Η Νεφέλη δε μπορούσε ν’ ανασάνει. Αισθανόταν το νυφικό να την πνίγει. Έβλεπε τον εαυτό της στον καθρέφτη και ήθελε να κλάψει. Οι φωνές γύρω της την τρέλαιναν. Όλη η οικογένεια, θείες, ξαδέρφες, μαζεμένες στο σαλόνι του σπιτιού της.
Ξανακοίταξε το νυφικό από πάνω μέχρι κάτω.
“Είναι δυνατόν να φοράω αυτή την αηδία;”
Ήταν εξώπλατο, μακρύ, κάτασπρο, με άπειρα τούλια και καρφιτσωμένες γύρω γύρω χρυσές πούλιες που λαμπύριζαν σα λίρες. Είχε τα μαλλιά της μπλεγμένα μεταξύ τους με ένα περίεργο χτένισμα που έπρεπε να ξαναφωνάξει την κομμώτρια για να τα ξεμπερδέψει. Ιδέα της μητέρας της.
“Μπορούν επιτέλους να το βουλώσουν;”
Τα χέρια της ίδρωσαν και της ήρθε τάση για εμετό.
“Πώς τα δέχτηκα εγώ όλα αυτά; Έναν απλό γάμο στη θάλασσα ήθελα πάντα. Να φοράω ένα γαλάζιο φόρεμα, ξυπόλητη και μετά ποτά στο μπαρ με 4-5 φίλους. Έτσι το είχαμε σκεφτεί με τον Αλέξη”, σκέφτηκε δυνατά.
Αμέσως έκλεισε με το χέρι της το στόμα. Πώς της ήρθε ο Αλέξης τώρα; Καιρό είχε να τον σκεφτεί. Άργησε να τον ξεπεράσει. Βέβαια ήτανε πολύ νέοι τότε. O πρώτος της έρωτας. Ο πρώτος της σε πολλά. Αν την έβλεπε τώρα έτσι μασκαρεμένη, θα γελούσε σίγουρα.
Άνοιξε σιγανά την πόρτα του μπάνιου. Η βαβούρα από τις “κυρίες των τιμών” που είχε καλέσει η μητέρα της στο σπίτι, τη βόλευε αυτή τη στιγμή απόλυτα. Υπολόγισε την απόσταση μέχρι την εξώπορτα. Άνετα μπορούσε να το σκάσει χωρίς να την καταλάβει κανείς. Πήρε βαθιά ανάσα και ανέμελα περπάτησε μέχρι την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε έξω. Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, κρατώντας το νυφικό ψηλά για να μην το σκίσει. Τα πάπουτσια τη χτυπούσαν ήδη. Βέβαια, τόσο άβολα που ήταν… Κι αυτά ιδέα της μητέρας της.
Βγήκε στο δρόμο. Ο Αλέξης τέτοια ώρα θα έπινε το κλασικό Johny Walker του μαζί με φίλους στον “Μαύρο Γάτο”. Έπρεπε να πάει. Έπρεπε να τον δει. Λατέρνα, καρναβάλι δεν την ένοιαζε. Η καρδιά της φώναζε να τον συναντήσει. Σταμάτησε ένα ταξί και μπήκε βιαστικά.
“Για πού κοπελιά;”
“Κυψέλη και γρήγορα”.
“Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου;” ξαναρώτησε ο ταξιτζής
“Όχι. Στο μπαρ “Μαύρος Γάτος” στη Φωκίονος”.
Ο ταξιτζής την κρυφοκοίταξε μέσα από το καθρεφτάκι του.
“Ντέρτια;”
“…και καημοί”, αναστέναξε.
Προσπάθησε να ξεμπερδέψει τα μαλλιά της χωρίς επιτυχία. Καθώς το ταξί προσπερνούσε τις γειτονιές των Αθηνών, η Νεφέλη χτυπούσε ρυθμικά με τα δάχτυλά της και τα δύο γόνατα.
¨Τι ακριβώς θέλω να πετύχω;” σκέφτηκε καθώς προσπαθούσε να βολευτεί στη θέση της στο κάθισμα του ταξί.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε το “My Way” του Frank Sinatra. Με τον Αλέξη άκουγαν συνέχεια αυτό το κομμάτι. Σχεδίαζαν να φτιάξουν τη ζωή τους με το δικό τους τρόπο. Κατέβασε το παράθυρο και πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Φτάσαμε”, είπε ο ταξιτζής.
Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμισε πως ακουγόταν μέχρι το μπροστινό κάθισμα.
“Θα με περιμένετε; Δε θ’ αργήσω”.
Ο ταξιτζής συνοφρυώθηκε αλλά δέχτηκε.
“Μην αργήσεις. Θα περιμένω λίγο πιο κάτω στο πάρκινγκ. Μην προσπαθήσεις να μου την κάνεις γιατί…”
Η Νεφέλη δεν άκουγε πια. Είχε κλείσει την πόρτα του ταξί και προχωρούσε προς το μαγαζί. Ο κόσμος που την προσπερνούσε, σιγομουρμούριζε. Ήταν σίγουρη πως την περνούσαν για μια τρελή που παράτησε το γαμπρό στην εκκλησία και τώρα χαμένη ψάχνει το νόημα της ζωής της. Έφτασε έξω από το μπαρ. Είχε τζαμαρία, οπότε έβλεπε εύκολα μέσα. Προσπάθησε να στρώσει το νυφικό, να τακτοποιήσει τα μαλλιά της. Προσπάθησε να νιώσει φυσιολογική μέσα σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου στο οποίο αποφάσισε να πρωταγωνιστήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με το βλέμμα της έψαξε τον Αλέξη. Πουθενά. Έπρεπε να το φανταστεί. Πώς της ήρθε στο μυαλό πως θα τον έβρισκε μετά από τόσα χρόνια; Έψαχνε ένα φάντασμα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της και γύρισε να φύγει.
“Νεφέλη;”
Κοκκάλωσε. Η φωνή του. Σήκωσε τα μάτια της. Μπροστά της ολοζώντανος ο Αλέξης. Ίδιος όπως και τότε. Λιγάκι πιο γεμάτος, αλλά τα μάτια του, τα χείλη του, όλα παρέμεναν το ίδιο. Γιατί είχαμε χωρίσει τελικά;
“Νεφέλη εσύ;”
“Ναι εγώ”.
Την επεξεργάστηκε απο πάνω μέχρι κάτω. Είχε σαστισμένο βλέμμα και ορθάνοιχτο στόμα.
“Παντρεύτηκες;”
“Όχι ακόμα”
“Τι κάνεις εδώ;”
“Ε… ξέρεις… σκεφτόμουν που λέγαμε ότι θα παντρευόμασταν δίπλα στη θάλασσα, με 4-5 φίλους, ξυπόλητοι. Θυμάσαι;”
Ο Αλέξης δε μίλησε. Συνέχισε να την κοιτάει. Η Νεφέλη δε μπορούσε να καταλάβει αν τα είχε χάσει ή απλώς ήθελε να την ξεφορτωθεί.
Την πλησίασε και με το χέρι του σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της απαλά. Η μυρωδιά του ίδια. Θαλασσινή αύρα και γιασεμί. Η Νεφέλη έκλεισε τα μάτια και εισέπνευσε βαθιά. Δε χόρταινε.
“Το νυφικό αυτό, δικιά σου ιδέα;” ρώτησε ο Αλέξης
“Όχι, της μητέρας μου. Αισθάνομαι σαν κλόουν”.
“Η αλήθεια είναι πως φέρνεις λίγο”, χαμογέλασε εκείνος. “Σε πόση ώρα παντρεύεσαι;”
“Δεν ξέρω. Όπου να ’ναι φαντάζομαι. Θυμάσαι που…” ξεκίνησε να λέει η Νεφέλη
“Εγώ παντρεύτηκα”, πρόσθεσε ο Αλέξης. “Έχει τρία χρόνια τώρα”.
Η κοπέλα πάγωσε. Οπισθοχώρησε. Τα πόδια της πονούσαν πολύ ξαφνικά. Άκουσε έναν ήχο από σπασμένα γυαλιά στο πάτωμα. Ήταν η καρδιά της. Έπιασε το σημείο στο στήθος της.
“Σε περίμενα. Δύο χρόνια αφού χωρίσαμε. Σου έστελνα μηνύματα, λουλούδια. Μου τα επέστρεφες όλα”
“Δε… δε μπορεί! Δεν τα έλαβα ποτέ”, τραύλισε.
“Στο τέλος ήρθα από το σπίτι σου. Άνοιξε η μητέρα σου. Μου είπε πως δεν ήθελες να σε ενοχλώ γιατί διάβαζες για να πας στην Αγγλία”
“Η… μητέρα μου!”
Μα φυσικά! Η μητέρα της!
“Η Άννα είναι έγκυος τώρα. Σε τρεις μήνες γεννάμε”, πρόσθεσε ο Αλέξης χαρούμενος. “Κοριτσάκι”
Η Νεφέλη έβγαλε τα παπούτσια της. Κρύωνε, αν και η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 30 βαθμούς.
“Συ… συγχαρητήρια”, ψέλλισε. “Πρε… πρέπει να φύγω. Με περιμένουν”
“Θέλεις να σε πετάξω εγώ; Πού πρέπει να βρίσκεσαι;”
“Με περιμένει ταξί”.
Ο Αλέξης πήγε να της πιάσει το χέρι, αλλά εκείνη το τράβηξε. Απομακρύνθηκε περπατώντας ξυπόλητη, με τα παπούτσια στο χέρι, σέρνοντας το μακρύ της νυφικό. Στις άκρες πια είχε μαυρίσει. Πριν κατέβει το πεζοδρόμιο, γύρισε το κεφάλι. Ο Αλέξης την παρακολουθούσε. Έτσι σαστισμένος πριν χρόνια της φώναζε να γύρισει πίσω. Τι σύμπτωση, στο ίδιο ακριβώς σημείο! Θυμήθηκε ξεκάθαρα γιατί είχαν χωρίσει. Έφταιγε εκείνη. Πέταξε τα παπούτσια της σε ένα σκουπιδοτενεκέ. Το ταξί την περίμενε στη γωνία.
Elpida Petrova