Περίμενε στο λιμάνι της Ραφήνας με την υπόλοιπη ομάδα καταδύσεων, σε λίγη ώρα θα ερχόταν το πλοίο για την Κύθνο και από εκεί με σκάφος θα έκαναν κατάδυση σε μια από τις πολλές σπηλιές του νησιού. Μίλαγε και χαζογέλαγε με την Αλίνα, την φίλη της, όταν ένιωσε ένα γλείψιμο λίγο πιο κάτω από το γόνατό της. Γύρισε ξαφνιασμένη, έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω και αντίκρισε τον Πιτ!
«Παλιόφιλε, τι κάνεις;» και με ένα βαθύ κάθισμα, χάιδεψε τον Πιτ πίσω από τα αυτιά, προκαλώντας του τεράστια χαρά και ευχαρίστηση και κάνοντάς τον να γαυγίσει. Την έγλειψε στο πρόσωπο και εκείνη τον πήρε μια τεράστια αγκαλιά γελώντας.
«Πιτ μου, πόσο μου έλειψες! Μικρέ μου μπάσταρδε Πιτ, πόσο σε πεθύμησα! Αλίνα ο Πιτ, τον ξέρω από κουτάβι, για δες πόσο πελώριος έγινε!».
Και τότε σαν μια θολή και μακρινή ανάμνηση, εικόνες μιας άλλης ζωής, όλα αποκτούν υπόσταση και ζωή, μπροστά στα μάτια της ζωντανεύουν οι αναμνήσεις. Κυρίως ο χωρισμός της με τον Μάνθο. Θυμάται να παίρνει τον Πιτ και να φεύγουν, η τελευταία εικόνα στις αναμνήσεις του μακρινού παρελθόντος. Πόσος πόνος τρυπά ξανά την καρδιά της, πόση πίκρα, πόση περιφρόνηση στο βλέμμα του Μάνθου και ένα τσίμπημα δυνατό, την καθηλώνει στο έδαφος. Ο Πιτ, αυτή η φατσάρα την κοιτά με τα μεγάλα μάτια του και θαρρείς πως είναι έτοιμος να δακρύσει από συγκίνηση. Του χαμογελά και τον κοιτά βαθιά. Η ματιά της «πιάνει» στο βάθος μια φιγούρα γνώριμη. Δίπλα του στέκει ένα παιδί. Σηκώνει τα μάτια καρτερικά και τσακίζεται πάνω στα δικά του. Την κοιτά χωρίς να μιλά, απλά την κοιτά έκπληκτος και ξεροκαταπίνει, μόνο η φωνή του παιδιού ακούγεται στην ησυχία που καθηλώνει το ένα βλέμμα μέσα στο άλλο.
«Μπαμπά ο Πιτ! Να τος! Τον βρήκαμε!». Πολλά τα δεδομένα που πρέπει ν’ αναλύσει, πολλά τα συναισθήματα που πρέπει να διαχειριστεί και τα καταραμένα μάτια του δεν βοηθούν, στέκεται απέναντί του, ένα παιδί και ένα σκυλί, παρατηρούν τις κινήσεις τους, έτοιμοι να κάνουν ερωτήσεις που δεν έχουν απαντήσεις.
«Λένια, τι κάνεις;» τολμά να ρωτήσει με ένα στιγμιαίο κλείσιμο των ματιών ο Μάνθος, καθώς περνάει το λουρί στο κολάρο του Πιτ.
«Είμαι καλά…» καταφέρνει να ψελλίζει. Μετά σιωπή. «Σου μοιάζει ο γιος σου. Έχετε τα ίδια μάτια» του αποκρίνεται εν τέλη και χαϊδεύει ξανά τον Πιτ, που έχει βγάλει την γλώσσα και στέκεται δίπλα στον μικρό.
«Απίστευτο! Σε μύρισε από χιλιόμετρα μακριά και έτρεξε να σε βρει! Ήταν με τον μικρό και ξαφνικά γύρισε την ματιά του στο λιμάνι και το έριξε στο τρέξιμο!» χαμογέλασε ο Μάνθος ντροπαλά.
Τι να του πει τώρα; Να του πει πόσο πολύ της είχε λείψει και εκείνος και ο Πιτ; Δεν είχε κανένα δικαίωμα, εκείνος έχει οικογένεια. Την οικογένεια που θα μπορούσαν να έχουν και μαζί, αν εκείνη ήθελε. Την οικογένεια που της πρότεινε και εκείνη αρνήθηκε. Την οικογένεια που τόσο πάλεψε να μην κάνει. Δεν ήθελε παιδιά, δεν ήθελε δεσμεύσεις και ευθύνες. Η μοναδική ευθύνη ήταν να «βγαίνει» ζωντανή και ενθουσιασμένη κάθε φορά που τελείωνε μια κατάδυση. Έτσι της είχε πει και εκείνος όταν την μάθαινε να καταδύεται, μαζί συζήταγαν τα θαυμάσια που έβλεπαν στους βυθούς του κόσμου, Ερυθρά θάλασσα, Αιγαίο, Κρητικό, Ιόνιο πέλαγος, Καραϊβική, Ατλαντικός…
Πόσες θάλασσες, πόσους ουρανούς, πόσες αγκαλιές και φιλιά μοιράστηκαν… Ήταν το αγαπημένο ζευγάρι της ομάδας. Όλοι όταν μίλαγαν για έρωτα, έδιναν παράδειγμα τον Μάνθο και την Λένια. Μα εκείνος, μετά από κάποιο καιρό, δεν ήταν καλά. Τρωγόταν, τον ένιωθε. Δεν τον χωρούσε καμιά θάλασσα, δεν έφταναν τα μάτια της, ούτε οι νύχτες τους στον έναστρο ουρανό, ούτε η ομορφιά της φύσης να τον γαληνέψει. Πάλευε με τα μέσα του, έτρεχε σε έναν δικό του αγώνα δρόμου, ήταν συνεχώς σκεφτικός και απόμακρος, απέφευγε την παρέα της ομάδας και κλεινόταν τα βράδια στην σκηνή να διαβάσει, λέγοντας πως ήταν κουρασμένος. Τότε ήρθε στην ζωή τους ο Πιτ. Αυτό το μπαστάρδικο κουτάβι, πλησίασε την Λένια ένα βράδυ που είχαν βγει για προμήθειες με την ομάδα. Έκλαιγε και ήταν τσιμπλιασμένο, το αγάπησε μονορούφι, του χάρισε την καρδιά της χωρίς σκέψη, το αγκάλιασε μοναδικά. Γέλαγαν σαν παιδιά με τον Μάνθο όταν τους ακολουθούσε και στεναχωριόντουσαν όταν τους περίμενε στο σκάφος, βλέποντάς τους να χάνονται στην θάλασσα. Σύντομα έγινε η μασκότ της ομάδας, όλοι του χάριζαν απλόχερα χάδια και αγκαλιές και όχι άδικα. Αξιολάτρευτος σκυλάκος, μέγα φάτσα, μια κινούμενη κοιλίτσα με τέσσερα πόδια και παιχνιδιάρικη ουρά, ακολουθούσε όλο τον κόσμο, αλλά δεν έκρυβε την προτίμηση του στην Λένια και φυσικά στον Μάνθο! Ο Μάνθος αναθάρρεψε, εκπαίδευε τον Πιτ και αυτό του χάρισε χαρά και ενθουσιασμό ζωής. Έγινε ο σκύλος του.
Ένα από τα βράδια τους στην σκηνή, περιμένοντας να ξημερώσει πριν ξεκινήσουν με την ομάδα, αγκαλιασμένοι και πλήρως γεμάτοι, της είπε πως βαρέθηκε την θάλασσα, ήθελε στεριά να πιάσουν τα όνειρά του. «Τι λες Λένια; Τον σκύλο τον έχουμε, θα βρούμε και ένα μέρος κοντά στην θάλασσα, θα ανοίξουμε ένα beach bar, θα την βρούμε την άκρη μας. Πόσο θα ήθελα να κάνω παιδιά μαζί σου! Τα παιδιά μας, για φαντάσου… να πάρουν το χρώμα των ματιών σου, το χαμόγελό σου, την θάλασσα στην αύρα τους. Γοργόνα η μητέρα τους!». Συμμετείχε στο όνειρό του για λίγα δευτερόλεπτα «είδε» τα παιδιά τους, «είδε» αυτό που της ζητούσε, μα δίστασε.
«Μάνθο… Είμαι καταστροφή στην στεριά, μόνο η θάλασσα με ησυχάζει, δεν νομίζω πως μπορώ να σταθώ σε ένα μέρος, όσο και αν σε αγαπώ. Λυπάμαι, δεν μπορώ να το κάνω…».
«Εντάξει Λένια… Εντάξει…».
Τι εντάξει; Πώς κρατάς κάποιον που δεν σου ανήκει; Πώς πείθεις κάποιον που έχει ονειρευτεί ένα μέλλον διαφορετικό από το δικό σου; Πώς αφήνεις την ζεστή αγκαλιά και μένεις μόνος, πώς συνεχίζεις να παθιάζεσαι με ένα όνειρο που δεν μπορείς να μοιραστείς με αυτόν που ονειρεύτηκες; Τι εντάξει ρε Μάνθο; Πες κάτι, οτιδήποτε… γιατί ντύνεσαι βιαστικά; Πού πας;
Το πρωί με βρήκε μόνη, οι υπόλοιποι ρωτούσαν πού πήγες, αναζητούσαν τον Πιτ. Διπλή απώλεια, αλλά η θάλασσα η πλανεύτρα μου πήρε όλο τον πόνο. Όταν έπεσα μέσα της με αγκάλιασε όπως μόνο εκείνη γνωρίζει. Μια χελώνα ήρθε δίπλα μου, γύρισε με κοίταξε σαν να έβλεπε αξιοθέατο, την κοίταξα με δέος, προσπέρασε. Μάλλον από κάπου «έτρεχε» ο πόνος μου ρευστός, δεν εξηγείται αλλιώς η συρροή τόσων θαλάσσιων πλασμάτων. Εκείνο το πρωινό θα ήθελα να έβλεπες ό,τι είδα. Φορές που βουτάω χωρίς εσένα, μα εξακολουθώ να νιώθω την ματιά σου, να ελέγχει τις μπουκάλες, τον αναπνευστήρα, να με κοιτάς μέσα από την μάσκα και να μου ανεβάζει τους αντίχειρες, “όλα καλά πάμε”.
Δεύτερη φορά στην ζωή μου που πήρες τον Πιτ και έφυγες. Δεύτερη φορά που έβλεπα στωικά την πλάτη σου να ξεμακραίνει, αυτή την φορά και μια άλλη μικρή χαριτωμένη πλάτη, πλάι σου, o γαλανομάτης γιος σου… Μου είπες πως έχεις τρία παιδιά και τα τρία με το χρώμα των ματιών σου φαντάζομαι και ένα beach bar στην άκρη της παραλίας, αν ήθελα να περάσω. Και χάρηκες που με είδες, είπες, μα δεν είμαι σίγουρη. Έφυγες όπως ήρθες, τυχαία από την θάλασσα…
Ήθελα, μα δεν πέρασα, έφευγε το πλοίο μου άλλωστε, τα παιδιά μου φώναζαν να βιαστώ. Κανείς από την παλιά ομάδα δεν είχε μείνει, κανείς δεν μας γνώριζε σαν ζευγάρι. Οι περισσότεροι έπιασαν στεριά και έκαναν οικογένειες, πόσο να ζεις σαν νομάς, πόση θάλασσα να χωρέσει στην ζωή μας; Πόση παρέα να κάνεις με κοχύλια, σαλάχια και πλάσματα του βυθού; Πόσο καιρό σπίτι σου να είναι το σκάφος και η σκηνή; Κάποτε κουράζεσαι και θες να αποτινάξεις τα λέπια σου, να φορέσεις ρούχα στεγνά και να μην υπάρχει αλάτι στο δέρμα και τα μαλλιά σου.
Ήθελα, μα δεν πέρασα, πώς θα μπορούσα άλλωστε να ζήσω ένα όνειρο που αρνήθηκα, ένα όνειρο που πλέον ζεις με άλλη; Τσίμπησε άτσαλα η καρδιά όταν σε είδα, νερό γέμισαν τα μάτια μου, η αύρα μου «έσπασε» χίλια κομμάτια, μα δεν σε άφησα να δεις τίποτα από όλα αυτά.
«Αν φοβηθείς και είσαι μόνη, μείνε ακίνητη και πάρε ανάσα. Ρίξε τους παλμούς της καρδιάς και σιγά αλλά σταθερά αναδύσου. Εγώ πάντα θα σε έχω έννοια, μέσα και έξω στο νερό Λένια» μου έλεγες και με έπεισες πως έτσι πρέπει να είναι αυτοί που αγαπούν πολύ!
Ελένη Ρέγγα