,

Ο Αθλητής

Κατά τις δέκα, επέστρεψε σπίτι από την πρώτη μέρα στη νέα της δουλειά και βρήκε το τραπέζι στην κουζίνα στρωμένο με το δείπνο. Δυο τοστ, δύο τηγανητά αυγά και μια φρεσκοκομμένη σαλάτα. Μπορεί ο Πέτρος να μην ήξερε να μαγειρεύει, ήξερε όμως να φροντίζει την γυναίκα του με τον τρόπο του.
«Ας πούμε καλά», περιέγραψε την μέρα της στον σύζυγό της και ένας αναστεναγμός της ξέφυγε.
«Κωνσταντίνα, συμβαίνει κάτι;»
«Ναι, είναι ένα παιδί…», ήπιε μια γουλιά από το κρασί της. «Μου φαίνεται πολύ αδύνατο. Δεν κρατάει ποτέ σνακ στο γήπεδο, ούτε μπουκάλι με νερό. Περίμενε σήμερα να φύγουν πρώτα οι φίλοι του και ύστερα αυτός έφυγε με τα πόδια. Και δεν μπορώ να σταματήσω να το σκέφτομαι».
«Κορίτσι μου, φαίνεται κάπως όλο αυτό, το ξέρω. Αλλά ήταν η πρώτη μέρα και ίσως το παιδί μένει κοντά. Ίσως άργησαν οι γονείς του, ίσως ξέχασε να φέρει το νερό του».
«Ναι, έχεις δίκιο σε αυτά, μπορεί να είναι έτσι και σωματότυπός του. Δεν ξέρω, αλλά με έχει επηρεάσει. Να σε ρωτήσω κάτι, σκέφτομαι να κεράσω κάτι στη γιορτή μου. Έχεις καμιά ιδέα;»
«Δώσε μου το πιάτο σου. Ναι, αμέ. Το αγαπημένο σου!» χαμογέλασε.

Εκείνη τη μέρα Κωνσταντίνα είχε ρεπό, όμως πέρασε το βράδυ από το γήπεδο με μια αγκαλιά γεμάτη πίτσες για τα παιδιά και τους εργαζόμενους. Όσο η παρέα με τα παιδιά έτρωγε, τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στο αγόρι, το οποίο έπεσε με τα μούτρα και κατάπινε τις μπουκιές χωρίς να προλαβαίνει να μασήσει καλά καλά το φαγητό.
«Χρόνια πολλά, κυρία!», την χαιρετούσαν ένα ένα τα παιδιά φεύγοντας. Ο Νικόλας περίμενε λίγο μέχρι να φύγουν όλα τα παιδιά και η Κωνσταντίνα βρήκε την ευκαιρία και τον πλησίασε.
«Γεια σου. Θα ήθελες να σε πάω σπίτι;»
«Όχι κυρία, ευχαριστώ».
«Περιμένεις τον μπαμπά σου;»
«Όχι, ο μπαμπάς μου δεν είναι εδώ. Εγώ και η μαμά μου είμαστε μόνο. Αλλά μένω κοντά, μην ανησυχείτε. Αν δεν έρθει, θα φύγω σε λίγο», κοίταξε γύρω του αμήχανα.
«Μήπως άργησε στην δουλειά η μαμά σου; Θέλεις να την πάρουμε τηλέφωνο;»
«Η μαμά μου δεν δουλεύει. Ε… κάποιες φορές απλά δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αυτό είναι όλο. Λοιπόν, καλό σας βράδυ. Ευχαριστώ και πάλι».

Εκείνη τη νύχτα, η Κωνσταντίνα γύρισε στο σπίτι ξανά με τις ίδιες ανησυχίες και συζήτησε με τον άντρα της, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να μάθει περισσότερες πληροφορίες για αυτό το παιδί και αν χρειαζόταν βοήθεια εκείνος και η μητέρα του.

Την επόμενη μέρα, ενώ καθάριζε τον χώρο, πλησίασε προς το μέρος του κόουτς και στάθηκε να πάρει μια ανάσα.
«Πολύ καλός ο Νικόλας, πιστεύω ότι θα πάει πολύ ψηλά αυτό το παιδί», του είπε προσεκτικά για να ανοίξει το θέμα.
«Ναι, είναι φοβερός», κούνησε θετικά το κεφάλι ο προπονητής.
«Μου φαίνεται ότι κάποιες φορές είναι λίγο μελαγχολικός. Έχετε παρατηρήσει κάτι;»
«Τώρα που το λες… ίσως ναι. Πάμε πάμε!» φώναξε στα παιδιά και έφυγε βιαστικά προς το μέρος τους.

Στο σχόλασμα, η Κωνσταντίνα πλησίασε ξανά το παιδί και του είπε ότι της περίσσεψε ένα σάντουιτς σε περίπτωση που το ήθελε εκείνος. Αυτό έκανε κάθε μέρα. Ο Νικόλας κατάλαβε ότι αυτή η γυναίκα ξέρει. Και το ευχαριστώ που της έλεγε, έβγαινε μέσα από την καρδιά του.

Στον επόμενο αγώνα, δεν ήταν κανείς εκεί από την οικογένειά του. Όταν τελείωσε όμως, είδε από μακριά τον Νικόλα να μιλάει με μια γυναίκα. Εκείνη ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατη και χλωμή. Η Κωνσταντίνα, ενώ μάζευε κάποια μπουκάλια, πλησίασε με τη σακούλα στο χέρι προς το μέρος της.
«Συγχαρητήρια! Ο μικρός σας είναι καλός, έπαιξε πολύ καλά σήμερα».

Η γυναίκα την ευχαρίστησε με δυσκολία, καθώς κάποιες λέξεις ήταν σαν να κολλούσαν στο στόμα της και κάποιες φαινόταν να τις ξεχνάει. Πέρασε καιρός από τότε και η Κωνσταντίνα συνέχισε να αφήνει καθημερινά ένα μπουκάλι νερό και ένα σάντουιτς στο παιδί.

Στον επόμενο αγώνα, η μαμά του Νικόλα ήταν εκεί από τους πρώτους. Ήταν καθισμένη καθ’ όλη τη διάρκεια και χειροκροτούσε κάθε φορά που ο γιος της έβαζε γκολ. Μετά το τέλος του αγώνα, δυσκολεύτηκε να σηκωθεί και έμεινε καθισμένη στην κερκίδα, μέχρι που ο περισσότερος κόσμος έφυγε. Η Κωνσταντίνα το παρατήρησε και την πλησίασε για να δει αν χρειαζόταν βοήθεια. Η γυναίκα έγνεψε θετικά και η Κωνσταντίνα την σήκωσε απαλά και την βοήθησε να πάει μέχρι το αυτοκίνητο. Έφυγε αμήχανη για να τελειώσει την δουλειά της και ενώ περπατούσε, άκουσε δυο μαμάδες να κουτσομπολεύουν. Εκεί κατάλαβε αμέσως ότι το πρόβλημα της μητέρας ήταν τα ναρκωτικά.

Την επόμενη μέρα, πήρε την απόφαση και έγραψε ένα σημείωμα και το έδωσε στον Νικόλα. Στο γράμμα τον ρωτούσε αν χρειάζεται βοήθεια ή οτιδήποτε εκείνος και η μητέρα του, να το ζητήσει από εκείνη. Έλεγε πως ό,τι χρειαστούν, εκείνη είναι δίπλα τους. Το παιδί της επέστρεψε το γράμμα την επόμενη μέρα με μια απάντηση που έλεγε, σας ευχαριστούμε πολύ, αλλά δεν χρειαζόμαστε κάτι.

«Δεν ξέρω τι να κάνω, δεν ξέρω πώς να τους βοηθήσω, Πέτρο. Αν δεν με αφήσουν να τους βοηθήσω, δεν μπορώ να κάνω κάτι παραπάνω, αλλά ούτε θέλω να κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια. Είναι φανερό ότι χρειάζονται βοήθεια».
«Ίσως φοβάται για το παιδί, δεν ξέρω αγάπη μου».
«Κάτι θα σκεφτώ», είπε και τον αγκάλιασε.

Έτσι και έγινε και την επόμενη μέρα έπιασε τον κόουτς και του είπε όλες τις ανησυχίες της. Ο προπονητής πήρε την πρωτοβουλία και ενημέρωσε τους γονείς ότι θα έρθει γιατρός να εξετάσει τα παιδιά στο ιατρείο του Συλλόγου. Ο γιατρός εξέτασε τα παιδιά και πήρε δείγματα από αίμα. Όταν ήρθαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, βρήκε ευκαιρία ο προπονητής και κάλεσε την μητέρα του Νικόλα. Μόλις εκείνη άκουσε ότι τα αποτελέσματα του δεν ήταν τόσο καλά, ξέσπασε σε αναφιλητά. Εξήγησε με δυσκολία, αλλά πολύ αναλυτικά όλη την κατάσταση την οποία βίωναν τα τελευταία χρόνια.
«Θα πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια. Πρέπει να ενημερωθεί η πρόνοια. Δεν υπάρχει άλλη λύση, συγγνώμη», τους ενημέρωσε ο προπονητής.

Η μητέρα αγκαλιά με το παιδί έφυγαν κλαίγοντας από το γραφείο. Η Κωνσταντίνα τους πέτυχε στο αυτοκίνητο, ενώ ο Νικόλας δεν είχε μπει ακόμα μέσα. Μόλις την είδε, έπεσε στην αγκαλιά της.
«Σε παρακαλώ κυρία, μη μας χωρίσεις. Δεν είναι κακιά μαμά, με αγαπάει πάρα πολύ. Έκανε τα πάντα για να με μεγαλώσει μόνη της».

Δεν ήξερε τι να του πει. Όταν ο μικρός την άφησε, πήγε προς την μεριά του οδηγού. Η μητέρα του παιδιού κατέβασε το παράθυρο του αυτοκινήτου και σκούπισε τα μάτια της με ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο.
«Μην τους αφήσετε να μου τον πάρουν. Ο Νικόλας είναι η δύναμή μου. Το ξέρω ότι δεν τα έχω καταφέρει τόσο καλά, αλλά προσπαθώ! Νιώθω ότι είμαι άχρηστη σαν μητέρα. Αλλά κάνω το καλύτερο που μπορώ. Προσπαθώ να σταθώ ξανά στα πόδια μου».
«Δεν είναι κακό κάποιες φορές να μην μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας», της είπε τρυφερά η Κωνσταντίνα. «Τότε χρειάζεται να ζητήσουμε βοήθεια».
«Αν ειδοποιηθεί όμως η πρόνοια, το παιδί θα πάει σε ίδρυμα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;»
«Αφήστε με λίγο να το σκεφτώ. Και θα σας πω».

Για άλλη μια φορά, εκείνο το βράδυ το τραπέζι στην κουζίνα ήταν στρωμένο. Ο άντρας της ήταν πάντα δίπλα της και την στήριζε σε όλα. Ήξερε πολύ καλά τις ευαισθησίες της, ειδικά με τα παιδιά, καθώς δεν είχαν καταφέρει ποτέ να αποκτήσουν δικό τους παιδί. Ήξερε ότι σπαράζει η καρδιά της στη σκέψη ότι ένα παιδί δεν έχει φαγητό, ρούχα, νερό, αγάπη. Ο Νικόλας είχε το πιο σημαντικό, την αγάπη.
«Σήκω! Πάμε στον πατέρα σου» της είπε ξαφνικά, σαν από επιφοίτηση, ο Πέτρος.

Πήραν αμέσως το αμάξι και πήγαν στο πατρικό της. Το σπίτι ήταν μικρό και έρημο από τότε που πέθανε η μητέρα της. Ο πατέρας της καθόταν στο σαλόνι, σε μια μικρή πολυθρόνα και διάβαζε ένα βιβλίο. Δίπλα του άχνιζε ένα φλυτζάνι τσάι. Η αγαπημένη του γάτα κούρνιαζε στην ποδιά του και το ξεθωριασμένο του καλυμμαύκι όπως πάντα πλάι του. Έκατσαν περίπου δύο ώρες και συζήτησαν για τον Νικόλα και τη μητέρα του. Ο πατέρας της ήταν κάθετος.
«Βοηθήστε αυτή τη μητέρα πάση θυσία με όποιον τρόπο μπορείτε. Όταν ο άνθρωπος χρειάζεται βοήθεια, δεν διστάζουμε, δίνουμε και τον εαυτό μας, όπως ακριβώς θα θέλαμε να μας φερθεί κάποιος. Αν έχουμε, δίνουμε από αυτό που έχουμε, αν δεν έχουμε, δίνουμε από το υστέρημά μας. Αλλά προς Θεού, μην χωρίσετε την μάνα από το παιδί!».

Την επόμενη κιόλας μέρα, το ζευγάρι πήγε στο σπίτι του Νικόλα, κρατώντας τσάντες γεμάτες με καθαριστικά και τρόφιμα και ένα κουτί με καινούργια αθλητικά παπούτσια.
«Τι είναι όλα αυτά;» ανακάθισε στο κρεβάτι η Στέλλα και κάλυψε το στόμα με το χέρι της.
«Αυτά είναι η συμφωνία μας», της απάντησε γλυκά η Κωνσταντίνα.

Από εκείνη τη μέρα, οι δύο οικογένειες έγιναν μία! Ο Πέτρος αγόρασε καινούργια ρούχα στο παιδί και το πηγαινοέφερνε κάθε μέρα στο σχολείο και στην προπόνηση. Κάλυψε όλες του τις ανάγκες σε σχολικά και αθλητικά είδη. Η Κωνσταντίνα πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι της Στέλλας, καθάριζε και φρόντιζε την μητέρα η οποία συνεργαζόταν απόλυτα. Την βοηθούσε να κάνει μπάνιο και την τάιζε σούπες για να δυναμώσει. Σε συνεργασία με τους γιατρούς, ξεκίνησαν θεραπεία στο σπίτι, παράλληλα με τις επισκέψεις στο νοσοκομείο. Ο μικρός απολάμβανε όλη τη φροντίδα και δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, κάνοντας τις επιδόσεις του ακόμα καλύτερες.

Πέρασαν λίγα χρόνια και ο Νικόλας λίγο πριν τα δεκαοχτώ του, δέχθηκε πρόταση να παίξει σε μια μεγάλη τοπική ομάδα. Η Κωνσταντίνα μόλις το άκουσε χοροπηδούσε από ευτυχία. Τον πήγε αμέσως σπίτι να πουν τα καλά νέα στην Στέλλα και το παιδί μπήκε μέσα ενθουσιασμένο τρέχοντας προς το δωμάτιο της μητέρας του.
«Κωνσταντίνα, πάρε το ασθενοφόρο! Η μαμά…», έχασε τις λέξεις. Έκατσε κοντά της και της έπιασε το χέρι. «Δεν πρόλαβες να δεις ότι τα κατάφερα. Αλλά ξέρω ότι ήσουν σίγουρη ότι θα έρθει αυτή η μέρα. Γιατί έφυγες όμως τώρα;» έβαλε το χέρι της πάνω στο κεφάλι του σαν να έπαιρνε την ευχή της.

Μετά την κηδεία, μάζεψε τα πράγματά του και εγκαταστάθηκε με την Κωνσταντίνα και τον Πέτρο στο σπίτι τους. Έζησε κοντά τους όσο χρειάστηκε, μέχρι την επόμενη μεγάλη του ευκαιρία.

Πολλά χρόνια μετά, γύρισε στην Ελλάδα από το εξωτερικό που ζούσε πλέον μόνιμα και πήγε στο σπίτι τους.

Η Κωνσταντίνα με τα κάτασπρα μαλλιά της και ο Πέτρος με το μπαστούνι στο χέρι τον υποδέχτηκαν στην πόρτα με δάκρυα στα μάτια.
«Καιρό είχες», του είπε με δήθεν παράπονο η Κωνσταντίνα.
«Έλα, πέρασε», τον αγκάλιασε ο Πέτρος.

Είπαν τα νέα τους και έφαγαν μαζί μεσημεριανό. Επέμενε και ετοίμασε ο Πέτρος τηγανιτά αυγά, σαλάτα και σάντουιτς.
«Αυτά τα σάντουιτς…», είπε μετά την πρώτη μπουκιά, «μου φέρνουν τόσες αναμνήσεις! Ξέρεις, πέρασα από… της μαμάς. Δεν το πίστευα! Ήταν όλα πολύ καθαρά και φροντισμένα. Μετά από τόσα χρόνια…», έσφιξε τα χείλη του.

Η Κωνσταντίνα δυσκολεύτηκε να απαντήσει και χαμήλωσε τα μάτια. Αυτό ήταν το σωστό.
«Σε ευχαριστώ που πας ακόμα», σηκώθηκε και αγκάλιασε με όλη του την καρδιά το ηλικιωμένο ζευγάρι και άκουσε την Κωνσταντίνα να του ψιθυρίζει συγκινημένη «Ξέρεις ότι είσαι το παιδί της και ο γιος μας».

C.C.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: