Ο Σέιμουρ στάθηκε στην αμμουδιά. Οι κόκκοι άμμου χώθηκαν ανάμεσα στα δάχτυλά του και τον γαργάλισαν απαλά. Ελαφρύ αεράκι φύσηξε και μερικές θαλασσινές σταγόνες ακούμπησαν τα χείλη του· μόνο που δεν τις ένιωσε σαν σταγόνες μα σαν φιλί· σαν ένα αλμυρό φιλί που ξυπνούσε θύμησες θαμμένες στα βάθη του ωκεανού του μυαλού του. Κύματα υψώθηκαν ελαφρά ψιθυρίζοντας λόγια εφήμερα, που ξεθώριαζαν αμέσως, όπως ο αφρός της θάλασσας. Μαζί τους ακούστηκε ένα τραγούδι γνώριμο. Οι στίχοι του “I won’ t forget you” των Shouse πλανήθηκαν γύρω του. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν κι αυτοί μια πλάνη της θάλασσας. Ρίχνοντας όμως ένα βλέμμα τριγύρω, διαπίστωσε πως προέρχονταν από το κινητό ενός μικρού κοριτσιού που περπατούσε λίγα μέτρα μακριά του. Μια λευκή τούφα ξεπρόβαλε μέσα από το καπέλο της.
Την κοίταξε ενοχλημένος. Σύντομα όμως αναρωτήθηκε τι γύρευε μόνο του ένα κορίτσι σε μια ερημική παραλία; Και μάλιστα με λευκά μαλλιά; Αποφάσισε πως δεν ήταν δικό του πρόβλημα. Η μικρή απομακρύνθηκε και το τραγούδι έσβησε μαζί με τη μορφή της.
Στράφηκε ξανά στη θάλασσα. Τα βράχια απλώνονταν μέσα στο νερό, μοιάζοντας με τεράστιες πέτρινες γοργόνες. Τα κύματα έσκαγαν απαλά γύρω τους, λες και λίκνιζαν τις ουρές τους, χορεύοντας στο νερό που λαμπύριζε.
Έσυρε τα βήματά του ως την ξαπλώστρα και κάθισε με φόρα. Φροντίζοντας να μην εξέχει κανένα σημείο του δέρματός του από τη σκιά, έκλεισε τα μάτια.
Η νεαρή Λάνα στεκόταν δίπλα στη θάλασσα. Έφερε το χέρι στο πρόσωπο και παρατήρησε τον ήλιο. Έπειτα κάλυψε με την παλάμη το δεξί της μάτι και κοίταξε με το αριστερό. Εστίασε στον Σέιμουρ που καθόταν κάτω από την ψάθινη ομπρέλα. Το σώμα του είχε μια περίεργη στάση, λες και ήταν αγκυλωμένο. Τον κοίταξε προβληματισμένη. Σύντομα όμως ο άντρας κινήθηκε τραβώντας απότομα το πόδι, ώστε να βρίσκεται ολόκληρος κάτω από τη σκιά. Ελευθέρωσε το μάτι και χαμήλωσε το βλέμμα. Πατημασιές ήταν αποτυπωμένες στην άμμο. Άπλωσε τα χέρια για να κρατήσει ισορροπία, πάτησε στα χνάρια με τα πόδια της που εφάρμοσαν τέλεια και προχώρησε χοροπηδώντας μερικά βήματα. Εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι που από το κινητό της ξεπηδούσε μουσική, την προσπέρασε.
«No, I won’ t forget you» σιγοψιθύρισε κι εκείνη τους στίχους και συνέχισε να χοροπηδά. «I will never let you go…!» εξακολούθησε τη στιγμή που έφτασε απέναντι από τον Σέιμουρ.
Άνοιξε ενοχλημένος τα μάτια και της έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. Η Λάνα δεν του έδωσε σημασία. Συνέχισε να τραγουδά το ρεφρέν.
Ο Σέιμουρ αναστέναξε. Κατσούφιασε κι έκλεισε σφιχτά τα βλέφαρα, ευχόμενος να μπορούσε να σφαλίσει με αυτό τον τρόπο και τα αυτιά του. Σύντομα η ενοχλητική κοπέλα απομακρύνθηκε και το τραγούδι χάθηκε μέσα στην απαλή βουή της θάλασσας για να δώσει τη θέση του σε έναν ψίθυρο. Στην αρχή δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που άκουγε. Έπειτα όμως…
«Το λάθος… Βρες το λάθος…»
Πριν προλάβει να αναρωτηθεί, η φωνή ξεθώριασε, ο ήλιος ξεπρόβαλε ξανά και κάθε σκέψη στο μυαλό του, αντικαταστάθηκε από την αγανάκτησή του.
Η Λάνα είχε απομακρυνθεί αρκετά. Σταμάτησε να σιγοτραγουδά και κοίταξε τον αφρό που διαλυόταν μπροστά στα πόδια της. Τα βήματα στην άμμο τελείωναν εκεί. Κάθε φορά προχωρούσε ως εκείνο το σημείο. Ποτέ δεν είχε περπατήσει πιο πέρα. Παρατήρησε την αμμουδιά που απλωνόταν απέραντη, με την άμμο της να παραμένει λεία, απάτητη, ανεξερεύνητη. Δοκίμασε να κάνει ακόμη ένα βήμα, μα σταμάτησε απότομα στα μισά της κίνησής της. Το πόδι της έμεινε μετέωρο, αδυνατώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να συνεχίσει. Τελικά έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε ανάσκελα. Κοίταξε τον ήλιο. Οι ακτίνες απλώνονταν γύρω του, κάνοντάς τον να μοιάζει με ένα φωτεινό χταπόδι. Μήπως όμως… μισόκλεισε τα μάτια, μήπως ήταν όντως χταπόδι;
Ο Σέιμουρ μισοκοιμόταν. Ξύπνησε απότομα από έναν ρυθμικό ήχο. Ανασηκώθηκε και κοίταξε γύρω του. Ένας ψαράς, είχε στερεώσει τη βάρκα του κοντά στην ακτή και φαινόταν να χτυπά στο πάτωμά της κάτι που έμοιαζε με χταπόδι. Αν και δεν μπορούσε να το μυρίσει, σούφρωσε τη μύτη του με αποστροφή. Ο ψαράς χαμογελούσε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.
«Βρες το λάθος» ψιθύρισε ξανά η φωνή.
Μα πριν προλάβει και πάλι να σκεφτεί, οι σκέψεις του αιχμαλωτίστηκαν από τον ρυθμό του “I won’ t forget you” των Shouse. Το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά και τη μουσική, περνούσε και πάλι από μπροστά του, για να χαθεί προς την κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει η Λάνα.
Ο Σέιμουρ στράφηκε προς τον ψαρά. Είχε σταματήσει να κοπανά το χταπόδι. Καθόταν σε μια άκρη μέσα στη βάρκα και σκούπιζε το ιδρωμένο του μέτωπο.
Η Λάνα άκουσε τη μελωδία να πλησιάζει. Ανακάθισε, έφερε το χέρι σαν σκίαστρο στο μέτωπό της και παρατήρησε το κορίτσι να κινείται κατά μήκος της ακτής και να την προσπερνά. Μια λευκή πλεξούδα ξεπρόβαλε μέσα από το καπέλο της και λικνιζόταν σαν φίδι στην πλάτη της. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Την παρακολούθησε να περπατά πέρα από το σημείο που τελείωναν τα βήματα, μέχρι που έγινε μια μικρή κουκκίδα στην απεραντοσύνη της αμμουδιάς.
«Βρες το λάθος!» ούρλιαξε αυτή τη φορά η φωνή δίπλα στον Σέιμουρ.
Ο άντρας ανασηκώθηκε απότομα.
«Το λάθος» σιγομουρμούρισε. «Ποιο λάθος;»
Στάθηκε όρθιος κι έτριψε τη μέση του. Σταμάτησε απότομα όταν αντιλήφθηκε περίεργους ήχους. Διαπίστωσε πως προέρχονταν πίσω από τη βάρκα. Φόρεσε το καπέλο και κίνησε προς τα εκεί. Τέντωσε το κορμί του για να οπισθοχωρήσει αμέσως με φρίκη, αφού αντίκρισε τον ψαρά σωριασμένο στη θάλασσα, με δυο πλοκάμια να έρπουν έξω από το στόμα του, για να ακολουθήσουν στη συνέχεια και τα υπόλοιπα. Τα δόντια του, σάπια πλέον και όχι χρυσά, ήταν αραδιασμένα στο νερό, μοιάζοντας με μουχλιασμένα βότσαλα. Απομακρύνθηκε τρέχοντας.
«Βρες το λάθος!»
«Ποιο λάθος;» αναρωτήθηκε. «Όλα… όλα είναι λάθος!» φώναξε.
Η Λάνα πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα μπορούσε να μείνει σε εκείνη την παραλία. Τόσο καιρό περπατούσε μπρος πίσω, πάνω στα χνάρια της, χωρίς καμία αλλαγή. Δεν ήταν όμως αυτό που την ανησυχούσε. Όλο αυτό το διάστημα, βρισκόταν μόνη. Σήμερα όμως, εμφανίστηκε ξαφνικά το περίεργο κορίτσι με τα λευκά μαλλιά και ο νέος άντρας που, από ότι καταλάβαινε αντιπαθούσε τον ήλιο. Από τη μία χαιρόταν που θα είχε παρέα, από την άλλη όμως, δεν ήξερε αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί.
Παρατήρησε πάλι την αμμουδιά που απλωνόταν μπροστά της· αν και το κορίτσι με τα λευκά μαλλιά την είχε διασχίσει πριν λίγη ώρα, εξακολουθούσε να παραμένει απάτητη.
Ο Σέιμουρ έχοντας απομακρυνθεί αρκετά, ανέπνεε γρήγορα. Κοίταξε ξανά τη βάρκα. Αν δεν το είχε αντικρίσει νωρίτερα, δεν θα μπορούσε να φανταστεί το μακάβριο θέαμα που κρυβόταν πίσω της.
«Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί» του ψιθύρισε η φωνή.
Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος.
«Τη σαπίλα που κρύβεται πίσω από όμορφα προσωπεία».
Κοντανάσανε. Η άμμος γύρω του άρχισε να κινείται. Μπουσούλησε γρήγορα μακριά. Έντρομος παρακολούθησε το χώμα να παραμερίζει. Ένας ανθρώπινος σκελετός ξεπρόβαλε· ένας σκελετός, που είχε ένα βαθούλωμα στο κρανίο του.
«Το λάθος. Βρες το λάθος».
Οι παλάμες του ίδρωσαν. Η αναπνοή του κόπηκε. Η καρδιά του σφυροκοπούσε.
«Το λάθος!» ούρλιαξε η φωνή.
Ο Σέιμουρ κοίταξε την τρύπα που έχασκε στο στόμα του σκελετού. Ξαφνικά, μια φρικτή συνειδητοποίηση ξεπήδησε στο μυαλό του.
Πώς είχε βρεθεί σε αυτή την παραλία; Το μόνο που θυμόταν, ήταν να στέκεται δίπλα στη θάλασσα. Πριν από αυτό σκοτάδι. Ήταν περίεργο που δεν είχε αναρωτηθεί νωρίτερα. Αυτό ήταν το λάθος; Πώς… πώς στον διάολο είχε βρεθεί εκεί;
«Γεια σου Σέιμουρ».
Στράφηκε προς τα πίσω. Ένας άντρας με λευκά μαλλιά, χλωμό δέρμα και μαύρη μακριά καμπαρντίνα, τον κοιτούσε με ένα μικρό μειδίαμα.
«Ποιος…»
«Αυτός που επικαλέστηκες».
«Ο…»
«Damon HellWay» απάντησε ήρεμα.
Ο Σέιμουρ ξεροκατάπιε.
«Σήκω!» πρόσταξε ο Damon και αμέσως εκείνος στάθηκε όρθιος λες και κάποιος τον τράβηξε απότομα.
«Μήπως βρήκες το λάθος, Σέιμουρ;» τον ρώτησε ήρεμα.
«Το…» ξεροκατάπιε. «Το χταπόδι, το μικρό κορίτσι, το μέρος εδώ…»
«Όχι, όχι, όχι» αποκρίθηκε ήρεμα ο Damon. «Το μόνο λάθος, είσαι εσύ».
Εκείνος απόμεινε να τον κοιτάζει με χείλη σφραγισμένα.
«No I won’ t forget you…» πλανήθηκε πάλι στην ατμόσφαιρα.
«Θυμάσαι, Σέιμουρ;»
«I won’ t forget you…»
«Θυμάσαι;»
«I will never let you go…»
«Θυμήσου!» πρόσταξε ο Damon και το τοπίο γύρω τους άλλαξε.
Ο Σέιμουρ βρέθηκε να στέκεται σε μια ίδια παραλία. Αρκετά μέτρα πιο πέρα, είδε τον νεαρότερο εαυτό του να παρακολουθεί μια κοπέλα που έκανε ηλιοθεραπεία. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε.
«Την παρακολουθούσες καιρό» ήχησε η φωνή του Damon δίπλα στο αυτί του.
Έκανε να προχωρήσει, μα τον εμπόδισε κάποιος αόρατος τοίχος. Εκτός από εκείνον και την κοπέλα, βρισκόταν εκεί κι ένας ψαράς. Εκείνη τη στιγμή, χτυπούσε στα βράχια ένα χταπόδι. Ήταν ο ίδιος ψαράς που πριν λίγη ώρα είχε δει να κείτεται νεκρός με τα πλοκάμια να βγαίνουν από το στόμα του.
«Ήθελες να την κάνεις δική σου με κάθε τρόπο».
Ο νεαρός Σέιμουρ την πλησίασε. Το τραγούδι I won’ t forget you των Shouse ακουγόταν από το κινητό της. Αντάλλαξαν δυο κουβέντες κι έπειτα του γύρισε την πλάτη.
«Δεν μπόρεσες να δεχτείς την απόρριψή της».
Ο εαυτός του έσφιξε τις γροθιές του. Έσκυψε και άρπαξε μια πέτρα. Τη χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι. Ένα λεπτό κόκκινο ρυάκι κύλησε προς τη θάλασσα.
«Πέθανε!» ούρλιαξε ο ψαράς κι έτρεξε κοντά της.
Από τον τρόπο που μιλούσε φαινόταν πως έπασχε από κάποιου είδους νοητική υστέρηση.
«Πέθανε!» επανέλαβε.
Άρχισε να χτυπά το μέτωπο με τις γροθιές του. Ο Σέιμουρ έδρασε γρήγορα. Άρπαξε την πέτρα και την έριξε στη θάλασσα. Έπειτα έβγαλε την μπλούζα του, σήκωσε μια παρόμοια πέτρα, τη βούτηξε στο αίμα της κοπέλας και την έχωσε στα χέρια του απορημένου ψαρά. Τον φωτογράφισε. Έβαλε φωτιά στην μπλούζα που κάηκε σχεδόν αμέσως και κάλεσε την αστυνομία.
«Τα στοιχεία ήταν ατράνταχτα» ακούστηκε η φωνή του Damon. «Παρουσιάστηκες ως αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος και ο ψαράς Θίοντορ Μπλακ καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Αυτοκτόνησε στο κελί του, λίγες ημέρες μετά την καταδίκη του. Και τότε η ψυχή του ήρθε και με βρήκε. Και έκανε μαζί μου μια συμφωνία».
Βρέθηκαν ξανά στην προηγούμενη παραλία.
«Τι…» πήγε να πει ο Σέιμουρ μα ο Damon του έκανε νόημα να σωπάσει.
«Σςς… Το ακούς;»
Κάποιος βαριανάσαινε. Ο Σέιμουρ κοίταξε προς την όχθη της θάλασσας. Ένας όγκος κειτόταν στην αμμουδιά. Ο Damon του έκανε νόημα να πλησιάσει. Η Λάνα, είχε κλειστά μάτια και ανέπνεε με δυσκολία. Ο Σέιμουρ γονάτισε δίπλα της. Δίχως να ξέρει το γιατί, ένιωσε την ανάγκη να της χαϊδέψει το μέτωπο.
«Λάνα Μπλακ» είπε ο Damon και το χέρι του απόμεινε μετέωρο. «Αδερφή του Θίοντορ Μπλακ. Χρειάζεται επειγόντως μεταμόσχευση καρδιάς. Η ψυχή της είναι εγκλωβισμένη σε αυτή την παραλία. Η διαδρομή της ολοκληρώνεται κάθε φορά σε αυτό το σημείο. Όποτε προσπαθεί να κάνει ένα βήμα παραπέρα, η κατάστασή της επιδεινώνεται. Και κάποια φορά, θα είναι η τελευταία. Ο μόνος συμβατός δότης μέχρι στιγμής, είσαι εσύ. Κι έχεις υπογράψει σαν δότης οργάνων».
Ο Σέιμουρ γύρισε και τον κοίταξε με το χέρι ακόμη στον αέρα.
Μια ανάμνηση ξεπήδησε στο μυαλό του:
Θυμήθηκε έναν άντρα να τον επισκέπτεται και να του μιλά για τη δωρεά οργάνων. Και θυμήθηκε να τον πείθει να υπογράψει μερικά έγγραφα· έναν άντρα, με μια ολόχρυση οδοντοστοιχία που έλαμπε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του. Ξεροκατάπιε.
«Αυτή τη στιγμή, βρίσκεσαι σε κώμα εξαιτίας ενός αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Ο χρόνος σου όμως εδώ τελειώνει. Δυστυχώς, πλησιάζει η ώρα να ξυπνήσεις. Τι θα κάνεις λοιπόν, Σέιμουρ; Μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου σαν να μη συνέβη τίποτε. Άλλωστε δεν υπάρχουν στοιχεία εναντίον σου. Η άλλη επιλογή, είναι να ομολογήσεις, μα αυτό δεν θα φέρει πίσω την κοπέλα που σκότωσες. Ο Θίοντορ είναι πλέον νεκρός, οπότε το μόνο που θα καταφέρεις είναι να δικαιώσεις τη μνήμη του μετά θάνατον. Σημαντικό δεν λέω, αλλά όχι τόσο όσο η σωτηρία μιας ανθρώπινης ζωής. Τι επιλέγεις λοιπόν; Πήρες μια ζωή. Θα δώσεις τη δική σου για να σώσεις μια άλλη ή θα ζεις πάντα υπό το βάρος των πράξεών σου με τύψεις αφόρητες, εξαιτίας των οποίων ο θάνατος θα μοιάζει λύτρωση;»
Ο Σέιμουρ στράφηκε προς τη Λάνα. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, ακούμπησε το χέρι στο μέτωπό της.
Την ίδια στιγμή, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου, ο Σέιμουρ Κέλινγκτον κηρύχθηκε εγκεφαλικά νεκρός.
Η Λάνα ξύπνησε απότομα δίπλα στη θάλασσα. Ήταν και πάλι μόνη. Κάτι όμως είχε αλλάξει. Η αμμουδιά μπροστά της, δεν ήταν πλέον απάτητη. Μια σειρά από βήματα εκτείνονταν ως εκεί που μπορούσε να δει. Πάτησε διστακτικά πάνω στα χνάρια. Το πόδι της εφάρμοσε τέλεια. Την επόμενη στιγμή, ξύπνησε σε ένα φωτεινό δωμάτιο νοσοκομείου. Προσπάθησε να ανασηκωθεί, μα ένας νοσηλευτής την έσπρωξε απαλά προς τα πίσω.
«Μην κουράζεστε, κυρία Μπλακ» της είπε. «Έχετε όλο τον χρόνο να σηκωθείτε πλέον. Βρέθηκε δότης. Η εγχείρηση πέτυχε. Θα σας τα πει και ο γιατρός».
Χαμογέλασε και μια ολόχρυση οδοντοστοιχία έλαμψε από άκρη σε άκρη μέσα στο στόμα του.
Ερωδίτη Παπαποστόλου