Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη με μια σιωπηρή λύπηση για την εικόνα που αντίκρυζε. Τα μάγουλά της τραβηγμένα μέσα από την πείνα, τα μάτια της βαθουλωμένα από την θλίψη, τα πρώην λαμπερά μαλλιά της, άχυρα πλέον, ταλαιπωρημένα και εξαθλιωμένα όπως εκείνη. Έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω, αποδεχόμενη μια κατάσταση που έλπιζε πως σύντομα θα τελείωνε. Το έλεγαν όλοι, ο πόλεμος ήταν κοντά να τελειώσει. Εκείνη έπρεπε να κάνει υπομονή, να βρει λίγο φαγητό για τα παιδιά και ν’ αντέξει μέχρι να επιστρέψει από το μέτωπο ο άνδρας της. Είχε μήνες να λάβει νέα του. Η κάρδιά της όμως δεν το έβαζε κάτω. «Ζει» έλεγε τα βράδια και έκλαιγε βουβά. Όταν θα επέστρεφε, θα ξαναέχτιζαν τα συντρίμμια τους, θα ήταν ξανά μαζί, κανείς δεν θα μπορούσε να την πειράξει, ούτε εκείνη ούτε τα παιδιά της. Μα… μέχρι τότε τι θα έδινε σε αυτά τα στόματα να φάνε;
Η Μαρία έστρωσε με τις παλάμες της το φθαρμένο κομπινεζόν και ξάπλωσε. Στήλωσε τα μάτια στο ταβάνι και περίμενε ξαπλωμένη ανάμεσα στα κουρελιασμένα σεντόνια. Δεν είχε αρκετό χρόνο, σε λίγο θα επέστρεφαν τα παιδιά, γύριζαν και αυτά μήπως βρουν λίγο φαγητό. O Παναγής, αυτός ο γλοιώδης τύπος, ο μαυραγορίτης έσυρε την πόρτα ξερογλείφοντας τα χείλη του.
«Στάσου» του είπε εκείνη. «Πρώτα να δω το φαγητό, άστο στο τραπέζι»
Ο Παναγής άφησε μια φρατζόλα ψωμί, δυο κονσέρβες φασόλια και μια σοκολάτα. Εκείνη χωρίς να σηκωθεί από το κρεβάτι του έγνεψε συγκαταβατικά με τα μάτια να πλησιάσει.
Ο παχύδερμος, γλοιώδης και βρωμερός Παναγής κατέβασε άτσαλα το παντελόνι του και σύρθηκε πάνω της, με ορμή μπήκε μέσα της, κάνοντάς την να βγάλει μια μικρή στριγκλιά. Πού να το φανταστεί χρόνια πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, τότε που έβλεπε αυτή την γυναικάρα με τα μακριά λαμπερά καστανά μαλλιά και τα τουρλωτά οπίσθια και στήθη να κάνει βόλτα αγκαζέ με τον άνδρα της στην αγορά, ότι θα την έκανε δική του! Ιταλίδα η μητέρα της, μωρέ καλά της έκανε που την εξευτέλιζε, αν πέρναγε από το χέρι του θα την σκότωνε! Πόσα «πέρναγε» η χώρα του από τους Ιταλούς!
Μπορεί βέβαια ο πόλεμος να έφερε πολλά δεινά στον κόσμο, μα εκείνος αλίμονο, ήταν καλά. Είχε τα παστά του, το κρασί του, λάδι, φασόλια, όσπρια, αλεύρι όλα τα καλά. Είχε φροντίσει πριν τον πόλεμο να κρατήσει αρκετά στο υπόγειο και έτσι όταν έλειψαν, τα πούλαγε διπλάσια και τριπλάσια. Σύντομα τα χρήματα εξαντλήθηκαν και βασικοί αγοραστές του ήταν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί. Κάποιες φορές του άρπαζαν τα καλύτερα, αλλά ας είναι, τον πλήρωναν για τα υπόλοιπα. Ε λοιπόν τώρα και αυτός πήρε την εκδίκηση του με την βρωμο-Ιταλίδα! Της άξιζε να την βλέπει να τον παρακαλεί για λίγο φαγητό. Της άξιζε ο ηθικός ξεπεσμός, η ανάγκη του!
«Σε παρακαλώ κυρ Παναγή, δωσ’ μου λίγο ψωμί να ταΐσω τα παιδιά μου. Όταν επιστρέψει ο άνδρας μου θα σε πληρώσουμε όσο θες. Σε παρακαλώ…»
«Αν έκανα έτσι σε όλο τον κόσμο, θα την έκλεινα την επιχείρηση καημένη! Τι να με πληρώσει ο άνδρας σου, αν ζούσε θα είχες νέα του. Όποιος θέλει φαγητό πληρώνει»
«Μα δεν έχω να σε πληρώσω. Δεν έχουμε δουλειές, ο πόλεμος μας έκλεισε. Με τι να σε πληρώσω; Τα ζωντανά μας τα πήραν, το ίδιο και τα σταφύλια. Σε παρακαλώ…»
«Υπάρχει ένας τρόπος, αν θα ήθελες…» της πρότεινε ο απαίσιος και της ξεκούμπωσε ένα κουμπί από την μπλούζα της, αφήνοντας το υπονοούμενό του.
Την πρώτη φορά τον έφτυσε με αηδία, την δεύτερη τον απείλησε πως αν επιστρέψει ο άνδρας της θα του «τα έκοβε», αλλά την τρίτη δέχτηκε! Η μικρή της, έπρεπε οπωσδήποτε να φάει, η κοιλίτσα της είχε πρηστεί, δεν θα ζούσε αν σύντομα δεν έτρωγε. Η οικογένεια του άνδρα της, της είχε γυρίσει την πλάτη λόγω της καταγωγής της, ήταν μόνη, εκείνη και τα παιδιά της. Δεν ήταν απάτη, ήταν επιβίωση. Όχι για εκείνη, εκείνη προτιμούσε να πεθάνει παρά να πάει με τον γερολαδά τον Παναγή. Ήταν για τα παιδιά της, μια στάλα παιδάκια τι να πρωτοαντέξουν και αυτά, ο πόλεμος τ’ άλλαξε, όλους μας άλλαξε!
Θα επιστρέψει ο Λευτέρης μου και θα φύγουμε, θα πάμε αλλού να ζήσουμε κανείς να μην μας ξέρει, μακριά από τις προστυχιές που της ζήταγε να κάνει ο γέρος. Γιατί οι άνθρωποι φέρονται έτσι; Όλοι την ίδια μοίρα έχουμε. Πώς μπορεί κάποιος άνθρωπος να εκμεταλλευτεί την ανάγκη των άλλων με τον χείριστο τρόπο; Και η οικογένεια του Λευτέρη ποτέ δεν την δέχτηκε! Δεν την ήθελε η κυρά Τασούλα νύφη, ντυνόταν έλεγε έξαλα, φόραγε τακούνια και έβαφε τα χείλη της, τι σόι νοικοκυρά θα γινόταν να φροντίζει τον γιο της; Ακόμα και όταν έβλεπε καθημερινά πόσο φρόντιζε τον Λεύτερη της και τα παιδιά, δεν την δέχτηκε. Σηκωνόταν πρωί πρωί, ζύμωνε, έφτιαχνε το ψωμί του τόπου της, από την Σικελία η μητέρα της, έβραζε τσάι, τις ζεστές ημέρες το άφηνε να κρυώσει και πρόσθετε φέτες λεμόνι ή πότε πότε έφτιαχνε λεμονάδα, να πιούν και τα παιδιά. Τα φαγητά της νόστιμα, πρωτότυπα, έμαθε και ελληνικά φαγητά να φτιάχνει από τις γειτόνισσες, η πεθερά δεν της έδειξε τίποτα. Έφευγε ο Λευτέρης να δει τα κτήματα και τα ζωντανά χορτάτος, ευχαριστημένος, ευτυχισμένος και τα παιδιά χαρούμενα στο σχολείο. Έκανε τις δουλειές της και ετοίμαζε το φαγητό το απόγευμα ντυνόταν και φτιαχνόταν και με τον άνδρα της αγκαζέ βόλταραν στο παζάρι, όλο καμάρι ο ένας για τον άλλο. Τώρα τι θα του έλεγε; Αισθανόταν ντροπή, αηδία, πώς θα τον κοίταζε στα μάτια ξανά, τι να του εξηγούσε; Δεν θα του το έλεγε, δεν θα το άντεχε ο Λευτέρης της.
Μα πέρασαν οι μήνες, νέα από τον άνδρα της δεν είχε δυστυχώς. Ο κυρ Παναγής την επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα πλέον, γέμιζε το καλάθι του με τρόφιμα και σοκολάτες για τα παιδιά και πήγαινε. Είχε πείσει τον εαυτό του ότι έκανε και λειτούργημα.
«Τι να κάνεις και εσύ;» της έλεγε προσπαθώντας να κουμπώσει το παντελόνι του. «Μόνη σε άφησαν όλοι, άνδρας, οικογένεια, όλοι. Μόνο εγώ σε σκέφτομαι και σου φέρνω να φάτε από την καλή μου την καρδιά, εσύ και τα παιδιά σου! Εικόνισμα πρέπει να μου κάνεις, χωρίς εμένα δεν θα ζούσατε. Αλλά έτσι είναι η ράτσα σας, αχάριστοι! Εγώ σε έσωσα από τον θάνατο και οι συμπατριώτες σου, μας πολεμούν. Προχθές τους κράτησα που ήθελαν να σε λυντσάρουν και εσένα και τα παιδιά σου. Τι φταίει η άμοιρη τους είπα, την ξελόγιασε ο Λευτέρης, της σκάρωσε παιδιά την πήρε»
«Δεν με ξελόγιασε ο άνδρας μου. ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ και τον αγάπησα και εγώ! Μην ξαναμιλήσεις για εκείνον έτσι!» του αντιγύρισε φωνάζοντας.
«Άκου βρωμο-Ιταλίδα και μην μου υψώνεις εμένα την φωνή! Θαρρείς ο άνδρας σου αν μάθει τι κάνεις μαζί μου να σε αγαπάει ακόμα; Γι’ αυτό βούλωσέ το και τα μάτια χαμηλά όταν μιλάς σε εμένα»
«Φύγε και μην ξανάρθεις, δεν θέλω να σε ξαναδώ στο σπίτι μου!» φώναξε με μάτια φωτιές, με όλη της την δύναμη, για όλα τα άσχημα που τους βρήκαν με τον πόλεμο.
«Μα… έλα τώρα, μια κουβέντα είπα, μην με συνερίζεσαι. Αφού ξέρεις πως σε νοιάζομαι. Τελειώνει ο πόλεμος μαθαίνω από τους Γερμανούς. Έχω φτιάξει καλό κομπόδεμα, τι θα έλεγες να…» δίστασε ο γερό λαδάς να ξεστομίσει την πρότασή του.
«Τι εννοείς; Τι λες;»
«Να λέω… κοίτα… τον Λευτέρη μάταια τον περιμένεις. Θα έλεγα να έρθεις να μείνεις σπίτι μου. Θα έχεις όλα τα καλά με εμένα. Εγώ χάρη σου κάνω, μια καλή πράξη, να σε γλιτώσω, όταν τελειώνει ο πόλεμος θα «πέσουν» πάνω σας. Μαζί μου…»
«Σταμάτα! Ο άνδρας μου ζει κατάλαβες; Φύγε, φύγε σου λέω έξω από εδώ!»
Ο γερολαδάς προσπάθησε πολλές φορές να πείσει την Μαρία. Θα ερχόταν στο σπίτι σαν παραδουλεύτρα για να αποφύγουν τα κουτσομπολιά. Εν τέλη την εκβίασε πως αν δεν έρθει να μείνει μαζί του, θα έλεγε σε όλους ότι ήταν ένα παλιοθήλυκο που του ξαπλώθηκε. Του είπε πως ήθελε λίγο να περιμένει, ο πόλεμος μόλις τελείωσε, ίσως ο Λευτέρης επέστρεφε και ήταν ο μοναδικός λόγος που έμενε σε αυτόν τον παλιοτόπο. Αν επέστρεφε ο Λευτέρης και είχαν φύγει πού θα την έβρισκε;
Στον τρίτο μήνα ένιωσε ζωή μέσα της, οι αμφιβολίες της επιβεβαιώθηκαν με τις πρωινές αδιαθεσίες. Το αίμα δεν της ερχόταν κάθε μήνα, λόγω πείνας και αδυναμίας ο οργανισμός της είχε αλλάξει. Αλλά τώρα κατάλαβε πως ήταν έγκυος στο παιδί του γερολαδά. Μάζεψε τα μπογαλάκια της, έπλυνε τα παιδιά και πρωί πρωί θα έφευγαν μακριά. Μήνυσε στην γειτόνισσα αν ρωτήσει μελαχρινός άνδρας με όνομα Λευτέρης, να του πει πως πήγαν βόρεια. Έπεσε να κοιμηθεί με χίλιες έννοιες. Πού θα πήγαινε, πώς θα ζούσε, τι θα έκανε; Ξάφνου η πόρτα κτύπησε, πετάχτηκε φοβισμένη. Κοίταξε από το παράθυρο, ένας άντρας ήταν. Θεέ μου ο Λευτέρης της!
Ξεχύθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, με λαχτάρα αντάλλαξαν φιλιά, τα παιδιά ξύπνησαν και έπεσαν στην αγκαλιά του. Γύρισε ο Λευτέρης της! Και αφού χάρηκαν ο ένας τον άλλο και πέρασαν λίγες ώρες, η Μαρία του τα είπε όλα και έδειξε την κοιλιά της.
«Είναι αθώο, αυτό δεν φταίει. Θα καταλάβω αν δεν με θες πια…» ψέλλισε
«Μην ανησυχείς Μαρία, αύριο φεύγουμε. Πέσε κοιμήσου και έρχομαι» της αποκρίθηκε εκείνος.
Έφυγαν, έζησαν σε έναν τόπο μακρινό από τον τόπο τους, μεγάλωσαν το μωρό με αγάπη, καθόλου δεν το ξεχώρισαν από τα παιδιά τους. Βρήκαν τρόπους να κοιτιούνται ξανά στα μάτια, να ζουν ο ένας για τον άλλον, να ζουν, όχι να επιβιώνουν.
Όσο για τον γερολαδά, τον κυρ Παναγή, τον βρήκαν ένα πρωί νεκρό με κομμένα τα αχαμνά. Κανείς δεν είδε, κανείς δεν γνώριζε… Μάλλον οι Γερμανοί είπαν θα το έκαναν, σκότωσαν τους προδότες όπως έφευγαν.
Ελένη Ρέγγα