,

Τυφλές ελπίδες

Ο Χρήστος ξύπνησε πολύ νωρίς εκείνη την ημέρα και σαν να υπήρχε ένα ελατήριο στο στρώμα που τον έκανε να σηκωθεί από το ζεστό του κρεβάτι, βρέθηκε όρθιος στο λεπτό. Ο ήλιος ακόμη δεν είχε ξεπροβάλει στον ουρανό, αλλά εκείνος δεν είχε αντικρύσει την μεγαλοπρέπειά του εδώ και πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια τον είχε δει πολλές φορές στα μικράτα του, ευτυχώς οι μνήμες από τα ωραία δεν σβήνουν εύκολα. Καμιά φορά που κλεινόταν στον εαυτό του, φανταζόταν να κάθεται στην άκρη ενός μικρού βράχου, με την θάλασσα να γλείφει τα πόδια του και εκείνος να έχει τα χέρια ανοιχτά και να κοιτάει κατάματα αυτό το ουράνιο, φλογερό, κατακόκκινο σώμα στον ουρανό και να του ζητάει να τον ζεστάνει γλυκά γλυκά.

Στα είκοσι επτά του χρόνια είχε ήδη καταφέρει πολλά, αν και τυφλός, δεν είχε παραιτηθεί από την ζωή, ξεπερνώντας τις δυσκολίες χάρη στη δύναμη και θέληση για ζωή. Σε αυτό έπαιξαν τον πιο σημαντικό ρόλο οι γονείς του, που ποτέ δεν τον αντιμετώπισαν σαν παιδί με ειδικές ανάγκες, αντιθέτως τον στήριξαν και του έδειξαν ότι η ζωή μοιάζει με ένα βουνό ψηλό και δύσβατο, που για να το ανέβεις θα ματώσεις, αλλά η κατάκτηση της κορυφής σε αποζημιώνει για όλες τις κακουχίες που συνάντησες.

Ο Χρήστος γεννήθηκε πρόωρα και αυτό είχε συνέπεια με τον καιρό, εκτός των αναπνευστικών προβλημάτων του, να υποστεί μία διαταραχή του αμφιβληστροειδούς, με αποτέλεσμα την σταδιακή του τύφλωση μέχρι την ηλικία των πέντε χρόνων. Όταν άρχισε να σκουντουφλάει χωρίς λόγο και να μην ξεχωρίζει χρώματα και σχήματα, οι γονείς του θορυβήθηκαν και πήγαν στον γιατρό, ο οποίος τους εξήγησε την σοβαρότητα της κατάστασης, την εξέλιξή της, καθώς και την κατάληξή της.

Στην αρχή δεν ήθελαν να το πιστέψουν και πήγαν και σε άλλους γιατρούς, αλλά η διάγνωση ήταν πάντα η ίδια. Η μητέρα του τα έβαλε με τον Θεό, δεν μπορούσε να δεχτεί το γεγονός ότι το παιδί της δεν θα είχε μια φυσιολογική ζωή όπως τα άλλα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν πιο ψύχραιμος και το γεγονός ότι ήταν ελεύθερος επαγγελματίας, του έδωσε την δυνατότητα να αφήσει για λίγο καιρό την δουλειά του και να πάρει μία πολύ σημαντική απόφαση, που αργότερα αποδείχτηκε ότι ήταν η καλύτερη κληρονομιά που είχε δώσει στο παιδί του. Νοίκιασε ένα τροχόσπιτο, πήρε την οικογένειά του και ταξίδεψαν σε όλη την Ελλάδα, από την Φλώρινα και την Καστοριά, μέχρι την Κρήτη. Τα καμένα χρώματα του φθινοπώρου, τα φύλλα που πέφτουν, τα έλατα, το χιόνι, τα ανθισμένα λουλούδια, η μυρωδιά της φύσης μετά την βροχή, οι μαργαρίτες την άνοιξη, ο δυνατός ήλιος το καλοκαίρι, η αλμύρα της θάλασσας, τα φύκια και τόσα άλλα, ήταν η καλύτερη παρέα για τον μικρό, που ήταν χαρούμενος και ευτυχισμένος γιατί είχε τους γονείς του όλη την ημέρα κοντά του και γιατί δεν έπρεπε να πηγαίνει στο “μικρό σχολείο” όπως τα άλλα παιδάκια της ηλικίας του. Η μητέρα φωτογράφιζε συνέχεια τα τοπία και τον γιό της να πρωταγωνιστεί σε κάθε φωτογραφία, με μαγιό ή με μπουφάν, με κασκόλ ή με καπέλο, χωμένο μέσα στο πράσινο του δάσους ή στην άμμο να παίζει με τα κουβαδάκια του.
“Μύρισε το χώμα αγόρι μου, κοίτα το χιονισμένο βουνό, την καταπράσινη πλαγιά, αγνάντεψε την θάλασσα, κοίτα τα ψάρια πώς κολυμπούν στο νερό, παίξε με τον σκυλάκο, τάισε τα πουλάκια…”. Και ο μικρός ακολουθούσε τις προτροπές της, χωρίς να ξέρει ότι σε λίγο καιρό δεν θα τα ξαναέβλεπε, ότι μέσα του θα έκλεινε έναν θησαυρό ανεκτίμητο που θα τον συντρόφευε για όλη του την ζωή.

Δεν άργησε η μέρα που η ολική τύφλωση του χτύπησε την πόρτα και με το που έκλεισε τα πέντε του χρόνια, η όρασή του είχε χαθεί. Οι γονείς ευτυχώς είχαν προετοιμαστεί για αυτό, έτσι η μετάβαση από το φως στο σκοτάδι, τους ήρθε αρκετά ομαλά. Σε έναν χρόνο ο μικρός είχε μάθει πολλά, να κινείται στο σπίτι με άνεση, να ντύνεται μόνος του, να αναγνωρίζει τις επιφάνειες με την αφή, εξασκώντας τις άλλες αισθήσεις, κυρίως την ακοή και την όσφρηση, κυρίως όμως να χρησιμοποιεί το μυαλό του. “Μην στέκεσαι στο πρόβλημα αγάπη μου, κοίτα να βρίσκεις λύσεις!” του έλεγε η μητέρα του.

Όταν ήρθε η εποχή να περάσει την πόρτα του σχολείου των τυφλών, ένα σχολείο διαφορετικό από τα άλλα, οι λιγοστοί φίλοι του θα πήγαιναν σε ένα άλλο κι αισθάνθηκε απροστάτευτος, αλλά η μητέρα του είχε πει ότι κάθε φορά που θα ήταν σε δύσκολη θέση, να θυμάται το χέρι της που τον κρατάει σφιχτά και έτσι δεν θα νιώθει μόνος. Στο σχολείο κατάλαβε ότι υπήρχαν και άλλα παιδιά σαν και αυτόν που δεν έβλεπαν και μερικά που δεν άκουγαν κιόλας.

Τα πρώτα χρόνια κύλησαν αρκετά ομαλά, μαθαίνοντας την γραφή Braille. Και για αυτό χρειάστηκαν περίπου δύο χρόνια. Πολλές φορές ονειρευόταν ότι ήταν όπως και τα άλλα “υγιή παιδιά”. Για καλή του τύχη, ένας από τους δασκάλους του, ο Μιχάλης, ένας άνθρωπος ανοιχτόμυαλος, διέκρινε ότι ο Χρήστος, αν και τυφλός, είχε πολλά χαρίσματα και ένα μυαλό εξαιρετικά κοφτερό. Έτσι όταν τελείωσε το δημοτικό, κατάφερε να ενταχθεί σε ένα κανονικό σχολείο.

Αν και προετοιμασμένος μαθησιακά, δεν φανταζόταν τις δυσκολίες που θα συναντούσε από την συμπεριφορά των συμμαθητών του, ακόμα και κάποιων καθηγητών. Πολλές φορές ήρθε αντιμέτωπος με λεκτική βία “άντε βρε στραβούλιακα!”, ή “πάρε το μπαστούνι σου και άδειασέ μας την γωνιά” ή “μόνο την τυφλόμυγα ξέρεις να παίζεις;”… Μία μαχαιριά στην καρδιά να του έδινε κάποιος, δεν θα τον πόναγε τόσο όσο αυτά τα σκληρά λόγια, με αποτέλεσμα να κλείνεται στον εαυτό του. Πολλές φορές τον έβρισκε το ξημέρωμα καθισμένο στην πολυθρόνα του δωματίου του χωρίς να μιλάει με κανέναν. Η μόνη παρηγοριά του ήταν η αίσθηση που ένιωθε στην παιδική του ηλικία, από το χέρι της μάνας του όταν τον κρατούσε σφιχτά. Ευτυχώς οι αναμνήσεις από τις τελευταίες παιδικές του εικόνες από τον έξω κόσμο δεν είχαν εξατμιστεί. Φανταζόταν ότι περπατούσε στο δάσος όπως όταν ήταν μικρός με τους γονείς του ή ότι λιαζόταν στην άμμο κοιτάζοντας τον ήλιο με τον ήχο της θάλασσας να τον χαλαρώνει και να τον ηρεμεί. Στο τέλος όμως τα λόγια αγαπημένης του μητέρας ηχούσαν στα αυτιά του σαν τον ήχο που κάνει η μέλισσα όταν φλερτάρει με το λουλούδι στον αγρό “βρες την λύση μόνος σου αγάπη μου”.

Με ταπεινότητα και ηρεμία άκουγε τα πικρά λόγια και αυτή η νιρβανική του αντίδραση, τους έκανε να αλλάξουν συμπεριφορά και σταδιακά απέκτησε πολλούς φίλους που τον γνώρισαν καλύτερα και τον ένταξαν στην “κοινότητά” τους. Το λευκό μπαστούνι τους είχε γίνει πια οικείο και ο Χρήστος ήταν χαρούμενος με τους νέους του φίλους.

Παρά τις προβλέψεις κάποιων από αυτών ότι δεν τα έβγαζε πέρα, η πρόοδός του ήταν αξιοθαύμαστη και οι βαθμολογίες του ήταν πέρα των προσδοκιών τους, με μέσο όρο αποφοίτησης κάθε χρονιά άνω του 18. Ο Χρήστος σάρωνε τα βραβεία και τους επαίνους και παρόλο που ήταν άριστος στα μαθήματά του, ήταν και άριστος στο ήθος. Στα δεκαπέντε του ζήτησε από τους γονείς του να μην τον συνοδεύουν στο σχολείο, αλλά να πηγαίνει μόνος του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε, αν και ήξερε να κινείται άνετα με το μπαστούνι του. Τα πεζοδρόμια μικρά και γεμάτα “παγίδες”, λακκούβες, περιττώματα σκύλων, ακόμα και το ύψος των δέντρων ήταν επικίνδυνο, αλλά εκείνος δεν το έβαζε κάτω. Συναντούσε στον δρόμο και άλλα παιδιά που τους ζητούσε να του περιγράφουν την διαδρομή, έτσι φανταζόταν στο μυαλό του το περιβάλλον γύρω του και την επόμενη φορά κινούταν με άνεση.

Η παραμικρή κατάκτηση ήταν για αυτόν μία νίκη, όπως και την ημέρα που ζήτησε από τους γονείς του να τον γράψουν στο κολυμβητήριο. Ήξερε πολύ καλά να κολυμπάει, το ζητούμενο όμως δεν ήταν να επιπλέει, αλλά να μπορεί να έρθει αντιμέτωπος με το χρονόμετρο, πόσο γρήγορα μπορεί να κινηθεί στο νερό χωρίς να βλέπει, ακολουθώντας το ένστικτό του. Τα πήγαινε πολύ καλά, κινούταν με ευκολία μέσα στο νερό ακολουθώντας τις οδηγίες του προπονητή του και σε λίγο καιρό πήρε μέρος και σε αγώνα με παιδιά της ηλικίας του που είχαν το ίδιο πρόβλημα. Δεν ήταν η νίκη αυτό που του έδινε δύναμη, αλλά η συμμετοχή, ότι μπορούσε να κάνει πράγματα όπως και οι υπόλοιποι. Το πρόβλημά του το αντιμετώπιζε σαν μία απλή φυσική πρόκληση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ανέβηκε στο βάθρο του νικητή, δίνοντας χαρά στους γονείς και φίλους.

Στο λύκειο αποφάσισε να δώσει πανελλήνιες, η νομική για αυτόν ήταν το μεγάλο του όνειρο, να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των τυφλών και των ανθρώπων με αναπηρία γενικά, μα ποιος άλλος εκτός από αυτόν θα μπορεί να το κάνει με τόσο ζήλο; Η ζωή τον είχε μάθει μέσα από τις εμπειρίες του ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιο πρόβλημα, άλλος έχει με το πάχος, άλλοι με τα πόδια τους ή τα χέρια τους, άλλοι με τα μάτια. Το να βλέπει κανείς το πρόβλημά του πιο απλά και να το δέχεται με θάρρος, είναι και το κλειδί της αντιμετώπισής του.

Η καθημερινότητά του δεν διέφερε σε τίποτα από τα άλλα παιδιά, σχολείο, διάβασμα, προπόνηση. Στην Τρίτη λυκείου γνώρισε μία κοπέλα, την Νίκη, συνομήλική του, που είχε τον ίδιο πόθο να περάσει στην νομική. Η νεαρή τον συμπάθησε αμέσως και γρήγορα έγιναν φίλοι. Ταίριαζαν σε πολλά, αν και προέρχονταν από διαφορετικές οικογένειες. Εκείνη ήταν παιδί χωρισμένων γονιών, χωρίς αυτό να της έχει δημιουργήσει πολλά τραύματα, γιατί οι γονείς της την αγαπούσαν πολύ και εξαιτίας της διατηρούσαν καλές σχέσεις. Τα πρωινά τον περίμενε έξω από το σπίτι του για να πάνε μαζί στο σχολείο και στα διαλείμματα μοιράζονταν το κουλούρι από το κυλικείο. Ο Χρήστος μιλούσε στους γονείς του για την Νίκη όλη μέρα και αυτό τους χαροποιούσε, γιατί είχε βρει και εκείνος μία κοπέλα να τον ενδιαφέρει. Τους δύο τελευταίους μήνες διάβαζαν μαζί τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Μέχρι να φτάσουν οι μέρες των πανελληνίων, η μικρή είχε γίνει το τέταρτο μέλος της οικογένειας.

Όπως όλα τα παιδιά που βρίσκονται σε αυτή την θέση, έτσι και εκείνα είχαν κουραστεί από το διάβασμα και την υπερπροσπάθειά τους να περάσουν στην σχολή που επιθυμούσαν, όμως ο Χρήστος θυμόταν τα λόγια της μάνας του “η ζωή είναι ένας δύσβατος δρόμος σε βουνό, που η κορυφή του σου φανερώνει την ομορφότερη θέα”. Το έλεγε συνέχεια δυνατά για να το ακούει και να παίρνει θάρρος και αυτός και η Νίκη.

Οι κόποι τους δικαιώθηκαν και πέρασαν στην νομική Αθηνών και τα δυο τους. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη, τόσο των ίδιων, όσο και των οικείων τους. Γονείς και καθηγητές τους αγκάλιασαν και τους συνεχάρησαν με δάκρυα γιατί γνώριζαν τους κόπους τους, ειδικά του Χρήστου, που με θάρρος αντιμετώπισε την αναπηρία του, κατέρριψε τις προβλέψεις ότι δεν θα τα κατάφερνε και απέδειξε ότι το πρόβλημά του ήταν απλά μία φυσική πρόκληση.

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το καλύτερο της ζωής τους. Η Νίκη ακολούθησε τον Χρήστο και την οικογένειά τους στις διακοπές τους, οι δυο τους ήρθαν πιο κοντά, η φιλία τους εξελίχτηκε σε μία βαθιά και ειλικρινή σχέση και από τότε ήταν αχώριστοι. Στον γυρισμό τους και πριν αρχίσουν τα μαθήματα στην σχολή, οι γονείς του του χάρισαν έναν σκύλο συντροφιάς, την Λάρα, ένα εκπαιδευμένο golden retriever, που από εκείνη την ημέρα θα ήταν ο τετράποδος άγγελός του, που θα του δάνειζε τα δικά του μάτια, θα τον προστάτευε για πολλά χρόνια δίνοντάς του μεγαλύτερη αυτονομία στην καθημερινότητά του.

Ο πρώτος καιρός στην σχολή ήταν δύσκολος, πάλι ήρθε αντιμέτωπος με την σκληροκαρδία του κόσμου, οι αποστάσεις πια δεν ήταν το ίδιο, η πρόσβαση στο μετρό με τον σκύλο δεν ήταν αποδεχτή, “το σύστημα” στην Ελλάδα απείχε από εκείνου του εξωτερικού, όπου τυφλός και σκύλος μπορούν να κυκλοφορούν ανάμεσα στον κόσμο με μεγάλη ευκολία. Ευτυχώς η Νίκη ήταν δίπλα του και τον υπερασπιζόταν στις εκάστοτε διαμάχες με τον κόσμο και για να δώσει μία αστεία νότα του έλεγε ότι ήταν και ο πρώτος της πελάτης υπεράσπισης!

Όταν έκλεισε ή Νίκη τα είκοσι, πήρε δίπλωμα αυτοκινήτου, νοίκιασε ένα μικρό βαν και με οι δύο τους με τον σκύλο παρέα, πέρασαν έναν μήνα γυρίζοντας την Κρήτη από τα Χανιά στον Άγιο Νικόλαο. Ο Χρήστος ένιωθε οικεία με το περιβάλλον, ήρθαν στην μνήμη του εικόνες από την παιδική του ηλικία και πολλές φορές περιέγραφε τον χώρο με μεγάλη ακρίβεια, σαν να τον έβλεπε εκείνη την στιγμή. Πολλές φορές δεν ήταν ευπρόσδεκτοι με τον σκύλο σε ταβέρνες ή σε ξενοδοχεία και αυτό τον πείσμωνε περισσότερο, σίγουρα θα έκανε μεγάλο αγώνα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων με προβλήματα όρασης και όχι μόνο. Όταν επέστρεψαν από τις διακοπές τους, έψαξε να βρει τρόπους να εκθέσει το πρόβλημα και τις δυσκολίες των τυφλών και ξεκίνησε από την σχολή του. Σε συνεργασία με κάποιους ευαίσθητους καθηγητές του, άρχισε να μιλάει τους συμφοιτητές του την ώρα των μαθημάτων, δίνοντας σύντομες διαλέξεις για την ζωή του και την αναπηρία του.
Τους εξήγησε ότι η λέξη “τυφλός”, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική του ταυτότητα, ότι δεν ντράπηκε ποτέ για την κατάστασή του, ότι είναι άνθρωπος σαν όλους τους άλλους που σίγουρα χρειάζεται συμπαράσταση και βοήθεια, όχι όμως οίκτο. Ούτε η αδιαφορία, ούτε η συνεχής εποπτεία βοηθούν έναν τυφλό. Οι ανάγκες του είναι ίδιες όπως των υπολοίπων. Θέλουν να ζήσουν, να εξερευνούν νέα μέρη, να πηγαίνουν θέατρο, συναυλίες, να επιδοθούν σε αθλήματα. Η νοοτροπία απέναντί τους πρέπει να αλλάξει και να τους δέχονται στις “μικρές τους κοινωνίες”, όπως τον υπόλοιπο κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο ευαισθητοποίησε τους νέους στον περίγυρό του και μετά από κάποιο διάστημα η φωνή του ακούστηκε στο ραδιόφωνο της πόλης. Η Νίκη ήταν πάντα στο πλευρό του και τον βοηθούσε στον προγραμματισμό ομιλιών και σε άλλες σχολές την Αθήνας.

Εκείνο το πρωινό ήταν πολύ σημαντικό για τον Χρήστο, θα υπερασπιζόταν έναν τυφλό νεαρό στο δικαστήριο λόγω τραυματισμού του από έναν οδηγό που τον παρέσυρε στον δρόμο την ώρα που διέσχιζε την διάβαση πεζών. Ήταν η πρώτη υπόθεση που είχε αναλάβει και θα έβαζε τα δυνατά του για να την κερδίσει. Από εκείνη την ημέρα και για πολλά χρόνια θα έμπαινε στις αίθουσες των δικαστηρίων με αυτοπεποίθηση και θάρρος για την υπεράσπιση των αδυνάτων, έχοντας την Νίκη στο πλευρό του.

Οι δύο τους αργότερα άνοιξαν και το δικό τους δικηγορικό γραφείο και λίγο μετά παντρεύτηκαν και έκαναν μία κόρη που την ονόμασαν Χαρά. Η ζωή τους κυλούσε ομαλά σαν όλων των ανθρώπων και όταν μεγάλωσε λίγο η μικρή, αγόρασαν ένα τροχόσπιτο και κάθε καλοκαίρι ταξίδευαν στην χώρα και χαίρονταν όλοι μαζί την φύση. Στις φωτογραφίες έβλεπες μόνο χαρούμενα πρόσωπα, του Χρήστου, της Νίκης, της Χαράς και φυσικά της Λάρα.

Η κοινωνία με τον καιρό άλλαξε ρότα, ακολουθώντας με καθυστέρηση πολλών ετών τους ευρωπαίους. Ο Χρήστος στα είκοσι επτά του είχε πάρει πτυχίο και είχε ήδη ξεκινήσει μία εκστρατεία υπέρ των τυφλών, δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στους σκύλους συνοδείας, που ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να ακολουθήσουν το αφεντικό τους στα ξενοδοχεία και σε άλλα κλειστά μέρη.

Ας μην ξεχάσουμε ότι στο παρελθόν έχουμε θαυμάσει τα έργα του Ομήρου που ήταν τυφλός, έχουμε ακούσει τα τραγούδια του Rαy Charles, του Andrea Boccelli. Πριν λίγες μέρες ένας τυφλός παραολυμπιονίκης διένυσε την απόσταση Σούδα-Σητεία κολυμπώντας. Ένα τυφλό παιδί έγινε σημαιοφόρος σε σχολική παρέλαση, νεαροί περνούν στα πανεπιστήμια και διαπρέπουν. Όσον αφορά τα σκυλιά συνοδείας, στο εξωτερικό τα χρησιμοποιούν ακόμη και για θεραπευτικούς λόγους στα νοσοκομεία και έχουμε δει φωτογραφίες να στέκονται έξω από τα δωμάτια των ασθενών. Η τεχνολογία έχει εξελιχθεί και με την χρήση κατάλληλων λογισμικών μπορούν να σερφάρουν στο ιντερνέτ, να δημιουργούν προγράμματα και γενικά να κάνουν όλα όσα κάνουν και οι υπόλοιποι με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα τυφλά άτομα μπορούν να έχουν μία πετυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία ως δικηγόροι, ψυχολόγοι, μαθηματικοί. Μία αναπηρία μπορεί να συμβεί και σε μας σε κάποια στιγμή της ζωής μας, δεν θα είναι εύκολο να το δεχτούμε με την πρώτη, αλλά η ζωή είναι σαν την θάλασσα που αλλάζει μορφή στο λεπτό, όμως εμείς την αγαπάμε και την αναζητάμε, γιατί μας γαληνεύει και μας δίνει χαρά. Οι ελπίδες, όσο τυφλές και αν είναι, γεμίζουν φως τις καρδιές όλων μας!

Δήμητρα Καμπόλη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: