,

Μην σταματάς τη μουσική

Άνοιξα την πόρτα του σπιτιού της κυρά Γιάννας και αμέσως άκουσα την (κλασική, μαζί με φολκ or something) μουσική από το πιάνο. Σταμάτησα, έκλεισα μάτια και συγκράτησα τα νεύρα μου. Fuck-fuck-fuck-fuck, σκέφτηκα λες και προσπαθούσα να μάθω να κάνω την πάπια (seriously, δοκιμάστε να πείτε γρήγορα και πολλές φορές fuck και θα καταλάβετε). Γιατί έπρεπε να συμβαίνει αυτό κάθε γαμημένη μέρα;

Είχα έρθει στο μικρό παραθαλάσσιο χωριό Αρχαίον Χάλαλι ή απλά Χάλαλι (έτσι το λένε εδώ πέρα μικροί, μεγάλοι, γάτες, σκυλιά, γουρούνια, σκυλόψαρα και ό,τι άλλο μένει και γαμεί στην γύρω περιοχή), για να δουλέψω μπάρμαν την καλοκαιρινή σεζόν. Δεν είχα έρθει εξ αρχής, από τον Μάη, γιατί ήμουν σε νησιά (Μύκονο, Σαντορίνη, Κέρκυρα και Ρόδο). Γιατί δεν είχα μείνει για όλη την περίοδο σε κάποιο από αυτά; Πολύ απλά, για δύο βασικούς λόγους: ήμουν λιγάκι αργός στην εξυπηρέτηση των αλκοολικών (συγνώμη, των πελατών, ήθελα να πω) και γιατί βαριόμουν να μένω σε καταγώγια -ακόμα και το διαμέρισμά μου στην Αγία Βαρβάρα της Αθήνας που ήταν κώλος, γιατί δεν ασχολιόμουν και πολύ, ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από δαύτα. Οπότε πήγαινα για δυο τρεις εβδομάδες στο ένα νησί, άλλες τόσες στο άλλο, έκανα τη δουλειά, μου φώναζαν οι άλλοι να συντομεύω, εγώ δεν το έκανα γιατί δεν το είχα, έμενα/κοιμόμουν/πηδούσα/έχεζα στο βόθρο που μου είχαν παραχωρήσει και τα λοιπά και τα λοιπά, ώσπου έχανα το ενδιαφέρον μου και την έκανα για το επόμενο μέρος/νησί, στο οποίο σίγουρα κάποιο μπιτσόμπαρο ζητούσε επιπλέον χαμηλόμισθο προσωπικό. Και άντε πάλι από την αρχή.
Αλλά δεν το έβλεπα να μένω για πολύ στο Χάλαλι.

Το κεφάλι μου ήδη πονούσε από τα κοκτέιλ που κατέβαζα (σιγά μην έμενα στεγνός όλο το βράδυ, ειδικά από την στιγμή που στο μοναδικό μπαρ του Χάλαλι ο μπάρμαν μπορούσε να πίνει free of charge ή όπως αλλιώς το λένε οι Άγγλοι) και από τα μιξαρισμένα κομμάτια τρανς, ποπ, ροκ κλπ που έπαιζε ο DJ και που είχα την ατυχία να ακούω περισσότερο από όσο θα ήθελα, αφού τα δύο από τα τέσσερα μαύρα ηχεία βρίσκονταν πολύ κοντά μου. Και τώρα, όπως κάθε ξημέρωμα του Σεπτέμβρη που επέστρεφα κομμάτια από τη δουλειά, με τα αυτιά μου να κουδουνίζουν λες και κάποιος κερατάς γιδοβοσκός τους είχε κρεμάσει κουδούνια σαν αυτά που έχουν τα πρόβατα και κάνουν ντιγκ-ντιγκ-ντιγκ ή κάπως έτσι, έπρεπε να ακούω και το πιάνο του συζύγου της κόρης της κυρά Γιάννας; Αλήθεια; Τι τον έπιανε αυτόν τον μαλάκα, τον Παύλο και έπαιζε πιάνο κάθε βράδυ, δεν ξέρω. Δεν του άρεσε το φαγητό της πεθεράς του; Αϋπνίες είχε; Δεν έκανε σεξ με την Αλέκα –πολύ άτυχος αν ίσχυε αυτό, γιατί η Αλέκα ήταν κούκλα;

Έκλεισα την πόρτα, άνοιξα τα μάτια και περπάτησα στον μικρό διάδρομο που μύριζε βραστό από την κοινόχρηστη κουζίνα που υπήρχε στο βάθος και που τώρα ήταν πιο σκοτεινή και από την νυχτερινή θάλασσα του Χάλαλιου. Άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες, με κάθε σκαλί να τρίζει σε κάθε βήμα μου. Αν και διψούσα, δεν υπήρχε περίπτωση να πάω στην κουζίνα. Ξέχασέ το, Πέτρο, είπα στον εαυτό μου. Γιατί θα έπρεπε να περάσω έξω από την πόρτα που υπήρχε στο πλάι της σκάλας και η οποία οδηγούσε στο υπόγειο και θα ήμουν αναγκασμένος να ακούω ολοένα και καλύτερα την μουσική του Παύλου, την οποία σίγουρα θα την σιγόνταραν τα ταμπούρλα μέσα στο κεφάλι μου και δεν είχα καμιά όρεξη να ανατιναχτεί το κρανίο μου πριν καν κλείσω τα γαμημένα τριάντα.

Βρέθηκα στον πρώτο όροφο της μονοκατοικίας. Εκεί υπήρχαν έξι κλειστές πόρτες: η κλίνη της κυρά Γιάννας, το δωμάτιο της Αλέκας και του Παύλου, το κοινόχρηστο μπάνιο και άλλα τρία ενοικιαζόμενα δωμάτια -όλα πιασμένα. Περπάτησα ως την πέρα άκρη, έβγαλα το κλειδί, ξεκλείδωσα, μπήκα, έκλεισα και έβρισα. Γιατί η μουσική συνέχιζε ακάθεκτη και ακουγόταν πολύ καλά ακόμα και εδώ. Πώς μπορεί να συνέβαινε αυτό; Μαντέψτε… Ω ναι! Ναι, υπήρχε ηχείο στο δωμάτιο. Ένα μικρό κουτί που κρεμόταν ψηλά σε μια γωνία του ταβανιού. Παρόμοια ηχεία υπήρχαν σε όλους τους χώρους του σπιτιού. Γιατί; Reasons. Υπήρχαν λόγοι. Δεν ξέρω ποιοι λόγοι, απλά μου είχαν πει ότι ο Παύλος έπρεπε να παίζει μουσική από το σούρουπο ως την αυγή. Ήταν βασική προϋπόθεση να το δεχτώ. Σκεπτόμενος ότι οικονομικά με συνέφεραν όλα (έπαιρνα καλά λεφτά και δεν έδινα πολλά από αυτά στην κυρά Γιάννα, ενώ αν ήθελα κάτι που δεν υπήρχε στο χωριό, μπορούσα να πεταχτώ ως την κοντινή κωμόπολη) και δεδομένου ότι τον χειμώνα μπορεί να έμενα για μήνες χωρίς εισόδημα, είχα συμφωνήσει. Δε φαντάστηκα ότι θα ήταν τόσο ενοχλητικό να ακούω τον παπάρα να παίζει, λες και έδινε συναυλία. Α, επίσης υπήρχε και ένας ακόμα λόγος που δέχτηκα: η Αλέκα. Πιο κοντή από εμένα (που ήμουν ένα και εβδομήντα δύο), ξανθιά, κοντά στην ηλικία μου, με πράσινα μάτια, μεγάλα βυζιά και πόδια που άνετα τα φανταζόμουν να σφίγγονται πάνω μου. Ήταν κι αυτή εκεί, όταν ήρθα για να συζητήσω για το δωμάτιο κι ευτυχώς, γιατί η κυρά Γιάννα ήταν πολύ παχουλή και μύριζε ιδρωτίλα και μες στην ζέστη… Πάλι καλά που είχε έρθει η Αλέκα, με τζιν σορτσάκι, την άσπρη μπλούζα και τα σανδάλια της και το τσιγάρο στο στόμα, χαμογέλασε και κάθισε δίπλα μου. Πιάσαμε κουβέντα, η κυρά Γιάννα μας άφησε μόνους, για να ασχοληθεί με κάτι (ούτε που με ένοιαζε με τι, κάτι στο υπόγειο πάντως) και εγώ έλεγα μαλακίες για να ρίξω την Αλέκα, ώσπου είδα τη βέρα στο δεξί της χέρι… και την γούσταρα ακόμα περισσότερο. Τι, περιμένατε να κάνω πίσω επειδή τα είχε με άλλον; Χα, γελάω! Και γέλασα ακόμα περισσότερο όταν είδα αυτόν τον άλλο: τον Παύλο. Έναν μουσάτο τύπο πενήντα ετών, κοντά στο ένα και ογδόντα ή κάπου εκεί, που σχεδόν μόνιμα φορούσε παλιομοδίτικα κουστούμια. Ήταν ο γιος της κυρά Γιάννας. Είχε βαριά φωνή και, μετά τις χαιρετούρες, κάθισε μαζί μας με το ποτήρι του γεμάτο κρασί, εγώ δεν άλλαξα και πολύ τη στάση μου απέναντι στην γυναίκα του και εκείνος αντέδρασε μεν, αλλά το ’κοψε μαχαίρι όταν από τη μια του φώναξε η μάνα του (πότε είχε γυρίσει, δεν το κατάλαβα) και από την άλλη η Αλέκα. Πραγματικά, το βούλωσε και έκτοτε με απέφευγε, ενώ σταδιακά κατάλαβα ότι η σχεδόν είκοσι χρόνια μικρότερή του Αλέκα δεν τον πολυγούσταρε, παρά έδειχνε να ενδιαφέρεται για εμένα: μου χαμογελούσε με νόημα, ερχόταν στο δωμάτιό μου να μου πει κάτι ακόμα και αν δεν ήταν επείγον, φρόντιζε ώστε να έχω γεμάτο πιάτο στο τραπέζι –ναι, το φαγητό το σέρβιραν στην κοινόχρηστη τραπεζαρία του ισογείου, σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.
Ε, ήταν να μην μου ενισχύσει το θάρρος. Ή θράσος. Ή την καύλα, ή όπως αλλιώς το πει κανείς.

Αλλά και πάλι, μετά τη δουλειά, ήθελα να κοιμηθώ κάνα δεκάωρο. Έστω, επτάωρο. Εξάωρο; Κι αυτό θα μου έκανε.

Όμως, με τον άλλο να παίζει την παράξενη μουσική του, ο δικός σου σιγά μην κοιμόταν πάνω από τέσσερις ώρες.

Έλα, χαλάλι, μου είχε πει η Αλέκα, όταν την τέταρτη μέρα της παραμονής μου εδώ της είχα θίξει το ζήτημα με τον Παύλο και μου έδωσε ωτασπίδες, όπως έδινε σε όποιον ήθελε. Αυτή τη φράση την έλεγαν συχνά πυκνά στο Χάλαλι, για σχεδόν οποιοδήποτε παράπονο. Έλα, χαλάλι η αργοπορία. Έλα, χαλάλι που έβαλα παραπάνω αλάτι στο φαΐ. Έλα, χαλάλι που η κόρη σου τα έφτιαξε με το παιδί του. Μη μου πείτε ότι αναρωτιέστε πώς προέκυψε αυτό το «αστείο»…

Δεν άναψα καν το φως, παρά έβγαλα παπούτσια και ρούχα, τα πέταξα χωρίς καν να κοιτάζω πού τα ξαπόστελνα (κάποια στιγμή, θα έσπαγα τα τζάμια των παραθυρόφυλλων ή τον καθρέφτη, δεν θα μου τη γλίτωναν), έμεινα με το βρακί και έπεσα στο κρεβάτι. Έβαλα τις ωτασπίδες. Έκλεισα τα μάτια.
Πέρασαν πέντε λεπτά. Δέκα. Είκοσι. Εκατό. Χίλια. Αμέτρητα.
Κι εγώ εκεί, ξαπλωμένος.

Προσπάθησα να κοιμηθώ, αλήθεια.
Τίποτα, όμως.
Κοιμισμένος Πέτρος – Άυπνος Πέτρος, σημειώσατε διπλό.
«Σκάσε, γαμώτο» είπα. «Σταμάτα το».

Ο Παύλος συνέχιζε να παίζει. Οι ωτασπίδες μείωναν την ένταση του ήχου, αλλά όχι αρκετά. Κάτι περνούσε και έφτανε στο μυαλό μου και με τσάντιζε.
Είχα ρωτήσει και τα παιδιά-συναδέλφους στο μπαρ που έμεναν στα άλλα ενοικιαζόμενα δωμάτια και μου είχαν πει το ίδιο πράγμα: ναι, είναι ενοχλητικό, αλλά χαλάλι, γιατί τα λεφτά (έσοδα-έξοδα) είναι καλά.
«Ναι, αλλά μέχρι πότε θα το αντέχουμε;» αναρωτήθηκα για πολλοστή φορά.
Δεν πήρα απάντηση. Από ποιον να έπαιρνα, άλλωστε; Μόνο η μουσική ακουγόταν.

Όπως έκανα και τις προηγούμενες φορές, πήρα ένα από τα δύο μαξιλάρια και κάλυψα με αυτό το κεφάλι μου.
Λίγο καλύτερα.
Αλλά, από τη στιγμή που έβαζα δύναμη για να λυγίζω το μαξιλάρι, πού να κοιμηθώ;
«Έλεος, ρε φίλε. Έλεος».

Στριφογύρισα καμιά δεκαριά φορές, έλεγξα ξανά και ξανά τις ωτασπίδες, έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά πριν τις δέκα δεν κοιμήθηκα. Και όχι επειδή έπαιζε ακόμα ο Παύλος, όχι. Αυτός σταμάτησε κάπου στις οκτώ, όταν από τα παντζούρια άρχισε να μπαίνει φως και η ζέστη να αυξάνεται, αναγκάζοντάς με να πάω και να ανοίξω τον ανεμιστήρα. Απλά, χρειάστηκα κάνα δίωρο ηρεμίας, συν ένα παυσίπονο χάπι, μέχρι να καταφέρω να κοιμηθώ.

Μια σκέψη είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, προτού κατεβάσω ρολά: μήπως με την πρώτη ευκαιρία να πείραζα το πιάνο, για να μην ξανακουστεί ποτέ ή έστω για κάποιες μέρες;

Το είχα σκεφτεί, αλλά πότε να το έκανα; Στην θεωρία, ήταν εύκολο -είχα βρει έναν τρόπο να σαμποτάρω το πιάνο-, αλλά πρακτικά όχι τόσο, μιας και η κυρά Γιάννα ή η Αλέκα ή και ο Παύλος βρίσκονταν στο σπίτι κάθε στιγμή. Κυκλοφορούσαν, έκαναν δουλειές κλπ. Αλλά, ακόμα και χωρίς αυτούς τους τρεις, υπήρχαν, βέβαια και οι άλλοι ένοικοι, που θα μπορούσαν να μαρτυρήσουν ποιος πήγε στο υπόγειο, αν με έπαιρναν χαμπάρι δηλαδή…
Εκτός…

Μετά από εννιά μέρες συνεργασίας, τα ήξερα αρκετά καλά τα παιδιά. Ήταν πολύ φιλικά και ωραίοι συνάδελφοι. Αναρωτήθηκα πώς θα τους φαινόταν η ιδέα μου.
Τους ρώτησα το επόμενο βράδυ, ενώ δουλεύαμε και μέχρι να μαζευτεί πολύς κόσμος από τις γύρω περιοχές και από το ίδιο το Χάλαλι –όχι ότι από το χωριό έρχονταν πολλά άτομα, δηλαδή, μιας και υπήρχαν περισσότεροι γέροι, παρά παιδιά. Και οι δύο είπαν το ίδιο πράγμα: θα με βοηθούσαν, αρκεί να ήμουν σίγουρος ότι θα πετύχαινε. Τους το έταξα, γιατί, όπως εξήγησα και οι τρεις είχαμε ανάγκη τη δουλειά και κάπου να μένουμε, χωρίς να χρειάζεται να διασχίζουμε μεγάλες αποστάσεις. Επιπλέον, υπήρχε και το θέμα της εντοπιότητας: αν κάναμε εμείς οι ξένοι κάτι σε κάποιον χωριάτη, τότε οι συγχωριανοί του θα μας έκαναν τον βίο αβίωτο και σίγουρα θα μας ξαπόστελνε ο ιδιοκτήτης του μπιτσόμπαρου. Οπότε έπρεπε να προσέχουμε.
«Κάτσε ρε» είπε ο ένας τους, «εμάς θα υποψιαστούν, έτσι δεν είναι; Εκτός από εκείνους, που προφανώς έχουν συνηθίσει όλη αυτή τη φάση, εμείς οι τρεις μένουμε στο σπίτι, έχουμε κλειδί κλπ».
Είπα «Σωστά, αλλά αν τα συμφωνήσουμε, δεν θα μπορούν να μας κάνουν τίποτα. Θα πρέπει να αποδείξουν ποιος το έκανε και καλή τους τύχη με αυτό».
«Να κάνω μια ηλίθια ερώτηση;» ρώτησε ο άλλος. «Υπάρχουν κάμερες στο σπίτι; Δεν έχω δει, αλλά δεν έχω ψάξει κιόλας».
«Οι κάμερες είναι οι ίδιοι, ειδικά η γριά» απάντησε ο τρίτος της ομάδας.
Γελάσαμε και είπαμε ποιος θα έκανε τι και πότε.

