το φίλησε απαλά.

“Κάτια! Ναι! Εγώ είμαι! Χάρηκα! Έχω ακούσει πολλά για σένα από τον Μάριο!”.

“Ελπίζω να έχεις ακούσει μόνο τα καλά!”, της είπε δίχως ν’ αφήσει το χέρι της από το δικό του. Ευτυχώς που τα γυαλιά έκρυβαν τα μάτια της. Είχε κολλήσει το βλέμμα της πάνω του και αδυνατούσε να αντιδράσει.

“Κάτια! Κάτια! Καλέ, Κάτια! Σύνελθε παιδί μου! Πρέπει να ετοιμαστούμε για το ρύζι. Τελειώνει το μυστήριο!”.

Σαν να την χτύπησε κεραυνός, πετάχτηκε από τη θέση της και βγήκε έξω. Μια κοπέλα ανέβαινε βιαστικά τις σκάλες και παραλίγο να πέσει πάνω της. Ούτε αυτό ήταν αρκετό για να καταλαγιάσουν οι σκέψεις της. Τα γέλια και χειροκροτήματα την επανέφεραν στην πραγματικότητα. Το ζευγάρι βγήκε από την εκκλησία και πίσω τους ο Φώτης έχοντας στο πλευρό του την κοπέλα που παραλίγο να την πατήσει. Ένιωσε την καρδιά της να κόβεται στα δύο και αυτό ήταν κάτι που δεν επέτρεπε στον εαυτό της.

“Κάτια! Σε παρακαλώ… Μπορείς να πάρεις μαζί σου τον Φώτη και να πάτε στον χώρο της δεξίωσης;”. Η παράκληση στη φωνή του γαμπρού έκανε τα γόνατά της να λυθούν. Πάγωσε για λίγο, μα δεν κατάφερε να του φέρει αντίρρηση.

Μόλις έκλεισαν οι πόρτες του αυτοκινήτου πίσω τους, κοιτάχτηκαν βαθιά στα μάτια και χαμογέλασαν αμήχανα. Εκείνος προσπάθησε να την αγγίξει μα η Κάτια ήταν απόμακρη. Τουλάχιστον μέχρι να απομακρυνθούν από την εκκλησία.

“Πιστεύεις στην μοίρα;”

“Και να μην πίστευα, Φώτη μου, μετά το σημερινό θα πιστέψω!”

“Πες το ψέματα! Εσύ να είσαι η περιβόητη Κάτια του Μάριου και ταυτόχρονα η Κάτια μου! Αδύνατον!”

“Σκέψου το σοκ που έπαθα όταν σε είδα στην εκκλησία!”

“Αυτή μαζί μου ήταν η Κορίνα και το αφήνουμε εκεί…”

“Φώτη, ξέρουμε και οι δύο πως υπάρχουν και υπήρχαν και τότε άτομα στις ζωές μας…”

“Μου έλειψες, Κάτια! Πέρασε τόσος καιρός και ακόμα να σε ξεχάσω. Το κορμί και καρδιά μου σε λαχταρούσαν… Σε περίμεναν…”.

Την τράβηξε κοντά του και τις έδωσε ένα φιλί στα χείλη. Απαλό και προσεκτικό σαν να φιλάει εικόνισμα. Η Κάτια του. Ο έρωτάς του.

“Φώτη μου… Όσο κι να θέλω να πιστέψω στη μοίρα, ξέρεις πως είναι άδικο για όλους. Βάλαμε ένα τέλος και πρέπει να το τηρήσουμε!”. Τη φίλησε ξανά και εκείνη τον τράβηξε κοντά της κλείνοντας τον στην αγκαλιά της.

“Πώς θα καταφέρω να μείνω μακριά σου σήμερα μου λες;”

“Με κόπο όπως και εγώ… Κανένας δεν πρέπει να καταλάβει ότι γνωριζόμαστε και κανένας δεν πρέπει να μάθει ποτέ τίποτα… Ποτέ! Υπήρξαμε μόνο για εμάς!”.

“Μόνο για εμάς, Κάτια μου!”.

Ένα ακόμη φιλί και άνοιξαν τις πόρτες. Ήξεραν πως μόλις περνούσαν την εξώπορτα του κέντρου δεξίωσης θα ήταν απλά ο κουμπάρος και η περιβόητη Κάτια του γαμπρού. Για εκείνους μόνο θα ήταν ο ένας ο έρωτας του άλλου…

Κατερίνα Μοχράνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: