Οι δείκτες, στο ρολόι του σαλονιού, έδειχναν μερικά λεπτά μετά τις εφτά κι ο Μιχάλης είχε ήδη σηκωθεί, πλυθεί, ντυθεί, πιεί καφέ κι απολαύσει ένα τσιγάρο. Δύο σχετικά παλιές, μα μεγάλες και στιβαρές βαλίτσες, βρισκόντουσαν στο σαλόνι του σπιτιού, από το προηγούμενο βράδυ και περίμεναν καρτερικά τους δύο ταξιδιώτες να τις πάρουν, για να τις μεταφέρουν άδειες, στον προορισμό τους. Η Λίλιαν χουζούρευε, όπως κάθε πρωινό καθημερινής που αρνιόταν πεισματικά να σηκωθεί από το κρεβάτι, καθώς δεν είχε ποτέ της αυτοπειθαρχία. Είχε απομείνει κουλουριασμένη, με τα μάτια κλειστά, να χαμογελάει καθώς άκουγε τον σκοπό που σιγοσφύριζε ο Μιχάλης στην κουζίνα.
Ο επόμενος συρμός θα έφευγε λίγο μετά τις οχτώ κι εκείνη, κάθε δύο λεπτά, έλεγε στον εαυτό της πως είχε άπλετο χρόνο στη διάθεσή της. Τον Μιχάλη, από την άλλη, δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα η αναχώρησή τους. Θα μπορούσε άνετα να την αναβάλλει για μερικές ώρες ακόμη. Εκείνο το ταξίδι ήταν ένα ακόμη προδιαγεγραμμένο συμβάν, σε μια αλληλουχία γεγονότων που είχε ξεκινήσει με την απιστία της Στέλλας. Μπορούσε πια να δει ότι οι σπασμωδικές του κινήσεις και το συνονθύλευμα που άφηναν πίσω τους οι πράξεις του, έμοιαζαν πολύ με το αποτέλεσμα μιας χιονοστιβάδας. Αφού θα καταλάγιαζε ο χαλασμός στη ζωή του, όλα θα έβρισκαν ένα καινούριο μέρος για να ζήσουν. Όπως κι εκείνος, άλλωστε.
«Έχεις σκοπό να σηκωθείς ποτέ από το κρεβάτι;» άκουσε η Λίλιαν την φωνή του Μιχάλη από την κουζίνα καθώς χασμουριόταν βαριεστημένα. «Πέντε λεπτά ακόμη» τον παρακάλεσε με γκρινιάρικο ύφος.
«Δεν θες να πας σχολείο σήμερα, ε;» την κορόιδεψε ο Μιχάλης, καθώς πήγαινε προς το υπνοδωμάτιο.
«Καθόλου, όμως» μονολόγησε εκείνη.
«Ναι, αλλά, πρέπει να σηκωθείς» της είπε, όταν έφτασε στο κατώφλι της πόρτας κι εκείνη ανασηκώθηκε και τον κοίταξε. Φάνταζε παράξενος μέσα στα καινούρια του ρούχα, με το περιποιημένο γένι και το μαύρο γυαλί που είχε στερεώσει στο κεφάλι του. «Σχεδόν πένθιμος» παρατήρησε η Λίλιαν, χαζεύοντας το μαύρο πουκάμισο με το μακρύ μανίκι, το σκουρόχρωμο τζιν και το έντονο γκρι, αθλητικό παπούτσι. Το θεριεμένο, μα καλοσχηματισμένο και περιποιημένο γένι του, παρέπεμπε σε θαμώνα μπαρ που είχε καταφέρει να αποδράσει από κάποια νεκρώσιμη ακολουθία και η γαλήνια όψη του, αποτύπωνε με όμορφο τρόπο την νηνεμία της ψυχής του, που ούτε κι ο ίδιος γνώριζε για πόσο θα κρατούσε, προτού να ξεσπάσει η χειρότερη, ίσως, καταιγίδα της ζωής του.
«Πρέπει, ναι…» μονολόγησε η Λίλιαν, πριν πετάξει από πάνω της τα σκεπάσματα και σηκωθεί όρθια. Γύρισε προς το μέρος του. Του χαμογέλασε κι εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο, πριν απομείνει να την θαυμάζει, δίχως να μιλάει. Στο πρωινό ημίφως που έφερνε στο δωμάτιο το μισόκλειστο παντζούρι, κατάφερε να διακρίνει τα λεπτά της χέρια με τα μακριά δάχτυλα. Παρατήρησε πως είχε χάσει την γράμμωση στα μπράτσα της, γιατί είχε καταφέρει να πάρει κάποια κιλά. Το πρόσωπό της είχε γίνει πιο γλυκό· δεν ήταν πια η ισχνή γκριμάτσα του παρελθόντος της. Η φιγούρα της έφερνε σε άγαλμα κάποιας προϊστορικής θεάς της γονιμότητας. Μισόκλεισε τα μάτια του κι όταν τον πλησίασε, την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Είσαι πανέμορφη. Στο έχω πει ποτέ;» της ψιθύρισε γλυκά στο αυτί.
«Ποτέ…» απάντησε κι εκείνη, με τον ίδιο τόνο.
«Όντως είσαι πανέμορφη… Δεν βρίσκω κάποια άλλη, περισσότερο κατάλληλη, λέξη, για να σ’ το εκφράσω».
«Σ’ αγαπάω. Ορίστε. Χαρούμενος;» τον πείραξε η Λίλιαν κι ύστερα τον έσπρωξε από πάνω της. Την στραβοκοίταξε ο Μιχάλης. «Κατουριέμαι. Μπορώ;» τον ρώτησε, σηκώνοντας το φρύδι της, πριν τον παρατήσει σύξυλο στο κατώφλι της πόρτας.
Έβαλε τα γέλια ο Μιχάλης. «Ποτέ σου δεν το είχες με τον ρομαντισμό…» σκέφτηκε, προτού επιστρέψει στην κουζίνα για να συνεχίσει το τσιγάρο του.
***
Είχε ξεκινήσει να ψιχαλίζει, όταν ο Μιχάλης, η Λίλιαν και οι δύο βαλίτσες, βγήκαν από την πολυκατοικία. Άνοιξαν τις ομπρέλες τους και απόμειναν, για μερικές στιγμές, σιωπηλοί, στο πεζοδρόμιο. «Πού διάολο είναι το ταξί;» γκρίνιαξε η Λίλιαν. Το μυαλό της δεν είχε ξυπνήσει ακόμη για τα καλά και λόγω του πρωινού χουζουρέματος που δεν ήθελε να χάσει, δεν είχε προλάβει να πιεί ούτε μισή γουλιά καφέ.
«Τρίτη πρωί, με βροχή, χαμός θα γίνεται…» μονολόγησε ο Μιχάλης.
«Μακάρι να μην γίνεται…» μουρμούρισε εκείνη κι ύστερα παρατήρησε το μπλε ταξί που τους πλησίαζε. «Τουλάχιστον δεν θα βραχούμε μέχρι τον σταθμό» συνέχισε τον συνειρμό της κι ύστερα έκλεισε την ομπρέλα της. Χώθηκε βιαστικά στο πίσω κάθισμα, ενώ ο Μιχάλης μαζί με τον ταξιτζή, φόρτωναν τις άδειες βαλίτσες το πορτ μπαγκάζ.
Κάγχασε η Λίλιαν όταν αντίκρυσε τον ημιφάλακρο εξηντάρη, με το χτενισμένο και καλοστερεωμένο κλαπέτο στο κεφάλι, να μπαίνει στην θέση του οδηγού. Παρατήρησε από τον καθρέφτη την καρικατούρα ενός ανθρώπου που έφερε παχύ, ατημέλητο, μουστάκι και κεχριμπαρένιο δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο του δεξιού χεριού· σ’ εκείνο όπου υπήρχε κι ένα πολύ μακρύ και κιτρινωπό νύχι. «Δεν σε πειράζει, παλικάρι, ν’ ανάψω ένα τσιγάρο;» ρώτησε, με βραχνή, σχεδόν γρεζαριστή φωνή, ο ταξιτζής τον Μιχάλη κι εκείνος, καγχάζοντας, απάντησε «κάνε δουλειά σου».
«Πού πάμε;» ρώτησε ο ταξιτζής.
«Στο σταθμό» αποκρίθηκε κοφτά ο Μιχάλης, χωρίς να δώσει κανένα δικαίωμα για περαιτέρω συζήτηση.
Η Λίλιαν παρατηρούσε τα ρυάκια που σχημάτιζε η βροχή στο παράθυρο του παλιού ταξί, καθώς διέσχιζαν τους πηγμένους από κίνηση δρόμους. Πού και πού έριχνε κλεφτές ματιές στον Μιχάλη, ο οποίος είχε βολευτεί όσο καλύτερα μπορούσε στη θέση του συνοδηγού και κοίταζε με αχόρταγο βλέμμα, αυτοκίνητα και περαστικούς. Του είχαν λείψει εκείνα τα μέρη. Ήταν απών για τέσσερα χρόνια. Μέσα σ’ αυτό το διάστημα, είχε καταφέρει να επισκεφτεί την Θεσσαλονίκη μία μόνο φορά κι εκείνη, στα κλεφτά, ίσα για δυο μέρες, ίσα για να παραστεί στο νεκροκρέβατο ενός παλιόφιλου κι ύστερα στην κηδεία του. Κι είχε φύγει όπως ακριβώς είχε έρθει. Στα κλεφτά.
Παρ’ όλη την κίνηση, δεν άργησαν πολύ να φτάσουν στον σταθμό. Κατέβηκαν από το ταξί, πήραν τις άδειες βαλίτσες κι έτρεξαν προς το κατάμεστο τέρμιναλ. Η Λίλιαν πήγε να βγάλει εισιτήρια κι ο Μιχάλης βγήκε έξω απ’ το σταθμό για να ανάψει τσιγάρο.
Τον έπιανε μια περίεργη νοσταλγία και τον τύλιγε μια ανεξιχνίαστη θλίψη, όταν αντίκρυζε την πλατφόρμα, τις γραμμές, τις λαδωμένες πέτρες, τις κολώνες που στήριζαν την οροφή, τα παγκάκια και τους περαστικούς. Εκείνο το συννεφιασμένο και βροχερό πρωινό, του ξυπνούσε πιο έντονα τις αναμνήσεις που αναδυόντουσαν στην επιφάνεια του λογισμού του, κάθε φορά που ταξίδευε με τραίνο. Μπορούσε να δει, με το μάτι της φαντασίας του, την Λίλιαν και τον Παύλο, στα δεκαοχτώ τους, λίγα μέτρα πιο κάτω, να στέκονται αγκαλιασμένοι, στιγμές πριν επιβιβαστούν σ’ ένα τραίνο για να φύγουν για το στρατόπεδο που έπρεπε να παρουσιαστούν. Μπορούσε να διακρίνει τον πιτσιρικά εαυτό του, χαμένο μέσα στο πλήθος, να κοιτάζει, δήθεν αδιάφορα, εκείνο το ζευγάρι, καθώς στα ακουστικά που φορούσε, έπαιζε πένθιμη μουσική από ένα παλιό walkman. Κάπου – κάπου, έβλεπε τον εικοσιτετράχρονο Μιχάλη, φορτωμένο μ’ ένα σκασμό μπαγκάζια, να πηδάει σ’ ένα κόκκινο βαγόνι και να φεύγει, νύχτα, για την Λάρισα. Και μετάνιωνε. Κάθε φορά μετάνιωνε για όλες τις λάθος επιλογές που είχε κάνει, για τις επιλογές που ποτέ δεν τόλμησε ούτε ν’ αλλάξει, μήτε να συμμαζέψει τα όσα άφησαν πίσω τους.
«Ρεμβάζεις;» διέκοψε το νοερό του ταξίδι με την φωνή της η Λίλιαν.
«Ρεμβάζω» την επιβεβαίωσε, με γαλήνιο τόνο.
«Τα μισώ τα τραίνα. Βαριέμαι να ταξιδεύω με τραίνο…» μουρμούρισε εκείνη.
«Πλάκα έχουν…» απάντησε ο Μιχάλης κι ύστερα γύρισε προς το μέρος της. «Αλήθεια, πώς και δεν πήρες κάνα αμάξι;»
«Δεν έβγαλα ποτέ το δίπλωμα… Δεν είχα και μυαλό… Και το δίπλωμα για την μηχανή, στα κρυφά το έβγαλα… Αλλά…»
«Αλλά;» την παρότρυνε να συνεχίσει τον συλλογισμό της.
«Μετά τον θάνατο του Παύλου…» άρχισε η Λίλιαν κι ύστερα έκανε μια παύση για να αναστενάξει. «Δεν ξέρω… Φοβάμαι να οδηγήσω τ’ οτιδήποτε. Αν και οδήγησα λίγο το τελευταίο διάστημα, μη φανταστείς τίποτα ιδιαίτερο, και πάλι το φοβάμαι…» κατέληξε κι ο Μιχάλης ανέβλεψε. «Λογικό μου φαίνεται» μουρμούρισε.
«Κάναμε πολλές βλακείες… Ειδικά στα Γιάννενα…» άρχισε η Λίλιαν με απολογητικό ύφος. Την έσφιξε στην αγκαλιά του ο Μιχάλης κι άρχισε να της χαϊδεύει στοργικά τα μαλλιά. «Πέρασε όμως…» της ψιθύρισε.
«Πέρασε…» επανέλαβε εκείνη.
«Ν’ ανέβουμε;» την ρώτησε, πετώντας μακριά το τσιγάρο του, με μια περίτεχνη κίνηση του χεριού.
«Ναι» απάντησε η Λίλιαν κι ύστερα πήραν τις βαλίτσες τους και ανέβηκαν στο τραίνο.
Δεν τους πήρε πολύ ώρα να βρουν τις θέσεις τους και να βολευτούν. Δεν είχαν ιδιαίτερη διάθεση για συζήτηση. Από την μία, ο Μιχάλης, που δεν γνώριζε τι θα αντιμετώπιζε με την Στέλλα, είχε αρχίσει να πνίγεται μέσα στον φόβο και τις ανασφάλειές του. Από την άλλη, η Λίλιαν που μισούσε τα ταξίδια και τα τραίνα, προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να περάσει εκείνο το δίωρο αναίμακτα και χωρίς να γκρινιάζει ακατάπαυστα. Και το κατάφερε. Μέχρι, τουλάχιστον, τα μισά της διαδρομής.
Κούρνιασε στην αγκαλιά του κι εκείνος της χαμογέλασε. «Λέω να κοιμηθώ. Σε πειράζει;» τον ρώτησε κι εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Σ’ αγαπώ» του είπε κι εκείνος απλώς της χαμογέλασε. Άρχισε να της χαϊδεύει το μάγουλο, κι άφησε το βλέμμα του να χαθεί μέσα στην πεδιάδα που έγδερναν με την δύναμή τους η βροχή και ο άνεμος. Έκλεισε τα μάτια της η Λίλιαν. Προσπάθησε να αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, για να μην ακούει μήτε το ελαφρύ μουρμουρητό των συνταξιδιωτών της, μα ούτε και το ρυθμικό χτύπημα του βαγονιού, πάνω στις ράγες. Αφέθηκε στην αγκαλιά του Μιχάλη και ύστερα από λίγες στιγμές τυλίχτηκε ολόκληρη από νεκρική σιγή μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι.
***
«Κούκλα;» αντήχησε μια φωνή μέσα στο σκοτάδι. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της, μα δεν τα κατάφερε. Ούτε μπόρεσε να γυρίσει το κεφάλι, για να κοιτάξει τριγύρω της. «Κούκλα;» συνέχισε με γαλήνιο τόνο εκείνη η φωνή κι η Λίλιαν, τρομαγμένη, πάλεψε με τον εαυτό της και με τις αισθήσεις της, για να μπορέσει να ανοίξει τα μάτια της και να δει ποιος την καλούσε.
«Παύλο;» ρώτησε, με φωνή που έτρεμε, γνωρίζοντας ότι μόνο εκείνος την προσφωνούσε έτσι.
«Εγώ είμαι κούκλα. Μην ανησυχείς» την διαβεβαίωσε η φωνή.
«Πού είσαι Παύλο;»
«Βαθιά μέσα στην δική μου κόλαση. Όπως πάντοτε, άλλωστε. Έλα να μιλήσουμε» συνέχισε ο Παύλος κι ύστερα η Λίλιαν κατάφερε και άνοιξε απότομα τα μάτια της, για να βρεθεί σ’ ένα μέρος που δεν είχε αντικρύσει ποτέ ξανά στη ζωή της. «Πού είμαστε;» ρώτησε ταραγμένα.
«Ονειρικό δεν μοιάζει το τοπίο;» την ρώτησε ο Παύλος, που στεκόταν δίπλα της. Άγγιξε το χέρι της κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι. Καθόντουσαν σε μια παλιά, ξύλινη προβλήτα, ενός μικρού, έρημου νησιού, στην μέση κάποιας απίστευτα ήρεμης θάλασσας. Ένα μέρος που βρισκόταν στη μέση του πουθενά, όπου ο χώρος δεν είχε κανένα απολύτως νόημα και όπου η αίσθηση του χρόνου ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
«Ναι, ονειρικό…» μουρμούρισε εκείνη, δίχως να μπορεί να καταλάβει πού ακριβώς βρισκόταν.
«Μην ανησυχείς» συνέχισε ο Παύλος, γυρίζοντας προς το μέρος της. Το παιδί με τα σταχτόξανθα μαλλιά και το χαμένο βλέμμα της χαμογελούσε, όπως ακριβώς έκανε τον πρώτο καιρό που ήταν μαζί.
«Πόσο καιρό έχω να σε δω;» τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον με ένα ανάμεικτο συναίσθημα φόβου και έκπληξης.
«Αρκετό. Μα… Δεν άλλαξα καθόλου» συνέχισε εκείνος, με γαλήνιο ύφος.
«Άλλαξες, Παύλο» αποφάνθηκε η Λίλιαν.
«Πάντα ο ίδιος άνθρωπος ήμουν, κούκλα. Εσύ δεν το είδες ποτέ αυτό. Πάντα νόμιζες ότι ήμουν κάποιος άλλος. Πάντοτε ήσουν μπερδεμένη» της απάντησε εκείνος.
«Γιατί είμαστε εδώ;» ρώτησε η Λίλιαν.
«Εσύ μ’ έφερες εδώ. Δεν το θυμάσαι;»
«Εγώ; Πότε;»
«Εσύ προσπάθησες να με βάλεις στον παράδεισο. Εγώ… Εγώ προτίμησα να χαθώ μέσα σε μια κόλαση και να σε πάρω μαζί μου σ’ αυτή. Πόσα λάθη έκανα στη ζωή μου;» μονολόγησε ο Παύλος.
«Τελικά, πού είμαστε; Στον παράδεισο ή στην κόλαση;»
«Εσύ να μου πεις, κούκλα. Εγώ δεν μπορώ πια να ξέρω…»
«Ούτ’ εγώ ξέρω πού είμαστε Παύλο. Ούτε και γιατί είμαστε εδώ» μονολόγησε η Λίλιαν προτού σηκωθεί όρθια για να παρατηρήσει το παράξενο σκηνικό που την πλαισίωνε.
«Πού είμαστε, δεν ξέρω. Όμως μπορεί να ξέρω τον λόγο για τον οποίο βρισκόμαστε εδώ. Θέλεις να σου τον πω;» την ρώτησε ο Παύλος, που δεν είχε πάρει το βλέμμα του από πάνω της.
«Αν θέλεις».
«Είμαστε εδώ για να σταματήσεις να βλέπεις τα πάντα γκρίζα. Κοίτα τι ωραίος που είναι αυτός ο απέραντος, γαλάζιος ωκεανός. Χάνεσαι. Δεν ξέρεις πού είναι ο ουρανός και που η θάλασσα…»
«Εδώ μένεις;» τον διέκοψε απότομα η Λίλιαν, που προσπαθούσε μανιωδώς να εκλογικεύσει εκείνη την παράλογη κατάσταση μέσα στο μυαλό της.
«Όχι. Εδώ μένεις εσύ. Να, εκεί, σ’ εκείνη την μικρή καλύβα» της απάντησε, δείχνοντάς της ένα καλυβάκι δίπλα απ’ την προβλήτα που βρισκόντουσαν.
«Εκεί μένω;» αναρωτήθηκε δυνατά η Λίλιαν κι έπειτα άρχισε να βαδίζει προς εκείνο, το μικρό, καλυβάκι.
«Εδώ και χρόνια» της απάντησε ο Παύλος, πριν αρχίσει να την ακολουθεί. «Από τότε που έφυγα. Ήρθες εδώ, σ’ αυτό το νησάκι. Εγκαταστάθηκες στην καλύβα. Δεν το θυμάσαι;» την ρώτησε.
«Ειλικρινά; Όχι, δεν το θυμάμαι» απολογήθηκε η Λίλιαν.
«Κι όμως, κούκλα, εδώ μένεις, σ’ ετούτη εδώ την καλύβα. Παράτησες τα όνειρά σου. Παράτησες τη ζωή σου. Κάθε μέρα που περνάει, κοιτάς την θάλασσα απ’ την προβλήτα. Γιατί δεν προσπάθησες ποτέ σου να φύγεις από αυτή την εξορία; Από τον παράδεισο ή από την κόλαση; Μόνο εσύ ξέρεις να μου πεις τι ακριβώς είναι» μονολόγησε ο Παύλος.
Κοντοστάθηκε η Λίλιαν. Συνοφρυώθηκε. Αναστέναξε. «Γιατί ρε Παύλο;» τον ρώτησε.
«Γιατί όλα ήταν ένα ψέμα. Γιατί το ήξερες. Γιατί δεν έκανες ποτέ τίποτα για να το αλλάξεις» της απάντησε μ’ έναν παράξενο τόνο, σχεδόν παιχνιδιάρικο.
«Τι ήταν ψέμα;» κλαψούρισε η Λίλιαν.
«Εμείς, κούκλα» της είπε προτού την αγκαλιάσει. «Εμείς… Εμείς ήμασταν ένα μεγάλο ψέμα. Ένα τεράστιο ψέμα. Μια τεράστια πληγή και για τους δύο. Δεν το είχες καταλάβει;»
«Επιτέλους, κατάφερα να το καταλάβω κι αυτό» του απάντησε, καθώς τον έσφιγγε στην αγκαλιά της.
«Κι αφού το κατάλαβες, γιατί δεν φεύγεις;» συνέχισε εκείνος.
«Από πού;» μουρμούρισε η Λίλιαν, δακρύζοντας.
«Από τον τόπο που αυτοεξορίστηκες».
«Να πάω πού;»
«Να γυρίσεις πίσω στην ζωή σου, ίσως; Να συνεχίσεις να ζεις, μήπως;» της απάντησε παιχνιδιάρικα ο Παύλος.
«Δεν ξέρω αν πρέπει» ψιθύρισε εκείνη.
«Εμείς δεν θα γυρίζαμε ποτέ πίσω. Ποτέ, πίσω στον καιρό που γνωριστήκαμε. Ποτέ, πίσω στον καιρό που ζήσαμε. Που ζούσαμε. Ίσως να ήταν γραφτό ν’ αλλάξω. Ίσως να έπρεπε να μετανιώσω για όλα όσα σου έκανα. Μα, κούκλα, τώρα δεν αλλάζουν τα πράγματα. Είναι πια πολύ αργά…»
«Μετάνιωσες Παύλο;» συνέχισε τις ψιθυριστές της ερωτήσεις.
«Για τίποτα. Για τίποτα απ’ όσα έκανα στη ζωή μου δεν έχω μετανιώσει κι ούτε και σκοπεύω να το κάνω» της απάντησε εκείνος, χαρούμενα.
«Γιατί;»
«Τι γιατί;» απόρησε ο Παύλος.
«Τόσο κακό σου έκανα;» κατάφερε να ρωτήσει η Λίλιαν, προτού σπάσει και βάλει τα κλάματα.
«Όχι, κούκλα. Μόνο καλό είδα από εσένα. Μόνο προσπάθεια. Μόνο δάκρυα. Πείσμα. Ήθελες να με δεις καλά. Μόνο που εγώ δεν ήθελα ποτέ να είμαι καλά. Μέσα στην αυτοκαταστροφή μου σε βούλιαξα κι εσένα. Στην κόλασή μου. Τότε, αυτό που βλέπεις τώρα, σου έκλεψε τα χρώματα. Η εικόνα μου. Μια εικόνα που ξέρουμε πολύ καλά και οι δύο πως δεν είμαι πραγματικά εγώ. Και πώς θα μπορούσα να είμαι εγώ, αφού είμαι νεκρός, νεκρός Λίλιαν, εδώ και πολύ καιρό».
«Δεν σε καταλαβαίνω, Παύλο. Ποτέ δεν μπορούσα…»
«Ξέρεις ότι εγώ, δεν είμαι πραγματικά εγώ;» την διέκοψε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της και κοιτάζοντάς την στα μάτια.
«Κι αν δεν είσαι εσύ, τότε ποιος είσαι;» τον ρώτησε η Λίλιαν, χαϊδεύοντάς του τα χέρια.
«Η ψυχή σου, ηλίθια!» της απάντησε με περιπαικτικό και θριαμβευτικό ύφος.
«Έτσι σε αποκαλούσα κάποτε…» του είπε κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του απυηδισμένα. «Ακόμα να καταλάβεις; Ένα κομμάτι μου επιβίωσε μέσα στην ψυχή σου. Όπως υπάρχουν πολλά κομμάτια σου, μέσα στην δική μου, βασανισμένη, συνείδηση. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο, τέλος πάντων…»
«Ποιο κομμάτι σου;» ρώτησε η Λίλιαν κι ύστερα ο Παύλος την πήρε σιωπηλά από το χέρι και την οδήγησε πίσω στην προβλήτα. Αναστέναξε. «Αυτό που βλέπεις τώρα. Αυτό που ποτέ σου δεν προσπάθησες να πετάξεις στα σκουπίδια και που πίστευες πως σου έφταιγε για όλα. Δίκιο είχες. Πάντα είχες δίκιο. Εγώ έφταιγα για όλα» κατέληξε, μονολογώντας, θλιμμένα ο Παύλος.
«Δηλαδή;»
«Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω κι όχι για να σε δικάσω. Όπως για χρόνια πίστευες…»
«Πώς ρε Παύλο;» τον διέκοψε η Λίλιαν.
«Ήρθα να σου δώσω πίσω το χρώμα που σου πήρα κάποτε. Τώρα ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να το κάνω και τώρα θα το κάνω» της απάντησε εκείνος.
«Πώς;» επέμεινε η Λίλιαν.
«Κοίτα πάνω» της απάντησε κρυπτικά κι ύστερα η Λίλιαν έστρεψε το δακρυσμένο της βλέμμα προς τον ουρανό, για να αντικρύσει ένα τεράστιο ουράνιο τόξο, να εκτείνεται απ’ τη μία μέχρι την άλλη άκρη του καθάριου ουρανού. «Δικά σου. Όλα δικά σου. Όλα όσα σου είχα πάρει» της είπε κι ύστερα γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να απομακρύνεται, σιγοσφυρίζοντας ένα τραγούδι που είχε θαφτεί πολύ βαθιά μέσα στις αναμνήσεις της.
«Πού πας, Παύλο;» ρώτησε η Λίλιαν, βλέποντας εκείνο το ανέμελο παιδί, τον επαναστάτη που κάποτε είχε αγαπήσει, να φεύγει από κοντά της γι’ ακόμη μια φορά.
«Δεν νομίζω να είμαι πια χρήσιμος. Το ταξίδι μου έφτασε στο τέλος του και θέλω να πιστεύω πως κι εσύ βρήκες ένα λιμάνι για να αράξεις. Μέχρι τώρα ήταν αυτή η μικρή προβλήτα. Από σήμερα θα είναι κάτι μεγαλύτερο. Έτσι δεν είναι, κούκλα;» την ρώτησε, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Γιατί τώρα;» φώναξε η Λίλιαν κι ο Παύλος κοντοστάθηκε. Γύρισε προς το μέρος της. «Δεν το ξέρεις;» την ρώτησε, χαμογελώντας μυστήρια.
«Όχι! Πες μου!» συνέχισε η Λίλιαν.
«Γιατί, καλή μου Λίλιαν, γλυκιά μου Λίλιαν, τόσα χρόνια νόμιζες πως ήσουν με τον σωστό άνθρωπο και ήσουν με τον λάθος άνθρωπο. Τώρα, τα πράγματα είναι ανάποδα. Μόνο που πλέον μπορείς να διακρίνεις την λεπτή γραμμή μεταξύ σωστού και λάθους. Εγώ… Εγώ έμενα εδώ τόσο καιρό για να σου δείχνω εκείνη την γραμμή. Μόνο με γκρι. Τώρα βαψ’ την μ’ οποίο χρώμα γουστάρει η ψυχή σου».
«Για τον Μιχάλη μιλάς;»
«Στα λόγια μου έρχεσαι, κούκλα» της απάντησε γελώντας.
«Κι αν κάνω λάθος;» τον ρώτησε και το γέλιο του Παύλου δυνάμωσε. «Αν έκανες λάθος, πιστεύεις ότι θα ερχόμουν να σου δώσω πίσω τα χρώματα που σου έκλεψα;» συνέχισε εκείνο το παιχνίδι με τις ερωτήσεις.
«Δεν ξέρω».
«Δεν ήρθα να στα δώσω πίσω, όταν ήσουν με τον Βασίλη. Και τότε με γκρι δεν ζωγράφιζες;» συνέχισε ο Παύλος.
«Ναι. Με γκρι».
«Ακόμα να καταλάβεις;»
«Ειλικρινά, ακόμα δεν σ’ έχω καταλάβει».
«Δεν πειράζει, κούκλα. Έχεις τα χρώματα για να βάψεις τα πάντα όπως θέλεις εσύ. Αφού δεν το κατάλαβες ακόμη, δεν πειράζει, θα έρθει η στιγμή που θα καταλάβεις» της είπε εκείνος, δίχως να σταματήσει να γελάει.
«Και τώρα;» ρώτησε η Λίλιαν.
«Τώρα, γλυκιά μου Λίλιαν, εγώ πρέπει να φύγω. Πρέπει να γυρίσω σ’ εκείνη την κόλαση της μοναξιάς που τόσο καιρό ζούσαμε μαζί. Μόνο που τώρα θα γυρίσω μόνος. Εσύ έφυγες από εκεί. Και θέλω να ελπίζω πως ποτέ δεν θα επιστρέψεις εκεί πέρα» της είπε με τελεσίδικο τόνο.
«Στο καλό, Παύλο» ψιθύρισε η Λίλιαν, γνέφοντάς του.
«Δεν θα τα ξαναπούμε, Λίλιαν» της απάντησε κι ύστερα έχωσε τα χέρια στις τσέπες του κι άρχισε να περπατάει σφυρίζοντας. Η Λίλιαν απόμεινε, για ακόμη μια φορά, να χαζεύει το παιδί με το σταχτόξανθο μαλλί, και να αναπολεί όλα όσα είχαν ζήσει μαζί. Της θύμιζε πολλά εκείνη η μελωδία. Της θύμιζε έναν μικρό επαναστάτη που δεν είχε σταματήσει ποτέ να αγαπάει, να κάθεται μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα και να κοιτάζει έναν δίσκο που στριφογύριζε πάνω σ’ ένα παλιό πικάπ. Κάτι δεν της καθόταν καλά σ’ εκείνη την εικόνα. Θυμήθηκε τους στίχους.
Πού πας γυμνός καλέ μου Μιγκέλ, γέμισε ο τόπος με κηλίδες απουσίας…
Σταμάτησε απότομα ο Παύλος. Γύρισε προς το μέρος της. «Ακριβώς αυτό. Επίσης, φτάνετε. Άνοιξε τα μάτια σου» της είπε κι εκείνη, απόμεινε έκπληκτη, να κοιτάζει το νησί και το ουράνιο τόξο να εξαφανίζονται μέσα σ’ ένα μαύρο πέπλο που κάλυπτε βίαια και βιαστικά τον κόσμο που την φιλοξενούσε.
***
«Ξύπνησες, καρδιά μου;» την ρώτησε ο Μιχάλης κι εκείνη κατάφερε με δυσκολία να ανοίξει τα μάτια της. Γύρισε και τον κοίταξε. Ήταν ακόμη στην αγκαλιά του και το τραίνο δεν είχε φτάσει στον προορισμό του. Ανάσαινε γρήγορα. Έβρεχε έξω. Ένιωθε αποπροσανατολισμένη. Το τραίνο επιβράδυνε καθώς έμπαινε στην πόλη. Έριξε μια ματιά στα σπίτια που ορθονόντουσαν δίπλα απ’ τις γραμμές. Αναστέναξε ανακουφισμένη, πριν επιστρέψει το βλέμμα της στον Μιχάλη.
«Έκλαιγες στον ύπνο σου…» μουρμούρισε εκείνος, σκεφτικά και θλιμμένα.
«Κάτι κατάλαβα» μονολόγησε η Λίλιαν, σκουπίζοντας τα μάγουλά της.
«Άσχημο όνειρο;»
«Μπλεγμένο. Εντελώς μπλεγμένο».
«Θέλεις να το μοιραστείς μαζί μου;» την ρώτησε γλυκά ο Μιχάλης.
«Όχι… Ναι… Όχι… Δεν ξέρω, Μιχάλη… Δεν κατάλαβα τι είδα… Ούτε το θυμάμαι όλο… Μόνο ότι μιλούσα με τον Παύλο, που δεν ήταν ο Παύλος, που ήταν η ψυχή μου ή κάτι τέτοιο και που τελικά, αν κατάλαβα καλά, η συνείδησή μου έντυσε τον χαρακτήρα σου με το κουφάρι του Παύλου, για να μου πει κάποια πράγματα. Κι ένα τραγούδι…»
«Τραγούδι;» μουρμούρισε ο Μιχάλης, όταν συνειδητοποίησε πως η Λίλιαν είχε χάσει τον ειρμό της κι είχε απομείνει σκεφτική να τον κοιτάζει στα μάτια.
«Δεν θυμάμαι…» απολογήθηκε.
«Δεν χρειάζεται. Εσύ κρατούσες μελωδίες, εγώ λόγια. Αυτό, το θυμάσαι;» σχολίασε ο Μιχάλης κι η Λίλιαν πετάρισε τα βλέφαρά της, πριν γνέψει καταφατικά. Θυμήθηκε το παιδί, το πικάπ και τον δίσκο. Θυμήθηκε κάποιο δύσκολο βράδυ. Αμφιταλαντεύτηκε για μία στιγμή. Δεν ήξερε αν έπρεπε να συμμετάσχει στο παιχνίδι που είχαν φτιάξει κάποτε. Τον κοίταξε θλιμμένα πριν αρχίσει να σφυρίζει την μελωδία. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του ο Μιχάλης. «Όχι αυτό, όχι…» ψιθύρισε, βουρκώνοντας.
«Συγγνώμη» απολογήθηκε η Λίλιαν, αγκαλιάζοντας τον σφιχτά. Ένιωθε πως όλο το κορμί του είχε σφιχτεί. Άκουσε την σπασμένη φωνή του Μιχάλη. «Κάποιες φορές, κάποια τραγούδια, κάποιες λέξεις, κάποιες εικόνες, μας σημαδεύουν κι αυτό γιατί έχουμε καταφέρει να τα συνδυάσουμε με ορισμένες από τις χειρότερές μας αναμνήσεις. Κι αυτό που μόλις σφύριξες ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία…»
Η Λίλιαν ένιωσε κάτι υγρό να τρέχει στο μάγουλό της. Δεν είχε καταλάβει ότι δάκρυζε, αλλά δεν της φαινότανε παράλογο. Προσπάθησε να κουνηθεί για να σκουπίσει τα δάκρυά της, αλλά ο Μιχάλης την κρατούσε τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. «Κάποια στιγμή θα πρέπει να το ξεπεράσω και δεν ξέρω αν αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή… Δεν ξέρω…» συνέχισε το παραλήρημά του ο Μιχάλης.
«Γιατί δεν προσπαθείς;» τον ρώτησε η Λίλιαν.
«Δεν θέλω. Φτάσαμε. Σου χρωστάω μια εξήγηση. Ίσως στην επιστροφή…» της είπε πριν την αφήσει από την αγκαλιά του και σηκωθεί όρθιος. Πρόλαβε να του ρίξει ένα φευγαλέο βλέμμα. Την τρόμαξε η πονεμένη έκφραση του Μιχάλη. Όχι γιατί δεν τον είχε ξαναδεί να κλαίει – σίγουρα δεν ήταν τόσο εκδηλωτικός, αλλά τον είχε ξαναδεί έτσι. Μα, γιατί δεν μπορούσε να θυμηθεί έστω και μία φορά, που κάτι του είχε προξενήσει τόσο πόνο, ώστε να μην μπορεί να τον κρύψει. Κι αν ήταν σε κάτι καλός ο Μπακάλμπασης, αυτό ήταν να κρύβει τον πόνο του εκεί που κανείς δεν μπορούσε ούτε να τον αγγίξει, ούτε να τον χρησιμοποιήσει εναντίον του.
***
Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Μιχάλης, μόλις πάτησε το πόδι του στην αποβάθρα, ήταν να απομακρυνθεί μαζί με τις βαλίτσες από το πλήθος που κατέβαινε από το τραίνο και να ανάψει τσιγάρο. Η Λίλιαν πήγε δίπλα του και τον κοίταξε με εξιχνιαστικό βλέμμα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και το πρόσωπό του σκαμμένο, θαρρείς από μια αδυσώπητη θλίψη, που δεν μπορούσε πιά να κρύψει βαθιά μέσα στην ψυχή του. «Να φύγει το μπούγιο πρώτα και μετά φεύγουμε» μουρμούρισε όταν διέκρινε το επικριτικό της ύφος.
«Δεν είναι αυτό, Μπακάλμπαση, και το ξέρουμε και οι δύο…»
«Δεν θα το συζητήσω» την διέκοψε ο Μιχάλης.
«Μπακάλμπαση;» αγρίεψε η Λίλιαν.
«Αγλαΐα;» αγρίεψε κι εκείνος.
«Κατ’ αρχάς, Αγλαΐα είσαι και φαίνεσαι!» του φώναξε η Λίλιαν κι εκείνος χαμογέλασε. «Κατά δεύτερον, θεωρείς ότι είσαι σε κατάσταση να αντιμετωπίσεις την Στέλλα;» συνέχισε θυμωμένα τον συνειρμό της. Δεν αποκρίθηκε ο Μιχάλης, μόνο έστρεψε το βλέμμα του προς κάποια σκουριασμένα βαγόνια που τα έδερνε η βροχή. Τα χείλη του είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή κι απ’ τα μάτια του άρχισαν να τρέχουν δάκρυα. «Καλέ μου;» του ψιθύρισε, χαϊδεύοντάς του το μπράτσο. «Αν δεν αντέχεις, αν δεν μπορείς, δεν έγινε τίποτα. Δεν είναι ανάγκη να πάμε. Μπορώ να πάω μόνη μου. Μπορείς να καθίσεις για έναν καφέ. Είμαι δίπλα σου και το ξέρεις. Πάντα ήμουν δίπλα σου…»
«Σταμάτα!» ούρλιαξε ο Μιχάλης και η Λίλιαν πάγωσε στην θέση της. «Σε παρακαλώ σταμάτα» χαμήλωσε τον τόνο του κι ύστερα γύρισε προς το μέρος της. «Λίγο αέρα θέλω. Πνίγομαι. Δεν μπορώ… Πνίγομαι…» μουρμούρισε πριν ξεσπάσει σ’ ένα δυνατό και παράταιρο κλάμα. Τον πήρε από το χέρι και τον κάθισε σ’ ένα παγκάκι. «Βγάλ’ το από μέσα σου» του ψιθύρισε.
«Θ’ αλλάξει κάτι;» την ρώτησε, μέσα στα αναφιλητά του.
«Μπορεί και όχι. Μπορεί και ναι» απάντησε εκείνη.
«Δεν θέλω» απάντησε, ρίχνοντας το κεφάλι του στην παλάμη του. Έγειρε προς τα αριστερά το κεφάλι της η Λίλιαν, καθώς τον παρατηρούσε. «Το ‘χουμε ξαναζήσει αυτό;» τον ρώτησε περισσότερο για να επιβεβαιώσει το πρωινό της όνειρο, παρά γιατί εκείνη η σκηνή ήταν ένα τεράστιο déjà vu.
«Προφανώς. Όμως δεν το θυμάσαι. Αν το θυμόσουν, θα θυμόσουν ότι κάποια πράγματα δεν έχουν σταματήσει να με πονάνε».
«Και μέσα σ’ αυτόν τον πόνο, θα καταφέρεις να αντιμετωπίσεις μια κατάσταση που κοντεύει να εκτροχιαστεί;» τον ρώτησε η Λίλιαν. Δεν της απάντησε, παρά μόνο σηκώθηκε και πήγε προς το τραίνο. «Πού πας;» ρώτησε τον εαυτό του κι ύστερα σκούπισε τα δάκρυά του, γύρισε προς την Λίλιαν και χαμογέλασε παράταιρα μέσα στη θλίψη του. «Όχι. Δεν θέλω να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Να την εκτροχιάσω θέλω» της απάντησε, κάνοντάς της νόημα να σηκωθεί και να τον ακολουθήσει.
Περπάτησαν μέχρι το τέρμα της αποβάθρας και περίμεναν μέχρι να φύγει το τραίνο. Ύστερα διέσχισαν τις γραμμές και βρέθηκαν έξω από το τέρμιναλ. Εκείνος ο σταθμός έκανε εντύπωση στην Λίλιαν, γιατί δεν έμοιαζε καθόλου μ’ αυτόν την Θεσσαλονίκης. Ήταν πιο μικρός και το στυλ του ήταν πιο παλιό. Έκανε να περπατήσει προς την είσοδο του τέρμιναλ, μα ο Μιχάλης την έπιασε από το χέρι. «Θα γίνεται χαμός» της είπε κι ύστερα την τράβηξε για να βγουν από την πλαϊνή έξοδο του σταθμού.
***
Όπως κάθε Τρίτη, η Παλαιολόγου ήταν γεμάτη από φωνές, φασαρία, πάγκους και μυρωδιές. Η λαϊκή της Τρίτης, ακόμη και κάτω από την δυνατή βροχή που έριχνε, ήταν γεμάτη από κόσμο. Προσπέρασαν βιαστικά έναν πάγκο με ρούχα κι άλλους δύο με λουλούδια. Βγήκαν σε μια μικρή πλατεία. «Ρεζιλίκι να πάρουμε ταξί πάλι…» μουρμούρισε ο Μιχάλης, γυρίζοντας προς την Λίλιαν.
«Πάμε με τα πόδια» του απάντησε εκείνη, με αδιάφορο ύφος.
«Είναι μακριά» σχολίασε ο Μιχάλης.
«Πόσο μακριά;»
«Κάνα μισάωρο;»
«Πάμε» είπε η Λίλιαν, πιάνοντάς τον από το χέρι.
Άνοιξαν τις ομπρέλες τους, πριν διασχίσουν τον κατάμεστο από κόσμο δρόμο. Ύστερα άρχισαν να περπατάνε προσεκτικά κάτω από τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών για να προστατευτούν από τη δυνατή βροχή. Η Ηρώων Πολυτεχνείου ήταν μποτιλιαρισμένη, γεμάτη μ’ αυτοκίνητα και τον παράταιρο θόρυβο που δημιουργούσαν οι κόρνες, καθώς έσκιζαν το δυνατό θόρυβο που έκανε η βροχή που έδερνε τις μεταλλικές τέντες των πολυκατοικιών.
«Όλο ευθεία πάμε;» ρώτησε η Λίλιαν, καθώς περίμεναν ν’ ανάψει το φανάρι για να διασχίσουν τον δρόμο.
«Περίπου. Θα κάνουμε μια στάση για καφέ, αλλά, ναι, μια ευθεία είναι το σπίτι της Στέλλας» της απάντησε απρόθυμα.
«Συνήλθες;»
«Κάπως».
«Δεν ήθελα να σε πληγώσω» απολογήθηκε κι εκείνος γύρισε και την κοίταξε. «Δεν με πλήγωσες εσύ, αγάπη μου. Υπάρχουν όμως κάποια τραύματα που δεν κατάφερα ποτέ να επουλώσω…»
«Αγάπη μου;» τον διέκοψε με έκπληξη η Λίλιαν.
«Δεν είσαι;» την ρώτησε ο Μιχάλης.
«Ναι. Είμαι» απάντησε εκείνη θριαμβευτικά κι ύστερα συνέχισαν να περπατάνε μαζί, πιασμένοι χέρι – χέρι, μέσα στην ανοιξιάτικη βροχή. Μέχρι που έφτασαν έξω από ένα καφέ που τα βράδια δούλευε και σαν μπαρ. «Δώσε μου δύο λεπτά» της είπε ο Μιχάλης, καθώς άνοιγε την πόρτα της καφετέριας.
Απόμεινε να τον παρατηρεί από την βιτρίνα η Λίλιαν. Ίσα που χαιρέτισε δυο άτομα ο Μιχάλης, υπέγραψε βιαστικά μερικά χαρτιά, πήρε έναν φάκελο, έγνεψε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση κι ύστερα έπιασε την ψιλοκουβέντα, περιμένοντας να ετοιμαστούν οι καφέδες τους.
Όταν βγήκε από το μαγαζί, με την χαρτούρα παραμάσχαλα και τους καφέδες στα χέρια, η Λίλιαν τον κοίταζε με απορία. «Το μηνιάτικο και τα χαρτιά της απόλυσης» σχολίασε κι ύστερα της ζήτησε να ρίξει την χαρτούρα μέσα στην τσάντα της. Έβγαλε ένα μάτσο με χαρτονομίσματα από έναν φάκελο και τα έχωσε βιαστικά στο πορτοφόλι του, δίχως να τα μετρήσει. «Πάμε» της είπε κι έπειτα άρχισε να περπατάει.
«Δεν θα χαιρετίσεις τους συναδέλφους;» τον ρώτησε με έκπληξη, όταν τον είδε να απομακρύνεται.
«Δεν χρειάζεται. Ένα αντίο, το είπα. Υπό άλλες συνθήκες θα κάναμε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι, αλλά… Δεν έχω σκοπό να μείνω εδώ σήμερα. Θέλω μόνο να μαζέψω τα πράγματά μου και να γυρίσω στο σπίτι μας».
«Δεκτό» του απάντησε η Λίλιαν.
«Πάμε να τα μαζέψω τότε» της απάντησε εκείνος, πριν συνεχίσουν το περπάτημα προς το σπίτι της Στέλλας.
Τους δυσκόλευαν τα γλιτσιασμένα πεζοδρόμια και οι περαστικοί που δεν έδιναν καμία σημασία στους συνοδοιπόρους τους. Ο Μιχάλης είχε αρχίσει να κόβει δρόμο μέσα από στενά και η Λίλιαν παρατηρούσε τις παράταιρες πολυκατοικίες, που φαινόταν ότι ήταν χτισμένες σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Πού και πού απαντούσαν κάποια μονοκατοικία, κάποιο διώροφο ή κάποιο οικόπεδο που ήταν γεμάτο με χόρτα. «Εδώ, υποτίθεται, είμαστε στο κέντρο;» ρώτησε σε κάποια φάση η Λίλιαν κι ο Μιχάλης έγνεψε καταφατικά.
«Πόσο κέντρο;» συνέχισε η Λίλιαν.
«Πιο κέντρο, πεθαίνεις».
«Δηλαδή;»
«Δέκα λεπτά από την κεντρική πλατεία της Λάρισας. Τόσο κέντρο».
«Σώπα…» μουρμούρισε η Λίλιαν, παρατηρώντας τον δρόμο γύρω της. «Τελικά, όλες οι πόλεις έχουν καταθλιπτικά κέντρα. Παλιατζούρες, σκισμένες τέντες, διαλυμένα απ’ το χαλάζι παντζούρια, κάγκελα στα παράθυρα, μεταλλικές τέντες…»
«Πού να δεις το δικό μας το τσαρδί…» σχολίασε ο Μιχάλης, διακόπτοντας τον συνειρμό της.
«Φτάνουμε Παπαστρούμφ;» τον πείραξε η Λίλιαν.
«Εδώ, μετά τη στροφή…» μουρμούρισε ο Μιχάλης.
«Ελπίζω από μέσα να μην είναι τόσο άθλιο, όσο είναι απ’ έξω» δήλωσε, με περισσή ειλικρίνεια, η Λίλιαν κι ο Μιχάλης, γυρίζοντας προς το μέρος της, κάγχασε. Ψάρεψε τα κλειδιά του από την τσέπη κι αναστέναξε στην θέα του σπασμένου κλειδιού του διαμερίσματος. Άνοιξε την εξώπορτα της πολυκατοικίας κι ύστερα μονολόγησε «Ετοιμάσου για άνοδο με τα πόδια…»
***
Εκείνο το μουντό, βροχερό πρωινό, το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει η Στέλλα, ήταν το κουδούνι του διαμερίσματος. Πετάρισε για μια στιγμή τα βλέφαρά της κι ύστερα πετάχτηκε από τον καναπέ και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Δεν ήταν τόσο η έκπληξη που την έκανε να αναφωνήσει, όσο το σοκ από το παγωμένο και γεμάτο οργή πρόσωπό του Μιχάλη. Κατάφερε να τραυλίσει το όνομά του κι ύστερα το βλέμμα της έπεσε πάνω στις βαλίτσες.
«Στελλίτσα;» απάντησε, τραυλίζοντας προσποιητά, ο Μιχάλης κι έπειτα ένα χαιρέκακο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. «Την Λίλιαν την έχεις γνωρίσει» συνέχισε κι ύστερα την έσπρωξε απαλά, για να μπει στο σπίτι με τις βαλίτσες.
Θυμόταν ότι δεν είχε αφήσει το σπίτι σε καλή κατάσταση πριν φύγει, μα δεν περίμενε ότι θα το έβρισκε σε τέτοιο χάλι. Αμέτρητα σπασμένα γυαλικά είχαν γεμίσει το λιγδιασμένο πάτωμα. Τα κάδρα είχαν φύγει από τις κορνίζες τους και έχασκαν παράταιρα δίπλα από τα σοβατεπί. Ένα ξέχειλο τασάκι, που είχε ξεράσει στάχτες και αποτσίγαρα, διαφαινόταν πάνω σ’ ένα γεμάτο χαρτιά έπιπλο, που θα μπορούσε να είναι το γραφείο του Μιχάλη. Κι η αποφορά της νικοτίνης και της κλεισούρας ήταν τόσο αποπνικτική, που ο Μιχάλης αναστέναξε πριν αρχίσει να διασχίζει προσεκτικά τον χαμό, για να ανοίξει το παντζούρι του σαλονιού. Αγανακτισμένα τράβηξε τον ιμάντα του και σήκωσε τις παλιές, ξύλινες γρίλιες, που έτριξαν κάτω από το βάρος τους. Έσυρε με κόπο το στραπατσαρισμένο, παμπάλαιο κούφωμα κι όταν κατάφερε και το άνοιξε εντελώς, ο παγωμένος αέρας που ερχόταν απ’ έξω, αναμεμειγμένος με σταγονίδια βροχής, άρχισε να καθαρίζει την βαριά ατμόσφαιρα του διαμερίσματος.
«Ήτανε που ήτανε…» μονολόγησε ο Μιχάλης κι έπειτα προσπέρασε την Στέλλα, που τον κοίταζε σαν μαρμαρωμένη. Βούτηξε τις βαλίτσες του και πήγε προς το υπνοδωμάτιο.
Η Λίλιαν έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος πίσω της και τα μάτια της έτρεξαν στον χώρο. Εκείνο το σκηνικό, μαζί με την μυρωδιά και την βρώμα που φαινόταν πως είχε ποτίσει μέχρι και τις μπετόβεργες των κολώνων, την έκαναν να αηδιάσει. Προσπάθησε να βρει κάπου να καθίσει μα οι καρέκλες ήταν καλυμμένες με γυάλινα θρύψαλα και ο καναπές με σμπαράλια του οτιδήποτε είχαν διαλύσει. Κι η Στέλλα, η τραγική και παράταιρη φιγούρα απέναντί της, με λαδωμένο μαλλί και μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, φορώντας μια πιτζάμα του Μιχάλη, έριχνε κλεφτές ματιές, πότε σ’ εκείνη και πότε στον διάδρομο του διαμερίσματος που οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα.
«Μιχάλη;» κατάφερε να φωνάξει η Στέλλα, όταν άκουσε τις ντουλάπες του δωμάτιου να ανοιγοκλείνουν με πάταγο. Δεν πήρε καμία απάντηση. Στράφηκε προς την Λίλιαν, πιστεύοντας πως θα έβρισκε κάποια συμπαράσταση, μα μάταια. «Μιχάλη;» επανέλαβε η Στέλλα, περιμένοντας μια απάντηση που δεν θα ερχόταν ποτέ.
«Μιχάλη!» φώναξε, μα ο Μιχάλης δεν είχε σκοπό να της απαντήσει. Μόνο όταν συνέχισε να ακούσει τον επίμονο θόρυβο των ντουλαπών που ανοιγόκλειναν και των ρούχων που έπεφταν πάνω στο κρεβάτι, αποφάσισε να πάει προς το υπνοδωμάτιο.
«Γύρισες; Δεν γύρισες;» τον ρώτησε με ένα σπαραξικάρδια παρακλητικό ύφος κι ο Μιχάλης, σταμάτησε για μια στιγμή, ίσα για να την κοιτάξει. Ύστερα, αδιαφορώντας, συνέχισε να πετάει ρούχα έξω από τις ντουλάπες. «Γύρισα για να μαζέψω πράγματα» σχεδόν γάβγισε, μέσα από τα δόντια του.
«Γιατί ρε Μιχάλη; Γιατί μου το κάνεις αυτό;» φώναξε η Στέλλα πριν βάλει τα κλάματα.
Ακούγοντας εκείνο το παράταιρο κλάμα, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει αν ήταν πραγματικό ή ψεύτικό, η Λίλιαν κοίταξε με απορία προς το υπνοδωμάτιο. Είδε την Στέλλα να στέκεται μόνη της, κάτω από το κούφωμα της πόρτας και να μυξοκλαίει, ενώ ο Μιχάλης, συνέχιζε να ξεδιαλέγει ρούχα, παραβλέποντας εντελώς την παρουσία της Στέλλας.
«Δεν σου κάνω τίποτα. Τελείωσε η περίοδος χάριτος…» μονολόγησε, σχεδόν τραγουδιστά και χαρούμενα, εκείνος.
«Μιχάλη;» επέμεινε η Στέλλα κι εκείνος έκλεισε το ένα φύλλο της ντουλάπας με τόση δύναμη που λίγο κόντεψε να το ξεκολλήσει από τους μεντεσέδες του. Γύρισε προς το μέρος της. Το παγωμένο ύφος στο πρόσωπό του δεν είχε αλλάξει καθόλου. «Τέρμα τα ψέματα. Τέρμα η απιστία. Τέρμα η σχέση. Πώς αλλιώς να σου το πω; Τελειώσαμε!» της απάντησε, συλλαβίζοντας την τελευταία του λέξη.
«Μιχάλη!» ούρλιαξε η Στέλλα κι εκείνος κάγχασε. «Δε γαμιέσαι ρε Στελλάκι, να κάνεις καριέρα; Φεύγα!» φώναξε κι ύστερα την έσπρωξε έξω από το δωμάτιο, της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα και γύρισε μια φορά το κλειδί. «Άι σιχτίρ, μαλακισμένο…» σχεδόν έφτυσε πριν συνεχίσει να κατεβάζει τα ρούχα από τις ντουλάπες.
Η Στέλλα πετάρισε τα βλέφαρα έξω από την κλειστή πόρτα κι ύστερα αναστέναξε. Αποφάνθηκε πως ο Μιχάλης δεν θα καταδεχόταν να της μιλήσει, όσο κι αν του χτυπούσε την πόρτα και όσο κι αν προσπαθούσε να τον πείσει να συζητήσουν. Ήξερε πως έπρεπε να αλλάξει τακτική. Γύρισε στο σαλόνι και πήγε προς την Λίλιαν. «Μου τον έφερες;» την ρώτησε με μια παράξενη προσμονή για την απάντηση, να έχει σχηματιστεί στο πρόσωπό της. Παραξενεύτηκε όταν είδε πως ούτε η Λίλιαν ήταν διατεθειμένη να απαντήσει. «Μην στέκεσαι όρθια. Κάθισε» είπε ευγενικά η Στέλλα κι η Λίλιαν κάγχασε.
«Πού, ακριβώς; Εδώ μέσα είναι εμπόλεμη ζώνη…»
«Το ξέρω… Από την αγωνία μου… Εξαφανίστηκε… Δεν ήξερα τι να κάνω…» απολογήθηκε η Στέλλα κι ύστερα προσπάθησε να γυρίσει το θέμα της συζήτησης στον Μιχάλη. «Δεν μου απάντησες…» άρχισε να λέει, μα την διέκοψε η Λίλιαν. «Στον έφερα ίσα – ίσα για να στον ξαναπάρω».
«Να τον πας πού;» αγρίεψε η Στέλλα, όμως δεν γνώριζε πως η Λίλιαν ούτε ήταν σαν τον Μιχάλη, που όταν δεν ήθελε να μαλώσει, απλώς αδιαφορούσε, κι ούτε σήκωνε τσαμπουκαλίκια, ιδιαίτερα από άτομα σαν κι εκείνη.
«Κουβέντα, ρε, θ’ ανοίξουμε; Όπου γουστάρω θα τον πάω!» νευρίασε η Λίλιαν κι η Στέλλα έτρεξε πάλι προς το υπνοδωμάτιο. Άρχισε να καλεί τον Μιχάλη και να χτυπάει την κλειδωμένη πόρτα. Πέρασαν δύο λεπτά, ύστερα τρία και μετά πέντε. «Τι θα γίνει, γαμώ;» άκουσε το ουρλιαχτό του Μιχάλη από το υπνοδωμάτιο, καθώς άκουγε το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά.
Τον βούτηξε από το μπράτσο μόλις τον είδε να ξεπροβάλλει πίσω από την πόρτα κι άρχισε αμέσως τα παρακάλια. Η Λίλιαν, από το σαλόνι, προσπαθούσε να μην βάλει τα γέλια με το απηυδισμένο ύφος του Μιχάλη κι εκείνος, προσπαθούσε να αγνοήσει την Στέλλα και να κατευνάσει την οργή του.
Τσάκισε σε κάποιο απ’ τα χιλιάδες «σε παρακαλώ» που είχε ξεστομίσει η Στέλλα. Τράβηξε απότομα το χέρι του και την έσπρωξε απαλά, για να ξεκολλήσει από πάνω του. Της ανασήκωσε το κεφάλι και το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό της. «Τι δεν καταλαβαίνεις ρε; Τζάμπα σάλιο χαλάω, γαμώ το καντήλι μου; Δεν θα καταφέρεις τίποτα λέμε! Τελείωσαν όλα!» της φώναξε κατάμουτρα κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Στέλλα έκανε το πιο αψυχολόγητο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει. Του χαμογέλασε, του είπε πως δεν είχε τελειώσει τίποτα κι ύστερα κλειδώθηκε στο μπάνιο.
Ο Μιχάλης, γνωρίζοντας τον χαρακτήρα της Στέλλας και τις παιδαριώδεις αντιδράσεις της, αδιαφόρησε για εκείνη της την πράξη. Η Λίλιαν, από την άλλη, που έβλεπε μια αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, τρόμαξε. Πήγε και χτύπησε την πόρτα του μπάνιου. Δεν πήρε απάντηση. «Στέλλα; Στελλίτσα;» την φώναξε με ήρεμη φωνή.
«Όχι» απάντησε με πείσμα και οργή η Στέλλα, πίσω από την κλειδωμένη πόρτα.
«Βγες, σε παρακαλώ πολύ, καλή μου, να συζητήσουμε» συνέχισε η Λίλιαν.
«Τέλειωσαν όλα, έτσι δεν είπε; Δεν βγαίνω από εδώ μέσα!» της απάντησε η Στέλλα.
«Έλα τώρα, μην κάνεις σαν μικρό παιδί» επέμεινε η Λίλιαν.
«Παράτα την ρε! Αν θέλει να το καταλάβει, καλώς, αν δεν θέλει, πρόβλημά της!» φώναξε ο Μιχάλης.
«Σε λίγο και δικό σου πρόβλημα» απάντησε η Στέλλα. Η Λίλιαν χτύπησε την πόρτα για ακόμη μια φορά, μα δεν πήρε απάντηση. Πήγε προς τον Μιχάλη. «Είμαι σίγουρη ότι θα κάνει κάτι υπερβολικά χαζό» του είπε χαμηλόφωνα κι εκείνος, αγανακτισμένα γύρισε προς το μέρος της. «Πιστεύεις, όντως, ότι με ενδιαφέρει;» την ρώτησε, χωρίς να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του «Πιστεύεις ότι με νοιάζει τι θέλει ή τι θα κάνει το κακομαθημένο;» συνέχισε τον συνειρμό του ο Μιχάλης, υψώνοντας περισσότερο τον τόνο της φωνής του.
«Ηρέμησε λίγο, σε παρακαλώ» συνέχισε χαμηλόφωνα η Λίλιαν.
«Ήρεμος είμαι, γαμώ το σπίτι μου! Και δεν φωνάζω σ’ εσένα! Στο παιδάκι που πήγε και κλείστηκε στο μπάνιο, φωνάζω!»
«Όσο ακόμη μπορώ να σ’ ακούσω!» φώναξε κι η Στέλλα.
Πάγωσε η Λίλιαν όταν είδε τον Μιχάλη, εξαγριωμένο πια, να παρατάει την στοίβα με τα ρούχα και να πηγαίνει με βιαστικό βήμα προς την πόρτα του μπάνιου. «Στέλλα, άνοιξε την πόρτα γιατί θα την σπάσω!» φώναξε εκείνος, με φωνή που παλλόταν από οργή.
«Δεν βγαίνω!» απάντησε η Στέλλα.
«Αχ, δεν έχω καμία γαμημένη όρεξη για τα γαμημένα τα παιχνίδια σου» απάντησε ειρωνικά ο Μιχάλης. «Έχεις δέκα γαμημένα δευτερόλεπτα για να ανοίξεις την γαμημένη πόρτα. Μη με δίνεις παραπάνω μηχανάκια, σε παρακαλώ, γιατί δεν θα σπάσω μόνο την κωλόπορτα, αλλά και το ξεροκέφαλό σου!».
«Δεν βγαίνω!» φώναξε η Στέλλα, ξεψυχισμένα.
«Δεν βγαίνεις ρε μαλακισμένο; Τώρα θα δεις!» κατέληξε ο Μιχάλης κι ύστερα έφυγε για το σαλόνι.
«Πού στο διάολο πας;» τον ρώτησε η Λίλιαν, που είχε απομείνει παγωμένη να κοιτάζει την αλλόκοτη σκηνή που εξελισσόταν μπροστά στα μάτια της.
«Να την βγάλω έξω. Δώσε μου πέντε λεπτά» της είπε κι ύστερα έφυγε από το σπίτι.
Η Λίλιαν επέστρεψε στο σαλόνι και βούτηξε ένα τσιγάρο από ένα πακέτο που βρισκόταν σε κάτι που, ίσως, πριν διαλύθεί το σπίτι, να ήταν βιβλιοθήκη. Το άναψε και απόμεινε να κοιτάζει το μπάχαλο, ενώ η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Λίγες στιγμές αργότερα άκουσε γυαλιά να σπάνε και τον Μιχάλη να φωνάζει από το μπάνιο. «Γαμώ το σπίτι σου, μαλακισμένο, τι πήγες κι έκανες;»
«Μιχάλη;» φώναξε η Λίλιαν, τρέχοντας προς το μπάνιο.
«Γαμώ και τρισγαμώ, ηλίθια, λέγε ρε τι πήρες!» συνέχισε ο Μιχάλης κι ύστερα ούρλιαξε, θαρρείς από κάποιο δυνατό πόνο.
«Παράτα με ρε!» ακούστηκε η φωνή της Στέλλας, έπειτα μια ηχηρή σφαλιάρα κι ύστερα σιωπή.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η πόρτα του μπάνιου ξεκλείδωσε κι άνοιξε και το βλέμμα της Λίλιαν έπεσε στην Στέλλα που βρισκόταν στο πάτωμα. Ο Μιχάλης προσπαθούσε να την σηκώσει και να την βάλει να κάνει εμετό κι εκείνη αντιστεκόταν σθεναρά. Το βλέμμα της Λίλιαν έπεσε στις δύο άδειες καρτέλες που κάποτε είχαν χάπια. Πεταμένες ήταν, πάνω στα λεκιασμένα πλακάκια του μπάνιου. «Λέγε τι πήρες ρε μαλακισμένο!» επέμεινε ο Μιχάλης κι η Λίλιαν τον έπιασε από το χέρι, σε μια ύστατη προσπάθεια να του πει, άηχα, να τιθασεύσει την οργή του.
«Στελλίτσα; Κορίτσι μου; Τι χάπια πήρες;» ρώτησε ήρεμα η Λίλιαν κι η Στέλλα, χαμογελώντας, έκλεισε αργά τα μάτια της.
«Στέλλα; Στέλλα;» συνέχισε ταραγμένα η τρομοκρατημένη, πια, Λίλιαν.
«Ναι;» μουρμούρισε εκείνη.
«Τι πήρες, καλή μου;»
«Χάπια…»
«Δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας! Τράβα ψόφα!» φώναξε ο Μιχάλης.
«Μπακάλμπαση, σκάσε επιτέλους!» βρυχήθηκε η Λίλιαν, πριν γυρίσει προς την Στέλλα. «Τι χάπια πήρες, καλή μου;» συνέχισε, μα η Στέλλα είχε σταματήσει πια να αποκρίνεται.
«Κάνε πλάκα τώρα ρε!» φώναξε ο Μιχάλης, κοιτάζοντας το χλωμό και ανέκφραστο πρόσωπο της Στέλλας.
«Μιχάλη, μη φρικάρεις! Δεν έπαθε κάτι! Λιποθύμησε! Κάλεσε ασθενοφόρο. Βρες το κουτί με τα χάπια. Με αυτή ακριβώς τη σειρά!» διέταξε η Λίλιαν.
«Ασθενοφόρο και μαλακίες» μουρμούρισε ο Μιχάλης καθώς σήκωνε την Στέλλα από το πάτωμα και την έπαιρνε στα χέρια του. Βγήκε από το μπάνιο με την Στέλλα στην αγκαλιά του και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
«Χάπια και κλειδιά» είπε η Λίλιαν στον εαυτό της. Το κουτί με τα χάπια το βρήκε μέσα στο καλαθάκι. Το όνομα της δραστικής ουσίας τής θύμιζε κάτι, μα εκείνη την στιγμή, μέσα στον πανικό και την ταραχή, δεν μπορούσε να συγκεντρώσει το μυαλό της και να ανασύρει τις μνήμες της. Τα κλειδιά του διαμερίσματος δεν κατάφερε να τα βρει. