– Αγόρι μου, υπομονή ζητώ, κάνα χρόνο. Νέοι είστε! Δεν έχει κλείσει εξάμηνο που πέθανε η μάνα μου. Δεν είμαι για χορούς και πανηγύρια! Χώρια που είχαμε έξοδα και τρεχάματα με την γιαγιά σου μέχρι να μας αφήσει. Πού θα τα βρούμε;
– Όχι, όχι! Η Φαίδρα δεν μπορεί να περιμένει. Είπα ότι θα την πάρω και θα την πάρω. Κανονίσαμε ήδη τα αρραβωνιάσματα τον άλλο μήνα, πάμε όλοι Κρήτη. Μας περιμένουν, δε θα με αδειάσετε τώρα!
– Μα εμείς δεν έχουμε τα λεφτά για λογοδοσίματα και πάνω-κάτω Αθήνα-Κρήτη και πρόγαμους και δεν ξέρω εγώ τι ακόμα! Είναι δύσκολες οι εποχές, έχουν απλοποιηθεί οι διαδικασίες. Πες της να κάνουμε κάτι απλό με τους συμπέθερους και μετά από ένα έτος να παντρευτείτε, δεν σου αρνηθήκαμε εμείς!
-Όχι, αυτοί έτσι ξέρουν, έτσι κάνουν. Τηρούν τα ήθη και τα έθιμα, είναι και η πρωτότοκή τους που παντρεύουν! Από Δευτέρα πάμε να πάρουμε τα χρυσαφικά της Φαίδρας και κλείνουμε εισιτήρια. Στο λέω μήπως θες να καλέσεις κάνεναν.
-Εσείς καλείτε, Θύμιο μου! Από τώρα περνάνε τα χρυσά;! Αχ!
-Ε, πες της θείας απ’ την Σαγιάδα με την ξαδέλφη και τους κουμπάρους σας απ’ την Αθήνα.
Δαγκώθηκε χίλιες φορές η Ευρυδίκη. Και άλλες τόσες ο άνδρας της, ο Μιχάλης. Τηλεφώνησε αμέσως στην αδελφή της, να της ανακοινώσει τα ευχάριστα. Σχήμα λόγου! Το παράπονό της ήθελε να της εξιστορήσει, που δεν την νιώθει ο βενιαμίν της. Παραδόξως την ηρέμησε αρκετά, γιατί της απάντησε, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Σφίξε το ζωνάρι, θα έρθουμε και θα το διασκεδάσουμε. Και αυτήν την περίοδο είμαστε εμείς καλύτερα οικονομικά, θα σου δανείσω για να ξελασπώσετε. Μου τα δίνεις μετά. Και έτσι έγινε…
Τα παιδιά κάνανε τον γάμο πέντε μήνες αργότερα. Θα διαμένανε προσωρινά στο κάτω διαμέρισμα της διπλοκατοικίας του Μιχάλη και της Ευρυδίκης, στην Παιανία. Δεν προλάβανε να βολευτούν, στο εξάμηνο, σε μια νύχτα τα μαζέψαν και ξεκουβαλήσαν στο Ηράκλειο με ενοίκιο. Του κακοφάνηκε του Μιχάλη, που έφυγε έτσι ο γιος του και η νύφη του σαν κυνηγημένοι. Για πότε κανόνισαν μεταθέσεις, μετακόμιση και οι γονείς το μάθανε τρεις μέρες πριν, σαν ήρθε το φορτηγό. Έδωσαν τόπο στην οργή σα πρεσβύτεροι, μπορεί η Φαίδρα να δυσκολευόταν μακριά απ’ τον τόπο της, μπορεί να παρεξηγηθήκαν άθελά τους, δεν είναι εύκολο να είσαι πάνω-κάτω με τα πεθερικά.
Γρήγορα έβαλε μπρος για διάδοχο η Φαίδρα. Δύσκολη εγκυμοσύνη είχε, μετά τον τέταρτο μήνα, την έβγαλε στο κρεβάτι. Τρεις φορές πήγε ήρθε Ηράκλειο η Ευρυδίκη. Τις δύο μοναχιά της ξαφνικά αεροπορικώς, διότι μπήκε στο νοσοκομείο η νύφη της με κρίση χολής. Την τελευταία, στην προγραμματισμένη εισαγωγή στο μαιευτήριο για να γεννήσει, φθάσανε αντάμα το ζεύγος. Ευτυχώς τοκετός εύκολος, μαμά και μπέμπης υγιέστατα! Είδαν το πρώτο τους εγγόνι και μπήκαν δακρυσμένοι από χαρά στο πλοίο επιστροφής για Πειραιά. Περήφανοι χαζογιαγιά και χαζοπαππούς.
Δεν πέρασε τρίμηνο, τους ήρθαν τα μαντάτα: ανεβαίνανε οριστικά Αθήνα τα παιδιά. Άρον άρον έφυγε ο Μιχάλης για Κρήτη να βοηθήσει. Δεν κρατιόταν απ’ την λαχτάρα του! Ανέκαθεν ήταν της σφιχτοδεμένης οικογένειας, σαν… κλώσα ήθελε τους γιους του γύρω του! Έπαιρνε και την σύνταξή του, αύριο μεθαύριο! Συμφωνήσανε να συνδράμουν το νέο ζευγάρι, μην περάσουν τα δικά τους ζόρια. Τους παραχωρήσουν το κάτω σπίτι με το ελεύθερο να το διαμορφώσουν όπως τους βολεύει, θα μένανε εκεί πλέον. Το μπροστά μέρος του ισογείου στέγαζε το κλειστό πια μαγαζί του. Και πίσω η πρώτη τους κατοικία. Η μαγιά που ξεκινήσαν τούβλο τούβλο και χτίσανε με τα προκομένα χέρια τους ο Μιχάλης και η Ευρυδίκη. Εκεί που αντρώσανε τους δυο γιους τους, ένα τριαράκι με δυο κρεβατοκάμαρες και ενιαίο καθιστικό-κουζίνα. Φύγανε απ’ τα ενοίκια το ’90 και ξεκινήσανε το αυθαίρετο κτίσμα στο οικοπεδάκι που είχαν αγορασμένο νωρίτερα. Στριμωγμένοι στο μισό ισόγειο με ορθάνοικτη την πόρτα για φίλους και συγγενείς. Σιγά σιγά, το 2002, ολοκληρώσανε και το πάνω, κατά ένα δωμάτιο μεγαλύτερο, με δυο μπάνια, άνετη σαλονοτραπεζαρία και μεγάλες βεράντες. Ανεβήκανε και ανασάνανε! Θ’ ανακουφιζόταν απ’ τα δυσβάσταχτα έξοδα, κάτι μερεμέτια είχαν υπόλοιπο. Τότε ακριβώς πέρασε ο Θύμιος στο Ηράκλειο. Ξανά σήκωμα τα μανίκια για ν’ ανταποκριθούν στις μηνιαίες απαιτητικές καταθέσεις της φοιτητικής ζωής! Ευτυχώς ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Τηλέμαχος εργαζόταν και τους ξελάσπωνε περιστασιακά στα απαραίτητα. Είχε σταματήσει τα μεροκάματα η Ευρυδίκη, μα δεν πρόλαβε ούτε να φάει το επίδομα ανεργίας. Έπρεπε να ξαναμπεί μηνιάτικο στο σπίτι, ένας γνωστός της σε εργαστήριο πτυσσόμενων επίπλων ζητούσε εργάτριες. Άντεχε ακόμη η πλάτη της! Για λίγο θα ήταν!
Μέσα τους είχαν την ελπίδα πως αφού τελείωνε την σχολή και έβρισκε δουλειά ο Θύμιος, θα ηρεμούσαν. Κοντεύαν! Θα μπορούσαν και αυτοί να ευχαριστηθούν τους κόπους τους. Κυρίως να σταματήσει η Ευρυδίκη. Τα ένσημά της ήταν ήδη υπεραρκετά. Από τότε που θυμόταν έτρεχε για τους άλλους. Δεκατριών χρονών την στείλανε πακέτο απ’ την Σαγιάδα στην Κηφισιά, εσωτερική σε μια ευκατάστατη οικογένεια. Έφηβη ακόμα η ίδια, έπαιζε περισσότερο με την πεντάχρονη κόρη του ζευγαριού που έπρεπε να προσέχει, παρά την φρόντιζε! Σαν κούκλα της, την είχε. Εφιαλτικά εκείνα τα πρώτα χρόνια, εσωτερική μετανάστρια στην πρωτεύουσα χωρίς κανέναν δικό της. Μάλιστα θυμάται πώς αντέδρασε ένα απόγευμα, Τρίτη ήταν, που κατέφθασε με το ΚΤΕΛ ο αδελφός της να την επισκεφτεί. Ξέσπασε σε κλάματα, σχεδόν βίαια όρμησε πάνω του! Ήθελε να γυρίσει στην Ήπειρο, δεν άντεχε ολομόναχη μέσα σε αγνώστους, όσο ευγενικοί και να ήταν απέναντί της. Το επόμενο πρωινό κιόλας πήγε να την πάρει. Όμως το είχε ξανασκεφτεί η Ευρυδίκη. Έπρεπε να στηριχθεί στις δυνάμεις της, πείνα και διπλάσιο ζόρι στους αγρούς την περίμενε στα μέρη της. Ευτυχώς αργότερα γνώρισε κάτι συγχωριανούς της, έκανε νέες φιλίες. Στα δεκαοχτώ της αποδεσμεύτηκε από υπηρέτρια και συγκατοικούσε με την αδελφή της στον Γέρακα. Αυτή την έβαλε συστημένη στο πρώτο της εργοστάσιο παρασκευής μαρμελάδων. Ως τα πενήντα έτη της, η Ευρυδίκη, με διαλείμματα στις δυο της εγκυμοσύνες μέχρι να ξεπετάξει τα παλληκάρια της, να ξεκινήσουν το προνήπιο, έβγαινε απ’ τις έξι το πρωί στους δρόμους. Βιοτεχνίες, αποθήκες, μάζεμα σταφυλιών, σούπερ μάρκετ… Ούτε η ίδια ξέρει πώς βρήκε χρόνο και γνώρισε τον άνδρα της, τον Μιχάλη. Μετά από χρόνια, τής αποκάλυψε πως την είχε πάρει μάτι να περιμένει στην στάση για το μοκετάδικο. Ξανθούλα, πεταχτούλα, με πράσινα σχιστά μάτια, τον σακάτεψε με την αύρα της! Γείτονες ήταν, διστακτικά την προσέγγισε, την κέρδισε και την πήρε. Με το μηχανάκι του, σε μια απεργία λεωφορείων, προσφέρθηκε να την πάει στην εργασία της. Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία τους. Κατέληξαν πάνω στο ίδιο μηχανάκι να φθάσουν ως την Σαγιάδα, με την Ευρυδίκη σφικτά κολλημένη στην πλάτη του, για να την ζητήσει επίσημα. Ο γαμπρός-αναβάτης έκρυβε στο εσωτερικό τσεπάκι του μπουφάν του, πάνω στο στήθος του, το δακτυλίδι αρραβώνων τους. Άξιος μάστορας ο Μιχάλης, κοπιάσανε, με τον ιδρώτα τους για όσα κάποιοι τυχεροί θεωρούν δεδομένα! Πρώτα να πάρουν αμάξι. Μετά να μεγαλώσουν τους δυο γιους τους. Χάσανε και ένα τρίτο, κοριτσάκι στο ενδιάμεσο, γι’ αυτήν δεν μιλά ούτε στον εαυτό της η Ευρυδίκη. Κλειδωμένο στην αγκαλιά του μυαλού της, κρατά το εφταμηνίτικο θνησιγενές βρέφος που δεν άνοιξε ποτέ τα μάτια του να την δει!
Για πότε κυλήσανε τα χρόνια, σχεδόν δεν καταλάβανε. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Τηλέμαχος έγινε πωλητής σε ανώνυμη εταιρεία. Ο Θύμιος, πέρασε φοιτητής ηλεκτρολογίας στην λεβεντογέννα. Εκεί γνώρισε την Φαίδρα, Κρητικιά με τα όλα της. Τους την έφερε για νύφη, πριν καν τελειώσουν τις σπουδές τους. Γλυκό κοριτσάκι φαινότανε, γι’ αυτό σφιχτήκανε ξανά ο Μιχάλης και η Ευρυδίκη να ανταπεξέλθουν. Αργότερα τα υπολογίζανε, μα ο έρωτας είναι τυφλός, ξέρανε και απ’ τα δικά τους, πώς να κρατήσεις τους νέους! Αναρωτηθήκαν πόσο θα την πιέσανε κι οι δικοί της να παντρευτεί, στο ορεινά χωριά του Ψηλορείτη, ισχύουν άλλοι νόμοι. Γεμάτοι κατανόηση, έπρεπε να συμβάλλουν. Αυτοί είχαν δυο παιδιά, οι συμπέθεροι απ’ τα Ζωνιανά, επτά! Ποιο να προλάβουν πρώτα και ποιο ν’ αφήσουν!
Κάπως έτσι, με περισσή αγάπη και φροντίδα, το νιόπαντρο ζευγάρι με το πρώτο εγγόνι καταλήξαν στο ισόγειό τους. Ο Μιχάλης και η Ευρυδίκη βοηθήσαν οικονομικά και στις δυο μετακομίσεις. Συνέχιζε να εργάζεται πωλήτρια σε αρτοποιείο και ο συνταξιούχος άνδρας της με ελεύθερο χρόνο για τα θελήματα που ζητούσε η Φαίδρα. Υπερδραστήριος, προσφερόταν από μόνος του για τα εξωτερικά δρομολόγια. Ένα βράδυ που τρώγανε και κοιμόντουσαν όλοι μαζί πάνω, καθώς κάτω είχαν μαστόρους, τους είπε η Ευρυδίκη μισοαστεία-μισοσοβαρά, μην κάνουν δεύτερο μωρό γρήγορα, δε θ’ αντέξει η μέση της! Μα ποιος ακούει; Και βρέθηκε σε λίγους μήνες η Ευρυδίκη το πρωί στην κάψα του αρτοποιείου, το μεσημέρι να μαγειρεύει, να μαζεύει το δικό της σπίτι και αργά το απόγευμα να κατεβαίνει τα σκαλιά για να συνδράμει και εκεί με τα χρυσά της χέρια. Ειδικά στο καθημερινό μπάνιο του εγγονού, έπρεπε να προσέχει η Φαίδρα. Στο μοναδικό που πατήσανε πόδι οι παππούδες, ήταν να γίνει στην ενορία τους η βάπτιση του μπέμπη, δεν αντέχανε να ξανατρέχουν Κρήτη. Και τους υπάκουσαν, πρώτη και τελευταία φορά. Το όνομα αυτού Μιχαήλ! Κατουρήθηκε απ’ την χαρά του ο παππούς! Κι συνέχισε ακούραστος να ανεβοκατεβαίνει, για ψωμί, γάλα, πάνω-κάτω για καφέ, για ν’ αδειάζει τα σκουπίδια απ’ τον κάδο τους, έβγαζε που έβγαζε τα δικά του! Έπαιρνε και τον λιλιπούτειο συνονόματο απ’ το χεράκι και κάνανε την βόλτα τους στην γειτονιά! Σαν ευνοούσε ο καιρός γυρνούσαν φορτωμένοι σύκα, πορτοκάλια ή αγριολούλουδα για μαμά και γιαγιά!
Φυσικά οι συγκατοικήσεις μπορούν να μεταλλαχθούν από μονιασμένες σε απάλευτο βραχνά. Ειδικά μόλις ο Θύμιος και η Φαίδρα, πήραν μυρωδιά πως η παραχώρηση της κατοικίας για να μείνουν, απέχει παρασάγγας απ’ το να τους γράψουν το ακίνητο. Το ψυλλιαστήκανε όταν ο Μιχάλης και η Ευρυδίκη ξεκινήσαν τη διαδικασία νομιμοποίησης αυθαιρέτου για τα δύο σπίτια, χωρίς καμία πρόθεση αλλαγής στις κυριότητες. Είχε προηγηθεί μυστική συμφωνία των παππούδων αποτέλεσμα της εμπειρίας της: αν ο γιος και η νύφη τους δεν αποφασίσουν να συμμετέχουν οικειοθελώς στα «κοινά» της διπλοκατοικίας, σήμαινε πως δεν ενδιαφερόταν. Και το βασικότερο δεν ήταν ικανοί να σταθούν στα πόδια τους, πόσο μάλλον να αναλάβουν την συντήρηση κατοικίας. Από ευθύνες τις μοιράζονταν, μα από έξοδα είχαν απαυδήσει πλέον! Ό,τι και να τους είπε το νεαρό ζεύγος, δεν μετέπεισε τον Μιχάλη και την Ευρυδίκη. Αυτοί που πληρώνανε το πρόστιμα με δόσεις, το πετρέλαιο, τα κοινόχρηστα, αυτοί θα μοιραζόταν και τα σπίτια!
Για πότε αποφάσισανε ο Θύμιος με τη Φαίδρα να μην ανεβαίνει πια το αγοράκι τους να βλέπει τους παππούδες του στον πάνω όροφο, δεν κατάλαβε κανείς. Από εκεί που τους τραπέζωνε δυο φορές την βδομάδα η Ευρυδίκη και άλλες τόσες βολτάρανε με τον Μιχαήλ να ξαλαφρώνει η μικρομάνα, τώρα ούτε καλημέρα! Όποτε ξέφευγε της αυστηρής επιτήρησης, έβγαινε το τρίχρονο στο μπαλκόνι, φωνάζοντας γιαγιά, γιαγιά! Ύψωνε ταυτόχρονα το κεφαλάκι του προς τα πάνω, σαν πουλάκι που περιμένει να το ταΐσει στο στόμα η μάνα του. Αν προλάβαινε πεταγόταν η Ευρυδίκη να του πετάξει ένα καλούδι πριν τον φυγαδεύσουν μέσα και τον μαλώσουν να μην το ξανακάνει! Τους είχε πετάξει κατάμουτρα ο Θύμιος ότι ήταν ανίκανοι και κακή επιρροή για τον Μιχαήλ! Μονολογούσε η Ευρυδίκη “γι’ αυτό βγάλαμε εσένα τον γάιδαρο!”. Πώς να παλέψει με το παράλογο; Αυτή δεν υπολόγισε ποτέ ντουβάρια πάνω απ’ τους ανθρώπους! Αν συμφωνούσε ο άνδρας της, θα τα είχαν πουλήσει και θα είχαν φύγει για Σαγιάδα! Αλλά έλπιζε ο έρμος πως θα βελτιωθούν τα πράγματα, πως θα ξεστραβωθεί ο Θύμιος και θα δει την αλήθεια, πως θ’ ακούσουνε ένα ευχαριστώ. Είχαν αποδεχτεί καιρό πως δεν είναι κτήμα τους τα τέκνα τους, πως όσα κάνανε μπορεί να μην έχουν ανταπόδοση. Τελείως διαφορετική η απαγόρευση να βλέπουν τα εγγόνια τους! Οι παραινέσεις τους για επικοινωνία σκοντάφτανε στον ξεδιάντροπο εκβιασμό!
Ο παππούς Μιχάλης δεν μπορούσε να το χωνέψει, να κυνηγά σαν κλέφτης να τα δει για δευτερόλεπτα! Η Ευρυδίκη που ουσιαστικά είχε μεγαλώσει τον Μιχαήλ, το πήρε πιο ψύχραιμα. Τα έβαλε κάνα δυο φορές με τον γιο της, τηλεφωνικά, γιατί δεν ήθελε φασαρίες μπροστά στα ανήλικα. Ξεθύμανε κάπως, ας μην έβγαλε άκρη. Όποτε σε κερδίζει το άδικο, του το επιτρέπεις εσύ! Καθώς η νίκη θα ήταν Πύρρεια και θα πληγώσει αυτούς που αγαπάς και είναι σάρκα απ’ την σάρκα σου. Κάνεις πίσω ενώ ματώνεις, σκας μέσα σου.
Αυτό έπαθε ο Μιχάλης, που μια μέρα κιτρίνισε σαν το φλουρί και τον έτρεχε η γυναίκα του στα επείγοντα. Διαγνώστηκε με όγκο στο πάγκρεας. Αγωνία και προγραμματισμός της πρώτης επέμβασης, έλιωσε στα πόδια της η Ευρυδίκη. Με την ψυχή στο στόμα, χτύπησε το κουδούνι ν’ ανακοινώσει την ημερομηνία στον Θύμιο. Ήταν δυο μήνες μετά, τον ερχόμενο Μάρτιο, έπρεπε πρώτα να γυρίσει σπίτι, να δυναμώσει ο πατέρας του και ύστερα. Της είπε πως αν δεν προλαβαίνει ο Τηλέμαχος, να τον ειδοποιεί εγκαίρως για να την πηγαινοφέρνει σε μετρό, γιατρούς και εξετάσεις. Αναθάρρησε η έρμη η μάνα, ίσως έβγαινε κάτι καλό από το κακό που τους βρήκε. Ανήμερα της πολύ σοβαρής εγχείρησης, ο Μιχάλης πήρε τον Θύμιο του να τον ακούσει, να πάρει θάρρος. Δεν απάντησε. Ούτε στην πρώτη, ούτε στην δεύτερη, ούτε στην τρίτη κλίση. Αργά το βράδυ, κάλεσε πίσω ο γιος του, ακόμα δεν είχε τελειώσει το εξάωρο χειρουργείο του πατέρα του. Μίλησε η Ευρυδίκη στο κινητό, ξέπνοη απ’ την αγωνία και την εξάντληση, με το ζόρι της έβγαινε φωνή. Την ενημέρωσε ο Θύμιος πως είχε άδεια και φύγανε για Κρήτη για δυο βδομάδες. Μαχαίρι να έστριβε στην καρδιά της, λιγότερο θα πονούσε η φαρμακωμένη η μάνα!
Μια βδομάδα στην εντατική, άλλες τρεις μέρες στην μονάδα υψηλής φροντίδας, άρχισε να μιλά, να θυμάται, να ρωτά ο Μιχάλης, να ζητά τον Θύμιο που δεν απάντησε, που δεν ήρθε να τον δει. Του αποκάλυψαν την αλήθεια. Κατάλαβε επιτέλους πως τον είχε εγκαταλείψει οριστικά ο ένας γιος του. Κλείδωσε ο Μιχάλης τότε, πάγωσαν τα εσώψυχά του. Όρκισε την γυναίκα του πως θα κινούσε τις νομικές διαδικασίες να τους διώξει απ’ το σπίτι. Αν έβγαινε ζωντανός, υποσχέθηκε πως θα το έκανε ο ίδιος. Έτσι και έπραξε, μα με την πρώτη επίσκεψή τους σε δικηγόρο, ξαναπήρε την κάτω βόλτα. Δεν πρόλαβε… σαράκι ο καημός που σου τρώει τα συκώτια!
Η Ευρυδίκη, με τον χαμό του συζύγου της, έγινε ένα όρθιο ράκος. Ευτυχώς οι αδελφές της την βοήθησαν με τα διαδικαστικά. Ο Τηλέμαχος με τα οικονομικά. Στην κηδεία, δεν έκανε την συλλυπητήρια χειραψία ούτε με την νύφη της, ούτε με τον Θύμιο μπροστά σε όλους. Δεν είχε να δώσει σε κανέναν λογαριασμό, είχε θάψει κάθε χρωστούμενο! Μετά τα σαράντα, τήρησε την υπόσχεσή της στον Μιχάλη της. Της πήρε χρόνο, κόπο, ακούμπησε τις οικονομίες της, συνταξιούχα και η ίδια πλέον. Ο μεγάλος γιος «νοίκιασε» το κάτω σπίτι ώστε να δίνει ένα πενηντάρικο το μήνα στους «διωγμένους» μέχρι να ενηλικιωθούν τα ανίψια του. Ισχυρίστηκαν ο Θύμιος με τη Φαίδρα πως είχαν ξοδέψει πολλά λεφτά για την διαμόρφωση του σπιτιού, υπολογίζοντας πως θα τους το γράψουν. Διαφορετικά δε θα πετάγανε τα καλαθιάτικα απ’ τον γάμο τους, σε τούβλα και τοίχους. Θα τα κρατάγανε για την δική τους στέγη. Ας μην είχαν ούτε μια απόδειξη, ας ήταν όλα μαύρα, η Ευρυδίκη, σαν μητέρα κράτησε την αξιοπρέπειά της. Φυσικά το δικαστήριο, τους επέβαλλε να επιτρέπουν τα εγγόνια να τα βλέπει η γιαγιά τους, συγκεκριμένες ώρες και μέρες. Μεταξύ τους ήξεραν πως δεν τους σήκωνε πια η Αττική, θα φεύγανε για Ηράκλειο. Πήρε το αίμα της πίσω η Ευρυδίκη, έστω στα χαρτιά.
Μετακομίσανε μόνιμα στο νησί και ο Τηλέμαχος στο κάτω σπίτι. Πάντως η Ευρυδίκη δεν είχε κανέναν να νταντεύει πια!
Με βαριά βήματα σκαρφάλωσε τις σκάλες. Σφάλισε την πόρτα πίσω της, κλείνοντας έξω τους πάντες. Έμεινε ολομόναχη, όπως όταν γεννήθηκε, όπως όταν πρωτοήρθε στην πρωτεύουσα, όπως όταν ξημεροβραδιαζόταν στα νοσοκομεία. Και ξέσπασε σε κλάματα. Με λυγμούς! Ουρλιάζοντας σαν την λύκαινα έβγαλε από μέσα της τον πόνο, την απελπισία, την στεναχώρια, το άδικο που την έπνιγε στον λαιμό. Τρία μερόνυχτα με κλειστά παράθυρα πενθούσε, ξεπλένοντας στα δάκρυά της τις δυσάρεστες αναμνήσεις και τις αδικοχαμένες στερήσεις της. Το τέταρτο ξημέρωμα, όρθωσε το ανάστημά της και ξαναβγήκε στον ήλιο. Δεν είχε πατήσει ούτε τα εξήντα, παρόλο που κουβαλούσε στις πλάτες τις εμπειρίες εκατό ετών. Της άξιζε να ζήσει, μπορεί όχι όπως ονειρευόταν, σε ταξίδια και περιπάτους με τον άνδρα της. Αλλά είχε κατακτήσει την ηρεμία μέσα της, θα κρατιόταν απ’ τις θύμισες των όμορφων στιγμών πλάι του. Ήταν το μετάλλιο στο στήθος της μετά από τόσες θυσίες.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά, ο Μιχαήλ ήρθε για σπουδές στο Μετσόβιο. Γύρεψε και βρήκε την γιαγιά του. Σε εκείνο το πάνω σπίτι που κάποτε του απαγορεύανε ν’ ανέβει να την δει και τον κρύβανε στο δωμάτιό του. Τώρα πετώντας διέσχισε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ενώ έμενε στην εστία, κάθε Κυριακή ή του μαγείρευε η Ευρυδίκη και τρώγανε παρέα ή την συνόδευε στην ταβέρνα κοντά. Μέχρι που με τις οικονομίες της, του αγόρασε ένα μηχανάκι και πηγαίνανε παρέα πιο μακρινές βόλτες! Η Ευρυδίκη πάλι με Μιχάλη, πάνω στην μοτοσικλέτα, τόσο διαφορετικά μα και τόσο ίδια ένιωθε!
Απ’ τον εγγονό της έμαθε τα νέα της αδελφής του. Πανέξυπνη, γρήγορα άνοιξε τα φτερά της και απογειώθηκε! Σπούδασε με υποτροφία και εργάζεται στο Στέρλιγκ. Μια Κυριακή μόνο δε φάγανε μαζί, εκτάκτως πήγε στην Κρήτη ο Μιχαήλ για τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του. Μεθυσμένος ο Θύμιος έμπλεξε σε καβγά. Προσπάθησε να ξεφύγει τρέχοντας και έπεσε στις ρόδες διερχόμενου αγροτικού. Κάποιοι είπαν τον καταδίωκε, άλλοι πως δεν τον είδε στο σκοτάδι ο οδηγός.
Η χήρα νύφη της, γεύτηκε το ίδιο της το φαρμάκι. Απ’ τους γονείς της κανείς δε ζούσε πλέον και με το σόι της είχανε γίνει μαλλιά-κουβάρια για την πατρική περιουσία. Ή ορθότερα τα κληρονομικά χρέη! Χωράφια σχεδόν στέρφα, το υποθηκευμένο πατρικό, το παλιό παντοπωλείο που έπρεπε να μοιραστεί σε δέκα κομμάτια! Φασαρίες, τσακωμοί, απειλές και λόγια εκατέρωθεν, λούζανε κάθε λεπτό της καθημερινότητάς της. Κατέληξε να μένει σε τμήμα του στάβλου στο χωριό με το επίδομα της πρόνοιας. Τα παιδιά της δεν ξαναπατήσανε παρά της στέλνανε μικροποσά.
Η Ευρυδίκη πάντα πίστευε πως όλα εδώ πληρώνονται. Δικαιώθηκε! Ποτέ δεν ήταν αργά, ο Μιχάλης της, χαμογελούσε διπλά! Και μάλιστα πάνω-κάτω: στον κόσμο μαζί της και από ψηλά στον Παράδεισο!
Μαρίτσα Καρά