Την επόμενη μέρα, παρά την κούραση, ξυπνήσαμε πριν το μεσημέρι. Από μια γρήγορη έρευνα που έκανα, διαπίστωσα ότι μέσα στο σπίτι ήμαστε οι τρεις ένοικοι και η κυρά Γιάννα.
«Ιδανική ευκαιρία» είπα στους άλλους, μέσω του κινητού –ναι, θα επικοινωνούσαμε με τα τηλέφωνά μας, μέχρι να τελειώσει η «αποστολή».
Φυσικά, δεν πήγαμε για φαγητό, ούτε συγκεντρωθήκαμε κάπου και οι τρεις. Αντίθετα, οι άλλοι δύο ανέλαβαν δράση: ο ένας έμεινε στο δωμάτιό του, αλλά με ανοιχτή την πόρτα, για να βλέπει ποιος κινείται στον πρώτο όροφο, ενώ ο άλλος έκλεισε και κλείδωσε την κεντρική πόρτα, αφήνοντας στην κλειδαριά το κλειδί του. Εγώ βρήκα το κλειδί για το υπόγειο -τα είχαν όλα σε ένα ντουλάπι στον διάδρομο του ισογείου, πάνω από το καλοριφέρ-, ξεκλείδωσα και μπήκα, κλείνοντας την πόρτα. «Όλα εντάξει;» ρώτησα στο κινητό.
«Ναι» μου απάντησαν.
«Ωραία».

Βρήκα το διακόπτη και άνοιξα το φως. Αν το υπόλοιπο σπίτι ήταν μια ανακαινισμένη μονοκατοικία του 1950 ή κάπου εκεί, με ό,τι χρειαζόταν για να ζεσταίνεται το χειμώνα και να έχει μια σχετική δροσιά το καλοκαίρι, τότε το υπόγειο ήταν μια τούβλινη σκηνή θεάτρου, παραμελημένη, με υγρασία, ιστούς αράχνης, κρύα σαν να ήταν μεγάλος καταψύκτης, που μύριζε μούχλα, ανάμεικτη με κάποιο αρωματικό χώρου. Υπήρχε και εκεί ένα ηχείο, αλλά μεγαλύτερο από αυτό που είχα στο δωμάτιό μου. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια -στα οποία δεν ήταν να πέσεις, γιατί και να μην έσπαγες κάνα παΐδι, τότε θα γέμιζες χαρακιές από το σκληρό τσιμέντο- και είδα το μαύρο πιάνο να κοιμάται κάτω από τον γλόμπο που έριχνε το κίτρινο φως του, παρέα με το πλατύ κάθισμα στο οποίο έστρωνε τον κώλο του ο Παύλος κάθε βράδυ. Ένα μαύρο καλώδιο σαν αυτά που υπήρχαν σε όλα τα ηχεία του σπιτιού ήταν απλωμένο. Υπήρχαν διάφορα άλλα σκονισμένα πράγματα, όπως ξύλινες τάβλες, μπαούλα, γεμάτες σακούλες σκουπιδιών, ένα ποδήλατο χωρίς ρόδες… Αλλά χέστηκα για αυτά.

Άνοιξα το καπάκι του πιάνου. Είδα τα πλήκτρα και τότε σκέφτηκα πως αυτό το αντικείμενο ήταν το πιο καθαρό από οτιδήποτε είχα δει ως τότε μέσα στο σπίτι. Έλαμπε, πραγματικά. Η γυαλιστερή του επιφάνεια μπορούσε να χρησιμεύσει και ως καθρέφτης. Ακούμπησα διάφορα σημεία του και ήταν σαν να άγγιζα αγωνιστικό της F1.
Λυπόμουν που έπρεπε να το χαλάσω.
«Κοντεύεις;» ρώτησε ένας από τους άλλους, αυτός που φύλαγε στον πρώτο. «Η γριά πρέπει να σηκώθηκε από το κρεβάτι, την ακούω που περπατάει».
Αλλά χαλάλι, έπρεπε να το κάνω.
«Ναι» είπα. «Δεν αργώ».

Έβγαλα το σύρμα που είχα βρει και άρχισα τη δουλειά.
Δε χρειάστηκα πάνω από τρία λεπτά. Στην ιστοσελίδα που είχα βρει τις πληροφορίες ανέφερε ότι χρειάζονταν δύο λεπτά, αλλά, είπαμε, εγώ κάνω λίγο πιο αργά την κάθε δουλειά.
«Αν βγάλεις καλύτερο ήχο από ρέψιμο» είπα στο πιάνο «την επόμενη φορά θα βάλω τον μαλάκα να φάει όλα τα πλήκτρα σου».
«Άντε, ρε» είπε ο άλλος, από το ισόγειο. «Ήρθαν ο Παύλος με την Αλέκα. Παρκάρουν».
«Bye!» είπα και έτρεξα.

Βγήκα, κλείδωσα, έβαλα το κλειδί στην θέση του και ο συνάδελφος έβγαλε το κλειδί από την πόρτα, ενώ το ζευγάρι είχε ανοίξει το πορτμπαγκάζ και δεν μας έδινε σημασία.

Πήγαμε πάνω και εξαφανιστήκαμε στα δωμάτιά μας, όταν ακούσαμε την πόρτα της κυρά Γιάννας να ανοίγει.
Φθηνά την είχαμε γλιτώσει.

Θα μπορούσε να είναι τέλεια η βραδιά, μιας και είχαμε μπόλικα tips, γελάγαμε, πίναμε, ξέροντας πόσο ωραίο ύπνο θα κάναμε μετά, αλλά έμαθα και ταυτόχρονα έμαθαν και οι άλλοι ότι η Αλέκα φλέρταρε και με τους τρεις μας. Μάλιστα, ο ένας, που είχε έρθει πιο νωρίς από τους άλλους, το είχε κάνει μαζί της ένα βράδυ, την ώρα που η γριά κοιμόταν και ο Παύλος έπαιζε στο πιάνο. «Με καβάλησε, κάπνιζε και με ξεθέωσε» είπε. «Είχε πιει πολύ, είμαι σίγουρος, γιατί έλεγε ασυναρτησίες».
«Τι έλεγε, δηλαδή;» ρώτησα, προσπαθώντας να διαχειριστώ το γεγονός.
«Ξέρω ’γω, κάτι για σκιές και μύθους του χωριού και πώς η μουσική… εμ, πώς το είπε, να δεις;… α, ναι, πώς η μουσική εξευ… εξ… Φτου! Πώς η μουσική εξευμενίζει τα κτήνη. Ναι, έτσι το είπε». Ο τύπος γέλασε. «Δεν ξέρω για ποια κτήνη μιλούσε, πάντως δεν αναφερόταν στον εαυτό της, γιατί ήταν σωστό θηρίο στο κρεβάτι και η μουσική δεν την ηρεμούσε».
Γέλασε και ο άλλος, αλλά εγώ παράστησα ότι έχω κάτι να κάνω. Μου την είχε σπάσει με αυτό που είπε. Με είχε ξενερώσει.

Όταν γύρισα, εννοείται πιο μετά από τους άλλους, γιατί δεν είχα τελειώσει με το καθάρισμα και τις αποδείξεις, υπήρχε αναστάτωση στο σπίτι. Η πόρτα του υπογείου ήταν ανοιχτή και ακούγονταν φωνές από το εσωτερικό: η Γιάννα, σίγουρα, ο Παύλος και μάλλον και η Αλέκα.
Αλλά τι δεν ακουγόταν; Ε;
Το γαμημένο το πιάνο δεν ακουγόταν! Και ήταν τέλεια!

Περπάτησα χαλαρά, απολαμβάνοντας την ησυχία. Έφτασα στο δωμάτιό μου, όπου έβγαλα τα ρούχα όπως-όπως και ξάπλωσα. Έκλεισα τα μάτια και κοιμήθηκα αμέσως, χωρίς ωτασπίδες, για πρώτη φορά στα χρονικά.
Όμως, όχι για πολύ, καθότι κάποια στιγμή η Αλέκα άνοιξε απότομα την πόρτα και μου φώναξε. «ΞΥΠΝΑ, ΠΕΤΡΟ! ΤΩΡΑ!»

Έτριψα τα μάτια μου. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Τι έπαθες;» Τότε είδα πως οι συνάδελφοι στέκονταν έξω από την πόρτα μου.
«Εσύ πείραξες το πιάνο;»

Πρόσεξα κάτι: υπήρχε φόβος στη φωνή της, στο πρόσωπό της και στις φάτσες των άλλων. Έτρεμαν.
«Τι;…» έκανα να ρωτήσω, αλλά εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα κάτι ακόμα.

Έτρεμε και το σπίτι. Σαν να έκανε σεισμό.
«Ω, γαμώτο, πρέπει να φύγουμε» είπα και πετάχτηκα όρθιος, αγνοώντας ότι φορούσα μόνο το βρακί μου. «Πάμε, πριν…»
«Σταμάτα!» είπε εκείνη, με το νυχτικό της να ανεμίζει. Με έπιασε και με ταρακούνησε. «Κοίταξέ με».
Το έκανα.
«Πείραξες το πιάνο; Ε; Λέγε, το χάλασες;»
Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να την πετάξω από πάνω μου και να τη βρίσω, να την πω πουτάνα, αλλά κάτι η κούραση, κάτι το ανήσυχο βλέμμα των άλλων, κάτι ο σεισμός, κάτι η δική της παράλογη επιμονή για το πιάνο που δεν λειτουργούσε, με σταμάτησαν και είπα «Τι σημασία έχει;»
«Βλάκα!» μου είπε και με έσπρωξε. «Ανόητε, ηλίθιε!» Ανακάτεψε τα μαλλιά της, σαν να είχε ψείρες που την τσιμπούσαν. «Νόμιζες ότι ήταν κάνα καπρίτσιο του Παύλου; Ε; Ότι άλλη όρεξη δεν είχε, παρά να παίζει πιάνο κάθε βράδυ, για τόσες πολλές ώρες;»
«Εγώ…». Κοίταξα τους συναδέλφους, αλλά εκείνοι στέκονταν αμήχανοι.

Η Αλέκα είπε «Τι εσύ; Τι εσύ; Εσύ έκανες το χειρότερο λάθος που θα μπορούσες να κάνεις».
«Γιατί; Τι συμβαίνει πια;»
«Θα έρθουν, γαμώτο! Θα έρθουν και δεν θα μας σώσει κανείς!»
«Ποιοι θα έρθουν, Αλέκα;»
«Οι σκιανθρώποι. Οι μικρόψυχοι που θάφτηκαν πρόωρα και άδικα και που μόνο η μουσική τούς ηρεμεί. Εδώ και εκατοντάδες χρόνια, ζουν κάτω από τούτο το σπίτι και περιμένουν την πρώτη ευκαιρία για να βγουν και να πάρουν στον Άδη όποιον βρουν στο διάβα τους».
«Τι είναι αυτά που λες; Τι μαλακίες είναι τούτες; Έναν γαμημένο σεισμό κάνει!» της είπα. «Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να βγούμε…»
Η Αλέκα με χαστούκισε. «Ηλίθιε!» Έδειξε προς την πόρτα. «Εμπρός, πήγαινε φτιάξε ό,τι χάλασες. Τώρα!»

Πήγα να αρνηθώ, αλλά τότε έβγαλε ένα από τα κουζινομάχαιρα και το κούνησε απειλητικά προς εμένα. «Πήγαινε… φτιάξε… ό,τι… χάλασες, Πέτρο. Τώρα! Αλλιώς δεν θα προλάβεις να γνωρίσεις τους σκιανθρώπους, γιατί θα σου βγάλω τα μάτια εγώ η ίδια».
«Πέτρο, πήγαινε» είπε ένας από τους συναδέλφους και το επανέλαβε και ο άλλος, αυτός που είχε κάνει σεξ με την Αλέκα.

Ο σεισμός συνέχιζε. Η λάμπα στο ταβάνι πήγαινε πέρα δώθε. Ο ανεμιστήρας έγειρε και έπεσε με θόρυβο.
«ΕΙΠΑ…» φώναξε η Αλέκα.
«Εντάξει, εντάξει» είπα και πήρα το κινητό μου, για να βρω έναν τρόπο να επαναφέρω ό,τι είχα κάνει. «Αλλά δεν έχω πια το σύρμα μου». (Το είχα πετάξει σε έναν κάδο νωρίτερα.)
Η Αλέκα είπε «Θα σου δώσει ο Παύλος. ΠΗΓΑΙΝΕ!»

Πήγα. Κατέβηκα τα σκαλιά ως το ισόγειο και μετά αυτά του υπογείου. Όσο πλησίαζα, τόσο γίνονταν πιο έντονες οι δονήσεις. Μαλάκα μου, θα θαφτώ εδώ μέσα, σκέφτηκα. Αντί να πάω έξω, εγώ ήρθα στο γαμημένο υπόγειο.

Εκεί βρήκα τον Παύλο να ψάχνει το πιάνο, ενώ η κυρά Γιάννα έστεκε πιο πίσω και τον παρατηρούσε. Με είδε και μου είπε «Εσύ ανακατεύτηκες, ε; Χωρίς να ρωτήσεις, δίχως να σε νοιάζει. Ήρθες εδώ και, λόγω της ανοησίας σου, κινδυνεύουμε όλοι. Τόσα χρόνια, τόσες εκατοντάδες χρόνια, τους έχουμε θαμμένους και τους κρατάμε με νύχια και με δόντια, για να γλιτώσουμε από την οργή τους κι ήρθες εσύ, ένας ξένος, φυσικά ένας ξένος, να…»
«Μάνα!» είπε ο Παύλος. «Δεν είναι ώρα τώρα». Πρώτη φορά τον άκουγα να της πηγαίνει κόντρα. Με κοίταξε. «Έλα να με βοηθήσεις».
«Χρειάζομαι ένα σύρμα» είπα. Του έδειξα το άρθρο που είχα βρει.
«Να πάρει» ψιθύρισε. Κοίταξε γύρω του. Πήγε προς την μητέρα του και, πριν αυτή του φέρει καμιά αντίρρηση, έβγαλε από τον κότσο της το τσιμπίδι που κρατούσε τα γκρίζα μαλλιά της. «Αυτό θα κάνει».
«Ας προσευχηθούμε για αυτό» είπε εκείνη με ειρωνεία.

Αρχίσαμε να ψαχουλεύουμε το πιάνο.
«Και» ρώτησα, γιατί ένιωθα άβολα να μη μιλάει κανείς ενώ όλα έτρεμαν γύρω μας, «γιατί τους ηρεμεί η μουσική; Αυτούς τους σκιανθρώπους, εννοώ». Μου φαινόταν τόσο βλακώδες αυτό που είπα…
«Έχεις δει το άγαλμα στην πλατεία;» ρώτησε η Γιάννα.
«Ναι». Ήταν το άγαλμα ενός άντρα με φουστανέλα, που κρατούσε ένα σπαθί στραμμένο προς τη γη. Δεν του είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία, όπως σε πολλά πράγματα στο Χάλαλι. Υπήρχε μια πλατεία, σπίτια γύρω-γύρω, μια εκκλησία, ένα δάσος που περιέβαλε το χωριό και ένα σχετικά χαμηλό βουνό που είχα ακούσει να το ονομάζουν Κρυψώνα. Αλλά τι με ένοιαζαν εμένα όλα αυτά, δεν θα έμενα μόνιμα.
«Αυτός ήταν ο καπετάν Μιχάλης. Σπουδαγμένος άνθρωπος και σωστός ναυτικός. Ο άνθρωπος που δημιούργησε το Χάλαλι. Το πλήρωμά του ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού. Επί Τουρκοκρατίας. Το 1790. Ήρθε εδώ με τους ναύτες του και τις γυναίκες τους ένα βράδυ που τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Μπάρκαραν, κρύφτηκαν στο βουνό και περίμεναν τους Τούρκους, να έρθουν και να τους σφάξουν…»
«Μάνα, άσε, θα το πω εγώ» είπε ο Παύλος. Αναστέναξε. «Με λίγα λόγια, ο καπετάν Μιχάλης όχι απλά έφτιαξε το Χάλαλι, αλλά το έσωσε κιόλας, όταν κάποιοι ξένοι στρατιωτικοί, Γάλλοι ή Άγγλοι -κανείς δεν θυμάται πια- ήρθαν για να βοηθήσουν να απελευθερωθεί ο τόπος -είχε ξεκινήσει η Επανάσταση-, αλλά κάποιος, πιθανώς κάποιος Τούρκος, τους καταράστηκε και άρχισαν να τρελαίνονται και να φονεύουν ντόπιους, με αποτέλεσμα να μαζευτούν οι χωριανοί, με μπροστάρη τον καπετάνιο, και να τους θάψουν ζωντανούς, ως τιμωρία». Έδειξε το δάπεδο. «Εδώ».
«Αλήθεια; Η Αλέκα είπε ότι θάφτηκαν πρόωρα και άδικα».
«Πρόωρα ναι. Δεν ήταν μεγάλοι σε ηλικία, ούτε άρρωστοι, πέραν της κατάρας που τους έριξαν. Άδικα… Δεν ξέρω. Υποθέτω».
«Δεν ήταν άδικο που τους έθαψαν» είπε η κυρά Γιάννα. «Αφού έσφαζαν…»
«Τέλος πάντων, μάνα».
«Και η μουσική;» ρώτησα.
Η Γιάννα γρύλισε.

«Τους άρεσε» είπε ο Παύλος. «Από την πρώτη στιγμή που ήρθαν, έμαθαν τους ντόπιους να παίζουν μελωδίες, ενώ έφεραν και ένα πιάνο –γιατί δεν υπήρχε ως τότε. Αλλά επειδή τους άρεσαν και τα ναυτικά τραγούδια που ήξεραν εδώ, αποφάσισαν να τα συνδυάσουν. Την πρώτη νύχτα που τους θάψανε, άρχισε αυτός ο σεισμός και δεν σταματούσε με τίποτα, όσες προσευχές και να έκαναν. Ειπώθηκε ότι τα βράδια έβγαιναν οι σκιάνθρωποι και έπαιρναν μαζί τους άντρες, γυναίκες, παιδιά… Οι κάτοικοι φοβήθηκαν. Αλλά ο καπετάνιος είχε μια ιδέα: να παίξουν την μουσική που άρεσε σε αυτούς τους ξένους. Και το ίδιο εκείνο βράδυ το έκαναν. Και… δούλεψε. Ηρέμησε ο τόπος. Και έτσι καθιερώθηκε».
«Και πρέπει να ακούγεται η μουσική σε όλους τους χώρους; Δεν αρκεί εδώ, στο υπόγειο;»

Ο Παύλος με κοίταξε σαν να ήμουν παιδί που μόλις είχα κάνει άλλη μια ζημιά. «Ό,τι ξέρεις, ξέρω. Η μουσική πρέπει να ακούγεται σε όλο το σπίτι, μου είπαν. Δε ρώτησα περαιτέρω».
«Έτσι είναι» είπε η κυρά Γιάννα. «Για να ξέρουμε όλοι εδώ τι συμβαίνει και γιατί».
«Εμένα, όμως, δεν μου είπατε τίποτα. Ούτε στους άλλους».
«Θα μας πιστεύατε;» ρώτησε ο Παύλος.
Δεν μίλησα.

«Και δεν σας έπεφτε και λόγος» είπε η μάνα του. «Αν δεν σας άρεσε, να μη συμφωνούσατε. Να φεύγατε. Αλλά εσείς μείνατε, και τώρα… τώρα…»
«Αρκεί, μάνα».
Εκείνη έπαψε να μιλάει.
Ούτε εγώ μίλησα. Τι να έλεγα; Δεν ήξερα αν έπρεπε να πιστέψω όσα είχα ακούσει ή να λυπηθώ για τις δεισιδαιμονίες αυτών των ανθρώπων.

Αυτό που έκανα ήταν να το βουλώσω και να προσπαθήσω να φτιάξω το ρημάδι το πιάνο.
«Τελειώνετε;» ρώτησε η Αλέκα, που κατέβηκε στο υπόγειο. «Δυναμώνει».

Όντως, ο σεισμός γινόταν χειρότερος. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς άντεχαν οι τοίχοι. Εγώ έπεσα δυο φορές και παραλίγο να σπάσω τον λαιμό μου.
«Είμαστε νεκροί» είπε η Γιάννα. «Ξένοι έσφαξαν δικούς μας και ξένος θα μας αφανίσει. Έτσι γίνονται αυτά».
«Πάψε, μάνα» της είπε ο Παύλος.
Αυτόν πραγματικά τον λυπήθηκα. Δε φαινόταν τόσο μαλάκας όσο είχα πιστέψει. Συν ότι έτρωγε κέρατο μέσα στο σπίτι του. Και παραλίγο να είχα κάνει και εγώ κάτι με την γυναίκα του.
Γαμώτο.

Συνεχίσαμε να προσπαθούμε.
Ο Παύλος δοκίμασε κάποια πλήκτρα: άρχισαν να παίζουν κανονικά. Χαμογέλασε. «Είμαστε σε καλό δρόμο» είπε.
«Μακάρι» είπε η Αλέκα, που κοιτούσε μια εμάς και μια την έξοδο του υπογείου. «Μακάρι».
Το πίστεψα και εγώ.
Τι το θελα;’
Τότε ήταν που έκανα κι άλλη μαλακία, αυτή τη φορά άθελά μου. Έβγαλα ένα από τα πλήκτρα, το οποίο εκτοξεύτηκε και έσκασε στον τοίχο. «Γαμώτο» είπα και έτρεξα να το βρω.
«Ρε ηλίθιε, τι έκανες;» φώναξε η Αλέκα.

Σαν να μην έφτανε αυτό, σκόνταψα και βρέθηκα φαρδύς πλατύς πάνω στην κυρά Γιάννα, η οποία έπεσε κάτω. Αυτή ούρλιαξε και εγώ έκανα μια γκριμάτσα.
«Όχι!» είπε ο Παύλος. «Όχι, σήκω, γρήγορα, πρέπει…»
Ήταν αργά.
Το τσιμεντένιο δάπεδο άνοιξε προς τα πάνω• ο ήχος που βγήκε μου θύμισε χαρτί που σκίζεται.
«Fuck» είπα και ένιωσα να κρυώνω δέκα φορές περισσότερο.

Χέρια εμφανίστηκαν. Κεφάλια. Θώρακες. Πόδια. Σώματα χωρίς χαρακτηριστικά πέραν από την καρβουνιασμένη μορφή τους. Ήταν όντως σαν ανθρώπινες σκιές. Μόνο που φαίνονταν συμπαγείς και όχι απλά ένα αχνό φόντο λόγω του φωτός. Δεν είχαν μάτια, μύτη, στόμα. Δε φορούσαν ρούχα. Ήταν ζωντανές σκιές.
Έβγαιναν από το έδαφος. Συνέχεια. Ήταν ένας ολόκληρος στρατός εκεί κάτω.
«Θεέ μου» είπε η κυρά Γιάννα. «Καπετάν Μιχάλη, βοήθησέ μας». Και έπειτα «Παύλο, φύγε! Φύγε μακριά τους!»
Ο Παύλος δεν το έκανε. Είχε παγώσει στην θέση του.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν και το ότι οι σκιάνθρωποι τον είχαν αποκλείσει.
«Αλέκα» είπε εκείνος, κοιτώντας τους σκιανθρώπους. «Πάρε την μητέρα μου από δω. Και εσύ, Πέτρο. Βοηθήστε την. Φύγετε. Γρήγορα».

Ένιωσα το σώμα της κυρά Γιάννας να μετακινείται. Γύρισα και είδα την Αλέκα να την τραβάει. Ανασηκώθηκα και τη βοήθησα, ώσπου η γριά μπόρεσε να σταθεί στα πόδια της. Κίνησαν προς τις σκάλες του υπογείου.
Αλλά δεν τις ακολούθησα.
Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί δεν μπορούσα.
Κάτι με είχε αρπάξει.

Με γύρισε προς το μέρος του και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με ένα σκοτεινό κεφάλι. Πάγωσε η ψυχή μου. Χέστηκα από το φόβο μου. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί, σε αυτή την εξωγήινη μάσκα κι αυτό ήταν το χειρότερο.
Με πέταξε προς τους άλλους σκιανθρώπους.

Έπεσα λίγα μέτρα μακριά από τη ρωγμή, απ’ όπου εμφανίζονταν κι άλλες μορφές.
Το καλό χέρι μου με πόνεσε. Το σήκωσα και είδα από κάτω το πλήκτρο που είχα βγάλει.
Μια θεοπάλαβη ιδέα καρφώθηκε στο μυαλό μου.
«Παύλο» είπα και έπιασα το πλήκτρο και το πέταξα προς εκείνον. «Παίξε! Όσο μπορείς, όπως μπορείς…». Χέρια άδραξαν το κεφάλι και το πουκάμισό μου και με τραβούσαν προς το ανοιγμένο έδαφος. «Παίξε!» φώναξα ξανά.

Τη στιγμή που έβλεπα μέσα από την τρύπα τους σκιανθρώπους να έρχονται προς τα πάνω, σκαρφαλώνοντας, άρχισαν να ακούγονται οι πρώτες νότες.
Οι λαβές πάνω μου χαλάρωσαν. Με άφησαν.

Είδα και ένιωσα τα άψυχα κορμιά να επιστρέφουν μέσα στην γη. Εγώ τραβήχτηκα και βρέθηκα ξανά στο βρομερό υπόγειο, πριν χαθεί και ο τελευταίος από δαύτους. Νόμιζα ότι θα έκλεινε η τρύπα με εμένα μέσα, αλλά αυτή παρέμεινε ανοιχτή. Ωστόσο, οι σκιάνθρωποι δεν επέστρεψαν. Εξαφανίστηκαν όπως είχαν έρθει και ο σεισμός σταμάτησε.

Πήρα μια δυο ανάσες.
«Είσαι καλά;» Ο Παύλος γύρισε να με δει.
«Όχι» βιάστηκα να του πω. «Όχι, μην σταματάς την μουσική. Είμαι καλά. Εσύ συνέχισε. Παίξε. Παίξε για εκείνους».

Έπαιξε την μελωδία που είχε μάθει.

Παρέμενε ενοχλητική μουσική, αλλόκοτη. Αλλά χαλάλι να είναι. Καλύτερα να θέλω να βγάλω εγώ ο ίδιος τα αυτιά μου, παρά να με πάνε εκείνοι όπου στο διάβολο έμεναν.

Τάκης Κομνηνός

——————————————————————————————————
Σημειώσεις: Το κείμενο προέρχεται από ανάθεση της Κικής Γιοβανοπούλου. Μπορείτε να βρείτε κείμενά της εδώ: https://thebluez.gr/category/kikig/.
Το κείμενο αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα.
Θα ήθελα την άποψή σας είτε εδώ, είτε (και) στην σελίδα του TheBluez.gr στο Facebook: https://www.facebook.com/TheBluez.gr.
Βρείτε όλα τα κείμενά μου εδώ: https://thebluez.gr/category/anastkom/.
Και στον ακόλουθο συνδέσμου όλα τα κεφάλαια της «Εντολής της Κόμισσας», που δημοσιεύονται σε συνέχειες: https://thebluez.gr/category/serials/.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: