,

Προσμονή

Πω πω… Πάλι φορτωμένη με ένα σωρό ψώνια η κυρία Μαρία από απέναντι! Αυτός ο άντρας της ρε παιδί μου, δεν κουνάει ρούπι. Είναι ο άντρας του σπιτιού, λέει και δεν είναι δουλειά του να ασχολείται μ’ αυτά. Να βλέπεις την γυναίκα σου φορτωμένη σα το γαϊδούρι και να μην κουνάς από τον καναπέ να την βοηθήσεις. Και φωνή; Ουυ φωνή! Για τα πάντα της φώναζε, ιδίως όταν ήταν νεότεροι. Για τα παιδιά, για το φαγητό, για τα πράγματα που δεν ήταν στην θέση που τα άφηνε… Τα παρατούσε είναι η σωστή λέξη. Συμμάζευε πάντα η κυρία Μαρία. Νοικοκυρά απ’ τις λίγες! Πολύ άξια γυναίκα. Αυτός ο αχαΐρευτος που πήρε, καθόλου δεν της άξιζε. Δυστύχησε η κοπέλα δίπλα του. Μόνο τα παιδιά της δώσανε χαρά. Αλλά κι αυτά μεγαλώσανε, κάνανε τις οικογένειές τους, άνοιξαν τα φτερά τους και φύγανε.

Τον νεαρό στον πρώτο όροφο έχω μέρες να δω. Φοιτητής να ’ναι ακόμα άραγες; Ήσυχο παιδί, πολύ. Ούτε φασαρίες, ούτε πάρτι, ήρεμος άνθρωπος. Πόσα χρόνια να ’ναι που μένει εδώ; Πέντε; Έξι; Κάπου εκεί. Με χαιρετούσε παλιότερα κάπου κάπου. Τώρα πια δεν τον συναντώ καθόλου. Ίσως να ’χει βρει καμιά κοπελίτσα και να πηγαίνει να μένει εκεί. Ή να έπιασε καμιά δουλίτσα, να βγάζει το χαρτζιλίκι του.

Κοίτα! Εδώ κοίτα πώς τρέχουν! Παραλίγο να το πατήσει το γατί ο τρελός! Ίσα και γλίτωσε το ζωντανό. Έχει σαλέψει ο κόσμος. Πάνε και τρέχουν στα στενά μέσα, λες και είναι σε αγώνες δρόμου. Πού θα πας κύριέ μου; Θα φτάσεις πιο γρήγορα στον προορισμό σου, για θα σε κλαίει η μάνα σου, που πήγες και καρφώθηκες στην κολώνα; Δεν οδηγούσαν έτσι παλιά. Σέβονταν το νόμο. Τώρα πια τίποτα. Να, τις προάλλες που πήγα στην λαϊκή, πέρασε ένας ξυστά από δίπλα μου. Πήρε παραμάζωμα τις τσάντες μου κι έναν καθρέφτη σε ένα παρκαρισμένο αμάξι πιο πέρα. Ούτε να σταματήσει, ούτε συγγνώμη, ούτε τίποτα. Δεν ήταν έτσι στα δικά μου χρόνια. Ο κόσμος σεβόταν τον άνθρωπο και τον κόσμο γύρω του. Υπήρχε ανθρωπιά, υπήρχε φιλότιμο.

Συννέφιασε πάλι… Καθόλου δεν μου αρέσει η συννεφιά. Με κάνει και μελαγχολώ. Θα έρθει άραγες σήμερα; Πήρε προχθές τηλέφωνο ότι θα περάσει. Δεν ήρθε ούτε χθες, ούτε σήμερα. Δεν τον πήρα κι εγώ, δεν του αρέσει να τον παίρνω. Τον ενοχλώ λέει, που τον παίρνω. Αλλά ανησυχώ, παιδί μου είναι. Αυτόν έχω στον κόσμο πια. Αυτός είναι ο κόσμος μου. Εγώ τι; Παρέα δεν έχω πια από τότε που έφυγε ο Λιάκος μου. Τα 85 έφτασε. 67 χρόνια μαζί! Τουλάχιστον μου άφησε τον Αποστόλη μου. Αλλά κι αυτός όλο πολυάσχολος είναι. Τηλέφωνο δεν με παίρνει. Κι άμα τον πάρω εγώ μου φωνάζει. «Τι θες πάλι ρε μάνα;». Αυτό είναι το πρώτο πράγμα που μου λέει όποτε τον παίρνω εγώ τηλέφωνο. Φοβάμαι να τον πάρω πια. Αλλά ανησυχώ. Να ξέρω ότι είναι καλά θέλω, στην υγεία του και στην δουλειά του. Όλα τ’ άλλα βρίσκονται. Αχ, το παιδάκι μου… Πόσο μου λείπει…

Θα έρθει άραγες σήμερα; Του έχω φτιάξει και μπιφτεκάκια που του αρέσουν! Θα του τηγανίσω και δυο πατάτες όταν φτάσει, να φάει. Δεν μου τρώει καλά. Όλο απ’ έξω, τα ετοιματζίδικα τρώει. Δεν έχει χρόνο να μαγειρέψει, λέει. Του έχω πει να του φτιάχνω εγώ, αλλά δεν θέλει λέει, ολόκληρος άντρας, να του μαγειρεύει η μαμά του. Πολύ μου λείπει το παιδάκι μου. Τι θέλω κι εγώ; Να έρθει, να μου κάνει λίγη παρέα που είμαι ολομόναχη, να πούμε πέντε κουβέντες, να περάσει λιγάκι η ώρα. Πολύ θα χαρώ αν έρθει τελικά σήμερα. Πάει ενάμισης μήνας που δεν τον έχω δει. Να του ζητήσω κιόλας να με πάει στο μνήμα του πατέρα του, αν έχει καθόλου χρόνο. Έχω έξι μήνες να πατήσω. Θα τον κουράσω όμως αν του το ζητήσω. Πολύ κουρασμένο είναι το παλικάρι μου. Άσε, θα δω! Όταν έρθει, αν είναι ξεκούραστος, ίσως του το πω.

Να ’ναι αυτός που κοντοζυγώνει; Πολύ μοιάζει στον Αποστόλη μου! Ανάκατα είναι τα μαλλιά του πάλι! Μια ζωή αχτένιστο αυτό το παιδί. Είναι της μοδός, λέει. Α, όχι… Δεν είναι το παιδί μου… Θα έρθει σήμερα άραγες;

Νίκη Τσακίρη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: