Επιτέλους άνοιξη! Ο ήλιος έλαμπε, παρέχοντας εκείνη τη ζεστασιά που αποζητούσε, χωρίς να καίγεται από την καυτή ανάσα, από το λιοπύρι του καλοκαιριού.
«Ένα cappuccino σκέτο με σοκολάτα παρακαλώ!»
«Περιμένετε παρέα;»
Ναι… κάποτε ναι, ήταν η παρέα της, ο σύντροφος, ο κολλητός, ο εραστής της! Ήταν εκείνος που κάνανε άπειρες συζητήσεις μαζί, σε εκείνο το σκαλισμένο παγκάκι με τα αρχικά τους, παρέα με τις μπύρες και τα σποράκια να ατενίζουν το ηλιοβασίλεμα. Άλλοτε σε εκείνα τα κουτούκια που αρέσκονταν να πηγαίνουν με τα μαμαδίστικα μεζεδάκια, την αρωματική ρετσίνα και τα ρεμπέτικα που θύμιζαν μια άλλη εποχή. Η ελπίδα της τότε είχε κουρνιάσει στο πρόσωπό του, η θερμή της, την είχε εναποθέσει στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο ευτυχισμένη! Πάει καιρός όμως πια…
Τον είδε να έρχεται… ανάμεικτα τα συναισθήματα που την κατέκλυσαν. Έπιασε προς στιγμήν το εαυτό της να τον λυπάται. Αιώνιος έφηβος σε ενήλικο σώμα, με εκείνη την ανέμελη παρορμητικότητα που σε νεαρή ηλικία είναι γοητευτική, αλλά μετά από ένα σημείο καταντά άκρως κουραστική και απωθητική. Αναλογίζεσαι πότε θα ωριμάσει επιτέλους ή μάλλον καλύτερα, αν! Είναι και κάποιοι που δεν το παίρνουν απόφαση ποτέ.
Ένα Freddo espresso γλυκό (ούτε τη διατροφή του δεν προσέχει. Παρά το γνώριμο θέμα υγείας του, συνεχίζει και κάνει τα ίδια. Καμία πρόοδος. Καμία συνειδητοποίηση). Ένα tick επιβεβαίωσε το κουτάκι της απόφασής της.
«Πώς περνάς;» παρά τα όσα είχαν συμβεί παρέμενε ένας ευγενικός άνθρωπος. Δεν ήταν από εκείνες που κρατάνε φιλίες με τους πρώην, αλλά το θεωρούσε και αγένεια να τον «αδειάσει» σε εκείνη την απρόσμενη πρόκληση προφασιζόμενος σοβαρό λόγο, σαν να μην είχαν περάσει τόσα χρόνια μαζί. Για την υγεία του παλιού καιρού, για ένα παλιό γαμώτο.
Άρχισε να φλυαρεί και να λέει τα γνωστά του. Τον άκουγε φαινομενικά προσεκτικά, προσπαθώντας να κατανοήσει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη θεατρολογία. Ο εθελοτυφλισμός να μην θες να δεις την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι. Πόσο μάλλον να την αποδεχθείς και ίσως να έκανες και κάνα βήμα να την αλλάξεις προς το καλύτερο. Πόσο μάλλον να θες να πείσεις τους άλλους ότι μόνο η δικιά σου γνώμη, η δικιά σου πραγματικότητα είναι η σωστή. Ψάχνοντας τα κατάλληλα επιχειρήματα και λέξεις για να κουκουλώσεις τον άλλο και να βγεις από πάνω.
Κουνούσε το κεφάλι της πού και πού για να μην προδοθεί από τις σκέψεις, δείχνοντας ότι συμφωνεί διακριτικά με τα λεγόμενά του. Άθελά της έκανε αναδρομή στο παρελθόν, σε εκείνο το σημείο που ήθελε να τα διαλύσει όλα για πάρτη του. Να ρισκάρει να παρατήσει τη ζωή της για εκείνο το ταξίδι που θα κάνανε τότε μαζί. Περιπλανώμενοι αιώνιοι ερωτευμένοι. Θα καβαλούσαν τις μηχανές με ένα ζευγάρι φίλων και θα κάνανε το γύρο της Ευρώπης. Ήταν έτοιμη να τα πετάξει όλα για τον έρωτα. Το σπίτι, το παιδί της, τους γονείς της. Έψαχνε την ευτυχία, αλλά σε λάθος μονοπάτια. Στην φυγή για το όνειρο με λάθος παρέα.
Τον κοίταζε καθώς της μιλούσε. Αναρωτήθηκε πώς ξεθύμανε τόσο εύκολα η αγάπη τους, πώς εξατμίστηκε η θέρμη και το πάθος. Θυμήθηκε. Ήταν εκείνη η αλήθεια που απέκρυπτε από τον εαυτό της. Ήταν εκείνα τα στολισμένα ψεματάκια του, σερβιρισμένα ιδανικά, κάνοντας παρέα το ένα στο άλλο. Ήταν που την «χρησιμοποιούσε». Όχι σαν σκεύος ηδονής, γιατί έτσι τουλάχιστον θα το ευχαριστιόταν δεόντως, αλλά σαν ένα οικονομικό δεκανίκι. Ήταν που δεν ήταν παρόν, όταν ουσιαστικά τον χρειάστηκε. Όλα άλλαξαν σε μια στιγμή. Μάλλον πολλές στιγμές καταχωνιασμένες, καμουφλαρισμένες που ωραιοποίησε για να μπορεί να υπομένει για χάρη του ιδανικού έρωτα… για χάρη εκείνης της επιβεβαίωσης που πάντα αναζητούσε σε λάθος αγκαλιές και ανθρώπους.
Η αρχή του τέλους, το ξαφνικό εγκεφαλικό του πατέρα της. Ο χρόνος της περιορισμένος πια, μια και η προσοχή της ήταν όλη αφιερωμένη στην φροντίδα του. Μια άξαφνη περιπέτεια με πολλά ανάμεικτα συναισθήματα και ριζική, αναγκαστική αναθεώρηση αξιών. Είναι εκείνες οι οδύνες που σε επισκέπτονται και σε αφήνουν χωρίς ρούχα να αντιμετωπίσεις την γύμνια σου. Για να ανακαλύψεις τις κρυμμένες σου δυνάμεις και αντοχές. Να δεις ποιοι θα μείνουν πλάι σου και ποιοι πάλι όχι. Δεν ήθελε πολλά, δεν ήθελε λόγια και φαμφάρες. Κάποιος απλά να την κατανοήσει, κάπου να ακουμπήσει την καρδιά της τα βράδια που πονούσε και επέτρεπε να ξεχυθούν τα συναισθήματα και να ξεσπάσει. Εκείνος, άφαντος… το πορτοφόλι είχε στερέψει…
Σάββατο βράδυ, 11:11μμ μήνυμα στο κινητό της. Η επικοινωνία της με τον πρώην άντρα της ήταν συχνή πια. 11 χρόνια πεθερός του υπήρξε άλλωστε.
«Μην ανησυχείς για τίποτα, εγώ είμαι εδώ για σένα!».
Αρκεί ένας άνθρωπος μόνο να πιστέψει σε εσένα, αρκεί μόνο εσύ να πιστέψεις σε έναν άνθρωπο.
«Αν είσαι εσύ εδώ για μένα, τότε είμαι και εγώ εδώ για σένα!».
Stella