,

Η φωτογραφία

Η Σούζαν δεν είχε καταλάβει ποτέ για πoιο λόγο η γιαγιά αποφάσισε να μείνει στον οίκο ευγηρίας μετά το θάνατο του παππού. Δεν ήταν άσχημα βέβαια. Μέσα στο δάσος, μακριά από καυσαέρια και φασαρία, κανονικό ησυχαστήριο, με όλες τις ανέσεις.
“Δε θέλω να είμαι βάρος σε κανέναν. Εκεί θα έχω και παρέα”, τους είχε πει τότε.

Πολλές φορές πηγαίναν με το αυτοκίνητο της Σούζαν για καφέ. Έβλεπε τη γιαγιά της χαρούμενη κι αυτό μετρούσε πάνω απ’ όλα.

Ένα πρωινό, καθισμένες και οι δύο στον κήπο του ησυχαστηρίου της, όπως το ονόμαζε η γιαγιά, η Σούζαν της έδειξε μια φωτογραφία.
“Κοίτα τι βρήκα”.

Η Σούζαν ακούμπησε τη θολή, ασπρόμαυρη φωτογραφία πάνω στο γαλάζιο φόρεμα της γιαγιάς της. Εκείνη έπιασε τη φωτογραφία με αργές κινήσεις κι έμεινε να την παρατηρεί αρκετή ώρα.
“Γιαγιά;”
Η εγγονή άγγιξε απαλά την πλάτη της γιαγιάς της. Εκείνη τραβήχτηκε.

“Πού την βρήκες;” ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.
“Χάζευα τη βιβλιοθήκη της μαμάς. Τράβηξα ένα βιβλίο. Γλίστρησε από μέσα”

Τα μάτια της γιαγιάς βούρκωσαν. Χάιδεψε τη φωτογραφία στοργικά.
“Είναι η μεγαλύτερη αδερφή μου στο γάμο της”

Η Σούζαν σάστισε. Δεν ήξερε πως η γιαγιά της είχε αδερφή. Πέρασε το χέρι της μέσα από τα μάλλια της.
“Πέθανε πολύ νέα…”, συνέχισε η γιαγιά.

Σηκώθηκε από το παγκάκι και προχώρησε μερικά βήματα. Στάθηκε ακίνητη χαζεύοντας το κενό. Η Σούζαν την πλησίασε δειλά. Ήθελε να την αγκαλιάσει έτσι ταραγμένη που την έβλεπε. Δεν το έκανε.
“Δεν ήξερα ότι είχες αδερφή”

Η γιαγιά σα να ζαλίστηκε λιγάκι και ακούμπησε στον ώμο της Σούζαν.
“Έλα να κάτσουμε γιαγιά. Μην είσαι όρθια”

Επέστρεψαν στο παγκάκι με αργές κινήσεις. Η γιαγιά τύλιξε το χέρι της γύρω από της εγγονής της. Με το άλλο κρατούσε σφιχτά τη φωτογραφία.
“Οι γονείς μας ήταν αυστηροί. Προερχόμασταν από καλή οικογένεια με περιουσία και όνομα, όπως ήδη γνωρίζεις. Δεν έπρεπε με τίποτα να καταστρέψουμε την υπόληψή τους. Πώς θα κυκλοφορούσαν στη γειτονιά; Η αδερφή μου δε φοβόταν. Ήταν ζόρικη, απαιτητική, δραστήρια. Αυτό που ήθελε έπρεπε να το καταφέρει. Τη θαύμαζα απεριόριστα κι ας είχαμε μόνο τρία χρόνια διαφορά. Εγώ ήμουν πιο χαμηλών τόνων. Δεν έφερνα αντιρρήσεις”

Η γιαγιά σταμάτησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Η Σούζαν κρεμόταν από τα χείλη της.

“Στο σχολείο, η αδερφή μου ξεχώριζε. Άριστη μαθήτρια, με επαναστατικές απόψεις, ειδικά για τις γυναίκες που εκείνη την εποχή ήταν σε δεύτερη μοίρα. Υπέρ της ψήφου των γυναικών, κατά του γάμου, ισότητα στην εργασία. Την αποκαλούσες και αγοροκόριτσο. Εκείνο το διάστημα έκανε πολύ παρέα με μια άλλη κοπέλα την Τάνια. Πήγαιναν μαζί σε συγκεντρώσεις, σε πορείες, καπνίζανε… Πέρασαν στο πανεπιστήμιο, νομική. Ένα βράδυ ο πατέρας τη μάζεψε από το τμήμα. Μαζί με την Τάνια και δυο τρεις άλλες πέταξαν μπογιά σε έναν καθηγητή τους που απαιτούσε, κατά τα δικά τους λεγόμενα, να κοιμηθεί η μαθήτρια μαζί του για να την περάσει στο μάθημα. Ευτυχώς με τις γνωριμίες που είχε ο πατέρας αποσιωπήθηκε το θέμα. Για την Τάνια δεν ήταν το ίδιο. Αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο και…”
Η γιαγιά σταμάτησε ξανά. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε την εγγονή της. Της χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά, τη μύτη, τα ζυγωματικά.

“Της μοιάζεις τόσο πολύ! Έχετε το ίδιο λακάκι στο πιγούνι”, είπε η γιαγιά καθώς τα μάτια βούρκωσαν.

Η Σούζαν ανατρίχιασε. Παρατήρησε τις ρυτίδες στο πρόσωπο της γιαγιάς της. Πρώτη φορά έμοιαζαν με χαρακιές. Ένα πρόσωπο πληγωμένο από το χρόνο και τις καταστάσεις.
“Τι έγινε με την Τάνια;”
” Αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο και το όνομά της διαπομπεύτηκε. Μετά από λίγο καιρό η Τάνια μετακόμισε. Μάθαμε πως παντρεύτηκε. Αυτό ήταν. Η αδερφή μου έπεσε σε κατάθλιψη. Κλείστηκε στο δωμάτιό της, δεν έτρωγε, δεν έβγαινε έξω. Είχα τρελαθεί. Την έβλεπα να πονάει και δε μπορούσα να τη βοηθήσω. Έκανα τον κλόουν, της διάβαζα βιβλία, της μιλούσα για μουσική, ζωγραφική, λογοτεχνία. Εκείνη αμίλητη δε μου έδινε καμιά σημασία. Απλώς με παρακολουθούσε με εκείνα τα τεράστια μάτια. Στην αρχή θυμωμένα, μετά θλιμμένα και στο τέλος κενά. Άδεια. Αυτό με φόβισε. Όταν μίλησα στους γονείς μας, δε μου έδωσαν σημασία. “Να την παντρέψουμε”, είπε η μάνα μας. Όλα κανονίστηκαν και σε ένα μήνα θα παντρευόταν. Όταν της το ανακοίνωσαν δεν αντέδρασε καθόλου. Ούτε καν βλεφάρισε”

Η γιαγιά ξέσπασε σε κλάματα. Τρανταζόταν ολόκληρο το κορμί της.
“Έπρεπε να το φανταστώ! Έπρεπε να καταλάβω!”
“Γιαγιά, σε παρακαλώ, σταμάτα. Αν δε μπορείς άλλο, μη συνεχίζεις”

Η Σούζαν έγειρε πάνω από τη γιαγιά της και την αγκάλιασε.
“Θέλω να σου τα πω. Να τα βγάλω από μέσα μου. Η μητέρα σου ξέρει. Σε σένα δεν είπαμε ποτέ τίποτα”

Η γιαγιά σκούπισε τα δάκρυά της.
“Την ημέρα του γάμου της, ήταν πάρα πολύ ήρεμη. Δεν έφερε καμία αντίσταση. Ένας τρόμος υπόβοσκε στην ατμόσφαιρα. Μόνο εγώ το αντιλαμβανόμουν. Πριν πάει στην εκκλησία, μ’ έπιασε από το χέρι. Με τράβηξε σε μια γωνιά και μου είπε: “Είσαι η καλύτερη αδερφή του κόσμου. Σε λατρεύω. Ευχαριστώ για όλα. Χωρίς εσένα η ζωή μου θα ήταν δυσβάσταχτη”. Αυτοκτόνησε αμέσως μετά το γάμο.

Η Σούζαν πετάχτηκε όρθια βγάζοντας μια κραυγή.
“Μου είχε γράψει ένα γράμμα. Βλέπεις, με την Τάνια ήταν ερωτευμένες. Οι γονείς μας το είχαν πάρει χαμπάρι. Πάντα η υπόληψη, η καλή κοινωνία. Η αδερφή μου τους εκδικήθηκε. Γίναμε βούκινο. Με τα χρόνια αποσιωπήθηκε το γεγονός. Οι διασυνδέσεις και γνωριμίες βοήθησαν για άλλη μια φορά…”
“Πως αυτοκτόνησε;”
“Έπεσε από την ταράτσα”
“Θεέ μου!”, ούρλιαξε η εγγονή.
“Την έλεγαν Σούζαν…”, είπε μαλακά η γιαγιά.

Οι δύο γυναίκες κοιτάχτηκαν σιωπηλές. Η εγγονή όρμηξε στην αγκαλιά της γιαγιάς της. Έμειναν έτσι κουλουριασμένες, ευγνώμονες που είχαν η μια την άλλη.

Elpida Petrova

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: