,

Έμπνευση

Πέμπτος καφές για απόψε. Κοιτούσε επί δυόμισι ώρες άσκοπα το σημειωματάριό του, ενώ η μύτη του στυλό διέγραφε κύκλους πάνω από τη σελίδα που κειτόταν μπροστά του. Λευκή. Καθαρή. Ήθελε τόσο πολύ να ακούσει τον ήχο που κάνει το στυλό όταν χαράζει πάνω στην κόλλα σκέψεις που σιγά σιγά παίρνουν μορφή και πλάθουν μία διαφορετική πραγματικότητα. Συχνά στρεβλή, ακόμα πιο συχνά απόκοσμη, αλλά πάντοτε όμορφη. Τουλάχιστον στα δικά του μάτια και στα μάτια όλων όσοι αρέσκονται στις ίδιες λογοτεχνικές διαδρομές.

Το ρολόι είχε κυλήσει κι άλλο. Τώρα κόντευε να σπαταλήσει τρεις ώρες από τη μέρα του, δίχως να καταφέρει τίποτε το αξιοσημείωτο. Ή ορθότερα, δίχως να καταφέρει τίποτε απολύτως. Δεν μπορούσε να ξεδιαλύνει το κουβάρι που ήταν μπλεγμένο μέσα στο κεφάλι του. Δεν μπορούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις, τον απαιτούμενο ειρμό. Δεν κατάφερνε να βρει την «τρύπα στο χαρτί», όπως λέει σοφά ο Βασιλιάς. Την «τρύπα στο χαρτί» που βουτάς μέσα και παρασύρεσαι σε μία δίνη λέξεων, εικόνων, σκέψεων και ιδεών. Δεν μπορούσε.

Παλιότερα του ήταν εύκολο να πιάνει το στυλό και να αποτυπώνει στο τετράδιο ό,τι τριβέλιζε το μυαλό του. Ενδεχομένως, όχι με μεγάλη επιτυχία πάντοτε. Όμως το κατάφερνε. Πλέον αισθανόταν πως αυτό είχε τελειώσει. Η πηγή είχε στερέψει και μπορεί η ξηρασία να μην τελείωνε ποτέ. Πάντα το απευχόταν, αλλά ίσως και πάντα το φοβόταν.

Ήξερε πως έγραφε ένα περίεργο είδος μυθοπλασίας. Το είδος αυτό που δεν περιμένεις μία ευπαρουσίαστη Μούσα για να σε εμπνεύσει -Πώς άραγε θα έμοιαζε μία Μούσα που σου εμπνέει ιστορίες τρόμου; Το πολύ πολύ να την αποκαλούσαμε Έμπνευση και αυτό για καθαρά πρακτικούς λόγους-, αλλά απαιτεί να ψάξεις σε νοητές σκοτεινές γωνιές και πλασματικά κακόφημα στενά. Να αφουγκραστείς αυτά που όλοι οι υπόλοιποι δεν επιθυμούν. Να πλησιάσεις σε αυτή την πόρτα που υπάρχει στο πίσω μέρος του μυαλού όλων μας. Στην πόρτα αυτή που φροντίζουμε όλοι μας να κρατούμε καλά κλειδωμένη και περιλαμβάνει το Άλλο κομμάτι του ανθρώπινου ψυχισμού. Το πιο σκοτεινό.

Να πλησιάσεις, να κολλήσεις το αυτί σου στην κρύα επιφάνεια και να ακούσεις. Να ακούσεις ψιθύρους, γραντζουνίσματα και φωνές… ίσως και κάποια παρακάλια να γυρίσεις το κλειδί στην κλειδαριά… Να ακούσεις και να φύγεις γρήγορα πριν μπεις στον πειρασμό να την ανοίξεις. Να ξεδιαλέξεις τις σκέψεις αυτές που θα σου φανούν χρήσιμες στην ιστορία σου και να ξαναγυρίσεις στα φωτεινά μονοπάτια του απολύτως συνειδητού. Πριν ανοίξεις την πόρτα.

Πλέον όμως πίσω από την πόρτα αυτή απλωνόταν σιγή. Απόλυτη σιγή. Δεν άξιζε καν τον κόπο πια να περπατήσει τη γνωστή του διαδρομή προς αυτή. Όσο και αν σκάλιζε το μυαλό του, δεν υπήρχε πλέον ούτε ένα υπόλειμμα ιδέας που να φαντάζει πως έχει προοπτική να μετατραπεί σε κάτι καλό και όχι σε κάτι που τελικώς θα έχει σαν αποτέλεσμα να προξενήσει στον αναγνώστη μόνο γέλιο. Η Έμπνευση ήταν τραγικά απούσα.

Περασμένα μεσάνυχτα. Ακόμη καθισμένος στο γραφείο και ακόμη το σημειωματάριο ήταν κενό. Η καφεΐνη είχε απολέσει προ πολλού την επιδραστική της ιδιότητα στον οργανισμό του και έτσι αισθανόταν την κούραση και τη νύστα να τον κυριεύουν. Αποφάσισε να καθίσει ακόμη το πολύ δέκα λεπτά και αν δεν ερχόταν πάλι ούτε μία αράδα, τότε θα τα παρατούσε -άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα αυτή τη φορά- και θα πήγαινε για ύπνο.

Το πρόσωπό του ήταν βυθισμένο στις παλάμες του. Τα τελευταία δευτερόλεπτα ένα ενοχλητικό θρόισμα του έσπαγε ακόμη περισσότερο τα νεύρα. Σηκώθηκε για να κλείσει το παράθυρο του γραφείου του. Συνειδητοποίησε όμως πως ο ήχος δεν προερχόταν από εκεί. Η λάμπα που βρισκόταν μπροστά του, πάνω στο έπιπλο, δεν αρκούσε για να φωτίσει κάτι περισσότερο από το σημειωματάριο, το ποτήρι με τον καφέ του και τις ακατάστατες στοίβες χαρτιών με μισοτελειωμένα ή αποτυχημένα διηγήματα.

Πήρε στα χέρια του το κινητό του και άνοιξε το φακό. Περιεργάστηκε το δωμάτιο και αποσβολωμένος κάρφωσε το βλέμμα του στον απέναντί τοίχο. Στο κέντρο του υπήρχε μία πόρτα. Μία παλιά, ξύλινη πόρτα. Ξεβαμμένη και ραγισμένη σε ορισμένα σημεία, αλλά πάντως γερή, στιβαρή και κατά κάποιον τρόπο επιβλητική. Έμοιαζε με… όχι, όχι ήταν η Πόρτα. Αποτυπωμένη επακριβώς μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Και όπως και η νοητή της εικόνα στα βάθη του μυαλού του, έτσι και εκείνη έμοιαζε να συγκρατεί… τι ακριβώς; Ποτέ δεν ήξερε την απάντηση. Όντα, σκιές, συναισθήματα, ενέργειες ή μήπως απλώς σκέψεις;

Το θρόισμα δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Σταδιακά, αλλά γοργά μετατράπηκε σε γρατζούνισμα. Τα μάτια του άστραψαν. Αυτό είναι! Το βρήκε! Η Ιδέα… Έτρεξε προς την πόρτα και κόλλησε το αυτί του επάνω της. Αφουγκραζόταν άπληστα τους ήχους που γέμιζαν την ατμόσφαιρα πίσω της. Σιγά σιγά θα ξεδιάλυναν. Πάντοτε έτσι γινόταν. Μπορεί να έπαιρνε λίγο χρόνο παραπάνω αυτή τη φορά, αλλά δεν τον ενοχλούσε. Δεν τον πείραζε καθόλου. Αρκεί που ήταν πάλι εκεί.

Ψίθυροι, ψίθυροι και συρσίματα, γρατζουνίσματα και κοφτές ανάσες. Ναι, όποιοι και να ήταν εκεί μέσα, ήταν και πάλι όλοι εκεί. Περίμενε καρτερικά να ακούσει τι είχαν να του πουν. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε κάτι που τον έκανε να παγώσει. Οι ήχοι υποχωρούσαν. Υποχωρούσαν όντες ακόμη μπερδεμένοι. Όχι. Δεν μπορεί να του το έκαναν αυτό. Δε θα το δεχόταν.
«Πείτε μου», είπε. «Σας ακούω». Οι ήχοι συνέχισαν να υποχωρούν. Ακούστηκαν βήματα. Κάποιοι πλησίαζαν. Όχι… κάποιοι απομακρύνονταν. Ένιωσε την οργή να τον κυριεύει.

Ποιοι νόμιζαν πως είναι για να τον περιπαίζουν έτσι; Εκείνοι δεν ήταν τίποτα, δεν έδειχναν καν τα πρόσωπά τους. Εκείνος μετέφερε τις ιστορίες στο κοινό. Εκείνος τις περιεργαζόταν, τις γυάλιζε, τις καθαρόγραφε. Πώς τολμούσαν; «ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩ!», ούρλιαξε στην πόρτα. Δεν έλαβε καμία απάντηση. Συνέχιζαν να απομακρύνονται. Τα βήματα πλέον ακούγονταν ανεπαίσθητα. «ΓΥΡΙΣΤΕ ΠΙΣΩ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΠΕΙΤΕ ΜΟΥ ΚΑΤΙ! ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ! ΔΩΣΤΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ!». Εκτός εαυτού πλέον ωρυόταν, χτυπώντας με γροθιές και κλωτσιές την πόρτα. Τα χέρια του είχαν ματώσει, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Ήθελε να γράψει. Έπρεπε να γράψει. Και αυτοί του αρνούνταν και την παραμικρή ιδέα.

Αντιλήφθηκε ωστόσο κάτι. Βήματα. Τα βήματα. Δεν ακούγονταν μόνο πίσω από την πόρτα. Ακούγονταν και πίσω από… εκείνον. Βήματα που πλησίαζαν. Το κινητό γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε κάτω ραγίζοντας. Το φως του φακού ωστόσο δεν υποχώρησε. Έστρεψε το κεφάλι του πάνω από τον ώμο του. Τότε, την είδε. Μία ψιλόλιγνη μαυροντυμένη φιγούρα στεκόταν πίσω του. Τον κοιτούσε με ένα βλέμμα λαμπερό και ταυτόχρονα άδειο. Τα μαλλιά της, όσα ελάχιστα είχαν απομείνει, κρέμονταν σε διάσπαρτες τούφες από το λιπόσαρκο λευκό κρανίο της. Άνοιξε το στόμα της, βγάζοντας έναν απόκοσμο, αλλόκοτο ψίθυρο. Τα δόντια της ξεκόλλησαν και σκορπίστηκαν στο πάτωμα. Το αίμα από το στόμα της πασάλειψε όλο το πηγούνι της και άρχισε να στάζει βάφοντας το ξύλο του δαπέδου. Τύλιξε τα δάχτυλά της γύρω από το λαιμό του και άρχισε να τον σφίγγει. Παγερά ανέκφραστη.

Συνειδητοποίησε ξάφνου πως δεν αισθανόταν πλέον ίχνος φόβου. Όσο και να τον έσφιγγε, εκείνος δεν αισθανόταν πόνο. Αισθανόταν… γεμάτος. Και τότε κατάλαβε. Κατάλαβε τι βρισκόταν πίσω από την πόρτα. Η μορφή άφησε το χέρι της να γλιστρήσει από το λαιμό του και να πέσει δίπλα από το σώμα της. Η πόρτα ξεκλείδωσε και μισοάνοιξε… Η μορφή τον προσπέρασε δίχως να τον κοιτάξει και μπήκε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Σκιές στέκονταν ασάλευτες στο βάθος και κοιτούσαν. Μόλις η μορφή τυλίχτηκε και αυτή στο σκοτάδι, η πόρτα έκλεισε με πάταγο.

Εκείνος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ασάλευτος και στη συνέχεια ξέσπασε σε υστερικά γέλια. Άφησε τον εαυτό του να πέσει στο πάτωμα και συνέχισε να γελά και να χτυπιέται στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Πίσω από την πόρτα απλώνονταν και πάλι οι ψίθυροι. Οι παλιοί γνώριμοι ψίθυροι. Σιγά σιγά έμπαιναν σε σειρά. Έμεινε πεσμένος να γελά, καλωσορίζοντας την Έμπνευση.

Παναγιώτης Ματσίγκας

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: