Το ρολόι χτύπησε δώδεκα. Ξέπλεξε τα δάκτυλά σου από τα δικά του. Μάθε να ζεις χωρίς την ανάσα του στο λαιμό σου, τις νύχτες. Μάθε να υποδέχεσαι τη νέα μέρα χωρίς ζεστές καλημέρες και να τη διανύεις χωρίς αγκαλιές, χωρίς φιλιά, χωρίς εκπλήξεις… Μάθε να ζεις μόνη και ευάλωτη, χωρίς τα στιβαρά του χέρια να σε κρατούν στη μέση του δρόμου. Μάθε ξανά, πώς να είσαι μονάδα. Άνοιξε το συρτάρι και πιάσε στα χέρια σου ξανά ‘κείνο το φθαρμένο ημερολόγιο. Μοιράσου μαζί του τα όνειρά σου, αφού αυτός δεν θα είναι πια εδώ να τα ακούσει.
Για τις ώρες που η μοναξιά μοιάζει δυσβάσταχτη, επινόησε έναν φανταστικό φίλο καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του… Καθίστε μαζί στο μπαλκόνι τα βράδια και μοιραστείτε τις κλασσικές σας ιστορίες. Ετοίμασε δύο μερίδες φαγητό και αν η μία περισσεύει βάλε τα με τον εαυτό σου, που δεν το πέτυχες… Κάνε τις γνωστές σας πλάκες και αν δεν ακούς γέλια, σκέψου πως έχασαν το νόημά τους από τις πολλές επαναλήψεις… Μίλα του για τον εαυτό σου, για τις σκέψεις σου, για τα βιώματά σου. Εάν δεν σου αποκρίνεται λέγοντας πράγματα για εκείνον, μην παρεξηγείσαι, μη θυμώνεις… Σκέψου πως του αρέσει να σε ακούει να μιλάς, αυτός άλλωστε έχει ήδη μοιραστεί πολλά μαζί σου. Όταν τελειώσεις τον μονόλογο, κάνε την κίνηση να τσουγγρίσεις με το κρασοπότηρο και συλλογίσου πως αρνείται γιατί θα πρέπει να οδηγήσει μετά. Ναι, αφού από εδώ και πέρα θα προσέχει, σου το υποσχέθηκε…
Το ρολόι σήμανε δώδεκα και είναι Σάββατο. Αφαίρεσε το μακιγιάζ και τα κοσμήματα, βάλε άνετα ρούχα… Δεν έχει έξοδο απόψε, ξέχασες; Δε θα βρεθείτε απόψε… Θα περάσεις τη νύχτα χαζεύοντας φωτογραφίες και παλιά μηνύματα. Θα γράφεις στιχάκια για το “εσείς” και μετά θα τα μουτζουρώνεις ξέροντας πως κανένα από τα σχέδιά σας δε θα βγει αληθινό. Θα διαβάζεις ποιήματα που του είχες γράψει και θα τα σκίζεις, από παράπονο στη ζωή που σου τα πήρε όλα σε μια νύχτα θρυμματίζοντας την καρδιά σου, όπως ακριβώς θρυμματίζεις τώρα τα κιτρινισμένα φύλλα.
Έπειτα θα καθίσεις κοιτώντας την πανσέληνο και θα παραμιλάς για τις νύχτες που τις χάζευες με τον αγαπημένο σου. Θα τα αφηγείσαι όλα στον φανταστικό σου φίλο κι έπειτα θα τα βάζεις μαζί του, αφού δε θες δίπλα σου ένα υποκατάστατο, μα τον ίδιο και θα μισείς, θα μισείς αφάνταστα την πανσέληνο, γιατί… Μια νύχτα με πανσέληνο δώσατε το πρώτο σας φιλί και μία νύχτα με πανσέληνο τον έχασες για πάντα…
Το ρολόι είχε σημάνει 12 όταν χτύπησε εκείνο το τηλέφωνο… Το τηλέφωνο του γιατρού που σου ανακοίνωσε πως είχε φύγει από τη ζωή. Ήταν Σάββατο και πάλι δώδεκα, θυμάσαι; Έφυγε από το σπίτι σου, πάνω σε καβγά. Είχατε πιει αρκετά. Δεν έπρεπε να τον αφήσεις να φύγει, μα στον θυμό σου δεν υπολόγισες τίποτα, δεν προσπάθησες να τον συγκρατήσεις. Δεν σου περνούσε από το μυαλό το κακό, θυμάσαι; Αυτός όμως, τράκαρε μοιραία από δικό του σφάλμα…
Τώρα είναι Σάββατο, ώρα 12 μα έχει περάσει ήδη ένας μήνας κι εσύ ζεις ακόμα σε εκείνη τη μέρα. Αρνείσαι πως ο ήλιος έχει ανατείλει ξανά από εκείνη τη μέρα, πως προχώρησαν οι ημερομηνίες στο ημερολόγιο. Ζεις κάθε μέρα με την ψευδαίσθηση ότι θα τον δεις και την γκρεμίζεις όταν νυχτώνει…Όταν πέφτεις για ύπνο τη διαλύεις, με μια ψυχή βαριά εγκλωβισμένη στο μάταιο. Απελευθερώνεις έναν αναστεναγμό τότε, μα δε σε ανακουφίζει, αφού ξέρεις πως σε λίγες ώρες θα ξυπνήσεις ξανά στη ζοφερή νέα πραγματικότητά σου…
Iωάννα Χαντζαρά