«Και όπως είπαμε… Θα σας δώσω τον πίνακα με τις φυσικές σταθερές και τους παράγοντες μετατροπής και θέλω να τον ξέρετε απ’ έξω και ανακατωτά την επόμενη φορά, η οποία θα είναι σε δύο εβδομάδες, δηλαδή 25 Οκτώβρη! Σύμφωνοι;»
«Μάλιστα!»
«Λυδία; Λυδία, είσαι εδώ; Άκουσες;»
Η Λυδία κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, μα δεν άκουσε ούτε λέξη. Δεν έχει προσέξει φέτος ούτε μια φορά στο μάθημα φυσικής. Ούτε μία! Είναι η προσωποποίηση του «τσάμπα πληρώνει ο πατέρας της φυσική!».
Όχι όμως γιατί δεν την καταλαβαίνει! Αντιθέτως! Είναι άριστη μαθήτρια. Η καλύτερη όλων! Το πρόβλημά της είναι άλλο. Το πρόβλημά της είναι ο φυσικός! Αυτός ο κούκλος καθηγητής που έχει στο φροντιστήριο. Αυτός ο κούκλος που, ναι μεν είναι μεγαλύτερός της καμιά 15αριά plus χρόνια, αλλά της έχει πάρει το μυαλό από το «καλή σχολική χρονιά να έχουμε!».
«Ρε μ@λ@κ@, Λυδία! Ξεκόλλα με τον γέρο και πάμε να πιούμε έναν καφέ!», ψιθύρισε η Μυρσίνη σκουντώντας την στο ώμο.
Η Λυδία, χωρίς να πάρει τα μάτια της από τον καθηγητή της, σηκώθηκε από την καρέκλα και άρχισε μηχανικά να μαζεύει τα πράγματά της. Μηχανικά και άκρως αργά. Κάτι σαν βραδύποδας. Η Μυρσίνη και η Κωνσταντίνα, οι κολλητές της, την πήραν σχεδόν σηκωτή και την έσυραν έξω από την τάξη.
«Τι θα γίνει ρε Λυδία; Κάθε φορά που θα έχουμε φυσική, θα είσαι εκτός τόπου και χρόνου;», ακούστηκε η απελπισμένη φωνή της Κωνσταντίνας όταν έκατσαν στο καφέ απέναντι από το φροντιστήριο.
«Αχ, κορίτσια! Είναι όλα λάθος! Λάθος! Λάθος! Λάθος! Θα έπρεπε να είναι παράνομο να υπάρχουν τόσο όμορφοι καθηγητές! Είναι το λιγότερο εγκληματικό! Θα πάθουμε τίποτα!», είπε η Λυδία χαζογελώντας.
«Μα καλά, ντιπ αναίσθητη είσαι; Δίνουμε φέτος! Συγκεντρώσου, σε παρακαλώ! Αν αρχίσεις να παίρνεις κι εσύ την κάτω βόλτα στη φυσική, τη βάψαμε! Είσαι η μόνη μας ελπίδα!», παραπονέθηκε η Μυρσίνη.
«Κορίτσια, κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους! Τόσοι μήνες πέρασαν!», είπε αποφασιστικά η Λυδία.
«Τι εννοείς;», ρώτησαν με ένα στόμα, μια φωνή οι φίλες της.
«Είμαι σχεδόν δεκαοκτώ και μπορώ να κάνω ό,τι θέλω!»
«Λυδία! Λυδία! Συγκεντρώσου λίγο κορίτσι μου! Να σου θυμίσω δύο πράγματα; Πρώτον, δεκαοχτώ θα γίνεις την Πρωτοχρονιά και δεύτερον, ο φυσικός είναι σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος. Και είναι και καθηγητής και είναι και…»
«Και γέρος! Πες το, ρε Μυρσίνη! Τι φοβάσαι; Είναι γέρος! Ίου! Αντί να φασωθείς με τον Μιχάλη που το παιδί λιώνει, εσύ θες τον φυσικό! Που ανάθεμα και αν ξέρεις τι να τον κάνεις όταν σου έρθει!»
«Κωνσταντίνα! Ρε, έλα! Κοίτα την…»
Η Λυδία στο άκουσμα των λεγομένων της Κωνσταντίνας, κατέβασε το κεφάλι. Εν μέρει, η φίλη της είχε δίκιο. Τι θα τον έκανε; Δεν ήξερε! Όλα αυτά τα χρόνια διάβαζε! Δεν είχε ξεστρατίσει από τον δρόμο της. Στόχος η αρχιτεκτονική, επομένως πού χρόνος για αγόρια! Μόνο λίγη καυλάντα στα κρυφά με ένα δυο συμμαθητές και καμιά φάση.
Ο φυσικός είναι άλλο κεφάλαιο. Δύσκολο. Ακατανόητο και τελείως άγνωστο. Θα ήθελε σεξ και λογικό… ποιος άντρας δεν θέλει σεξ; Και φυσικά, ποιος μεγάλος άντρας δεν θέλει σεξ; Ειδικά όταν έχει μπροστά του ένα κορίτσι δεκαοχτώ χρονών. Η Λυδία δεν είχε ιδέα. Είχε ακούσει πολλά από τις φίλες της – κυρίως από την Κωνσταντίνα -, είχε δει διάφορα βίντεο τώρα που πειραματιζόταν με τον εαυτό της, αλλά σεξ δεν είχε κάνει. Εδώ δεν είχε έρθει σε πιο στενή επαφή με αγόρια. Μόνο πάνω από τα ρούχα.
«Λυδία…». Μια φωνή την καλούσε. «Λυδία! Συγγνώμη ρε! Δεν ξέρω γιατί το είπα αυτό! Ήταν πολύ κακό!», είπε η Κωνσταντίνα αγκαλιάζοντάς την. Μετά από αυτό το σχόλιο, δεν ξαναμίλησαν για τον φυσικό. Η Λυδία όμως δεν σταμάτησε ποτέ να τον σκέφτεται.
…………………………………………………………
«Λοιπόν, την ερχόμενη Τετάρτη δεν θα κάνουμε μάθημα, γιατί έχω μια υποχρέωση. Η αναπλήρωση θα γίνει το ερχόμενο Σάββατο, 2 Μάϊου στις 10.00. Μένει άλλο ένα μάθημα και τέλος μετά. Λυδία, σε θέλω μετά το τέλος του μαθήματος για δύο λεπτά!».
Με το άκουσμα της φωνής του, πάγωσε το αίμα της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει! Κούνησε απλά το κεφάλι και μετά το έσκυψε γεμάτη ντροπή διότι οι κολλητές της είχαν καρφώσει και οι δύο τα μάτια τους πάνω της. Κατά τη διάρκεια του μαθήματος δεν έκανε τίποτα άλλο απ’ το να χαζεύει το ρολόι. Μα τω Θεώ, οι δείκτες πήγαιναν πιο αργά και από χελώνα! Προσπαθούσε να φανταστεί τι θα της έλεγε, μα ήταν αδύνατον. Εδώ καλά- καλά δεν ήταν σε θέση η ίδια να μιλήσει, πόσο μάλλον ν’ ακούσει! Μόλις τελείωσε το μάθημα, έμεινε καρφωμένη στη θέση της, ενώ εκείνος καθόταν απέναντί της κοιτάζοντάς τη.
«Τι με θες;», τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάξει ούτε μια φορά.
«Δεν μου σηκώνεις τα τηλέφωνα! Δεν μου απαντάς στα μηνύματα! Έχανες το ένα μάθημά μου μετά το άλλο! Και αυτό γινόταν μόνο στο δικό μου μάθημα. Σε όλα τ’ άλλα ερχόσουν κανονικά! Θες να μου πεις τι συμβαίνει;», έκανε ένα βήμα προς το μέρος της.
«Είναι άβολο, δεν το καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να το διαχειριστώ! Σε λιγότερο από μήνα ξεκινούν οι πανελλήνιες και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να διαβάζω. Δεν ξέρω με ποιον άλλον τρόπο μπορώ να χωνέψω όλο αυτό που έγινε μεταξύ μας!»
«Νομίζεις πως για μένα είναι εύκολο; Ξέρεις πόσες τύψεις έχω; Είμαι καθηγητής σου. Έπρεπε να είμαι εγκρατής και απόμακρος και τελικά έπεσα μέσα στον λάκκο που ο ίδιος έσκαβα!»
«Άσε με, ρε Γιώργο! Εσύ μια χαρά είσαι! Έχω κρατήσει όλα όσα έγιναν επτασφράγιστο μυστικό! Κανένας δεν πρόκειται να το μάθει! Άλλωστε, δεν θέλω να χάσεις τη δουλειά σου εξαιτίας μου, αλλά κατάλαβέ με! Ήμουν τόσο καψούρα και θολωμένη, που θεωρούσα το να σου την πέσω, παιχνιδάκι. Λάθος! Δεν γίνεται να παίζεις με την καρδιά. Μετά από το βράδυ της Ανάστασης, σε ερωτεύτηκα. Τώρα θα μου πεις, ποιο κοριτσάκι δεν ερωτεύεται τον πρώτο της; Άλλα ειλικρινά δεν πίστευα πως θα φτάναμε σε αυτό το σημείο… Ένα, δύο φιλιά ήταν το στόχος… Το σεξ το είχα διαγραμμένο!». Η φωνή της έσβησε από ντροπή.
«Πες μου τι θες να κάνω και θα το κάνω! Δεν αντέχω να είσαι απόμακρη! Σε θέλω όπως ήσουν στην αρχή… Ανέμελη τελείως! Να με γδύνεις με τα μάτια σου και εγώ να θέλω ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Να με χαζεύεις άπειρες ώρες. Να μην προσέχεις στο μάθημα. Να γελάς με τα κορίτσια! Πες μου τι θες να κάνω… Σε σκέφτομαι συνέχεια, Λυδία!».
«Λοιπόν, θα κάνουμε σαν να μην έγινε ποτέ! Εγώ φταίω που σε προκάλεσα εκείνο το βράδυ στο μπαρ! Σε ήθελα τόσο που είχε θολώσει το μυαλό μου. Είχαμε πιει κιόλας…»
«Λυδία, σε παρακαλώ! Τα ‘είχαμε πιει’ δεν βοήθησαν ποτέ κανέναν!»
«Μα είναι η αλήθεια! Χωρίς αλκοόλ δεν θα είχα τα κότσια να την πέσω στον καθηγητή μου και να περάσω το βράδυ μου σπίτι του. Χωρίς αλκοόλ δεν θα είχα κάνει σεξ για πρώτη φορά στα κρυφά χωρίς να έχω σχέση. Λοιπόν Γιώργο, επειδή το κουράσαμε και έχω διάβασμα, θα κάνουμε σαν να μην έγινε ποτέ! Κανένας δεν θα μάθει τίποτα! Ήμουν ενήλικη, ήσουν ενήλικος… Κανένα θέμα! Το ήθελα και το έκανα! Τέλος!».
Πήρε την τσάντα της και σηκώθηκε να φύγει, μα το χέρι του της έπιασε απαλά τον καρπό.
«Το μετάνιωσες και είναι λογικό! Δεν έπρεπε να ήταν έτσι η πρώτη σου φορά! Θα ήθελες να το θυμάσαι με αγάπη…».
«Δεν μετάνιωσα τίποτα, Γιώργο! Ίσα – ίσα! Μου συμπεριφέρθηκες καλύτερα από τον καθένα. Με πρόσεξες. Με έκανες να νιώσω άνετα με την όλη φάση, απλά δεν μπορώ να το διαχειριστώ! Θέλω να διαβάσω. Δεν υπάρχει χρόνος για τίποτα άλλο… Ίσως κάποια στιγμή να ξαναβρεθούμε!».
Τον φίλησε απαλά στα χείλη και βγήκε από την τάξη. Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, ανέπνευσε κανονικά. Έδωσε λίγο χρόνο στον εαυτό της ώστε να ξαναφέρει τους παλμούς της καρδιάς της στο φυσιολογικό και αμέσως χαμογέλασε στις φίλες της που την περίμεναν.
«Τι σε ήθελε ρε;», ρώτησε η Μυρσίνη.
«Μ@λακίες! Ήθελε να μου πει πως δε θα χρειαστεί να αναπληρώσω τα μαθήματα που έχασα, γιατί είμαι πολύ καλά προετοιμασμένη για τις Πανελλήνιες! Συζητήσαμε λίγο πού πρέπει να εστιάσω στο διάβασμα και τέλος. Πάμε τώρα γιατί είμαι κουρασμένη;», απάντησε η Λυδία έχοντας το κεφάλι χαμηλά για να μη δουν οι φίλες της τα βουρκωμένα μάτια της. Οι φίλες της την αγκάλιασαν και απομακρύνθηκαν από το φροντιστήριο.
«Ευτυχώς Λυδία μου, που σταμάτησες να ασχολείσαι μαζί του! Φαντάζεσαι να γινόταν τίποτα; Μετά θα σε μαζεύαμε!», είπε η Κωνσταντίνα.
«Ναι ρε! Πάλι καλά γιατί ήσουν τρελή και παλαβή και φοβόμουν μην κάνεις καμιά βλακεία! Η φάση καθηγητής – μαθήτρια μας τελείωσε! Χαχα! Πάμε για άλλα!», συμφώνησε η Μυρσίνη.
«Έχετε δίκιο! Πάλι καλά που δεν έγινε τίποτα επειδή ήμουν τρελή και παλαβή μαζί του… Πάλι καλά!», είπε η Λυδία και σκούπισε με αστραπιαία ταχύτητα ένα δάκρυ που κύλησε από τα μάτια της.
Κατερίνα Μοχράνη