,

Λάθη, λήθη, μάσκα

Απόψε αναμετρηθήκαμε… Στην αρχή μου έδωσες τρεις κάρτες δίχως να μιλάς και νόμιζα πως πρόκειται για την αρχή κάποιου παιχνιδιού. Μου είπες να διαβάσω τι γράφουν, ώστε να αποκτήσω μια ιδέα για την αποψινή μας συζήτηση. Δεν έγραφαν πολλά, περιείχε μονάχα μια λέξη η καθεμία… Λάθη, λήθη και μάσκα. Δεν πήγαινε το μυαλό μου εύκολα στο τι ακριβώς ήθελες να πούμε, αλλά με σιγουριά, δίχως να σκέφτομαι πολλά, σου είπα πως μπορούμε να αρχίσουμε.

Με ρώτησες πώς αντιμετωπίζω τα λάθη μου. Σου απάντησα πως μαθαίνω από δαύτα και χρησιμοποιώ τα διδάγματά μου για να χτίσω κάτι νέο. Με θαύμασες εκείνη την ώρα, δίχως να γνωρίζεις πως απάντησα κάτω από την κουβέρτα κρυμμένος, με μονάχα ένα μικρό φωτάκι ανοιχτό και από το μάτι μου ξεπρόβαλε ένα δάκρυ. Βλέπεις σου απάντησα γενναία, με αυτοπεποίθηση, ενώ την ίδια στιγμή μεμψιμοιρούσα. Τα έβαζα με τη ζωή, νιώθοντας σαν ένας ανυπεράσπιστος επαίτης. Έπαιζα κρυφτό με τα λάθη μου και είχαν βρει κρυψώνες τόσο καλές, που αδυνατούσα να τα βρω. Τα έψαχνα καιρό και σαν τα βρήκα, έγραψα γι’ αυτά σε ένα χαρτί μήπως και ξεχάσω:
«Κάθε λάθος, κρύφτηκε πίσω από ένα “γιατί σε μένα”. Μία θυματοποίηση απέναντι στην τύχη, μία ανεύθυνη αποχή από κάθε προσπάθεια για αλλαγή, μια απαλλαγή από κάθε φταίξιμο. Έπειτα, μία αναμονή, η τύχη να εξαϋλωθεί, φέρνοντας η ίδια μια αλλαγή. Μα και ας το έκανε, κάθε λάθος επαναλήφθηκε ξανά, το μερίδιο ευθύνης της πολλαπλασιάστηκε πολλές φορές. Έπρεπε να ακουστούν πολλά “γιατί σε μένα”, μέχρι η ευθύνη ν’ αποδοθεί στον αληθινό υπαίτιο».

Με ρώτησες έπειτα, πώς προσεγγίζω τη λήθη. Ξεχνώ γρήγορα, σου απάντησα κι έπειτα πέρασα το βράδυ μοναχός, χρωματίζοντας την νύχτα μου με εικόνες του νου, με αναμνήσεις που αποτελούν μονάχα παρελθόν για το σήμερα. Κοιμήθηκα μετά το ξημέρωμα, μη θέλοντας το όνειρο να σβήσει και κάπως έτσι πέρασα μέρες πολλές, μήνες, ίσως και λίγα χρόνια. Έπρεπε κι αυτό να αλλάξει πριν σπαταλήσω όλη τη ζωή, ως έρμαιο του μυαλού μου… Έγραψα στο χαρτί και πάλι δύο λέξεις “ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΑΙ ΔΥΝΑΜΗ” και τις κοιτούσα κάθε πρωί που ξυπνούσα, μέχρι που άρχιζα να εμπεδώνω και να εφαρμόζω το βαθύ νόημά τους.

Στη συνέχεια με ρώτησες, πώς τα πάω καλά με τους γύρω μου. Δε σου απάντησα, μονάχα έξυσα το πρόσωπό μου γύρω γύρω και ξεκόλλησα τη μάσκα μου. Ήταν προσκολλημένη πάνω μου με βάση τρία ρήματα “Θυμάμαι, Φοβάμαι, Αρνούμαι”. Φοβάμαι να φανώ ευάλωτος, αρνούμαι τον εαυτό μου, παριστάνω κάτι άλλο για να μη με χτυπήσουν, καθώς θυμάμαι τα βέλη που μου ρίχνανε με μανία όσο ήμουν εκτεθειμένος σε δαύτους. Όχι, εγώ δε θα γίνω ξανά λεία, σου είπα, ενώ ανάσαινα γρήγορα και πανικόβλητα από τον τρόμο. Θα επιλέγω να προβάλλω δύναμη για να μη μπορούν να με χτυπήσουν κι ας είναι και νόθα και δε θα κάνω εξαιρέσεις από εδώ και στο εξής… Γύρισες τότε και μου είπες πως είναι στο χέρι μου να προστατέψω τον εαυτό μου, χωρίς αυτή την μάσκα η οποία εκμηδενίζει την ίδια μου την ύπαρξη και μου στερεί τις ανάσες. Να προστατέψω τον εαυτό μου και να αναγνωρίσω ποιος αξίζει να έρθει κοντά μου. Στην αρχή δυσανασχέτησα, μα μετά τα σκέφτηκα όλα καλύτερα και αποφάσισα να σε ακούσω και πάλι.

Ιωάννα Χαντζαρά

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: