,

Ουδείς αναντικατάστατος!

Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Μαρτίου του 2015. Ήταν μια αλησμόνητη μέρα για την Νάνσυ, γιατί με τον ερχομό της άνοιξης ήρθε και η “απελευθέρωσή” της από τα δεσμά που την κρατούσαν εγκλωβισμένη σε έναν τρόπο ζωής καθόλου ευχάριστο για αυτήν, φέρνοντας τις αλλαγές που για χρόνια ονειρευόταν, αλλά δεν τολμούσε να κάνει πράξη.

Κατέβηκε την Ερμού με την χαρά να φαίνεται διάχυτη στο στρογγυλό πρόσωπό της. Ήταν 9 το πρωί και από το μετρό έβγαινε μιλιούνια ο κόσμος, άλλοι έτρεχαν σαν τρελοί κοιτάζοντας το ρολόι να προλάβουν το φανάρι, άλλοι έστεκαν σε μία άκρη με έναν καφέ στο χέρι περιμένοντας να περάσει η ώρα για να πάνε στο γραφείο τους. Σήκωσε τα πράσινα μάτια της, χάζεψε τον ήλιο, τα παιχνιδιάρικα σύννεφα στον ουρανό που σχημάτιζαν διάφορα σχήματα και σκέφτηκε πόσο τυχερή ήταν που μπόρεσε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, μία δουλειά δική της, θα ήταν το αφεντικό του εαυτού της.

Με το που έφτασε στην Ευαγγελιστρίας, σταμάτησε στον κύριο Σπύρο, τον γνώριμο κουλουρά της περιοχής, με τα περίφημα κουλούρια από τον γνωστό φούρνο στου Ψειρή, αγόρασε δύο, έκανε μία στάση στον πλανόδιο ανθοπώλη, έβαλε ένα ματσάκι ροζ τριαντάφυλλα στην μεγάλη καφέ τσάντα της και έστριψε προς την Αγίου Μάρκου. Για δέκα χρόνια έκανε την ίδια διαδρομή πρωί βράδυ, μόνο που δεν σταμάτησε στο νούμερο δεκαοκτώ, αλλά προχώρησε λίγο πιο κάτω. Μπήκε στην στοά, καλημέρισε τον καφετζή, του παρήγγειλε έναν διπλό ελληνικό καφέ και ανέβηκε τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο όροφο. Δεν πήρε το ασανσέρ, γιατί ήθελε να απολαύσει την “διαδρομή” για το γραφείο της. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα και σήκωσε το κεφάλι της θαυμάζοντας την επιγραφή με τα χρυσά γράμματα “TESSILAND – Αντιπροσωπείες υφασμάτων Νάνσυ Μουτάφη”.

Όταν άνοιξε την πόρτα, η μυρωδιά από το αρωματικό του χώρου, βανίλια, της γαργάλισε τα ρουθούνια. Μπήκε μέσα και στάθηκε στο κέντρο του γραφείου κοιτάζοντας προσεχτικά την διαμόρφωσή του. Στο βάθος, δεξιά προς το παράθυρο, ήταν το γραφείο της, σε πολύ λιτή γραμμή, με ράφια πίσω από την μαύρη καρέκλα, έναν καναπές στα αριστερά και άλλη μία άνετη πολυθρόνα μπροστά της. Στο άλλο δωμάτιο είχε βάλει σε καλόγερους τις πρώτες συλλογές υφασμάτων, ενώ στο κέντρο υπήρχε ένα τραπέζι δειγματισμού με δύο καρέκλες. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και οι τοίχοι ήταν βαμμένοι στο χρώμα της δαντέλας, μία απόχρωση του σπασμένου λευκού. Έβαλε τα τριαντάφυλλα στο βάζο, το τοποθέτησε στο γραφείο της, άφησε την τσάντα της στον καναπέ, άνοιξε το παράθυρο και κάθισε στην μαύρη άνετη καρέκλα να απολαύσει τον καφέ της.

Εκείνη την στιγμή σαν να μπήκε ένα αισιόδοξο μήνυμα που έστελναν οι αχτίνες του ήλιου και το επιβεβαίωναν τα τιτιβίσματα των πουλιών που κρυβόντουσαν στα φύλλα των λιγοστών δέντρων στην άκρη του δρόμου. Επιτέλους ήρθε η στιγμή που θα έπινε έναν καφέ με την ησυχία της! Τόσα χρόνια ούτε μία γουλιά δεν κατέβαινε στον λαιμό της ήρεμα, όχι γιατί είχε τόση δουλειά, αλλά το απαιτητικό αφεντικό της την καλούσε στο γραφείο του για την πρωινή ενημέρωση από την ώρα που πάταγε στο γραφείο.
Δέκα χρόνια, μία ζωή, τα πιο δημιουργικά της, τα είχε περάσει δίπλα σε έναν άνθρωπο που αρχικά φαινόταν ο μέντοράς της. Τυχαία είχε βρεθεί στην δούλεψή του και σε πολύ λίγο χρόνο μακάριζε την τύχη της που ανήκε σε μία τόσο δυναμική εταιρεία στον χώρο του υφάσματος.

Ο Γιώργος Βέρης, είχε παραλάβει την εταιρεία από τον πεθερό του και σε λίγα χρόνια την εξέλιξε και την έφερε στην πρώτη θέση του είδους της. Ήταν ένας άντρας μετρίου αναστήματος, με πυκνά μαύρα μαλλιά, μελαχρινός και πολύ δυναμικός. Χειριζόταν τον λόγο με μαεστρία και αυτό ήταν το μεγάλο του πλεονέκτημα. Ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους από την πρώτη στιγμή και να μπαίνει στο μυαλό τους, έτσι έκανε με όλους τους υπαλλήλους του, που ήταν όλες γυναίκες. Καμία δεν ήταν πέρα των τριάντα, όλες νέες, ελεύθερες, που κουβαλούσαν διάφορα θέματα στην πλάτη τους, οικογενειακά, προσωπικά και κυρίως οικονομικά! Η Νάνσυ δεν ήταν μία τυχαία επιλογή. Παιδί χωρισμένων γονιών, με έναν πατέρα αδιάφορο, μία μητέρα να δουλεύει μέρα νύχτα για να μεγαλώσει τα παιδιά της και εκείνη να διψάει για αναγνώριση. Από μικρή βρισκόταν στο περιθώριο, γιατί η μητέρα της είχε αδυναμία στον αδελφό της, που ήταν ο μικρότερος και ο πιο αδύναμος. “Δεν έχεις ανάγκη εσύ! Είσαι καπάτσα και έξυπνη!”, της έλεγε συνέχεια η μάνα της και το είχε πιστέψει και η ίδια από νεαρή ηλικία. Θα έκανε τα πάντα για να ξεφύγει από την μιζέρια της και να αποκτήσει αυτό που της έλειπε. Επιβεβαίωση και Χρήμα! Γι’ αυτό δεν έφερνε καμία αντίρρηση όταν της ζητούσε ο Βέρης να καθίσει μέχρι αργά για την διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

Από το πρωί μέχρι το βράδυ δούλευε χωρίς να διαμαρτύρεται. Ο πρώτος καιρός πέρασε γρήγορα και εκείνη με τα χρήματά της ανανέωσε την γκαρνταρόμπα της για να είναι περισσότερο εμφανίσιμη, καθιέρωσε το κομμωτήριο μία φορά την εβδομάδα, αγόρασε αυτοκίνητο και άρχισε να αποταμιεύει κάθε χρόνο το ποσό του bonus που αρχικά ήταν μικρό, αλλά με τα χρόνια, καθόλου ευκαταφρόνητο. Τα καθήκοντά της ποικίλα, διεκπεραίωση mail, επαφή με προμηθευτές και γνωριμία με νέους, επικοινωνία με πελάτες, δειγματισμοί, παραγγελίες, έρευνα αγοράς και πολλά ταξίδια στο εξωτερικό συμμετέχοντας σε εκθέσεις και εκείνη διέθετε όλο και περισσότερο χρόνο χωρίς δισταγμούς και αντιρρήσεις. “Le patron”, όπως τον αποκαλούσε, έδειχνε ευχαριστημένος, ανταμείβοντάς την ανάλογα τις υπηρεσίες της και τις ανάγκες της, ένα παλτό, μία εκδρομή στο Πήλιο, έξτρα χρήματα και πολλά άλλα. Και εκείνη κολακευόταν και δούλευε όλο και περισσότερο.

Ένα κρύο βράδυ που είχε μείνει ακόμη μία φορά μέχρι τις δέκα, μπήκε στο γραφείο της κρατώντας δύο ποτήρια ουίσκι. Της πρόσφερε το ένα αγγίζοντας τα λεπτά δάχτυλά της απαλά λέγοντάς της:
– Έλα, πιες λίγο να χαλαρώσεις, αρκετά για σήμερα…
Εκείνη το πήρε, έβρεξε τα χείλη της κοιτάζοντάς τον στα μάτια με απορία. Η αλήθεια ήταν ότι κάποιες φορές τον είχε παρατηρήσει να την κοιτάζει περίεργα, ένιωθε το βλέμμα του να την παρακολουθεί όταν μιλούσε στο τηλέφωνο με πελάτες ή όταν έσκυβε να μαζέψει μία καρτέλα από κάτω. Και τώρα αυτό, ένα ποτό, ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο. Δεν άργησε η στιγμή για να ενωθούν τα χείλη τους, ένιωσε ένα ρίγος και ανταπέδωσε με πάθος το φιλί. Τόσο καιρό δούλευε ώρες ατελείωτες και δεν είχε σκεφτεί πόσο της έλειπε ένας σύντροφος. Και τώρα ήρθε ένα, όχι τόσο αθώο, άγγιγμα, να της θυμίσει ότι υπάρχει και ο έρωτας! Σε πολύ λίγο βρέθηκαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα, να φιλιούνται με πάθος και τα κορμιά τους να γίνονται ένα. Όταν πέρασε το πάθος και η λογική ξαναβρήκε τη θέση της, η Νάνσυ τον κοίταξε με τα πράσινα μάτια της περιμένοντας μία λέξη από τα χείλη του. Κάθισε κάτω, πήρε το ποτό της και το ήπιε μονορούφι σαν να ήταν φάρμακο.
– Δεν είναι κάτι που το συνηθίζω… της είπε για να την καθησυχάσει. Το θέλαμε και οι δύο και δεν το μετανιώνω.

Στο λεπτό σηκώθηκε, ντύθηκε, αφήνοντάς τον να την κοιτάει με απορία και εκείνος αναρωτιόταν με την σειρά του τι λάθος είχε κάνει. Τόσο καιρό την έβλεπε να δουλεύει χωρίς αντιρρήσεις για το ωράριο, την θαύμαζε για την μεθοδικότητά της, για την αφοσίωση της. Την επόμενη μέρα, ο Γιώργος έφτασε στο γραφείο πολύ νωρίς, κλείστηκε στο γραφείο του με τα παράθυρα κλειστά και την περίμενε. Όταν εκείνη έφτασε στην ώρα της, βρήκε μέσα στο ημερολόγιό της ένα χειρόγραφο σημείωμα με τα γράμματά του “Νάνσυ, είσαι ο καλύτερος μου συνεργάτης και όχι μόνο!”. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη, αυτός ο άνθρωπος ήξερε να διαβάζει την σκέψη της, είχε μπει μέσα στο μυαλό της. Επιτέλους στο πρόσωπό του βρήκε τον σύντροφο, τον άντρα που την έβλεπε ίση με αυτόν.

Την κάλεσε στο εσωτερικό τηλέφωνο ζητώντας να του φτιάξει τον εσπρέσο του και να πάει στο γραφείο του αμέσως με τις σημειώσεις για το πρόγραμμα της ημέρας. Χτύπησε την πόρτα, μπήκε μέσα και τον είδε να κάθεται στο γραφείο του μέσα στα σκοτάδια, αξύριστο με τα μάτια κόκκινα από την αυπνία και τα μανίκια του πουκαμίσου μαζεμένα. Ακούμπησε τον καφέ στο μικρό τραπέζι και άνοιξε τα παράθυρα, να μπει λίγο φως να φωτίσει τον χώρο και τις ψυχές τους. Αν και έκανε κρύο δεν διαμαρτυρήθηκε κανείς τους, ήταν λυτρωτικό και αναζωογονητικό. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κάθισε απέναντί του κοιτώντας τις σημειώσεις της και ξεκίνησε με το τι θα έκανε εκείνη την ημέρα, σε ποιους πελάτες θα δειγμάτιζε, με ποιους προμηθευτές θα έκλεινε ραντεβού στην έκθεση του Μιλάνο. Εκείνος την σταμάτησε, την ακούμπησε τρυφερά στο χέρι, λέγοντάς της “Νομίζω ότι σε έχω ερωτευτεί παράφορα. Δεν μπορώ χωρίς εσένα, μου είσαι απαραίτητη!”.
Η Νάνσυ άκουσε την μαγική λέξη που της ξεκλείδωσε το μυαλό και την καρδιά της. Επιτέλους ήταν απαραίτητη σε κάποιον σπουδαίο άντρα! Με αυτοπεποίθηση αυτήν την φορά και με φωνή σταθερή αλλά και γλυκιά, άφησε τα συναισθήματα να φανερωθούν, να βγουν από την κρυψώνα που είχε φτιάξει ή ίδια χωρίς να το έχει καταλάβει τόσο καιρό.

Εκείνο το πρωινό ήταν, μέχρι εκείνη την στιγμή, το ωραιότερο της ζωής της. Από το παράθυρο ακούγονταν οι πλανόδιοι πωλητές, τα πουλιά που είχαν κουρνιάσει στο περβάζι του, έμοιαζαν θεατές σε ρομαντική ταινία εποχής. Έκανε τα τηλέφωνά της, έκλεισε τα ραντεβού της ημέρας και μίλησε με έναν σημαντικό προμηθευτή στο Παρίσι για να μάθει τις τελευταίες τάσεις της μόδας, τα χρώματα της επόμενης άνοιξης, για να έχει τις καλύτερες προτάσεις προς τους πελάτες της. Εκείνος, όταν την άκουγε να μιλάει γαλλικά τρελαινόταν, είχε μία απίστευτη προφορά αυτή η κοπέλα, σαν Γαλλίδα. Αυτή την φορά θα πήγαιναν μαζί στην έκθεση και έτσι τα ταξίδια πια δεν θα της ήταν κουραστικά και μονότονα.

Ο καιρός πέρασε χωρίς να καταλάβουν πώς έφτασαν τα Χριστούγεννα, η άνοιξη, το Πάσχα… Οι εποχές εναλλάσσονταν η μία μετά την άλλη και ένα απόγευμα το επόμενου φθινοπώρου, ο Γιώργος μπήκε στο γραφείο της και κλείνοντας την πόρτα, της ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Πρώτο χαστούκι για την Νάνσυ! Μα τι περίμενε, ότι το όνειρο θα κρατούσε για πάντα; Ότι ήταν η μοναδική του αγάπη; Ήξερε ότι υπήρχε και γυναίκα, αλλά δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχαν ερωτικές σχέσεις.
-Ωραία… του απάντησε, με το καλό λοιπόν ο διάδοχος και τώρα αφήστε να κάνω τα τηλεφωνά μου, με περιμένουν οι πελάτες.

Από εκείνη την στιγμή άρχισε να ξεθολώνει το μυαλό της, κράτησε την ψυχραιμία της, αλλά με δυσκολία συγκράτησε τα δάκρυά της. Πώς μπόρεσε να εμπιστευτεί έναν τέτοιο άνθρωπο; Το μεσημέρι, στο δεκάλεπτο διάλειμμα για φαγητό, έπιασε κάτι μισόλογα που ψιθύριζαν οι συναδέλφισές της. Η Μαρία είχε δεχτεί και αυτή περίεργες “φιλοφρονήσεις” από τον Γιώργο, κάτι αγγίγματα τυχαία στο χέρι, ένα χάδι στο μάγουλο και αυτό δεν της άρεσε καθόλου. Με αφορμή αυτήν την εξομολόγηση, άνοιξε το στόμα της και η Ρούλα, περιγράφοντας μία παρόμοια συμπεριφορά πριν λίγους μήνες. Η Νάνσυ ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια της. Σεισμός να είχε γίνει, δεν θα την ταρακουνούσε τόσο δυνατά. Μα πού ζούσε τόσο καιρό; Πόσο ηλίθια αισθάνθηκε!

Από εκείνη την ημέρα άλλαξε η συμπεριφορά της, ξεκινώντας από τα αυτονόητα. Στις πέντε κάθε απόγευμα έκλεινε τον υπολογιστή της, σταματούσε κάθε δραστηριότητα, έπαιρνε την τσάντα της και έφευγε χωρίς να πει κουβέντα. Αυτή η αλλαγή φυσικά δεν του άρεσε, είχε συνηθίσει αλλιώς, πώς θα έκανε την δουλειά του τώρα; Έμενε μέχρι αργά το βράδυ και απαιτούσε να κάνουν και οι άλλοι το ίδιο, για το καλό της εταιρείας, όπως έλεγε. Καθιέρωσε meeting κάθε Τετάρτη μετά τις εφτά το απόγευμα, για να την υποχρεώνει να μένει μέχρι αργά. Την μείωνε κάθε φορά που έπαιρνε τον λόγο, ακυρώνοντας κάθε της ενέργεια, είτε δειγματισμό, ότι ήταν άκαρπος, αφού δεν είχε αποφέρει καμία παραγγελία, είτε επαφή με νέους προμηθευτές. Κάθε Δευτέρα έβρισκε ένα mail με τις παρατηρήσεις του και υποδείξεις του, τις οποίες έπρεπε όλοι να ακολουθήσουν κατά γράμμα.

Στις 19 Σεπτεμβρίου του 2012 έγραψε:
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Ύστερα από πληροφορίες τρίτων, αλλά και προσωπική εμπειρία, πρέπει να δεχτώ ότι καιροσκοπείτε αναίτια και αντιδεοντολογικά, έχοντας προβεί σε διαρροές και επιλεκτικά εκτεινόμενα εντός του γραφείου θέματα, με μικρότητες εις βάρος μου και φυσικά της εταιρείας, την οποία διοικώ εδώ και είκοσι χρόνια με επιτυχία. Η σωστή αμοιβή όλων σας πέρα των νόμιμων, με καθαρά “ανθρώπινα” κριτήρια, δεν σας δίνει το δικαίωμα να δείχνετε τέτοια ασέβεια στο πρόσωπό μου.

Η Νάνσυ διάβασε μέχρι το τέλος και της ήρθε εμετός. Στο τέλος, η επιστολή απευθυνόταν σε εκείνη προσωπικά, για την υποχρέωσή της να τον ενημερώνει για την ώρα αποχώρησής της, αναφέροντάς του το τι έκανε όλη την ημέρα, τι επιπλέον παραγγελίες είχε πάρει, ποιο ήταν το αποτέλεσμα των συνομιλίων της με πελάτες ή προμηθευτές και ποιο ήταν το πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Επιπλέον ήταν υποχρεωμένη να ακούει καθημερινά την προφορική του κρίση για το αποτέλεσμα της εργασίας της.

Τρία χρόνια κράτησε αυτό το μαρτύριο. Για να επιβιώνει, έγραφε σε χαρτιά που είχε κολλήσει στους τοίχους του δωματίου της “Κανείς δεν είναι αναντικατάστατος!” ή “Όλοι επαναστατούν κάποτε!” ή “Δεν υπάρχει φόβος, κοίτα τον στα μάτια και θα φύγει!” και άλλα εύστοχα λόγια για να παίρνει θάρρος. Σιωπηλά συνέχισε την δουλειά με την σκέψη της φυγής, τον τρόπο και χρόνο που θα την πραγματοποιούσε.

Από εκείνη την ημέρα δεν φοβόταν τίποτα και κανέναν. Με το που έφευγε από την εταιρεία, ένα μαγικό κλειδί κλείδωνε το μυαλό της και απομόνωνε τις κακές σκέψεις. Άρχισε να κάνει μία λίστα με τα θέλω της και η πρώτη λέξη που έγραψε ήταν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Σαν από θαύμα της ήρθε και η ιδέα να κάνει την δική της αντιπροσωπεία υφασμάτων. Ήξερε την δουλειά πολύ καλά, οι πελάτες την συμπαθούσαν και αρκετά εργοστάσια θα την στήριζαν, γιατί “le patron” έδειχνε πολλές φορές την απαράδεκτη συμπεριφορά του και στους συνεργάτες του, ιδιαίτερα στους πιο αδύναμους. Το επόμενο απόγευμα άρχισε το ψάξιμο για τον χώρο και τον βρήκε αμέσως. Ήταν η καλύτερη εποχή, γιατί μέσα στην κρίση που βίωνε η χώρα, αρκετά γραφεία ήταν ξενοίκιαστα. Αφού τον βρήκε, ένα μικρό γραφείο λίγο πιο κάτω, ξεκίνησε την διαμόρφωσή του και όταν σχεδόν όλα ήταν έτοιμα, δήλωσε την παραίτησή της. Ο Βέρης σκύλιασε, όχι γιατί θα έχανε μία αξιόλογη υπάλληλο, αλλά γιατί φοβόταν μην του πάρει πελάτες και ανοίξει δικό της γραφείο. Όσο για το “παιχνιδάκι του”, είχαν περάσει πολλά από τα χέρια του, που όμως τα έχανε νωρίς, καμία δεν είχε αντέξει όσο εκείνη.

Η Νάνσυ σηκώθηκε από την καρέκλα της κρατώντας την κούπα με τον καφέ της, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο, κοίταξε με συμπάθεια τον πλανόδιο μουσικό που έπαιζε την κιθάρα του, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και φώναξε δυνατά “Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου!”.
Το μέλλον της ανήκε, αν και η κρίση ήταν ακόμη αισθητή, δεν είχε λόγους να ανησυχεί, μια και ο λογαριασμός της είχε ένα αρκετά ικανοποιητικό ποσό που θα την κάλυπτε τα πρώτα χρόνια. Όσο για τον Βέρη, είχε βρει ένα καινούριο θύμα που τον ακολουθούσε παντού. Άρχισε να σφυρίζει στον ρυθμό του τραγουδιού, λέγοντας από μέσα της “Ώρα για δουλειά, πάμε κορίτσι μου!”.

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: