,

Η αμυγδαλιά

Το Φεβρουάριο, όταν ο χειμώνας έριχνε τ’ ανθάκια της αμυγδαλιάς, ο κήπος μας γινόταν κατάλευκος. Ξυπνούσαμε ένα πρωινό, βγαίναμε στην πόρτα κι αυτό ήταν.
“Χιόνι, χιόνι! Μαμά χιόνι!”. Το πιστεύαμε στ’ αλήθεια ότι χιόνισε τη νύχτα. Στα μέρη μας, όταν ο Θεός άρχιζε τη βροχή, ξέχναγε να σταματήσει, αλλά χιόνι δεν είχαμε δει ποτέ. Η μάνα μου έσκαγε στα γέλια που κυλιόμασταν στο παχύ στρώμα πετώντας χούφτες με λουλούδια ο ένας στον άλλο. Ευτυχία είναι να είσαι ξαπλωμένος σε ένα στρώμα από άνθη, να μισοκλείνεις τα βλέφαρα που τσούζουν απ’ τον χειμωνιάτικο ήλιο κι ανάμεσά τους να βλέπεις τη μάνα σου να γελάει χαρούμενη.

Η αμυγδαλιά μας ήταν η μεγαλύτερη στον κόσμο. Όταν άνθιζε, μπουμπούκιαζε μαζί κι η γειτονιά. Τα κλαδιά της βγαίναν έξω απ’ το φράχτη και κυρίευαν το σύμπαν. Όποιος και να περνούσε απ’ το σοκάκι, έκοβε κι από λίγο, να ομορφύνει η μέρα του.
-Αχ άνοιξη! Σε λίγο έρχεται Πάσχα. Πάει και φέτος, τη βγάλαμε…
Είχαμε δέσει και μια κούνια στα κλαδιά κι από κάτω ακριβώς, στη μεγάλη πέτρα, σπάγαμε τ’ αμύγδαλα για τους Πασχαλιάτικους κουραμπιέδες
– Μαμά, έφαγα, πικρό.
-Φτύσ’ το που να σε πάρει αυτός που δεν έχει όνομα. Σου ‘πα εγώ να φας; Που με κάνετε και βλαστημάω Μεγάλη Βδομάδα!

Πρέπει να ‘μασταν πέντε- έξι χρονών τη μέρα που μπήκαν στην αυλή μας τρεις εργάτες με πριόνια κι έναν χωροφύλακα μαζί. Καλοκαίρι, λίγο πριν τα γεγονότα στην Κύπρο. Έδωσε ένα χαρτί αυτός στον πατέρα μου και μετά άρχισαν επί τόπου να κόβουν το δέντρο χαμηλά στον κορμό. Τα παιδιά αγριέψαμε και τους φωνάζαμε να φύγουν, αλλά η μάνα μας τράβηξε απ’ το χέρι τρομαγμένη.
– Φωνάζουν απ’ την πολυκατοικία. Πάνε πάνω τα κλαριά. Πρέπει να την κόψουν.

Η πολυκατοικία προκαλούσε δέος στη μάνα μου.Όχι γιατί αντιπροσώπευε όσα δεν είχαμε, αλλά γιατί εκεί έμενε ο διοικητής του τοπικού στρατοπέδου.

Έρχεται μια μέρα που κοιτάζεις τον πατέρα σου και δεν βλέπεις τον ατρόμητο καουμπόυ που τρέχει με τ’ άλογό του να τιμωρήσει τους κακούς, παρά ένα αδύναμο, ντροπιασμένο ανθρωπάκι που σκύβει το κεφάλι. Κι αυτό είναι πιο σκληρό κι απ’ το να σου κόβουν την αμυγδαλιά σου. Μέχρι τότε πιστεύαμε ότι τίποτε κακό δε μπορεί να συμβεί όταν ο μπαμπάς είναι σπίτι. Το έλεγε κι η μητέρα μου εξάλλου.
-Μην αργήσεις Αποστόλη. Φοβάμαι. Θέλω να ‘σαι εδώ να σε βλέπω.

Δεν ήμασταν έτοιμοι για τέτοια αποκαθήλωση. Χρειαζόμασταν ακόμα έναν ήρωα σπίτι μας.
-Γιατί μπαμπά τους άφησες;
Ο πατέρας μου δε μιλούσε, δε μίλησε ποτέ.

Μια φορά η μάνα μου, απ’ τις πολλές ερωτήσεις ξέσπασε. “Και τι θέλατε να κάνει ο πατέρας σας;” είπε. “Δεν τον είδατε το χωροφύλακα; Αγράμματοι άνθρωποι είμαστε. Μήπως ξέρουμε και να μιλήσουμε; Πολλά γίνονται. Γι’ αυτό να μάθετε γράμματα, να πάτε να σπουδάσετε, για να ξέρετε τι να πείτε!”.

Η αμυγδαλιά την άλλη χρονιά πέταξε ένα μικρό κλαδάκι. Αλλά αυτό ήταν και τίποτε άλλο. Έμεινε ένα ξερό κούτσουρο να μας θυμίζει τη μέρα που μεγαλώσαμε. Η βασίλισσα του χιονιού δεν ξαναπέρασε απ’ το δικό μας σπίτι ποτέ πιά. Και σύντομα πάψαμε κι εμείς να θέλουμε ήρωες και παραμύθια και μάθαμε ν’ αγαπάμε τη μάνα μας και τον πατέρα μας έτσι, μικρούς κι αδύναμους.

Λίγο μετά αρρώστησε η μαμά και δυσκόλεψαν πολύ τα πράγματα. Κάποιες φορές άρχισε να γυρίζει πιωμένος ο πατέρας μου και να μην έχει ύπνο. Ήταν οι νύχτες που έβλεπε τα φαντάσματα. Και τότε έβγαινε στον κήπο, άναβε τσιγάρο κι άρχιζε να μιλάει μαζί τους…

Τότε θα τον έβλεπες μονάχο του στο σκοτάδι να κάνει χειρονομίες και να ανοιγοκλείνει το στόμα. Έτσι ξέραμε. Είχε έρθει πάλι η αδελφή του που πέθανε στον πόλεμο, ο συνέταιρός του απ’ την παλιά δουλειά που σκοτώθηκε με το μηχανάκι στο πανηγύρι του Αι -Λιά, η μάνα του που ήθελε να τον δει γαμπρό αλλά δε πρόλαβε και κάμποσοι ακόμα. Καμιά φορά τον βλέπαμε σκυμμένο να τον πιάνει το παράπονο.
Αλλά η μάνα μου δεν καταλάβαινε απ’ αυτά. Έμεινε βράχος για όλους μέχρι τα τελευταία της. Σκληρόπετση χωριάτισσα βλέπεις. Η μεγαλύτερη από έξι αδέλφια. Είχε μάθει να μη χαίρεται πολύ στις χαρές και να μη λυπάται πολύ στις λύπες. Δεν ήθελε δανεικά.
-Έλα μέσα καμάρι μου, του έλεγε. Θα μπουν τα κουνούπια. Κι εκείνος υπάκουε και ξάπλωνε δίπλα της
-Μην αργήσεις αύριο. Θα τηγανίσω κεφτεδάκια, τον κανάκευε. Και συνέχιζε να του μιλάει για την καμέλια που την πάγωσε το κρύο, για το γλυκό καρυδάκι που κρυστάλλωσε και θέλει βράσιμο, για τη λεμονιά που έκανε ένα διπλό λεμόνι…

Κι εκείνος, ξέχναγε τις ματαιώσεις του και τον έπαιρνε ο ύπνος χαλαρωμένο, να σκέφτεται τα γλυκοτηγανίσματα της αγάπης του.

Εγώ πάλι αναρωτιόμουν αν θα ‘ρθει μια μέρα που θα βλέπω κι εγώ φαντάσματα. Κι έλεγα όχι. Και με την έπαρση που σου δίνουν τα νιάτα ορκιζόμουν πως τίποτε στη ζωή μου δε θα άφηνα στην τύχη. Κι όλα θα τα τακτοποιούσα σωστά κι όπως πρέπει.
Βαθιά μέσα μου, εκτός από απορία, με κυρίευε και μια ελαφρά αποδοκιμασία για τους γονείς μου που φάνηκαν αδύναμοι.
Μέχρι που ήρθε η ζωή και με πήρε και με σήκωσε…

Λίζα Δράκου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: