,

Χορός πατέρα – νύφης

Έριξε μια προσεχτική, εξεταστική ματιά γύρω της. Τα περισσότερα τραπέζια ήταν ήδη γεμάτα και οι καλεσμένοι απολάμβαναν το φαγητό τους. Οι σερβιτόροι κινούνταν γρήγορα και διακριτικά ανάμεσα απ’ τον κόσμο, φροντίζοντας την κάθε λεπτομέρεια. Η μουσική ήταν απαλή και χαλαρωτική. Στη μέση της πίστας, η λευκή εντυπωσιακή τούρτα και γύρω της πολύχρωμα λουλούδια και λευκά μπαλόνια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε δίπλα της, την Ελένη, τη συμπεθέρα της. Της χαμογέλασε κι εκείνη ανταπέδωσε.

– Ηρέμησε Ιωάννα μου, όλα είναι υπέροχα!

– Ναι, είναι… χαμογέλασε κι αναστέναξε ανακουφισμένη

– Σε λίγο θα έρθουν και τα παιδιά! Πόσο όμορφα ήταν και τα δυο, ε; της είπε κι ο Ανδρέας, ο συμπέθερός της

– Ήταν… ήταν… είπε η Ιωάννα και δάγκωσε τα χείλη της για να μην αφήσει τα βουρκωμένα από συγκίνηση μάτια της να στάξουν

Πόσο καιρό προετοιμάζονταν όλοι γι’ αυτή τη στιγμή; Απ’ τη μια να ετοιμάζουν το σπίτι, απ’ την άλλη τις λεπτομέρειες του γάμου και στο μεταξύ να αγοράζουν και σιγά σιγά πραγματάκια για το μικρούλι που σε λίγους μήνες θα κατέφθανε. Στον έκτο μήνα ήταν ήδη η Ηλιάνα, η κόρη της Ιωάννας. Με τον Δημήτρη ήταν μαζί σχεδόν έξι χρόνια, ένα ζευγάρι όμορφο, αγαπημένο και ο καρπός του έρωτά τους που θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή, τους είχε δέσει ακόμη περισσότερο. Είχαν ήδη κανονίσει ότι θα παντρευτούν κι είχαν αρχίσει να ψάχνουν για ημερομηνία, όταν ανακάλυψαν ότι η Ηλιάνα ήταν έγκυος. Τίποτα δεν θα γινόταν διαφορετικά ακόμη κι αν δεν είχε έρθει η εγκυμοσύνη, απλώς τώρα έπρεπε να βιαστούν λίγο περισσότερο. Ευτυχώς και οι γονείς του Δημήτρη και η μητέρα της Ηλιάνας στάθηκαν στο πλευρό τους και βοήθησαν ώστε να είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους.

Η αίθουσα σκοτείνιασε ξαφνικά και όλα τα φώτα έπεσαν στην είσοδο του μαγαζιού. Το νεόνυμφο ζευγάρι, κρατώντας ο ένας στοργικά το χέρι του άλλου εμφανίστηκαν στην πόρτα. Όλοι οι καλεσμένοι τους χειροκροτούσαν και φώναζαν ευχές, όσο εκείνοι προχωρούσαν προς την πίστα. Η Ιωάννα ένιωθε πως είχαν μουδιάσει τα πόδια της, δεν είχε τη δύναμη να σηκωθεί. Τα μάτια της έγιναν αγκαλιές κι έπεσαν πάνω στο ζευγάρι όπως τους κοιτούσε, το χαμόγελό της έγινε ευχές και τους έραινε, μα τα πόδια της αδυνατούσαν να συνεργαστούν. Ήταν τόσο συγκινημένη… “Μην διανοηθείς να κλάψεις!” διέταξε σιωπηλά τον εαυτό της.

Έβλεπε την κόρη της να λάμπει από ευτυχία όπως περπατούσε στο πλάι του άντρα της και μα το Θεό, ένιωθε πως η καρδιά της θα έσπαγε. Αυτή τη στιγμή την ονειρευόταν χρόνια. Όχι γιατί ήθελε οπωσδήποτε να δει την κόρη της παντρεμένη, όχι… Μόνο γιατί ήθελε να την δει ευτυχισμένη, χαρούμενη, ολοκληρωμένη. Ένιωθε απέραντη γαλήνη μέσα της που είχε αξιωθεί να την δει έτσι.

Η μουσική άλλαξε όπως το ζευγάρι έκοβε την τούρτα. Σαμπάνιες άνοιξαν, μπαλόνια έπεσαν απ’ την οροφή, όλοι χειροκροτούσαν και καμάρωναν τα δυο παιδιά που ένωναν κι επίσημα πια τις ζωές τους. Η Ιωάννα έριξε μια αγχωμένη ματιά προς τον DJ, ήταν η ώρα να βάλει το τραγούδι του πρώτου χορού ζευγαριού, αυτό που για μέρες έψαχναν οι δυο τους. Και ναι… την σωστή στιγμή άκουσε τις πρώτες νότες. Αναστέναξε, της ήταν αδύνατον να αποβάλει το άγχος της. Ήθελε να πάνε όλα τέλεια, τίποτα να μην επισκιάσει ούτε για ένα δευτερόλεπτο την ευτυχία τους.

Ήπιε μια γουλιά σαμπάνια και σήκωσε το βλέμμα στο ταβάνι. Το βλέμμα της ήταν από ώρα υγρό και δεν ήθελε επ’ ουδενί να κλάψει. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Το είχε υποσχεθεί άλλωστε και στην Ηλιάνα της, 25 χρόνια πριν…

25 χρόνια… πότε πέρασαν αλήθεια; Σαν χτες της φαινόταν. Σαν χτες ήταν, Δευτέρα απόγευμα, όταν χτύπησε το σταθερό του σπιτιού. Η Ηλιάνα ήταν σχεδόν 5 χρονών και ήταν καθισμένη στο καφέ, παχύ χαλί του σαλονιού κι έπαιζε με τις κούκλες της. Η Ιωάννα ήταν στην κουζίνα και έπλενε τα πιάτα. Ακούγοντας το τηλέφωνο να χτυπάει, σκούπισε βιαστικά τα χέρια της και σήκωσε το ακουστικό.

– Η ίδια… ναι… τι…; Πού είναι; Είναι καλά; 

Μπερδεμένες ερωτήσεις, που εναγωνίως ζητούσαν άλλες απαντήσεις, άλλες απ’ αυτές που λάμβαναν. Κι ήταν η κάθε απάντηση καρφί, που τίποτα δεν μπορούσε να αποτρέψει απ’ το να την ακινητοποιήσει πάνω στο σταυρό, σ’ έναν σταυρό που κλήθηκε να κουβαλά στην πλάτη της 25 χρόνια τώρα. Ήξερε… καταλάβαινε… δεν της είπαν στο τηλέφωνο όλη την αλήθεια, αλλά η καρδιά της ήξερε. Ήταν νεκρός. Ο άντρας της, ο άνθρωπός της, το στήριγμά της δεν ανέπνεε πια, το ένιωθε. Της είπαν να πάει επειγόντως στο νοσοκομείο, τροχαίο στην Εθνική, μετωπική με νταλίκα. Να πάει… να προλάβει… να πάει… Κοίταξε την Ηλιάνα που έπαιζε αμέριμνη πάνω στο καφέ, παχύ χαλί. Η Ηλιάνα… το παιδί της… ο Κώστας… ο άντρας της… Να πάει… να προλάβει… να πάει…

“Μας τον έφεραν δυστυχώς νεκρό. Το ατύχημα ήταν σφοδρό. Έφυγε ακαριαία.” κι άλλα καρφιά στο σταυρό της κι εκείνη εκεί, αμίλητη, με τα μάτια παγωμένα και τα χείλη στεγνά να ακούει αλλά να μην αντιλαμβάνεται. Ένα μήνυμα στο κινητό της γειτόνισσάς της, που της είχε αφήσει την Ηλιάνα για να τρέξει στο νοσοκομείο. “Εβίτα πέθανε. Θ’ αργήσω. Πρόσεχε τη μικρή”. Δεν θυμόταν τι άλλο της είπαν, δεν θυμόταν τις διαδικασίες, δεν θυμόταν τα διαδικαστικά. Θυμόταν μόνο πως όταν βγήκε σέρνοντας τα βήματά της απ’ το νοσοκομείο, ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο κι άναψε ένα τσιγάρο. Φύσηξε τον καπνό δυνατά προς τον ουρανό και κοίταξε τον ήλιο που δειλά δειλά ανέτειλε.

Δεν θυμόταν πώς το ανακοίνωσε στην κόρη της, θυμόταν μόνο το ουρλιαχτό της μικρής όταν άκουσε τα νέα. Θυμόταν πως την πήρε στην αγκαλιά της και την έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε κι εκείνη έτρεμε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Δεν θυμόταν πώς και πόσο σύντομα κατάφεραν να μπουν σε μια κάποια κανονικότητα, θυμόταν μόνο πως κάποια στιγμή λίγους μήνες μετά το χαμό του Κώστα, η Ηλιάνα την είδε να κλαίει κι έπαθε κρίση. Ούρλιαζε και της έλεγε πως δεν θέλει να την ξαναδεί να κλαίει! Πως δεν πρέπει να ξανακλάψει! Πως δεν αντέχει να την βλέπει να κλαίει. “Δεν θα ξανακλάψω ποτέ ψυχή μου!” της υποσχόταν όσο προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Και δεν ξαναέκλαψε. Όχι μπροστά της. Ποτέ ξανά. Κατάπιε όλα τα δάκρυα και τ’ άφησε να πλημμυρίσουν την καρδιά της, να μουδιάσουν τα συναισθήματά της, να καταπιούν την ψυχή της. Πού την βρήκε αυτή τη δύναμη; Δεν ήξερε να πει, ήξερε μόνο πως έπρεπε πάση θυσία να μεγαλώσει το παιδί τους, να βρει τρόπους και λύσεις για όλα, να γίνει βράχος.

Και τα κατάφερε… έγινε βράχος. Και κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα, δυνάμωνε όλο και περισσότερο. Δεν κατέρρευσε, δεν έσπασε, δεν διαλύθηκε. Μάζεψε τα κομμάτια της κι έστησε μια καινούρια ζωή για εκείνη και την κόρη της. Δεν ήταν όλα εύκολα, για την ακρίβεια τα περισσότερα ήταν δύσκολα, αλλά είχε γίνει λύκαινα και ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα και κανέναν να της πει πως δεν μπορεί, πως χρειάζεται βοήθεια, πως δεν θα τα καταφέρει. Θα τα κατάφερνε. Το όφειλε στην Ηλιάνα, το όφειλε στον Κώστα. Θα τα κατάφερνε… Και τα κατάφερε και μπορούσε πια, 25 χρόνια μετά να στέκεται και να κοιτάζει αυτό το θαύμα, την κόρη της, να λάμπει από ευτυχία, να χαμογελάει. Κατάφερε το μοναδικό πράγμα που ήθελε.

Ο πρώτος χορός του ζευγαριού είχε μόλις τελειώσει. Ο Δημήτρης έπιασε απαλά το χέρι της Ηλιάνας και το φίλησε. Η Ιωάννα χαμογέλασε. “Ευλογημένοι να είστε…” σκέφτηκε.

– Και τώρα ο χορός πατέρα – νύφης! άκουσε απ’ το μικρόφωνο τον Dj κι οι πρώτες νότες κάποιου τραγουδιού άρχισαν να ακούγονται

Η Ιωάννα πάγωσε. Όλα ήταν τέλεια μέχρι αυτή τη στιγμή, τίποτα δεν είχε πάει στραβά και τώρα… “Χριστέ μου, αυτό βρήκε να πάει λάθος;” σκέφτηκε. “Τους τόνισα πως ο… πως η Ηλιάνα δεν… πως…”. Σήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε με αγωνία την κόρη της που βρισκόταν στην πίστα και την κοιτούσε γλυκά. Η αναπνοή της Ιωάννας είχε κοπεί, “Όχι… όχι τώρα… μη μου στεναχωρήσετε το παιδί μου τώρα!” σκέφτηκε. Για λίγα δευτερόλεπτα σάστισε, βλέποντας την Ηλιάνα να της κάνει νόημα να πλησιάσει. Την κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. “Έλα μαμά!” της φώναξε χαμογελαστή. Η Ιωάννα απέμενε εκεί, ακίνητη, παγωμένη. Η Ηλιάνα πήγε στο τραπέζι, την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε προς την πίστα. Κι άρχισαν να χορεύουν. Αγκαλιασμένες. Τον χορό πατέρα-νύφης.

Η Ιωάννα κοίταξε την κόρη της απορημένη.

– Εγώ το ζήτησα μαμά. Δεν έγινε κανένα λάθος. Εγώ το ζήτησα. 

Κάτι πήγε να πει η Ιωάννα, αλλά ένιωσε τα μάτια της βουρκωμένα και σταμάτησε. Δεν ήθελε να κλάψει. Το είχε απαγορεύσει στον εαυτό της. Το είχε υποσχεθεί στην Ηλιάνα…

– Μπορείς να κλάψεις μαμά, αν αυτό νιώθεις…

– Όχι καρδιά μου, όχι…

– Σ’ αγαπάω μαμά. Είσαι ο πιο σημαντικός μου άνθρωπος. Χωρίς εσένα, τίποτα δεν θα είχε γίνει όπως έπρεπε. Ήσουν εκεί πάντα, μαμά και μπαμπάς. Ήσουν εκεί, τα πάντα μου. Σ’ αγαπάω και σ’ ευχαριστώ. Κι αν θες να κλάψεις, είμαι εδώ να σ’ αγκαλιάσω και να μοιραστώ όσα νιώθεις. Πάντα θα είμαι εδώ μαμά… 

Κι η Ιωάννα άφησε την ψυχή της ελεύθερη. Κι έκλαψε. Έκλαψε μέσα στην αγκαλιά της κόρης της. Έκλαψε όχι για όσα έχασε, όχι για όσα δεν έζησε, είχε χρόνο να κλάψει γι’ αυτά. Έκλαψε για τη στιγμή, εκείνη τη μαγική στιγμή, που κρατούσε στα χέρια της το πιο σημαντικό της δημιούργημα, την κόρη της. Έκλαψε που το είχε μπορέσει να την δει ευτυχισμένη και ήρεμη. Έκλαψε που τελικά τα είχε καταφέρει…

Κική Γιοβανοπούλου

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: