«Νταχτιρντί του λέγανε και μου το παντρεύανε!»
«Και μου το βαπτίζανε, ταιριάζει καλύτερα σήμερα…» χαχάνισε η Κασσιανή βλέποντας την ηλικιωμένη γυναίκα να ταχταρίζει το μωρό με το ροζ φόρεμα, ανασηκώνοντας χαριτωμένα τους φραμπαλάδες.
«Και μου το βαπτίζανε!» διόρθωσε η ρασοφόρα και φίλησε το ξανθούλικο κεφαλάκι προσπαθώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. Το μωρό της χάρισε ένα πλατύ, σαλιωμένο χαμόγελο και άπλωσε τα χεράκια του κατά το οργωμένο από τη ζωή πρόσωπο.
«Ελάτε παρακαλώ να ξεκινήσουμε!» ακούστηκε ανυπόμονη και προστακτική η φωνή του ιερέα από το πλατύσκαλο της εκκλησίας, δείχνοντας τους το εσωτερικό του ναού.
Μια χαρούμενη βοή ξεσηκώθηκε από τους καλεσμένους της βάπτισης. Ένα τσούρμο παιδιά όλων των ηλικιών όρμησαν κατά τον υποβλητικό κεντρικό ναό του μοναστηριού, ενώ κάμποσες νεαρές γυναίκες συγκεντρώθηκαν γύρω από τη μοναχή, μαλώνοντας ποια θα την βοηθήσει να σηκωθεί και ποια θα την αγκαζάρει για να τη συνοδέψει ως την εκκλησία. Ξοπίσω τους ακολουθούσαν τα ζευγάρια, ανάμεσά τους και η Κασσιανή με τον σύζυγό της και το μωρό που επρόκειτο να βαπτιστεί στην αγκαλιά της.
***
«Και το όνομα αυτής, Πηνελόπη-Θεανώ», αναφώνησε με στόμφο ο παπάς, κλείνοντας το μυστήριο.
Η Κασσιανή κοίταξε κατά την ηλικιωμένη μοναχή που καθόταν σ’ ένα από τα στασίδια και σφούγγιζε τα υγρά μάτια της. Σύντομα η εκκλησία άδειασε από τον κόσμο. Η Κασσιανή προχώρησε προς το μέρος της ηλικιωμένης με τα γλυκά καστανά μάτια και απέθεσε ξανά μαλακά το μωρό που βύζαινε το δάχτυλό του στην αγκαλιά της, τα λόγια της σκάλωσαν στον λαιμό της και δάκρυα αναδύθηκαν και ύγραναν τα μάτια της. Η μοναχή με το σκαμμένο πρόσωπο ανοιγόκλεισε το στόμα της άηχα και τελικά ρούφηξε ηχηρά τη μύτη της, το μωρό την κοίταξε ξαφνιασμένο.
«Τώρα γιατί κλαίτε;» ρώτησε ο Δημήτρης, ο άντρας της Κασσιανής προσπαθώντας να διασκεδάσει τη βαριά συγκίνηση.
Η Κασσιανή γονάτισε και βύθισε το υγρό βλέμμα της στα μάτια της ηλικιωμένης γυναίκας, σφίγγοντας τα χείλη της σ’ ένα συγκινημένο χαμόγελο.
«Σ’ ευχαριστώ… μάνα…» ψέλλισε ξάφνου με κόπο η Κασσιανή, τονίζοντας το “μάνα”, ενώ ταυτόχρονα έπιανε τους πήχεις της ηλικιωμένης γυναίκας. Η γυναίκα ταράχτηκε, κόντεψε να της φύγει το μωρό από την αγκαλιά. Ο Δημήτρης παρενέβη και το απομάκρυνε ώστε να τις αφήσει μόνες.
«Σ΄ευχαριστώ, μάνα!» επανέλαβε πιο σταθερά η Κασσιανή κι έσφιξε τις λευτερωμένες παλάμες καθώς ανάσανε βαθιά.
Πόσα χρόνια ήθελε να της το πει και δεν μπορούσε… Κάθε φορά της ερχόταν η εικόνα εκείνης της νύχτας. Της νύχτας που ξύπνησε κάθιδρη ουρλιάζοντας από τον εφιάλτη. Της νύχτας που η Θεανώ έτρεξε και την άρπαξε και την έκλεισε στη ζεστή αγκαλιά της και άρχισε να της λέει λόγια παρηγορητικά. Μα ‘κείνη δεν άκουγε, μόνο ξεκίνησε να κλαψουρίζει φωνάζοντας παρακαλετά “Μαμά, μαμά!”. Προσπαθούσε να την ηρεμήσει η Θεανώ και την έσφιγγε πιο πολύ πάνω στο στήθος της με τη μυρωδιά λιβανιού. “Ηρέμησε παιδί μου, ηρέμησε…” της ψιθύριζε “Εφιάλτης ήταν, πάει, πέρασε, είμαι εδώ…”. “Φύγε! Φύγε!” της ούρλιαξε μανιασμένα η Κασσιανή σπρώχνοντάς τη μακριά “Φύγε! Θέλω τη μαμά μου! Εσύ δεν είσαι η μαμά μου! Φύγε! Άσε με! Θέλω τη μαμά μου!”. Η θλίψη και ο πόνος απλώθηκαν στο πρόσωπό της Θεανώς σαν άκουσε τα λόγια της κι έφυγε με σκυμμένο το κεφάλι, σφίγγοντας την άδεια αγκαλιά της… Μα παρόλα αυτά δεν την παράτησε όπως η αληθινή της μάνα, δεν την πίκρανε, δεν την τιμώρησε ποτέ, μόνο την αγάπαγε και της το έδειχνε με κάθε τρόπο. Κι όσο της το έδειχνε, τόσο πιο πολύ ντρεπόταν η Κασσιανή για ‘κείνη τη νύχτα και για τη συμπεριφορά της που τόση πίκρα της έδωσε, τόσο σφήνωνε η λέξη στο λαιμό της και δεν έλεγε να βγει και να που επιτέλους τα κατάφερε κι ένιωθε πια σα να σηκώθηκε πάνω από το στήθος της εκείνη η πέτρα που την πλάκωνε και δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Η Θεανώ την κοίταζε με βλέμμα θολό από τα δάκρυα που ξεχείλιζαν ανεξέλεγκτα πια και αυλάκωναν το οργωμένο πρόσωπό της.
«Σ’ ευχαριστώ για όλη σου την αγάπη, τη στοργή, τις φροντίδες, τη…» συνέχισε η Κασσιανή και η φωνή έσπασε. Η μοναχή Θεανώ έκλαιγε πια με λυγμούς. Ήθελε τόσα να της πει, μα δεν έβρισκε τα λόγια. Έσφιξε το κορίτσι πάνω της. Αχ και να ‘ξέρε ότι αν κάποιος έπρεπε να είναι ευγνώμων ήταν η ίδια. Σ΄ευχαριστώ μάνα, της είπε. Αυτή την γλυκόηχη λέξη που στάζει σα μύρο στην ψυχή της και που κάποτε πίστεψε ότι δεν πρόκειται ποτέ να ξανακούσει. Πώς τα φέρνει η ζωή…
Μικρή μικρή την επαντρέψανε την Πηνελόπη με τον Γιάννη. Καλό παιδί, δουλευταράς και γλυκομίλητος. Πικρή κουβέντα δεν άκουσε ποτέ από το στόμα του. Λίγο μετά ήρθε στον κόσμο η Ελενίτσα τους, η μοναχοκόρη και το μοναχοπαίδι τους, αφού κάτι επιπλοκές στον τοκετό κατέστρεψαν τη μήτρα της και κάθε πιθανότητα μιας δεύτερης εγκυμοσύνης. Κι ήταν ένα παιδάκι η Ελενίτσα τους ευλογημένο, γλυκότροπο και ευγενικό, καλοσυνάτο και πανέμορφο με καστανά σπαστά μαλλιά και γλυκά μελιά μάτια που φώτιζαν σαν μικροί ήλιοι τη φτωχική ζωή τους.
Τα χρόνια πέρασαν η Ελενίτσα τους μεταμορφώθηκε σε μια ψιλόλιγνη πανέμορφη κοπελίτσα και τα προξενιά ξεκίνησαν πριν καλά καλά πατήσει τα δεκάξι. Και κάπου εκεί ξεκίνησε και το κακό. Στην αρχή ήταν μια αδυναμία, μια κόπωση. Με το καιρό το κοριτσάκι τους αδυνάτιζε όλο και πιο πολύ, πόναγε, ξεκίνησε να είναι δύσθυμο, έκοψε το σχολείο και κλείστηκε στο σπίτι. Το πήγαν σε γιατρούς μα δε βρίσκανε κάτι κι ένας τους είπε ως και ότι η μικρή έκανε τσαλίμια… Το τρέξανε σε εκκλησιές, έκαναν τάματα, μα το παιδί πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, έκανε εμετούς σχεδόν κάθε μέρα. Το πήρε απόφαση ο Γιάννης να ζητήσει δανεικά απ’ όπου μπορούσε για να στείλει την Ελενίτσα με την Πηνελόπη στην πρωτεύουσα με τα μεγάλα νοσοκομείο και τους μεγαλογιατρούς, μα δεν πρόλαβε. Το κοριτσάκι του δεν ξαναξύπνησε ποτέ. Καρκίνος τους είπαν όταν ήταν πια αργά. Σαβανώθηκε το σπίτι τους, στέρεψε η χαρά τους και έμειναν δυο δοχεία άδεια, δίχως ψυχή να κοιτάζονται μέσα στο σκοτάδι. Δεν πέρασαν έξι μήνες και ο Γιάννης πέθανε στην καρέκλα που καθόταν, δεν άντεξε η καρδιά του, είπε ο γιατρός…
Κι απέμεινε η Πηνελόπη τόσο νέα, τόσο μόνη. Κι αυτή η μοναξιά την είχε πιάσει από το λαιμό και την έσφιγγε, την έσφιγγε τόσο που ένιωθε πως δεν μπορούσε να ανασάνει, πονούσε, πνιγόταν, ευχόταν να πέθαινε να εκεί, όπως εκείνος. Άλλοτε θύμωνε, θύμωνε τόσο πολύ μαζί τους που την άφησαν, που δεν τη θέλανε στην παρέα τους. Ναι, το έβλεπε πάντα πως η Ελενίτσα της είχε μεγαλύτερη αδυναμία στον πατέρα της από ότι στην ίδια. Θύμωνε με τον εαυτό της για όλες εκείνες τις φορές που αναγκάστηκε να είναι αυστηρή και να κακοκαρδίσει το σπλάχνο της. Θύμωνε για όλες εκείνες τις μέρες και ώρες που δεν τη κράταγε αγκαλιά, που δε φίλαγε τα μεταξένια της μαλλιά. Θύμωνε που δεν κατάφερε ποτέ να πει στον Γιάννη ότι τον αγαπά. Για τη μέρα που τον κατηγόρησε ότι αυτός έφταιγε που δεν έτρεξαν το παιδί όσο έπρεπε, που δεν το πήγαν σύντομα στην πρωτεύουσα κι έβαλε τον εγωισμό του πάνω από το παιδί του… Οι αναμνήσεις της, που πάνω τους προσπάθησε να κρατηθεί, ένιωσε ότι δηλητηριάζονταν από το θυμό της και την πίκρα της κι εκεί κάπου το πήρε απόφαση κι έκλεισε το κουτί με τις αναμνήσεις. Θα πήγαινε μέρα τη μέρα, σα σταγόνα σε κλεψύδρα.
Ξεκίνησε να κάνει ό,τι μπορούσε για να απασχολήσει το μυαλό της, να μη σκέφτεται, να ‘ναι τόσο κουρασμένη που όταν γυρνούσε στο μικρό σπιτάκι της, όπου είχε περάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής της, να μην είχε κουράγιο ούτε μέχρι το κρεβάτι της να φθάσει. Δούλευε στα χωράφια, έτρεχε στις εκκλησίες, σε συλλόγους, σιγά σιγά ξεκίνησε τις εκδρομές στα μοναστήρια, στην αρχή μονοήμερες, έπειτα ως φιλοξενούμενη για το χειμώνα για να βοηθά. Κι αυτή της η επαφή με τον Θεό και την εκκλησία, ένιωθε ότι απάλυνε λίγο τον πόνο της. Τη μέρα που βρέθηκε στο μοναστήρι της, ήξερε ότι από εδώ δε θα ξαναέφευγε.
Σα διέσχισε τη θολωτή πύλη και έπεσε πάνω σ’ ένα πολύβουο μελίσσι, αγόρια, κορίτσια όλων των ηλικιών να παίζουν στην αυλή, χαμογέλασε ξανά μετά από πολλά χρόνια. Στο μοναστήρι, την ενημέρωσαν, λειτουργεί και ορφανοτροφείο, όπου αρκετά παιδιά φιλοξενούνται. Παιδιά πονεμένα όπως κι αυτή. Παιδιά που χρειαζόταν αγάπη κι αυτή είχε τόση να προσφέρει. Έμεινε στην αρχή ως μαγείρισσα και πριν το καλοκαταλάβει είχε φορέσει το ράσο και πήρε το όνομα Θεανώ, μα το βασικότερο έγινε μητέρα ξανά κι έπειτα γιαγιά και να που σήμερα την αξίωσε ο θεός κι άκουσε και το όνομά της.
«Μάνα;» άκουσε ξανά τη φωνή που αυτή τη φορά έφθασε παραμορφωμένη στ’ αυτιά της. Έγειρε πίσω και κοίταξε μέσα από τα υγρά μάτια τη θολή εικόνα και η καρδιά της αναπήδησε.
«Κόρη μου» ψέλλισε ταραγμένη. «Κόρη μου!» κραύγασε και την έσφιξε πάνω της. Θεέ μου το Λενιώ μου! Πέρασε η σκέψη και δαγκάθηκε να μην πει δυνατά το όνομα, μην και πληγώσει την Κασσιανούλα της. Τόσο δα παιδάκι, ίσαμε με τα γόνατά της ήταν σαν την πρωτοπήρε στην αγκαλιά της. Κι είχε κάτι μάτια που στάζανε πόνο η Κασσιανούλα κι ας ήταν τόσο δα μικράκι, που έκαναν την καρδιά σου να σφιχτεί κι ένα κορμάκι γεμάτο σημάδια από τα χτυπήματα που της κατάφερναν οι γονείς της. Τα πρώτα χρόνια αρνιόταν να μιλήσει και με το ζόρι δεχόταν οποιαδήποτε σωματική επαφή χωρίς να ξεκινά να σπαράζει τρομοκρατημένη. Και να που έγινε κοτζάμ γυναίκα και που σήμερα, για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια, την είπε μάνα κι όχι μόνο αυτό, μα στο δεύτερο της παιδάκι, το εγγόνι της, έδωσε το όνομά της.
«Το εγγόνι μου!» ψιθύρισε και σφούγγιξε τα δάκρυά της.
«Άιντε, άιντε, φτάνει με τα δάκρυα! Σήμερα είναι ημέρα χαράς, να μας ζήσει η νεοφώτιστη!» ακούστηκε η φωνή της ηγουμένης.
«Ποιος να μου το λέγε ότι θα με αξίωνε ο Θεός να έχω τόσα παιδιά και τόσα εγγόνια και θ’ άκουγα και το όνομά μου!» αναφώνησε η Θεανώ και γέλασε δυνατά χτυπώντας τα χέρια της. Χαρούμενες φωνές την κύκλωσαν, χέρια που τη σήκωσαν και την οδήγησαν έξω από τον ναό στη ζεστή φωτεινή μέρα.
Εκείνο το βράδυ εκοιμήθηκε η Θεανώ χαμογελώντας πλατιά. Μέσα στα χέρια της κράταγε σφιχτά τη φωτογραφία της κόρης της και του άντρα της. Κανείς δεν τόλμησε να της την πάρει, μόνο πάνω της ακούμπησαν με ευλάβεια και την εικόνα της μητέρας όλων.
Αναστασία Χ.