Η Δήμητρα κατέβηκε τον δρόμο ανέμελη εκείνο το πρωινό του Σαββάτου. Δεν δούλευε εκείνη την ημέρα και όπως κάθε βδομάδα πήγαινε με τα πόδια από το σπίτι της στην κεντρική αγορά για ψώνια. Είχε ξεκινήσει την εργασία της σε ένα γραφείο αντιπροσωπειών ηλεκτρικών ειδών εδώ και δύο χρόνια και ακόμη δεν είχε καταφέρει να αγοράσει ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Είχε βάλει άλλες προτεραιότητες στην ζωή της, να ανακαινίσει το πατρικό της που ανήκε στην μητέρα της και είχε περάσει στην κατοχή της ύστερα από τον πρόωρο θάνατό της από τροχαίο.
Το αγαπούσε αυτό το σπίτι των νοτίων προαστίων που της θύμιζε εκείνη. Ακόμη θυμάται το πόσο κόπο έκαναν οι γονείς της να χτίσουν αυτό το σπίτι, πόσες στερήσεις και θυσίες. Πολλές φορές την έφερνε στα μάτια της να ανεβαίνει την κεντρική λεωφόρο, κουβαλώντας από το ένα χέρι την μεγάλη πάνινη τσάντα που είχε ράψει η ίδια από χοντρή λευκή λινάτσα, γεμάτη φαγητό για τους εργάτες και από το άλλο να της κρατάει το χέρι σφιχτά να μην της φύγει στον δρόμο. Πόσο περήφανη αισθανόταν όταν κρατούσε και η ίδια μία μικρότερη πάνινη τσάντα γεμάτη με παιχνίδια, ένα λευκό σερβίτσιο του καφέ και δύο κούκλες για να παίζει μαζί τους τις κυρίες και να τους σερβίρει καφέ και μπισκότα! Ούτε δεύτερο παλτό δεν μπορούσε να αγοράσει η μητέρα της για πολλά χρόνια μέχρι να ορθοποδήσουν και κάθε μικρή υπέρβαση στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών φαινόταν πολυτέλεια. Έτσι είχε εύκολα συμβιβαστεί με την ιδέα ότι για λίγα χρόνια ακόμη, θα χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα μεταφοράς για τις μετακινήσεις της, μα πιο πολύ τα πόδια της. Δεν πειράζει, θα διατηρώ και την σιλουέτα μου, έλεγε από μέσα της για να παρηγοριέται.
Ήταν καλοκαίρι, ήδη το ημερολόγιο έδειχνε δεκαπέντε Ιουλίου και η μέρα θα ήταν αρκετά ζεστή, για αυτό και είχε ξεκινήσει νωρίς από το σπίτι της, για να μην την πιάσει ο ήλιος. Διάφορες σκέψεις την συντρόφευαν στην διαδρομή της, ιδιαίτερα η σχέση της με τον Γιώργο, αυτή η αδιαφορία του της φαινόταν αβάσταχτη και βιαζόταν να φτάσει στην αγορά για να συναντήσει την αγαπημένη της φιλενάδα για το πρωινό καφεδάκι στο καινούριο μαγαζί που είχε ανοίξει πριν λίγες μέρες. Αυτή η σαββατιάτικη συνάντηση με την Γωγώ ήταν η ψυχοθεραπεία της, δεν έχανε την ευκαιρία να βρεθεί μαζί της και να της ανοίξει την καρδιά της, έτσι ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε μπροστά από το πέτρινο οίκημα με τα μεγάλα παράθυρα, την κεραμιδένια οροφή και την σιδερένια πόρτα. Ήταν το ίδρυμα που φιλοξενούσε παιδιά παρατημένα, ορφανά ή που είχαν πάρει την κηδεμονία από τους γονείς τους. Κάθε φορά που περνούσε από εκεί και τα έβλεπε να παίζουν στην αυλή κάτω από τα μεγάλα πεύκα, ένιωθε το ίδιο σφίξιμο στην καρδιά.
Είχε μια αδυναμία στα ορφανά, γιατί είχε βιώσει κι αυτή την ορφάνια από πολύ μικρή ηλικία και η αλήθεια είναι ότι ποτέ της δεν την άντεξε η ψυχή της, ακόμη και τώρα που είχε μεγαλώσει και είχε πάρει την ζωή στα χέρια της.
Εκείνο το πρωινό, ένα αγοράκι γύρω στα πέντε, με καστανά μαλλιά που έπεφταν ανέμελα μέχρι τον λαιμό του, καστανά μάτια και κόκκινα μάγουλα, είχε σταθεί στα κάγκελα και βγάζοντας τα χεράκια του έξω, της πιάνει το χέρι και την ρωτάει :
– Mήπως είσαι η μαμά μου;
Σάστισε, δεν ήξερε τι να απαντήσει στο μικρό παιδί, τι θα μπορούσε να πει σε αυτό το αγγελάκι.
– Όχι, του απάντησε εκείνη, δεν είμαι, αλλά μπορούμε να γίνουμε φίλοι αν θες, και τα μάτια της βούρκωσαν στο δευτερόλεπτο. Περίμενε, σε λίγο θα ξαναπεράσω και θα σου φέρω και μια σοκολάτα, πρόσθεσε και απομακρύνθηκε για την αγορά.
Ούτε ψώνια για το σπίτι έκανε και φυσικά ούτε κουβέντα για καφεδάκι με την φίλη της. Έτρεξε στο περίπτερο, αγόρασε δύο σοκολάτες, μία αμυγδάλου και μία γάλακτος, τις έβαλε στην τσάντα της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Ένιωσε τα πόδια της να πετούν, λίγες μπούκλες από τα μαλλιά της είχαν πέσει μπροστά στα βουρκωμένα μάτια της και με δυσκολία ανέπνεε από την αγωνία που ένιωθε. Θα την περίμενε ακόμη ο μικρός ή θα είχε φύγει από τα κάγκελα; Αναρωτιόταν το πώς θα τον αντιμετώπιζε, τι θα του έλεγε. Για καλή της τύχη τον βρήκε στην ίδια θέση, καθισμένο στο πέτρινο πεζούλι, με τα χεράκια του να κρατάει το κεφάλι του σαν μεγάλος που σκέφτεται για τα σοβαρά θέματα της ζωής του. Ήταν απομακρυσμένος από τα υπόλοιπα παιδιά που έτρεχαν στην αυλή, φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν.
Η Δήμητρα στάθηκε για λίγο μπροστά του, ίσιωσε το φόρεμά της, έδιωξε τα μαλλιά της από τα μάτια της, έσκυψε για να τον βλέπει καλύτερα και με γλυκιά φωνή του είπε:
– Γειά σου, εγώ είμαι πάλι. Ήρθα και σου έφερα αυτό που σου υποσχέθηκα, και βγάζει από την τσάντα της τις σοκολάτες.
Ο μικρός με έκπληξη και χαρά ταυτόχρονα, σήκωσε το κεφαλάκι του και την κοίταξε κατευθείαν στα μάτια, όπως κάνουν οι μεγάλοι όταν θέλουν να σε φέρουν σε αμηχανία. Άπλωσε χωρίς δεύτερη σκέψη το ένα του χέρι προς εκείνη, της χάιδεψε το μάγουλο απαλά και γύρισε την παλάμη του άλλου χεριού του προς τα έξω, περιμένοντας το δώρο του. Τα μάτια του έλαμπαν! Από τα χειλάκια του έσκασε ένα γελάκι και της είπε:
– Σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ!
Δύο λέξεις, ένας θησαυρός ολόκληρος, ούτε τα χρυσάφια, ούτε τα διαμάντια δεν είχαν την αξία που έκρυβαν αυτές. Ο μικρός έβγαλε το περιτύλιγμα από την σοκολάτα αμυγδάλου, έκοψε ένα κομματάκι και την έβαλε στο στόμα γρήγορα μην του πέσει κάτω. Τα χείλια του έγιναν καφέ και με την γλώσσα του τα έγλυφε για να απολαύσει και το τελευταίο ίχνος ζάχαρης που είχε σταθεί επάνω τους. Η Δήμητρα τον παρατηρούσε από πάνω μέχρι κάτω, ήταν ψηλό παιδί για την ηλικία του και πολύ όμορφο. Κάτι την τράβαγε σε αυτόν, που δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Το βλέμμα του, τα μαλλιά του, τα χείλια του;
– Για πες μου τώρα, ποιο είναι το όνομα σου; Εμένα με λένε Δήμητρα.
– Είμαι ο Πέτρος και είμαι πέντε χρονών. Δεν έχω γονείς για αυτό μένω εδώ.
Η κοπέλα ένιωσε έναν πόνο στο στομάχι και σκέφτηκε πόσο δύσκολη θα είναι η ζωή σε ένα τέτοιο ίδρυμα, του έπιασε το χέρι και του υποσχέθηκε ότι κάθε πρωί πριν πάει στην δουλειά θα περνάει να τον καλημερίζει, έτσι για να μην νιώθει μόνος. Μετά τον ρώτησε αν έχει φίλους, αν τον αγαπάνε οι κυρίες, αν τρώει, πώς περνάει την μέρα του και ό,τι άλλο νόμιζε ότι θα της χρησίμευε για να μάθει όσα μπορεί περισσότερα για αυτόν.
Ο μικρός έδινε απλές απαντήσεις, με λίγες λέξεις, αλλά με ουσία. Κάθε πρόταση τελείωνε με το όνομα της μάνας του “Ανθούλα”. Ούτε που κατάλαβε πώς ήρθε το μεσημέρι και οι υπεύθυνες άρχισαν να μαζεύουν τα παιδιά για το γεύμα. Η Δήμητρα χαιρέτισε τον Πέτρο, ανανεώνοντας το ραντεβού τους για την επόμενη μέρα. Όταν έφτασε σπίτι της, κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα, κοιτάζοντας το κενό για πολύ ώρα. Χωρίς δεύτερη σκέψη σήκωσε το τηλέφωνο και έψαξε το νούμερο του ιδρύματος. Σε δευτερόλεπτα άκουσε τον ήχο της κλήσης και όταν απάντησε η άγνωστη γυναικεία φωνή, ζήτησε την υπεύθυνη. Σε λίγο συνομιλούσε με την διευθύντρια, έγιναν οι συστάσεις και της εξήγησε τον λόγο του τηλεφωνήματος, καθώς και ότι επιθυμούσε ένα ραντεβού μαζί της για την επόμενη εβδομάδα. Η συνάντηση ορίστηκε για την επόμενη Δευτέρα στις 10 το πρωί. Πώς θα περνούσαν οι δύο μέρες; Έγραψε σε ένα χαρτί τις ερωτήσεις που ήθελε να κάνει, καθώς και τις επιθυμίες της. Καταρχήν αυτό που θα της έδινε μεγάλη χαρά, ήταν να επισκέπτεται τον μικρό καθημερινά και στο μέλλον να τον πηγαίνει βόλτες και στην καλύτερη των περιπτώσεων να τον φιλοξενεί και στο σπίτι της. Ναι, θα ήταν μια καλή ανάδοχη μητέρα. Είχε τόσα να προσφέρει σε αυτό το πλάσμα, τόσες αγκαλιές και φιλιά! Την επομένη σηκώθηκε από τις έξι, περιμένοντας με αγωνία να περάσει η ώρα για το καθιερωμένο πια ραντεβού της με τον Πέτρο, εκείνος μέσα από τα κάγκελα και αυτή απ’ έξω. Ξεκίνησε νωρίτερα, γιατί είχε και μία απόσταση να διανύσει με τα πόδια, αλλά ούτε που την ένοιαξε. Πέρασε από τον φούρνο, αγόρασε και λίγα κρουασάν με σοκολάτα και σχεδόν τρέχοντας έφτασε στο ίδρυμα. Ο μικρός την περίμενε καθιστός στο πεζουλάκι και όταν άκουσε την φωνή της να τον καλημερίζει, σήκωσε το κεφαλάκι του και της έσκασε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Πόσο όμορφα ξεκίνησε η Κυριακή της! Μία καλή πράξη, έλεγε η γιαγιά της η Αναστασία, ισοδυναμεί με χίλιους σταυρούς!
– Καλημέρα Πέτρο, πώς είσαι; Πώς κοιμήθηκες; ρώτησε η Δήμητρα
– Καλά είμαι. Είδα και ένα όνειρο, ότι ήρθες να με δεις και μου έφερες ένα κουτί σοκολάτες. Κι εγώ δεν τις κράτησα όλες για μένα, αλλά έδωσα και στους φίλους μου, γιατί ήταν πολλές και σκέφτηκα πως δεν θα μπορούσα να τις φάω όλες.
Παναγία μου! Τι παιδί είναι αυτό! σκέφτηκε εκείνη.
-Σήμερα σου έφερα κρουασάν σοκολάτας, είναι ωραία, θα δεις.
Ο μικρός άπλωσε τα χεράκια του και τα πήρε. Αντώνη, έλα να φάμε κρουασάν, φώναξε. Μου τα έφερε η φίλη μου.
Σε λίγα λεπτά είχαν μαζευτεί γύρω του και άλλα παιδιά και η Δήμητρα αισθάνθηκε σαν βασίλισσα. Τι πιο ωραίο τελικά να δίνεις με την καρδιά σου και ο Πέτρος της το απέδειξε άλλη μια φορά με την απλότητά του. Πόσο δίκιο είχε η γιαγιά της! Πέρασαν δύο ώρες ευχάριστα, με τα παιδιά να τιτιβίζουν, να παίζουν και εκείνη τα κοίταζε και θυμόταν τότε που έπαιζε στην αυλή του σπιτιού της με τις κούκλες της και τα κουζινικά της.
Η ανακαίνιση του σπιτιού της και η σχέση της με τον Γιώργο φαίνονταν τόσο μακρινά πια! Επιτέλους είχε βρει κάτι που γλύκανε την ψυχή της και αυτό της έδινε δύναμη. Με ανυπομονησία περίμενε την αυριανή, ούτε που κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, ετοιμάστηκε και κάλεσε ταξί για να μην περπατήσει και φτάσει ιδρωμένη και κουρασμένη. Έφτασε στο ραντεβού της λίγο νωρίτερα και ο χρόνος μέχρι να συναντήσει την υπεύθυνη, της φάνηκε αιώνας. Είχε απέναντί της μία κυρία γύρω στα πενήντα, με σγουρά μαλλιά, αδύνατη, που φορούσε ένα μπεζ λινό φόρεμα.
Της διηγήθηκε την ιστορία της με λίγα λόγια και τον λόγο της επίσκεψής της. Η γυναίκα την άκουγε με προσοχή κοιτάζοντάς την στα μάτια. Ήθελε να διεισδύσει στην ψυχή της, να σκάψει όσο μπορούσε, για να καταλάβει αυτή την άγνωστη που στεκόταν στην άλλη άκρη του γραφείου της.
– Ωραία, να σας μιλήσω για τον Πέτρο. Είναι ένα παιδί ευαίσθητο, γλυκύτατο και πολύ ταλαιπωρημένο. Οι γονείς του πέθαναν και οι δύο σε τροχαίο και ο ίδιος σώθηκε από θαύμα. Όταν μας τον έφεραν, ήταν πολύ τρομαγμένος και δεν μιλούσε για πολύ καιρό. Έβλεπε εφιάλτες και συνήθως έμενε ξύπνιος όλη την νύχτα. Είναι μόλις ένας χρόνος που έχει κάπως συνέλθει, αλλά το όνομα της μάνας του δεν βγαίνει από το στόμα του. Το προσωπικό μας δεν είναι επαρκές για να προσέχει τόσα παιδιά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τα αγαπούν. Αντιθέτως, όλες οι κοπέλες είναι ευαίσθητες και συμπονετικές. Απλώς, κάποια παιδιά χρίζουν μεγαλύτερης φροντίδας.
Η Δήμητρα ένιωσε ότι την χτύπησε κεραυνός, είχαν ξυπνήσει μνήμες που είχε θάψει για χρόνια και τώρα βγαίνοντας στην επιφάνεια, το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βάλει τα κλάματα. Κρατήθηκε όμως και της εξήγησε ότι αυτό που επιθυμούσε ήταν να δώσει λίγη χαρά στον νέο της φίλο.
-Χαίρομαι που υπάρχουν άνθρωποι σαν και σας. Μπορούμε να ορίσουμε κάποιες μέρες για επίσκεψη και αργότερα να τον πηγαίνετε βόλτα ή ίσως αν θέλει και αυτός να διαμένει σπίτι σας κάποιο βράδυ στο μέλλον.
Η χαρά της δεν κρυβόταν. Τα μάτια της έλαμπαν, μα πώς είχε αλλάξει η ζωή της σε λίγες μέρες; Οι δύο γυναίκες βγήκαν έξω από το γραφείο και πήγαν στην αυλή να βρουν τον Πέτρο. Εκείνος μόλις τις είδε, έτρεξε προς το μέρος τους και όταν στάθηκε μπροστά τους, έβγαλε από το σακουλάκι ένα κρουασάν και τους το πρόσφερε. Και οι δύο έβαλαν τα γέλια και δέχτηκαν το δώρο τους, αφού το χώρισαν στην μέση. Η διευθύντρια εξήγησε στον μικρό ότι από εδώ και πέρα θα ερχόταν η νεαρή γυναίκα να του κάνει παρέα κάποιες μέρες, να του διαβάζει παραμύθια, να μιλάνε σαν τους μεγάλους και αργότερα θα τον πηγαίνει βόλτα και μετά από καιρό όταν θα έχει μεγαλώσει, θα πηγαίνει και στο σπίτι της να μένει κάποιες φορές στις γιορτές. Το αγόρι δεν πίστευε στα αυτιά του! Πώς ήταν δυνατόν να υπάρχει μία άλλη γυναίκα που θα τον φροντίζει; Κάθε βράδυ παρακαλούσε να γυρίσει η μητέρα του από το μακρινό της ταξίδι, να τον έπαιρνε μία μόνο αγκαλιά, να του έδινε ένα φιλάκι για καληνύχτα. Και τώρα ήρθε αυτή η κυρία με τις σοκολάτες και του άλλαξε την ζωή. Από εκείνη την ημέρα έγινε ένα άλλο αγόρι, χαρούμενο, γελαστό, ξένοιαστο.
Και η Δήμητρα ένιωσε σαν τα δέντρα που νιώθουν την κάθε εποχή αλλάζοντας φύλλα, δίνοντας ένα νέο νόημα σε όλη της την ύπαρξη. Με τον καιρό έδωσε άλλες προτεραιότητες στην ζωή της, μία βόλτα, μία εκδρομή και σιγά σιγά μπήκαν και άλλοι άνθρωποι στην ζωή της με τις ίδιες ευαισθησίες. Ο μικρός απέκτησε το δικό του δωμάτιο, τα ρούχα του και τα παιχνίδια του και όταν εκείνη αισθάνθηκε έτοιμη, προχώρησε στην υιοθεσία του και έτσι συνέχισε την ζωή της για πολλά χρόνια. Ο γάμος με τον Μιχάλη ήρθε πολύ αργότερα, ήταν μία σχέση ζωής μετά τον Πέτρο που είχε πια μεγαλώσει και θα έδινε πανελλήνιες. Ήθελε να γίνει γιατρός, να σώζει ζωές και μάλιστα η ένταξή του στους “Γιατρούς Χωρίς Σύνορα” ήταν το όνειρό του. Ήθελε να ανήκει σε μία ομάδα, γιατί έτσι λειτουργούσε καλύτερα. Στον ελεύθερο χρόνο του, βοηθούσε τις κυρίες στο ίδρυμα και έκρυβε στις τσέπες του σοκολατάκια για να τα μοιράζει στα παιδιά που τα έβλεπε στενάχωρα και λυπημένα.
Τα χρόνια πέρασαν και το αγόρι έγινε άντρας, ένας πετυχημένος χειρούργος που έτρεχε στην πρώτη γραμμή του κάθε πολέμου που κατά καιρούς χτυπούσε την ανθρωπότητα, μαζί με τους υπόλοιπους γιατρούς για να προλαβαίνει τους θανάτους. Η μητέρα του τον καμάρωνε κάθε φορά που της έστελνε φωτογραφίες με τα παιδιά να κάνουν κύκλο και αυτός στην μέση να χαίρεται μαζί τους. Στο ίδρυμα γινόταν γιορτή κάθε Κυριακή, γιατί ο Πέτρος είχε φροντίσει για το πρωινό των παιδιών και το τραπέζι ήταν γεμάτο με μπισκότα, κρουασάν και γλυκά. Τελικά είχε δίκιο η γιαγιά Αναστασία, το να δίνεις χαρά ισοδυναμεί με χίλιους σταυρούς, με πιο απλά λόγια είναι ΑΓΑΠΗ!
Δήμητρα Καμπόλη