,

Η τελευταία μέρα

Ήταν σε εκείνο το ήσυχο πρωινό, στον ήρεμο παφλασμό του κύματος, που ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Ένα πρωινό σαν όλα τα άλλα ήταν, που δεν προϊδέαζε για αυτό το τόσο έντονο συναίσθημα. Βέβαια, καμία μέρα δεν σου παρουσιάζει προμηνύματα για το τι πρόκειται να συμβεί. Τόσο τα χαρμόσυνα, όσο και τα θλιβερά, εμφανίζονται ξαφνικά. Για αυτό ίσως μερικούς τρομάζουν τόσο οι εκπλήξεις.

Τόσες μέρες ακολουθούσε την ίδια ρουτίνα. Είχε ξεφύγει από την πόλη και πήγε στο νησί. Μακριά από όλα όσα δεν την άφηναν να προχωρήσει. Τη φασαρία του μυαλού που της πίκραινε την καρδιά. Τις αναπάντητες ερωτήσεις που την κρατούσαν ξάγρυπνη τα βράδια. Τις τόσες αναμνήσεις. Όλα όσα τις θύμιζαν εκείνον.

Τώρα καθόταν στην αμμουδιά λίγο μετά την ανατολή και κοιτούσε το πέλαγος. Το χωριό δεν είχε ξυπνήσει ακόμα και επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο η φύση ακουγόταν. Αυτή ήταν η πρωινή της συντροφιά. Αυτή προτιμούσε άλλωστε. Γιατί αυτή δεν την έκρινε, ούτε την κουτσομπόλευε, ούτε την κοιτούσε στραβά. Με αυτήν ένιωθε άνετα. Ίσως και μια συμπάθεια, εκείνη την ενσυναίσθηση που τόσο είχε ανάγκη αυτή τη στιγμή.
Αγνάντευε το μπλε του ουρανού που ενωνόταν με τις γαλάζιες αποχρώσεις του νερού και παραδόθηκε στα πισωγυρίσματα του μυαλού της. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που ήταν εκεί ήταν μαζί του. Καθόντουσαν έτσι παρέα και έκαναν σχέδια για το μέλλον μαζί. Όνειρα που ποτέ δεν έμελλαν να πραγματοποιηθούν. Όνειρα, που όπως τόσα άλλα, αφέθηκαν στη μέση.

Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο στην αμμουδιά. Άκουγε τον παφλασμό των κυμάτων να συγκρούεται με το σπάσιμο της πονεμένης της καρδιάς. Η άμπωτη και η πλημμυρίδα του κύματος έμοιαζαν σαν τους κυματισμούς του μυαλού της – να θέλει να προχωρήσει μα κάτι να την τραβάει πάντα πίσω στις σκέψεις που τη βασάνιζαν τόσο έντονα ακόμη.
Μπήκε λίγο πιο μέσα στη θάλασσα, ώστε τα πόδια της να είναι εξ ολοκλήρου μέσα στο νερό. Στάθηκε εκεί, μόνη σε ολόκληρη την παραλία να αφουγκράζεται τον αχό του πελάγους. Τον άκουσε. Ήχησαν στα αυτιά της τα λόγια του την τελευταία φορά που ήταν εκεί. «Και τώρα τι θα κάνουμε για αυτό;» της γέλασε γλυκά πριν την τραβήξει κοντά του και τη φιλήσει. Καθούμενοι εκεί στην αμμουδιά, του διηγούνταν καλοκαιρινές τις περιπέτειες. Έπειτα έτρεξαν μέσα στο νερό και εκείνος την άρπαξε και την πέταξε μέσα, με μια ανησυχία όμως μην πάθει και κάτι, «δεν πατάς κιόλας εσύ εδώ, μην μου πνιγείς», της αστειεύτηκε καθώς την σήκωσε ψηλά πάνω από το κεφάλι του. Εκείνη γελούσε. Μαζί του δεν φοβήθηκε ποτέ. Από την πρώτη κιόλας στιγμή. Μαζί του ένιωθε ασφάλεια. Τόσο τον εμπιστευόταν. Μα εκείνος δεν το κατανόησε αυτό ποτέ.

Ένιωσε νερό να τρέχει στα μάγουλά της. Δεν είχε όμως βουτήξει ακόμα. Είχε μείνει στάσιμη εκεί με τα πόδια να έχουν βουλιάξει στην άμμο και το νερό να έχει περάσει ήδη τον αστράγαλο.

Επανήλθε στο τώρα. Τώρα που άρχισε να ξυπνάει ο κόσμος, που τα πουλιά ακουγόντουσαν πιο δυνατά και που ο ήλιος πάσχιζε να κάνει πιο δυνατή την παρουσία του. Τώρα που όλα τα άλλα προσπαθούσαν να επιβληθούν του παφλασμού που μέχρι εκείνη τη στιγμή μόνο εκείνη απολάμβανε. Τώρα που ήταν εκεί, μόνη.

Προχώρησε πιο μέσα και βούτηξε το κεφάλι. Στον απόκρυφο ήχο κάτω από το νερό, ένιωσε το σώμα του κοντά της, την ανάσα του πάνω της, το βλέμμα του να κλειδώνει στη ματιά της.
Τα δάκρυά της τώρα είχαν σμίξει με το θαλασσινό νερό και δεν ξεχώριζες αν έκλαιγε ή απλά κολυμπούσε. Καλύτερα έτσι, πίστευε. Δεν ήθελε να εξηγεί. Ούτε η ίδια δεν καταλάβαινε γιατί ακόμα πονούσε τόσο.

Θυμόταν την τελευταία φορά που έφαγαν μαζί. Που της μαγείρεψε εκείνος και σέρβιρε εκείνη. Την τελευταία ταινία που παρακολούθησαν μαζί και εκείνη αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του πριν καν ξεκινήσει καλά καλά η πλοκή. Την τελευταία βόλτα που πήγαν. Την τελευταία φορά που έκαναν έρωτα. Το τελευταίο φιλί. Τότε δεν ήξεραν πως δεν θα είχαν άλλα. Δεν ξέρεις πότε θα τελειώσουν όλα. Για αυτό υποτίθεται πρέπει να απολαμβάνεις το κάθε δευτερόλεπτο που έχεις με κάποιον, γιατί δεν ξέρεις αν και πότε θα τον ξαναδείς. Για όλους, αυτή μπορεί να είναι η τελευταία μας μέρα, η τελευταία μας στιγμή. Δεν το ξέρεις. Και ποτέ δε θα είμαστε έτοιμοι για αυτό.

Ακούστηκαν οι πρώτες φωνές πρωινών κολυμβητών που ερχόντουσαν για μια βουτιά όταν η θάλασσα ήταν ακόμα ήρεμη σαν λάδι. Οι πρωινοί τύποι συνήθως ήταν και ηλικιωμένα άτομα. Άνθρωποι που είχαν ζήσει τη ζωή με το κουτάλι, που είχαν τόσες ιστορίες να πουν για αντιξοότητες, προκλήσεις και δυσκολίες, που όσα περνούσαν τώρα από το δικό της το μυαλό θα τους φαινόντουσαν τουλάχιστον αστεία. Τη χαιρέτισαν με ένα νεύμα και μια καλημέρα και τους ανταπέδωσε χαμογελώντας. Πόσο δύσκολο είναι να προσποιείσαι. Πόσο αναγκαίο όμως μερικές φορές.

Προσπάθησε να φέρει ξανά τη μορφή του στο μυαλό της. Μα δεν μπορούσε. Ξεθωριάζουν οι αναμνήσεις άμα δεν τις ανανεώνεις. Αν δεν τις φροντίζεις, χάνονται. Όπως και τα άτομα γύρω σου.

Θυμόταν όμως πολλά ακόμα. Όλα ίσως. Κι αυτό την στεναχωρούσε. Ήταν δύσκολο να ξεχάσει. Τα λόγια, τις βόλτες, τις συζητήσεις, τα ταξίδια, τα σχέδια, τα όνειρα. Μα όμως και τους καβγάδες, τις διαφωνίες, τους τσακωμούς, τα λόγια που λες θυμωμένα και δεν μπορείς να περιμαζέψεις μετά. Τα όσα μετάνιωσες που είπες και έκανες, μα και όλα όσα δεν είπες και δεν έκανες. Δεν ξέρεις πότε θα έχεις ξανά την ευκαιρία να τα κάνεις. Να πας στο μέρος που είχες υποσχεθεί στον άλλον τόσες φορές πως θα πηγαίνατε μαζί. Το ταξίδι που είχε γίνει μέρος στοιχήματος. Το σπίτι που θα στέγαζε το κοινό σας μέλλον.

Δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά. Έρχεται κρυφά. Παραμονεύει και σε πλησιάζει ύπουλα, ακριβώς όταν δεν το περιμένεις. Και σε κατατροπώνει. Γιατί σε πιάνει απροετοίμαστο. Με κατεβασμένες άμυνες δεν μπορείς να πολεμήσεις. Και σε καταρρακώνει. Γιατί δεν μπορείς να κάνεις πλέον κάτι.

Μα κι αν ήξερες, θα έκανες κάτι διαφορετικό; Θα τα απολάμβανες όλα πιο πολύ; Θα επέμενες λιγότερο στο δικό σου; Θα άδραζες την κάθε μέρα που ξημέρωνε όσο καλύτερα μπορούσες;
Ποτέ δεν ξέρεις. Μέχρι που θα συμβεί.

Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: