,

Σ’ αγαπώ μπελά μου!

«Εντάξει….» είπε σε ήπιο τόνο η Όλγα, γέρνοντας το κεφάλι της στο πλάι και φυσώντας πλάγια τη φράντζα της που μπήκε μες τα μάτια της. Ο Μιχάλης την κοίταξε με υποψία μισοκλείνοντας τα μάτια του και πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να συγκρατηθεί.

«Έχεις δίκιο…» συνέχισε μαλακά η Όλγα επαναφέροντας το κεφάλι της σε όρθια στάση και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. «Επίτηδες το έκανα…», είπε σα να έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο.

Τα πνευμόνια του άδειασαν ξαφνικά από αέρα και το σαγόνι του Μιχάλη κρέμασε από την έκπληξη. Για μία ακόμη φορά τον άφησε άναυδο! Δεν ήξερε ποτέ τι να περιμένει από αυτήν τη γυναίκα. Η Όλγα συνέχισε να τον κοιτά με ξετσιπωσιά στα μάτια. Ο Μιχάλης ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές το στόμα του σαν ψάρι που το έχουν τραβήξει έξω από το νερό. Μίλα! πρόσταξε νοερά τον εαυτό του. Μα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη! Για ακόμη μια φορά θα περνούσε τις υπόλοιπες μέρες μέχρι την επόμενη φορά που θα του το ξαναέκανε μέσα στην αυτολύπηση που αυτή η γυναίκα είχε καταφέρει να τον αποστομώσει, ξανά! Πώς το έκανε αυτό; Υποτίθεται ότι ήταν ο πιο έξυπνος, ετοιμόλογος και πάντα σε εγρήγορση νέος δημοσιογράφος στην πόλη τους.

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις έτσι. Στο κάτω κάτω, δεν έκανα κάτι κακό!» αναφώνησε η Όλγα χτυπώντας τον με το δάχτυλό της στο στήθος
«Δεν… δεν…» κατάφερε να τραυλίσει ερωτηματικά ο Μιχάλης
«Μάλιστα!» του είπε με σιγουριά και του γύρισε την πλάτη κι έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα του μαύρου αυτοκινήτου
«Για μισό λεπτό! Δεν είναι σοβαρό το ότι με έφερες σε αυτήν τη θέση; Εγώ δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο! Κανείς δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!» αναφώνησε φανερά εκνευρισμένος ο Μιχάλης και έκλεισε την πόρτα με την παλάμη του
«Χμφ!» ρουθούνισε ειρωνικά η Όλγα και γύρισε και τον κοίταξε πάλι κατάματα με τα μεγάλα αμυγδαλωτά της μάτια στο χρώμα της κανέλας. Το σταρένιο δέρμα της ανέδυε μια έντονη μυρωδιά γιασεμί που έγινε πιο έντονη καθώς έφερε το πρόσωπό της απέναντι από το δικό του. Ο Μιχάλης προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα του στο δικό της, μα αυτή η μικρή ελιά που είχε λίγο πάνω από τα ζουμερά ρόδινα χείλη της τον αποσυντόνιζε ως συνήθως.
«Πες ότι φοβάσαι ότι θα τις φας! Γιατί θα τις φας!» του είπε με σιγουριά. «Αν όμως είχες πάει στη λέσχη πυγμαχίας, όπως σου λέω τόσο καιρό, τώρα δε θα φοβόσουν! Γιατί τον έχεις! Μπορείς να τον νικήσεις! Έπειτα δεν έχει νόημα να ασχολείσαι με το γιατί έγινε κάτι. Έγινε πάει τελείωσε! Το σημαντικό είναι να το αντιμετωπίσεις και εγώ σου δίνω τη λύση!» ύψωσε τη φωνή της τονίζοντας το “εγώ”
«Αν δεν έμπαινες στη μέση να τον προκαλέσεις, δε θα χρειαζόταν να το αντιμετωπίσω καθόλου και ποτέ! Θα βρίσκαμε άλλο τρόπο να μάθουμε αυτά που θέλουμε!»
«Αν δεν ήταν τώρα, θα ήταν κάποια άλλη στιγμή! Μπορεί όχι υπό αυτές τις συνθήκες. Και δεν μπορώ να καταλάβω την άρνησή σου! Δεν είναι παράλογο, για το επάγγελμα που κάνεις, να ξέρεις να αμύνεσαι. Μην ξεχνάς τι έπαθε ο Νίκος! Αλλά ποτέ δε σκέφτεσαι λίγο παραπέρα! Και γι’ αυτό με χρειάζεσαι, για να…»
«Δε σε χρειάζομαι! Καταρχάς μόνο βοήθεια δε μου προσφέρεις! Το μόνο που κάνεις είναι να με βάζεις σε μπελάδες!» αναφώνησε πεισμωμένα ο Μιχάλης, μα την ώρα που ξεστόμισε αυτά τα λόγια, το μετάνιωσε. Ήξερε ότι έλεγε ψέματα. Τη χρειαζόταν, τη χρειαζόταν τόσο όσο και το οξυγόνο.
«Εγώ σε βάζω σε μπελάδες; Να σου θυμίσω πώς γνωριστήκαμε;» του είπε η Όλγα και το δάχτυλο της πάλι τον πίεσε στο στήθος

Ο Μιχάλης δαγκώθηκε καθώς θυμήθηκε τη βραδιά της γνωριμίας τους. Μόλις είχε πάρει μια θέση στη μεγαλύτερη εφημερίδα της πόλης του ως αντικαταστάτης ενός συναδέλφου που είχε πάθει ένα ατύχημα, όπως νόμιζε τότε. Νέος, γεμάτος όνειρα και φιλοδοξίες έψαχνε τη “μεγάλη υπόθεση” κι όταν έπεσε πάνω σε κάτι σημειώσεις του τραυματισμένου συναδέλφου για μια συμμορία παραχαρακτών, ούτε έκατσε να σκεφτεί δεύτερη φορά για το τι έπρεπε να κάνει. Χάρις σε αυτές τις σημειώσεις και την οξυδέρκειά του, δεν άργησε να βρει το τυπογραφείο τους. Το πρόβλημα ήταν ότι τον βρήκαν και αυτοί. Είχε πέσει στη φάκα σαν λαίμαργος ποντικός. Πραγματικά τα χρειάστηκε. Όσο οι παραχαράκτες ετοίμαζαν τη μετακόμιση του τυπογραφείου, εκείνος βρισκόταν καταχτυπημένος και κατατρομοκρατημένος δεμένος χειροπόδαρα στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου, μην ξέροντας τι έχουν σκοπό να του κάνουν. Ξάφνου η πόρτα άνοιξε, δύο λιανά χέρια απλώθηκαν κατά το μέρος του κι έκοψαν τα δεσμά κι έπειτα τον βοήθησαν να βγει έξω. Ο Μιχάλης παραπατώντας και σκουπίζοντας το αίμα από τα μάτια του, ακολούθησε τη μικρόσωμη φιγούρα που μισοσερνόνταν στο χώμα ανάμεσα στα χόρτα. Η φιγούρα τον οδήγησε σε ένα σταθμευμένο αμάξι κοντά στην αποθήκη. Ο Μιχάλης προσπάθησε να ευχαριστήσει τον νεαρό άνδρα με τα μακριά, για άντρα, μαλλιά, κολλημένα με κάμποση μπριγιαντίνη στο κρανίο του, μα εκείνος αρνήθηκε να του ρίξει έστω κι ένα βλέμμα. Το αμάξι σταμάτησε μπροστά σε ένα μεγάλο σπίτι και ο νεαρός του έκανε νόημα να κατέβει ψιθυρίζοντάς του “Μην πας στην αστυνομία…” και το αμάξι έκανε αναστροφή κι έφυγε. Ο Μιχάλης είδε την ταμπέλα του γιατρού στην πόρτα του σπιτιού και προχώρησε κατά εκεί. Δεν έμαθε ποιος ήταν ο “νεαρός”, παρά τρεις μέρες μετά, όταν είδε την Όλγα να βγαίνει από το γραφείο του μεγαλοεκδότη Μπαρδάκα, αν και στην αρχή του φάνηκε ότι παραλογιζόταν. Ιδίως όταν έμαθε ότι η μικρόσωμη κοπέλα με το κοντό καρέ μαλλί και τη μεγάλη αφέλεια που έκρυβε το μισό πρόσωπό της ήταν η κόρη του εκδότη, φοιτήτρια νομικής που γράφει τη στήλη με τα κοσμικά. Και πραγματικά θα είχε παρατήσει την ιδέα, αν η ίδια η Όλγα δεν τον προσέγγιζε, για να τον αποθαρρύνει να συνεχίσει τις έρευνές του. Όταν όμως είδε ότι εκείνος επέμεινε, του είπε ό,τι πληροφορίες είχε καταφέρει να μαζέψει ως τότε η ίδια και ότι μόλις τον παράτησε, γύρισε στην αποθήκη κι ακολούθησε τους παραχαράκτες, μα δυστυχώς τους είχε χάσει σε κάποια στροφή λίγο έξω από την πόλη. Επιπλέον τον ενημέρωσε για το περίεργο “ατύχημα”του Νίκου Καββαδά, του συναδέλφου που αντικαθιστούσε, μόλις μερικές ώρες από τη στιγμή που ενημέρωσε την αστυνομία για τους παραχαράκτες. Η Όλγα πίστευε ότι η αστυνομία εμπλέκονταν στην υπόθεση, όπως και κάποιος πολύ σημαντικός άντρας. Το βασικότερο όμως ήταν ότι κανείς δεν έπρεπε να μάθει ότι εκείνη εμπλέκονταν… και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η περίεργη σχέση.

«Επειδή με βοήθησες…» τραύλισε ο Μιχάλης
«Σε βοήθησα, απλά; Ή σου έσωσα τη ζωή;» τον έκοψε με μάτια που πέταγαν σπίθες η Όλγα
«Δε νομίζω ότι είχαν σκοπό να με σκοτώσουν… Δε θα μετακόμιζαν το τυπογραφείο, αν είχαν… Σε αντίθεση μ’ εσένα που έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να με ξεκάνεις!»
«Καλά, νόμιζε ό,τι θες!»
«Τι νόμιζε ό,τι θες; Ψέματα είναι; Πώς βρέθηκε ξαφνικά ο Μήτρογλου να με έχει βάλει στόχο; Ε, θυμάσαι;». Το στόμα της έκανε ένα αδιόρατο σπασμό σα να πήγε να χαμογελάσει, πράγμα που έκανε έξαλλο τον Μιχάλη. «Να μη θυμηθώ το τι πήγες και είπες στην αστυνομία για μένα και με ανακρίνανε όλο το βράδυ και θα με περνούσαν αυτόφωρο! Αυτόφωρο!». Το στόμα της ξαναμόρφασε σ’ ένα μικρό χαμόγελο που συγκράτησε αμέσως. «Και τώρα αυτό!» ούρλιαξε ο Μιχάλης κουνώντας τα χέρια του. «Είναι δυνατόν; Για ποιο λόγο να τον προκαλέσεις επίτηδες; Τι θα κερδίσεις άμα πιαστούμε στα χέρια, δεν το καταλαβαίνω! Και μην μου ξαναπείς να ζητήσω τη βοήθεια της λέσχης πυγμαχίας!» φώναξε και χτύπησε με την παλάμη του το αυτοκίνητο. Η Όλγα δεν απάντησε, μόνο τον κοιτούσε με ‘κείνο το βλέμμα που ποτέ δεν μπορούσε να καταλάβει τι προμήνυε. Σίγουρα τίποτα καλό. «Τι είμαι;» συνέχισε πιο ήρεμος τώρα, «Το παιχνιδάκι σου; Να το χρησιμοποιήσεις με όποιο τρόπο θες και όποτε σε βολεύει; Γιατί το έκανες πάλι αυτό; Σε τι θα σε ωφελήσει;» τη ρώτησε με δυνατή φωνή.
«Θα στο ξαναπώ, σε χρειάστηκα και σε εκμεταλλεύτηκα! Μια φορά όμως! ΜΙΑ! Και σου έχω ήδη ζητήσει συγγνώμη που σε συνέλαβαν, γιατί τότε μου φάνηκε ο καλύτερος τρόπος για να μπορέσουμε να μπούμε στο αστυνομικό τμήμα και να ψάξουμε. Και όπως έχεις ομολογήσει αν δεν το είχα κάνει, δε θα μπορούσαμε ν’ επιβεβαιώσουμε ότι κάποιοι εμπλέκονται… Όμως, δεν το δέχομαι να μου λες ότι σε χρησιμοποιώ με όποιο τρόπο θέλω και όπως με βολεύει, γιατί ό,τι έχω κάνει, μόνο εσένα ωφέλησε και κανέναν άλλον!»
«Επιτέλους ομολογείς ότι έχεις κάνει ένα σωρό παρασκηνιακές ραδιουργίες!»

Τα μάτια της Όλγας έγιναν σα μικρές κουμπότρυπες! «Μάλιστα, το ομολογώ!» είπε με θάρρος. «Ομολογώ ότι σου είπα ψέματα ότι ο Μήτρογλου ορκίστηκε να σε σκοτώσει!». Ο Μιχάλης ένιωσε σαν του έριξαν έναν κρύο κουβά νερό.
«Τιιιιιι;» κατάφερε να ουρλιάξει, μα η Όλγα δεν του έδωσε σημασία. «Μάλιστα, είπα ψέματα! Μα ήταν ο μόνος τρόπος να σε πείσω να μάθεις να πυροβολείς σε στόχο κι όχι στον γάμο του Καραγκιόζη, όπως έκανες ως τώρα και να οπλοφορείς! Τόσες φορές προσπάθησα να σου εξηγήσω ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν αστειεύονται και πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα!»
«Δεν το πιστεύω, δεν το πιστεύω!» μονολογούσε ο Μιχάλης και προσπαθούσε να επεξεργαστεί αυτό που του είπε. Σαν ταινία σε γρήγορο ρυθμό πέρασαν από μπροστά του οι άυπνες νύχτες από τον φόβο που τρύπωνε στην καρδιά του. Δεν ήταν δειλός ο Μιχάλης κι όταν αποφάσισε ότι θα γινόταν δημοσιογράφος, ήξερε πού έμπλεκε, μα όπως και να το κάνεις, όταν σου λένε ότι κάποιος έχει ορκιστεί να σε σκοτώσει, δεν μπορείς να το πάρεις αψήφιστα.

«Είπα ψέματα και στον Αλέξανδρο…» συνέχισε πιο μαλακά τώρα η Όλγα. «Του είπα ότι τον είπες αγράμματο καράβλαχο και ότι τα κείμενά του είναι πομπώδη και επιφανειακά…»
«Τιιιιιιιιιιιι;» ακούστηκε πιο τραβηγμένο αυτή τη φορά. Ο Μιχάλης έπιασε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. «Εσύ ήσουν;». Η Όλγα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά και απέφυγε το βλέμμα του. «Μα γιατί; Γιατί;» προσπάθησε να καταλάβει ο Μιχάλης. Γιατί τον έβαλε να τσακωθεί με τον συνάδελφό του, τον οποίο πολύ συμπαθούσε και να ανοίξει πόλεμο μαζί του για το ποιος είναι καλύτερος δημοσιογράφος;
«Ξέρεις το γιατί… Γιατί δεν είσαι όσο ανταγωνιστικός χρειάζεται για αυτήν τη δουλειά. Έπειτα ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προσπαθήσεις και να μπορέσεις να ξεφύγεις από το πομπώδη επιφανειακό σου ύφος και…»
«Α τώρα λες εμένα πομπώδη και επιφανειακό!»
«Ε αφού ήσουν!» σήκωσε τον τόνο της φωνής συγχυσμένη. «Και εσύ και μόνο εσύ φταις που αναγκάστηκα και έμπλεξα τον Αλέξανδρο, γιατί όταν προσπάθησα να σου μιλήσω, δεν με άκουσες, μόνο μου είπες υποτιμητικά να κοιτώ τα κοσμικά μου!» είπε φανερά νευριασμένη η Όλγα.
«Και φυσικά, για μια ακόμη φορά, με αγνόησες και δεν έκανες ό,τι σου είπα! Ευτυχώς να λέω! Γιατί εσύ ήσουν ικανή να με βάλεις να τσακωθώ και με τον Πλάτων Νυδή αν ήξερες ποιος είναι!»
«Με ποιον νομίζεις ότι τσακώνεσαι τόση ώρα;» αναφώνησε φανερά συγχυσμένη η Όλγα και τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα της. Ο Μιχάλης πισωπάτησε ξαφνιασμένος. Δεν μπορεί! Ο Πλάτων Νυδής να είναι, η Όλγα; Ο καυστικός κι εξαιρετικός αρθρογράφος που κανείς δεν ήξερε την ταυτότητά του, ούτε καν ο εκδότης τους, ο πατέρας της; Ή μήπως ξέρει; Βέβαια του είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να είναι γυναίκα, εξαιτίας του επωνύμου που σημαίνει μήτρα στα αρχαία ελληνικά, μα σίγουρα δεν περίμενε να είναι η Όλγα. Η Όλγα άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, χώθηκε στη θέση του οδηγού και έκανε να βάλει μπρος, μα ο Μιχάλης άνοιξε διάπλατα την πόρτα και έφερε το πρόσωπό του απέναντι από το δικό της.

«Και τώρα; Τώρα πώς θα με ωφελήσει αυτό… το… το… πώς να το πω; Στοίχημα;» της είπε μισοκλείνοντας τα μάτια και προσπαθώντας να φαίνεται ακόμη θυμωμένος.
«Πόσες φορές σου ανέφερα ότι πρέπει να μάθεις πυγμαχία, να αμύνεσαι έστω, ώστε να μην σε ξανατσουβαλιάσουν όπως τη νύχτα που σε βρήκα στο πορτμπαγκάζ;» του είπε ήρεμα, αρνούμενη να τον κοιτάξει και άνοιξε τη μηχανή που γουργούρισε μαλακά.
«Και πόσες φορές σου είπα, ότι δε θα το είχαν καταφέρει αν δεν ήταν τόσοι;» της είπε κι ένιωσε πάλι το αίμα του να πλημμυρίζει το πρόσωπό του καθώς ορθώνονταν. Τα χείλη της εξαφανίστηκαν και ανέστρεψε το βλέμμα της ξεφυσώντας απογοητευμένη. Ξάφνου το χέρι της σφίχτηκε και ο αγκώνας της τινάχτηκε βρίσκοντάς τον στο διάφραγμα. Ο Μιχάλης διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο και παραπάτησε προς τα πίσω προσπαθώντας να πάρει ανάσα.
«Μόνο αυτό χρειάστηκε και τότε… Βλέπεις ήμουν εκεί!» του είπε κλείνοντας την πόρτα. «Α κι ένα ακόμη μάθημα! Να επιτίθεσαι όταν δεν το περιμένουν!» του φώναξε πατώντας το γκάζι και κάνοντας τα λάστιχα να στριγκλίξουν πάνω στο αμμοχάλικο.

«Τι έγινε; Έχετε τσακωθεί;» ρώτησε τον Μιχάλη ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τη μουσική και προσφέροντάς του ένα ποτήρι κρασί. Ο Μιχάλης τον κοίταξε ξαφνιασμένος. Ο Αλέξανδρος του έγνεψε χαμογελώντας δείχνοντας κατά την Όλγα.
«Ξέρεις κι εγώ θύμωσα όταν μου το είπε… Μα μετά το σκέφτηκα καλύτερα κι είχε δίκιο. Μετρά το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι ότι και οι δύο προσπαθήσαμε και βελτιωθήκαμε πολύ»
«Πόσο καιρό το ξέρεις;» τον ρώτησε ο Μιχάλης προσπαθώντας μάταια να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Επίτηδες το έκανε, ήταν σίγουρος. Επίτηδες ντύθηκε ή μάλλον γδύθηκε τόσο σήμερα, για να τον τιμωρήσει. Κι όλα αυτά τα αρπακτικά, όλων των ηλικιών την έχουν κυκλώσει κι εκείνη εκεί, ανάμεσά τους, με αυτό το στενό σιέλ φόρεμα που διαγραμμίζει το όμορφο κορμί της, μίλαγε, χόρευε, μα το χειρότερο από όλα, τους χαμογελούσε. Ιδίως σε αυτόν τον σιχαμένο τζιτζιφίογκο τον Πάρη. Αχ πόσο θα ήθελε να στριφογυρίσει τόσο το παπιγιόν του που να λειτουργήσει σαν έλικας, να τον σηκώσει πάνω και να χαθεί στον νυχτερινό ουρανό!
«Πριν κάνα δυο βδομάδες μου το είπε» άκουσε τον Αλέξανδρο να του λέει.
«Εμένα μόλις σήμερα το πρωί» έγρουξε εκείνος και γύρισε την πλάτη του για να μην ουρλιάξει. Ο σιχαμένος ο τραπεζίτης Στεργίου, μόλις είχε περάσει το χέρι του στη μέση της. Στράγγιξε το ποτήρι του.
«Ξέρεις, είσαι πολύ τυχερός…» του είπε ο Αλέξανδρος.
«Ναι, ε;» είπε μηχανικά ο Μιχάλης που ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει.
«Φυσικά, η μισή εφημερίδα είναι ερωτευμένη με την Όλγα και πώς να μην είναι δηλαδή…» αναστέναξε ο Αλέξανδρος κοιτώντας τα λεπτά χαρακτηριστικά της με κοντά μαλλιά της τραβηγμένα πίσω όπως προστάζει η μόδα. «Μα αυτή… διάλεξε εσένα…»

Ο Μιχάλης τον κοίταξε ξαφνιασμένος. «Έλα τώρα φίλε, που δεν το έχεις καταλάβει! Για ποιο λόγο μια γυναίκα, ανεξάρτητη, πλούσια, όμορφη και καλλιεργημένη να ασχοληθεί με κάποιον σαν και εσένα και εμένα και να προσπαθήσει να βελτιώσει τη δουλειά του και την κοινωνική του θέση;». Και να τον κρατήσει ασφαλή, συμπλήρωσε στο μυαλό του τα λόγια του Αλέξανδρου ο Μιχάλης. «Αν όχι, ώστε να μπορεί να τον παρουσιάσει ως μέλλοντα γαμπρό…» σύρισε τώρα με ζήλια ο Αλέξανδρος. «Αν και να ξέρεις, ο γερό Μπαρδάκας δεν πρόκειται να πειστεί μόνο και μόνο επειδή γράφεις καλά!» ο Μιχάλης όμως δεν τον άκουσε αυτό το τελευταίο. Την είδε να ακολουθεί μια υπηρέτρια προς την κουζίνα κι έτρεξε ξοπίσω της. Πλησίασε διακριτικά την κουζίνα, αλλά δεν την είδε. Προχώρησε στον στενό σκοτεινό διάδρομο όταν ένα τρεμάμενο φως φάνηκε από τις χαραμάδες μιας πόρτας. Ο Μιχάλης στάθηκε απ’ έξω και έβαλε το αυτί του στην πόρτα. Αχνοί θόρυβοι ότι κάποιος κάτι έψαχνε ακούστηκαν. Μισάνοιξε την πόρτα απότομα κι έχωσε το κεφάλι του μέσα. Η Όλγα τον κοιτούσε έντρομη έχοντας στο στόμα της ένα φακό. Ο Μιχάλης χώθηκε στο δωμάτιο και της ψιθύρισε «Τι κάνεις πάλι, μου λες;». Εκείνη τον αγνόησε και συνέχισε να εξετάζει τα χαρτιά πάνω στο γραφείο προσπαθώντας να μην αλλάξει τον τρόπο που ήταν τοποθετημένα. Ξάφνου έγειρε πάνω από ένα και χαμογέλασε πράγμα που έκανε τον φακό της να πέσει πάνω στο γραφείο κάνοντας έναν υπόκωφο θόρυβο κι έπειτα πάνω στο πάτωμα, όπου κι έσβησε. Ο Μιχάλης που την είχε πλησιάσει έβρισε και όταν ένιωσε το κορμί της να χαμηλώνει έκανε το ίδιο και ξεκίνησαν να πασπατεύουν το πάτωμα όταν βήματα ακούστηκαν από έξω. Η Όλγα έμπηξε τα νύχια της στο μπράτσο του Μιχάλη και ασυναίσθητα κουλουριάστηκαν και μαζεύτηκαν όσο μπορούσαν κάτω από το μεγάλο καρυδένιο γραφείο. Ο Μιχάλης άπλωσε προστατευτικά τα χέρια του γύρω της κι έκανε να την αγκαλιάσει, μα εκείνη τα απόδιωξε ενοχλημένη. Να ήταν ακόμη θυμωμένη από τον πρωινό καυγά τους; αναρωτήθηκε κι ένιωσε τη θλίψη να τον τυλίγει. Η πόρτα άνοιξε κι έπειτα ένα αχνό πράσινο φως από τις απλίκες φώτισαν το δωμάτιο.
«Σου είπα χίλιες φορές να μην έρχεσαι εδώ και σίγουρα όχι, τέτοια μέρα!» ακούστηκε η φωνή του τραπεζίτη
«Ίσα ίσα, σήμερα είναι η κατάλληλη μέρα, όπου όλα τα λαμόγια οι δημοσιογράφοι είναι στο σαλόνι σου κι όχι να μας ψάχνουν» έφερε αντίρρηση μια τραχιά φωνή
«Τέλειωνε!» είπε ανυπόμονα ο Στεργίου στον άντρα. Εκείνος ακούμπησε κάτι βαρύ στο γραφείο και βγήκε αφού τσέκαρε τον διάδρομο. Εν τω μεταξύ ο Στεργίου πήρε το πακέτο, το έχωσε βιαστικά κάτω από το μαξιλάρι της πολυθρόνας και βγήκε. Η Όλγα περίμενε λίγο ώσπου να ακούσει τα βήματα να ξεμακραίνουν, άναψε τον φακό και κατευθύνθηκε κατά την πολυθρόνα. Μάταια της ψιθύριζε ο Μιχάλης ότι πρέπει να φύγουν και προσπάθησε να την τραβήξει να μην ξετυλίξει το πακέτο. Μα εκείνη τίναξε πέρα το χέρι του και το άνοιξε. Κάμποσες δεσμίδες με ολοκαίνουργια χαρτονομίσματα, βρισκόταν μέσα στο πακέτο, πλαστά λεφτά. Η Όλγα χαμογέλασε, ξαναέδεσε το πακέτο προσεκτικά και ακολούθησε τον Μιχάλη στο σαλόνι. Κάθισαν στην χοροεσπερίδα προσπαθώντας να φαίνονται φυσιολογικοί κι έπειτα πρώτος ο Μιχάλης κι έπειτα η Όλγα με τον πατέρα της έφυγαν.

Κόντευε να ξημερώσει όταν η Όλγα, ντυμένη σαν αγόρι, έψαξε με το βλέμμα της για τον Μιχάλη στο σκοτεινό δρόμο, ώσπου είδε μια καύτρα από το τσιγάρο του πίσω από ένα χοντρό κορμό δέντρου στη γωνία του δρόμου. Η καύτρα έκανε το σχήμα ζ στον αέρα. Ήταν εκεί και την περίμενε και της έκανε το σινιάλο τους, σκέφτηκε ευχαριστημένη η Όλγα. Κατέπνιξε την επιθυμία της να βγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να τον συναντήσει, καταρχάς γιατί ήθελε να σιγουρευτεί ότι όλοι κοιμούνται και δεύτερον, γιατί δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να τον δει. Η αλήθεια είναι ότι είχε θυμώσει πολύ μαζί του εξαιτίας του πρωινού καυγά, μα ακόμη πιο πολύ γιατί τον είδε στη χοροεσπερίδα να μιλάει για ώρα με την Ερριέτα, την κόρη του μεγαλοτραπεζίτη. Κ κι όχι μόνο μίλαγε, μα έκανε και σαν ξαναμμένος σκύλος! Τυπικό αρσενικό… Της την έδιναν στα νεύρα τα “τυπικά αρσενικά”. Της την έδινε στα νεύρα του να της μιλά και να συμπεριφέρεται σα να μην τη λαμβάνει υπόψη. Γιατί δηλαδή πρέπει να είναι τόσο δύσκολο να συνεννοηθείς με έναν άντρα; Γιατί ένας νέος άντρας να μην μπορεί να ξεκολλήσει από τις ιδέες τόσων και τόσων γενεών και ακόμη και σήμερα εν έτη 1956 να αναπαράγουν συμπεριφορές ξεπερασμένες; Γιατί να πρέπει να σχεδιάζει ολόκληρες δολοπλοκίες, να λέει ψέματα και να νιώθει ότι κάθε φορά που το κάνει, χάνει κάτι από τον εαυτό της; Η μάνα της λέει ότι είναι πολύ εγωίστρια και θέλει πάντα να περνά το δικό της. Ίσως να ‘χει και δίκιο, όμως αυτή της έμαθε ότι αν δεν μπορείς να φτάσεις εκεί που θες από τη λεωφόρο, θα πας από τους παραδρόμους. Όπως της έμαθε να διαλέγει τις μάχες που θα δώσει, αλλά αν αποφάσιζε να δώσει, να μην τα παρατούσε ακόμη και αν συντριβόταν. Υποσχέθηκε στον Νίκο ότι θα δώσει αυτήν τη μάχη αντ’ αυτού και δε θα έκανε πίσω επειδή γνώρισε τον Μιχάλη. Άλλωστε για πρώτη φορά ένιωθε την ανάγκη να δείξει σ’ έναν άνθρωπο ποια πραγματικά ήταν, χωρίς εξωραϊσμούς, χωρίς να αναπαράγει όσα της έμαθαν ότι πρέπει να κάνει ως γυναίκα και κόρη, χωρίς να πεταρίζει τις βλεφαρίδες και να μιλά σα χαζοβιόλα. Ήθελε να την αγαπήσει γι’ αυτό που είναι, όχι για αυτό που θα έπρεπε να είναι, σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της μικρής κοινωνίας τους. Θα μπορούσε να αγαπήσει μια χειραφετημένη γυναίκα;

Η Όλγα κοίταξε ξανά έξω από το παράθυρο, ήταν εκεί και την περίμενε τόση ώρα… Ήταν εκεί γιατί ήθελε να δει εκείνη, ή γιατί ως σωστός δημοσιογράφος μυρίστηκε ότι αυτή μπορούσε να του δώσει το θέμα; Οι αμφιβολίες που την κατέτρωγαν τόσες μέρες, επέστρεψαν δριμύτερες. Σήμερα τη διαβεβαίωνε ο Μιχάλης ότι δεν τη χρειάζεται… Πόσο ανόητος ήταν! Κι όμως αυτή ήταν ερωτευμένη με αυτόν τον ανόητο και για αυτό έκανε ένα σωρό ραδιουργίες όπως είπε. Τα έκανε όλα αυτά, για να τον προωθήσει, μα και να τον προστατέψει, να μπορεί να αμυνθεί όταν αυτή δε θα είναι δίπλα του. Και σίγουρα δεν τον χρησιμοποίησε προς δικό της όφελος. Άλλωστε αυτή δεν μπορούσε να φανεί πουθενά. Θα του αποδείκνυε λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να εκμεταλλευτείς έναν άνθρωπο, σκέφτηκε πεισμωμένη η Όλγα καθώς έβγαινε από το παράθυρο της στον απάνω, πέρασε τον μεγάλο κήπο, σκαρφάλωσε πάνω από τον φράκτη και πήδηξε σαν αίλουρος στον χωμάτινο δρόμο.
«Ξέρω τι κάνει ο Στεργίου!» είπε η Όλγα προσπαθώντας να συγκρατήσει τον τόνο της φωνής της μόλις τον πλησίασε. «Και σήμερα βρήκα και πού μπορεί να κρύβονται! Ο τύπος είναι φοβερός! Αντικαθιστά σιγά σιγά όλα τα χαρτονομίσματα που έχει στο χρηματοκιβώτιο της τράπεζας με τα πλαστά. Θυμάσαι που η τράπεζά μας ήταν να κάνει μια μεγάλη αγορά και να στηρίξει τον μεγαλοτσιφλικά Παπαστράτο; Για αυτόν το λόγο είχαν κάνει μια μεγάλη μεταφορά ρευστού στην τράπεζά μας πριν λίγους μήνες. Όλο αυτό το ρευστό λοιπόν παραμένει εκεί μέχρι να χρησιμοποιηθεί. Το είδα! Το θέαμα είναι απίστευτο. Σου είπα ότι επισκέφτηκα την τράπεζα κι έπεισα τον Γιαγκάζογλου να με ξεναγήσει στο χρηματοκιβώτιο; Δε στο ‘πα; Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι οι κάτω ντάνες χαρτονομισμάτων έμοιαζαν ολοκαίνουργιες! Τότε όμως δεν μπορούσα να το συνδέσω. Τώρα είμαι σίγουρη! Παίρνει τα κανονικά λεφτά και βάζει στη θέση τους τα πλαστά. Και επιπλέον είμαι, σχεδόν, σίγουρη ότι κρύβονται στις αποθήκες του Παπαστράτου, εκεί κοντά τους έχασα…» είπε χωρίς να πάρει ανάσα. Ο Μιχάλης είχε μείνει άναυδος, το μόνο που κατάφερε να τραυλίσει ήταν «Μα πώς σκέφτηκες ότι ο Στεργίου εμπλέκονταν; Δε θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου!»
«Ακολούθησα το χρήμα. Τα πλαστά τα φτιάχνανε, αλλά πέρα από μία παρτίδα, που κάποιος από ότι φαίνεται έκλεψε και μοίρασε, όλα τα άλλα δεν έβγαιναν στην αγορά. Γιατί να τα φτιάξουν αν δεν τα βγάζαν στην αγορά; Έπειτα ήταν και η Ερριέτα…».
«Η Ερριέτα;»
«Ναι, που κάνεις ότι δεν ξέρεις για ποια Ερριέτα μιλώ! Για την Ερρίετα Στεργίου με τα μεγάλα… που κάθε φορά τα καρφώνεις σα λιγούρης!» σύρισε μην μπορώντας να κρύψει τον εκνευρισμό της η Όλγα.
«Εγώ;» αντέδρασε ο Μιχάλης μα ένιωσε το κοφτερό της βλέμμα πάνω του και σώπασε.
«Η Ερριέτα λοιπόν, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο πατέρας της ετοιμάζει ένα μεγάλο οικογενειακό ταξίδι στην Αργεντινή. Μαζί με τα ακριβά ρούχα που ξαφνικά άρχισαν να φοράνε οι κυράδες του σπιτιού, τα κοσμήματα και οι ολοένα και πιο συχνές χοροεσπερίδες με έβαλαν σε σκέψεις. Πώς τα κατάφερνε με έναν απλό μισθό;». Ο Μιχάλης ένιωσε τον θαυμασμό του να ξεχειλίζει. Αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε με καμία άλλη από όσες είχε ως τότε γνωρίσει. Τρομακτικά πανέξυπνη, ανεξάρτητη, πανέμορφη…

«Τι πιστεύεις όμως ότι πρέπει να κάνουμε;» τον ρώτησε ξαφνικά η Όλγα και προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. “Για πες κύριε Μιχάλη, πώς θα χρησιμοποιήσεις την πληροφορία που σου έδωσα;”
«Οι δικοί μας, οι περισσότεροι, είναι πουλημένοι. Κατάλαβες ποιος ήταν αυτός που ήρθε σήμερα;». Η Όλγα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ο ίδιος ο αρχηγός της χωροφυλακής! Τον αναγνώρισα από τη φωνή, αυτός με ανέκρινε τότε που… Δεν μπορούμε να βασιστούμε σε κανένα άτομο στην πόλη εκτός, ίσως…»
«Δε θέλω να μπλέξω τον πατέρα μου… Είναι τεράστια απάτη, μπορεί να κινδυνεύσει…» τον έκοψε η Όλγα.
«Αυτό φοβάσαι;»
«Αυτό και το αν μάθει το τι κάνω τόσο καιρό. Θα με κουρέψει με την ψιλή και δε πρόκειται να με αφήσει να συνεχίσω τις σπουδές μου, για τις οποίες ίδρωσα να τον πείσω». Ο Μιχάλης κάτι έκανε να πει, μα δίστασε.
«Τον έλεγξα, είναι καθαρός» του είπε με σιγουριά η Όλγα μαντεύοντας τη σκέψη του.
«Έλεγξες τον πατέρα σου;» τη ρώτησε με αμφιβολία.
«Φυσικά» είπε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους της. Ο Μιχάλης για μια ακόμη φορά ξαφνιάστηκε. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τον εκπλήσσει. Ξαφνικά όρμησε την άρπαξε από τους ώμους και τη φίλησε στο στόμα. Η Όλγα κοκάλωσε, δεν το περίμενε…
«Τι κάνεις;» ψέλλισε μόλις συνήλθε από τη σαστιμάρα.
«Επιτίθεμαι όταν δεν το περιμένουν» της είπε ο Μιχάλης. Την ένιωσε να στραβομουτσουνιάζει μέσα στο σκοτάδι.
«Μαθαίνεις γρήγορα» του είπε με μια σκληράδα στη φωνή.
«Είχα καλή δασκάλα»
«Ναι, μα τώρα έχουμε δουλειά! Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι πρόκειται να τηρήσεις τη συμφωνία μας να μη μάθει κανείς, ιδίως ο πατέρας μου, ότι μπλέχτηκα σε αυτήν την ιστορία, ούτε ότι αρθρογραφώ ως Πλάτων Νυδής. Για μένα το σωστό είναι να αναφέρεις το όνομα του Νίκου Καββαδά και του τι του κάνανε»
«Το υποσχέθηκα, μα… πώς θα μπορούσα, όταν εσύ έχεις κάνει όλη τη δουλειά;» έφερε αντιρρήσεις ο Μιχάλης. Η Όλγα χαμογέλασε. Τουλάχιστον της το αναγνώρισε.
«Ξημερώνει, δεν έχουμε χρόνο για άλλες κουβέντες, το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι πρέπει να κρατήσω τα προσχήματα μέχρι να είμαι έτοιμη και ανεξάρτητη, ώστε να τα διαλύσω και τώρα πρέπει να φύγω! Μέχρι τότε μπορείς να οικειοποιηθείς αυτά που ανακάλυψα… Σου το επιτρέπω!» του είπε κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να διατηρήσει ουδέτερο τον τόνο της φωνής της κι έφυγε σχεδόν τρέχοντας αφήνοντας τον Μιχάλη άναυδο για μία ακόμη φορά!

Εκείνον τον Αύγουστο, όλοι μιλούσαν για το τρομερό σκάνδαλο πλαστογραφίας και ληστείας της τράπεζας, όπου η μισή χωροφυλακή και κάποιοι υπάλληλοι της τράπεζας και ο μεγαλοτσιφλικάς Παπαστράτος εμπλέκονταν, όπως και για έναν νέο πολλά υποσχόμενο δημοσιογράφο. Έπειτα από ‘κείνη την νύχτα όμως, ο Μιχάλης και η Όλγα απέφυγαν να βρεθούν μόνοι, καθώς και να έχουν οποιαδήποτε επικοινωνία. Παρόλο που ήξεραν ότι έτσι έπρεπε να γίνει, καθώς η οικογένειά της και ο ίδιος παρακολουθούνταν για την πιθανότητα αντιποίνων, αυτή η κατάσταση τους προκαλούσε δυσφορία και αμηχανία.

Ο Μιχάλης που είχε θιχτεί με τα λόγια της ότι του επιτρέπει να οικειοποιηθεί όσα έμαθε, είχε πια αρχίσει να πιστεύει ότι απλά τον είχε χρησιμοποιήσει σαν δούρειο ίππο και ότι εκείνη τον είχε εκμεταλλευτεί ακόμη μια φορά, ώστε από την μία να μην προδοθεί, αλλά να μην χάσουν την αποκλειστικότητα, πράγμα που εκτίναξε τις πωλήσεις της εφημερίδας του πατέρα της. Έπειτα μπήκε ο εγωισμός του στη μέση. Μπορεί να καθυστερούσε, αλλά ήταν σίγουρος ότι θα τα ανακάλυπτε και μόνος του.

Αντίστοιχα και η Όλγα θεώρησε ότι εκείνο το φιλί δεν ήταν αληθινό, αλλά έγινε πάνω στον ενθουσιασμό του και ότι εκείνος εξαφανίστηκε όταν κέρδισε τη δόξα που τόσο επιθυμούσε. Παρόλο που αυτή του ζήτησε μην μάθει κανείς για την ανάμειξή της, ένιωθε ότι την εκμεταλλεύτηκε και ότι την απογοήτευσε.

Σύντομα η Όλγα έφυγε για την πρωτεύουσα, ώστε να παρακολουθήσει στο Πανεπιστήμιο. Λίγο καιρό μετά, ο Μιχάλης βρέθηκε στην Πρωτεύουσα ως ανταποκριτής σε μια από τις δίκες όπου θα γινόταν εκεί. Ανυπομονούσε πολύ να τελειώσει η δίκη και να έρθει το απόγευμα. Είχε προγραμματίσει μια σύντομη επίσκεψη στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ακόμη ο Νίκος Καββαδάς, ο χτυπημένος συνάδελφός του, ο οποίος παρουσίαζε σημαντική βελτίωση τον τελευταίο καιρό όπως είχε μάθει κι έπειτα θα έψαχνε την Όλγα. Επιτέλους έπρεπε να μιλήσουν, έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση ανάμεσά τους, έπρεπε να τη δει…

Όταν μπαίνοντας στο ψυχρό δωμάτιο του νοσοκομείου, αντίκρισε την Όλγα να κάθεται δίπλα στον Νίκο Καββαδά και να του διαβάζει κρατώντας το χέρι του, τα έχασε. Το πρόσωπό του έχασε και την τελευταία ρανίδα αίματος και ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Θα είχε λιποθυμήσει, αν εκείνη την ώρα δεν έμπαινε ξοπίσω του μια νοσηλεύτρια, η οποία μίλησε για λίγο με την Όλγα για τον ασθενή, που από ότι φαίνεται ήταν πολύ συχνή επισκέπτρια, δίνοντάς του τον χρόνο να συνέλθει. Η νοσηλεύτρια τους ζήτησε να βγουν έξω και το έκαναν με φανερή αμηχανία. Σα βρέθηκαν μόνοι στον διάδρομο, απέφευγαν να κοιτάξουν ο ένας τον άλλον και στάθηκαν με την πλάτη στον τοίχο αμίλητοι.
«Τι έγινε; Έπαθε κάτι ο Νίκος;” τους έβγαλε μια γλυκερή φωνή από τις σκέψεις τους. Ο Μιχάλης σάστισε ακόμη μια φορά, αντικρίζοντας τον Φώτη, το νεαρό που ασχολούνταν με τα καλλιτεχνικά στην εφημερίδα και είχε πρόσφατα παραιτηθεί.
«Μια χαρά είναι ο Νίκος» τον καθησύχασε η Όλγα προσπαθώντας να χαμογελάσει, «Απλά είναι η νοσηλεύτρια μέσα». Ο νεαρός έμοιασε να ανακουφίζεται και έπειτα γύρισε προς τον Μιχάλη κοιτώντας τον ερωτηματικά.
«Εεε… ήρθα για να δω τι κάνει… Όφειλα…» τραύλισε εκείνος και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στην Όλγα που χαμήλωσε αμέσως το βλέμμα της
«Ναι και σε άλλους οφείλεις… πολλά, αλλά εξαφανίστηκες χωρίς ούτε μια κουβέντα!» είπε σπάζοντας με θηλυπρέπεια τη φωνή του ο Φώτης. Ο Μιχάλης τον κοίταξε σαστισμένος, μα εκείνη την ώρα βγήκε η νοσοκόμα και τους έκανε νόημα ότι μπορούν να περάσουν. Κάνοντας όμως να μπουν, ο Φώτης σταμάτησε την Όλγα.
«Εντάξει, είμαι εγώ εδώ τώρα γλυκιά μου, σε ευχαριστώ για όσα κάνεις για εμάς!» της είπε και της έδειξε με πλάγια συνωμοτική ματιά τον Μιχάλη που απέθεσε το κουτί με γλυκά που κρατούσε τόση ώρα στο κομοδίνο του αρρώστου.
«Σε ευχαριστούμε πολύ, Μιχάλη» είπε ο Φώτης και κάθισε στην καρέκλα που καθόταν η Όλγα κι έπιασε το χέρι του Νίκου, που δε φαινόταν να έχει και πολύ επαφή με το περιβάλλον και το έσφιξε ανάμεσα στα δικά του. Ο Μιχάλης φαινόταν σαστισμένος και καταμπερδεμένος.
«Λοιπόν, χαιρετώ κι εγώ!» είπε η Όλγα αμήχανα και βγήκε
«Ναι, περαστικά… να μην ενοχλώ…» είπε ο Μιχάλης κι έτρεξε ξοπίσω της.

Η Όλγα περπατούσε σχεδόν τρέχοντας και ο Μιχάλης την πρόλαβε μόλις βγήκε στον μικρό περιποιημένο κήπο του νοσοκομείου, μα μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη, απλά την έπιασε από το μπράτσο αναγκάζοντάς τη να γυρίσει ξαφνιασμένη. Βύθισε το υγρό βλέμμα της στο δικό του και ο Μιχάλης απέμεινε να την κοιτά μην μπορώντας να αρθρώσει λέξη και για πρώτη φορά ούτε η Όλγα, που φοβόταν μην προδοθεί η ταραχή της από τη φωνή της, μπορούσε να μιλήσει. Στο τέλος ο Μιχάλης την παρέσυρε έξω από το νοσοκομείο σε ένα μικρό πάρκο.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις;» ψέλλισε ο Μιχάλης, «Τι ήταν όλο αυτό;»
«Ποιο;» ρώτησε μπερδεμένη η Όλγα
«Είσαι με τον Νίκο;» την ρώτησε αναπάντεχα μην μπορώντας να συγκρατήσει τα προσχήματα. Και τότε ξαφνικά το σοβαρό και ταραγμένο πρόσωπό της άλλαξε και άρχισε να γελά με ένα γάργαρο ανάλαφρο γέλιο. Ο Μιχάλης την κοίταζε φανερά οργισμένος με μάτια που πέταγαν σπίθες. Ξαφνικά η Όλγα σοβαρεύτηκε, τον κοίταξε εξεταστικά και καρφώνοντάς τον στα μάτια, τον ρώτησε με αναίδεια «Τι σε κόφτει εσένα με ποιον είμαι, κύριε δημοσιογράφε;»

Ένα βογγητό βγήκε από τα χείλη του και ξαφνικά την άρπαξε και τη φίλησε.

Η Όλγα τραβήχτηκε εκνευρισμένη «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να εξαφανίζεσαι για μήνες και μετά να κάνεις κάτι τέτοιο! Επιτέλους, τι θες;»
«Να γίνεις γυναίκα μου!» είπε χωρίς να το σκεφτεί ο Μιχάλης, κοιτώντας τη βαθιά στα μάτια και μικρές κηλίδες ιδρώτα εμφανίστηκαν στο μέτωπό του, ενώ στηρίχτηκε αμήχανος για λίγο πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Η Όλγα συνέχισε να τον κοιτά χωρίς να μιλά, με πρόσωπο πέτρινο. Το φίδι της αμφιβολίας τρύπωσε στην καρδιά του και άρχισε να την τσιμπά προκαλώντας του πόνο.
«Τι θες;»» τον ρώτησε η Όλγα ξανά πιο ήπια και φύσηξε την φράντζα της που είχε πέσει στα μάτια της.
«Εσένα. Εσένα δίπλα μου, να μ’ αγαπάς, να με φροντίζεις, να με προστατεύεις… Σε χρειάζομαι όσο το οξυγόνο!». Η Όλγα τον κοίταξε απογοητευμένη και του φάνηκε πως κινήθηκε να φύγει. Την έπιασε απελπισμένος από τους ώμους.
«Υπάρχουν πολλές γυναίκες εκεί έξω που μπορούν να κάνουν όσα λες, για σένα…» του είπε ψυχρά
«Ναι, αλλά εγώ, ΕΣΕΝΑ αγαπώ! Καμία άλλη!» αναφώνησε εκείνος απελπισμένος

«Ορίστε, τόσο δύσκολο ήταν;» τον ρώτησε και η μάσκα ξαφνικά έσπασε και το λαμπερό της χαμόγελο σκίασε τα πάντα
«Γιατί σου αρέσει να με παιδεύεις;» μονολόγησε μην μπορώντας να καταπνίξει το φίδι της αμφιβολίας που κατασπάραζε τα σωθικά του. «Ο Νίκος…» τραύλισε, μα το στόμα του είχε στεγνώσει τελείως.
«Το θέμα δεν είναι ο Νίκος» του είπε σοβαρά και βλέποντάς τον να πανιάζει του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Ούτε κανείς άλλος… Το θέμα είναι ότι θέλω να είμαι ο εαυτός μου! Προσποιούμαι τόσα χρόνια την καλή κόρη, το καλό κορίτσι, τη χαζιοβιόλα κοσμικογράφο… που νιώθω ότι πνίγομαι, ότι χάνομαι, ότι δεν ξέρω ποια είμαι, εγώ! Το μόνο που ξέρω είναι ότι δε θέλω να προσποιούμαι άλλο και δε θέλω να προσποιούμαι την καλή σύζυγο, όπως και ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψω τα όνειρά μου, να τελειώσω τις σπουδές μου, να δουλέψω ως σοβαρή δημοσιογράφος, να…»
«Μην πεις τίποτα άλλο. Σ΄αγαπώ! Κι εγώ δεν αγάπησα την καλή κόρη, ούτε την ήσυχη γυναικούλα, ούτε ένα αθώο κοριτσάκι. Αγάπησα τον μεγαλύτερο μπελά που υπάρχει! Σ’ αγαπάω, μπελά μου! Εσένα! Την αληθινή Όλγα. Θα είμαι εδώ και θα σε στηρίζω σε ό,τι κι αν κάνεις… Και θα σε ακούω, ώστε να μη χρειάζεται να κάνεις ένα σωρό ραδ…» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και η Όλγα σφράγισε στα χείλη του την υπόσχεσή του με ένα φιλί.
Κι αυτήν την υπόσχεση ο Νίκος την κράτησε στα ταραγμένα χρόνια που ήρθαν, παρόλο που λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του εξαιτίας της…

Αναστασία Χ.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: