,

Το κορίτσι στο πηγάδι

Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τον θάνατο της αδερφής της Νάντιας. Κάθε χρόνο στα γενέθλια της Εύας επέστρεφε στην πόλη τους μόνο για να της πάει τούρτα στον τάφο και νοητά να σβήσουν μαζί τα κεράκια. Όλον αυτόν τον καιρό έψαχνε έναν τρόπο να εξιλεώσει την ψυχή της. Ήθελε να νιώσει δικαίωση και να αισθανθεί πως ακόμα και τώρα μπορεί να πάρει εκδίκηση για αυτό που της συνέβη. Αυτό προϋπέθετε να βρει τον ένοχο, ο οποίος μέχρι στιγμής ήταν αγνώστων στοιχείων. Φέτος πήρε την απόφαση να μετακομίσει πίσω στο πατρικό της για να είναι κοντά της. Με τις οικονομίες που είχε στην άκρη άνοιξε ένα μικρό καφέ που έδειχνε να γεμίζει από κόσμο, οι οποίοι πήγαιναν ίσως από οίκτο για την ορφανή που είχαν δολοφονήσει την μικρή αδερφή της.

Σιγά σιγά άρχιζε να βρίσκει και τις παλιές της παρέες, συναντήθηκε και με κάποιες φίλες της Εύας, τις οποίες είχε να δει από την κηδεία. Κανείς δε γνώριζε πώς κατέληξε νεκρή από τα χέρια ενός αγνώστου, το κορμί της εντοπίστηκε στραγγαλισμένο και βιασμένο μέσα σε ένα πηγάδι κοντά στο σπίτι τους. Ίχνη του δράστη δεν βρέθηκαν, είχε προνοήσει να καθαρίσει τα πάντα και να εξαφανίσει κάθε στοιχείο της παρουσίας του πάνω της. Η τελευταία που την είχε δει ήταν η κολλητή της, με την οποία γυρνούσαν μαζί από το φροντιστήριο, μέχρι που χωρίστηκαν για να πάει η κάθε μια σπίτι της. Όταν πια νύχτωσε και η Εύα δεν είχε επιστρέψει, η αδερφή της ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Αφού την έψαξε και δεν την βρήκε, πήγε στο αστυνομικό τμήμα να δηλώσει εξαφάνιση. Ο αξιωματικός υπηρεσίας σχεδόν γέλασε όταν του είπε πως είχε αργήσει μόνο δύο ώρες. Παρόλα αυτά το κακό ένστικτο της αποδείχθηκε αληθινό, όταν μετά από τρεις μέρες βρέθηκε το άψυχο κορμί της.

Όλα αυτά τα χρόνια δεν είχε κάνει κάποια σχέση, γνωρίζοντας πως άντρας είχε κάνει αυτό το κακό στο μονάκριβο πλάσμα της. Ένιωθε άβολα όταν την φλέρταραν και είχε αφοσιωθεί στη δουλειά της ώστε να μην έχει περιθώριο να φέρνει ξανά και ξανά στο μυαλό της την εικόνα της κακοποιημένης Εύας στο νεκροτομείο. Μια μέρα πέρασε από το μαγαζί ο Παύλος, ο παλιός της έρωτας. Ήταν ζευγάρι όταν πέθανε η αδερφή της, όμως τον χώρισε και έφυγε μακριά σχεδόν αμέσως μετά την κηδεία. Εκείνος στην αρχή προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της, όμως όταν οι απόπειρες του αποδείχθηκαν άκαρπες, σταμάτησε να την ενοχλεί. Εκείνη μόλις τον είδε χαμογέλασε ασυναίσθητα, ενθυμούμενη τις όμορφες στιγμές που πέρασαν μαζί, καθώς ήταν η μόνη γαλήνια ανάμνηση που είχε από την παλιά της ζωή.

Εκείνος την πλησίασε και την χαιρέτησε με ενθουσιασμό, καθώς είχε τόσα χρόνια να την δει. Αφού συζήτησαν για λίγη ώρα, αποφάσισαν να βγουν για ένα ποτό το ίδιο βράδυ να θυμηθούν τα παλιά. Η Νάντια αν και διστακτική, αποφάσισε πως ήταν η ώρα να κατευνάσει τους προσωπικούς της δαίμονες, για να δώσει λίγο χώρο να αναπνεύσει και να νιώσει ξανά άνθρωπος. Το ραντεβού τους αποδείχθηκε επιτυχές, αφού συζήτησαν, γέλασαν και εκείνη αισθάνθηκε μετά από πολύ καιρό λίγο ξέγνοιαστη. Έτσι οι συναντήσεις τους έγιναν συχνότερες και άρχισε να διαφαίνεται μια αναζωπύρωση του παλιού τους έρωτα, ώσπου τελικά ένα βράδυ στο σπίτι του, τα κορμιά τους έγιναν ένα και πλέον ήταν ξανά και επίσημα ζευγάρι.

Έναν χρόνο αργότερα, η Νάντια ένιωθε γαλήνια, καθώς ο Παύλος και εκείνη ετοιμαζόντουσαν να παντρευτούν και όλα έδειχναν ευοίωνα. Όμως μέσα της αισθανόταν κάποιες τύψεις, καθώς πίστευε πως με την επιλογή της να κοιτάξει τον εαυτό της, παραμελούσε τη μνήμη της αδερφής της. Ο άνθρωπός της φρόντιζε να κατευνάσει τις φουρτούνες της και η ίδια θεωρούσε πως ήταν πολύ τυχερή που του έδωσε μια ευκαιρία να την κάνει ευτυχισμένη.

Το προηγούμενο βράδυ του γάμου, ο Παύλος πήγε να μείνει στο πατρικό του για να τηρήσουν το έθιμο και εκείνη έμεινε μόνη της στο σπίτι του, το οποίο μοιράζονταν ήδη έξι μήνες. Αποφάσισε να χαλαρώσει ώστε να είναι φρέσκια και ξεκούραστη για την μεγάλη ημέρα. Κατέβηκε στο κελάρι να πάρει ένα μπουκάλι κρασί να πιει λίγο πριν κοιμηθεί.
Καθώς χάζευε τη συλλογή οίνων του μέλλοντα συζύγου της, το μάτι της έπεσε σε ένα κομμάτι του ξύλινου τοίχου που φαινόταν φουσκωμένο. Το χτύπησε απαλά και συνειδητοποίησε πως ήταν κούφιο. Αφού ψηλάφισε λίγο το σημείο, βρήκε μια εγκοπή και τραβώντας την, συνειδητοποίησε πως ήταν κρύπτη. Την άνοιξε και το σώμα της μούδιασε, όταν ήρθε αντιμέτωπη με ένα δωμάτιο που ήταν γεμάτο με φωτογραφίες της Εύας και συγκεκριμένα του πτώματός της. Μπαίνοντας μέσα άρχισε να ψάχνει ενδελεχώς το χώρο και ανακάλυψε τα ρούχα που φορούσε η αδερφή της όταν εξαφανίστηκε, καθώς και το κολιέ που της είχε πάρει η ίδια στα 14α γενέθλια της. Ένιωσε την ανάγκη να κάνει εμετό, όμως κρατήθηκε. Πλέον είχε καταλάβει ακριβώς τι συνέβη. Συνδέοντας τα κομμάτια στο μυαλό της, θυμήθηκε πως ο Παύλος κοιτούσε πάντα την Εύα έντονα. Ποτέ δεν είχε δώσει όμως σημασία, γιατί πίστευε πως ήταν ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που στήριζε και τις δυο τους.

Δε μπορούσε να ηρεμήσει όλο το βράδυ, η ψυχή της έβραζε από θυμό και απόγνωση. Σκεφτόταν να καλέσει την αστυνομία και να τους δείξει όλα όσα βρήκαν, όμως δεν το έκανε. Η Νάντια κοιμήθηκε ξημερώματα και όταν πια ξύπνησε, αποφάσισε να ετοιμαστεί και να πάει κανονικά στο γάμο της. Στην εκκλησία την περίμενε ο Παύλος με όλους τους καλεσμένους και εκείνη μόλις έφτασε, φόρεσε το μεγαλύτερο της χαμόγελο. Τον φίλησε και η τελετή άρχισε κανονικά.

Λίγες ώρες αργότερα γλεντούσαν στο γαμήλιο τραπέζι και εκείνη δεν έπαιρνε τα μάτια της από πάνω του. Όλοι θαύμαζαν το όμορφο ζευγάρι και έλεγαν πόσο ευτυχισμένη έμοιαζε η νύφη. Η χαρά όλων όμως γρήγορα εξελίχθηκε σε πανικό, όταν ο Παύλος άρχισε να πνίγεται, μέχρι που έπεσε στο πάτωμα και κατέρρευσε. Όταν έφτασε το ασθενοφόρο ήταν αργά, ο γαμπρός είχε φύγει από τη ζωή. Οι γιατροί αποφάνθηκαν πως μια ξαφνική ανακοπή ήταν υπεύθυνη για την απώλειά του. Την ημέρα της κηδείας η Νάντια ήταν συντετριμμένη, όλοι στην πόλη λυπόντουσαν την καημένη κοπέλα που η ζωή της είχα στιγματιστεί από τόσους θανάτους.

Μόλις μπήκε σπίτι, το πρόσωπο της έλαμψε. Επιτέλους έδωσε στο κάθαρμα αυτό που του άξιζε. Κανείς δεν ήξερε πως πριν φτάσει στην εκκλησία είχε κάνει μπουκώματα με υδροκυάνιο. Αφού τον φίλησε παθιασμένα, η ουσία πέρασε στον οργανισμό του, όμως η ίδια είχε προνοήσει σε ανύποπτη στιγμή που δεν την παρατηρούσε κανείς, να πάρει το αντίδοτο. Πλέον η Εύα της είχε πάρει την δικαίωση που της άξιζε και η ίδια ένιωθε πως είχε κάνει το καθήκον της ως μεγάλη αδερφή, είχε λάβει την εκδίκηση που εδώ και πολλά χρόνια περίμενε…

Ινώ Βάγια

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: