Ήταν ένα υπέροχο πρωινό Παρασκευής, από αυτά που η Κέντρα, χωρίς να ξέρει πώς, βρήκε χρόνο για καφέ μετά από πολύ καιρό. Ένα πρωινό καταγάλανο και φωτεινό, λες και δεν έκανε τέσσερις καταιγίδες μέσα στην βδομάδα και ενώ χτες κοιμόταν με κουβέρτα, σήμερα ο ήλιος ζέσταινε απαλά τα ξανθά μαλλιά της.
Εκεί που έπινε τον ωραίο της καφέ με τον συνάδελφό της, να σου μια γιαγιά από εκείνες τις μοναχικές, υπερήλικες κυρίες που περιπλανιούνται στο κέντρο σαν να έχουν κάποια σημαντική αποστολή, κάτι να βρουν. Η απάντηση είναι να βρουν εσένα. Δεν ξέρεις πάντα τι θα σου τύχει. Η κυρία Ελπίδα όμως, ήταν λαχείο. Μισή σπιθαμή άνθρωπος, με μεγάλο ανάστημα ψυχής, έτοιμη να σε μεγαλώσει με τις ορμηνίες της. Είτε δεν έχεις μάθει όσα θα σου πει, είτε τα έχεις ξεχάσει και χρειάζεσαι μία υπενθύμιση.
Φυσικά μπορεί να κάτσει χωρίς να ρωτήσει, όχι από αγένεια, αλλά από εκείνη την αυθόρμητη ανάμνηση ότι είμαστε άνθρωποι και ζούμε ο ένας μαζί με τον άλλον και χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Η καλή μας γιαγιά όμως ρώτησε και φυσικά αμέσως έφτασε ο γλυκός της ελληνικός και το μπισκοτάκι που τον συνόδευε.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο πόνος μικραίνει όταν τον μοιραζόμαστε. Έτσι ξεκίνησε η συζήτησή τους.
«Ξαφνικά ο γιος μου άλλαξε. Να μην μου μιλάει το παιδί μου, να με βλέπει και να βάζει τις φωνές, να με διώχνει, να με βρίζει. Να μην έχω πού να πάω. Τι σου έκανα παιδί μου, του έλεγα και δεν με θες; Αλλά απάντηση δεν έπαιρνα. Ωστόσο το σπίτι ήταν το πατρικό μου και άλλο δεν είχα. Πού να πάω; Να πάω να κοιμηθώ στην θάλασσα στα αλμυρίκια; Υπομονή, υπομονή, πόση πια;»
«Πω, γιαγιά, τι πέρασες…», ξεφύσηξε ο Αλέξανδρος. Εκείνη τη στιγμή η Κέντρα συνειδητοποίησε ότι η γιαγιά είχε μάλλον ήδη κερδίσει την καρδιά του.
«Παρακαλούσα τον Θεό από το πρωί ως το βράδυ να καταλάβω τι συμβαίνει, τι λάθος έκανα και πού έφταιγα και άλλαξε έτσι το παιδί μου. Ένα πρωί, με έσυρε στην αστυνομία η γειτόνισσα για να ζητήσω βοήθεια. Δεν ήθελα να πάω, ντρεπόμουν. Τι θα κάναμε εκεί; Τι θα τους έλεγα; Ντροπή να κακολογήσω τον γιο μου…», σηκώθηκε ολόρθη και χτύπησε τον μπέτη της. «Μη με βλέπεις ενάμιση μέτρο ύψος και αδύνατη, έχω ακόμα δύναμη».
«Σας το αναγνωρίζω, πάντως. Δεν χάνετε το χιούμορ σας», παρατήρησε η Κέντρα.
«Χρειάζεται κορίτσι μου και αυτό. Λοιπόν, πίσω στην ιστορία. Η γειτόνισσα με τραβούσε να ανέβω τα σκαλιά στο τμήμα και εκεί, στον πρώτο όροφο, βλέπω με την άκρη του ματιού μου ένα εικονοστάσι. Γλιστράω από το χέρι της και τρέχω στις εικόνες. Αρχίζω να προσεύχομαι και μέσα στην προσευχή μου είδα το πρόσωπο του Σπύρου, του νονού του παιδιού μου. Αχ, Θεέ μου, είπα, απάντηση είναι τώρα αυτή στο πρόβλημα μου; Κάτι όμως κλώτσαγε μέσα μου και έφυγα τρέχοντας. Γυρνώ σπίτι, να προσπαθήσω για ακόμα μια φορά να πλησιάσω το παιδί μου, δεν πρόλαβα να βγάλω την ζακέτα μου και χτυπά πίσω μου η πόρτα. Αυτός ήταν! Ο Σπύρος! Ήρθε να δει τον φιλιότσο του. Έκατσε μια δυο ώρες μαζί του και φεύγοντας με τραβάει πιο πέρα και μου λέει: «Ελπίδα, αύριο το πρωί θα ξανάρθω. Θα τον πάρω να τον πάω σε έναν γιατρό. Κάτι συμβαίνει».
«Ουρανοκατέβατος!» γούρλωσε τα μάτια του.
«Πες το ψέματα παλικάρι μου. Αυτό ήταν! Δεν είχε πάει το μυαλό μου ότι χρειαζόταν ειδικός. Του έδωσαν ό,τι χρειαζόταν του παιδιού και τώρα όλοι το λένε ότι έχει αλλάξει και μάλιστα βοηθά όλον τον κόσμο. Τώρα ανοίγει ξανά η αγκαλιά του και με βάνει όλη μέσα, όπως παλιά», τύλιξε με τα χέρια της τους ώμους της.
«Αχ, μας στεναχώρησες στην αρχή γιαγιά. Δόξα τω Θεώ, πήγαν όλα καλά», είπε η Κέντρα.
«Ναι, παιδί μου, δόξα τον καλό Θεό. Να είναι καλά ο νονός του, οι γιατροί, όλοι όσοι βοήθησαν το παιδί μου. Και εσείς να είστε καλά που με κάνετε σήμερα παρέα. Ξέρετε πόσο σημαντική είναι η παρέα στην ηλικία μου;»
«Μας αρέσει η παρέα σου, γιαγιά, γιατί είσαι ό,τι δείχνεις. Όχι άλλος είναι ο Θοδωρής και άλλος είναι που θωρρείς», είπε ο Αλέξανδρος.
«Ξέρετε, μπορεί να ξεχνώ, αλλά ό,τι πρέπει το θυμάμαι. Θυμάμαι να πω ευχαριστώ, να πω παρακαλώ, να πω συγγνώμη. Απλά δεν καταλαβαίνω, αν μπορείς να κάνεις το καλό, γιατί να μην το κάνεις; Ο Θεός θέλει να κάνουμε το καλό. Όταν κάποιος δίνει πόνο, τι ευχαρίστηση παίρνει; Ποιο είναι το όφελος να πληγώνεις τον συνάνθρωπό σου; Γιατί να μην αλλάζουμε οι άνθρωποι και να είμαστε πιο καλοί;»
«Θα το σημειώσω αυτό», έβγαλε η Κέντρα ένα μπλοκάκι και άρχισε να κρατά σημειώσεις. «Δεν σας πειράζει, ε;»
«Όχι, πουλάκι μου, γράφε ό,τι θες. Να βγάλουμε και μια φωτογραφία αναμνηστική», τίναξε τα λεπτά καστανά μαλλιά της. Φορούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα με κίτρινα λουλουδάκια και το διαχρονικό παντοφλάκι με μαύρη καλτσούλα. «Να κάνετε ερωτήσεις στους ηλικιωμένους, όσες πιο πολλές μπορείτε. Και να προσέχετε, ο κόσμος έχει αλλάξει. Όταν κάθεστε με κάποιον, να ξέρετε τι μαγειρεύει το τσουκάλι του».
«Ε, αν είναι έτσι, πρέπει να μας πείτε τι θα ψήσετε», ρώτησε η Κέντρα.
«Ό,τι πιο απλό. Τα πιο απλά, τα πιο μικρά, τα πιο όμορφα, είναι τα καλύτερα. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Μην κάνουμε την ζωή πολύπλοκη εκεί που δεν είναι. Κάποια πράγματα είναι πιο όμορφα όταν είναι απλά. Βλέπω τον κόσμο που με προσπερνά πώς τρέχει, πώς βιάζεται, λες και χάνεται ο κόσμος γύρω. Μην τρέχουμε να προλάβουμε κάτι επειδή μας είπαν ότι το χρειαζόμαστε. Τι χρειάζεται ο άνθρωπος; Ψυχική υγεία και πνευματική. Να δίνουμε, να αγκαλιάζουμε, να αγαπάμε, να νοιαζόμαστε. Να φροντίζουμε την οικογένειά μας, τους ανθρώπους που αγαπάμε και μας αγαπάνε. Να μην το βάζουμε κάτω. Να ακούμε το ένστικτό μας ή να δεχόμαστε συμβουλές από τους γύρω μας. Εκείνος που δεν δέχεται συμβουλές λένε, είναι εχθρός του εαυτού του. Να έχουμε ελπίδα, κάπου είναι η λύση για όλους μας. Και εύχομαι όλος ο κόσμος να έχει την υγεία του όπου την χρειάζεται», ρούφηξε την τελευταία γουλιά από τον καφέ της και ψαχούλεψε την τσάντα της.
«Μην τυχόν», είπε με νόημα ο Αλέξανδρος.
«Χαρήκαμε πάρα πολύ που σας γνωρίσαμε», είπε η Κέντρα και η γιαγιά Ελπίδα άπλωσε το χέρι και χάιδεψε το δικό της. Με την ίδια φροντίδα νοιαζόταν κάθε άνθρωπο που τύχαινε στον δρόμο της.
«Θα την θυμάμαι για πάντα αυτήν την μέρα», χτύπησε τα χέρια της χαρούμενη για να διώξει την συγκίνησή της. «Και όσα έγραψες, κάνε τα μια ιστορία, δεν με πειράζει. Αλλά να μην φαίνεται το πρόσωπό μου και γίνω διάσημη», γέλασε και σηκώθηκε και τους αγκάλιασε πριν φύγει για τον επόμενο προορισμό της.
C.C.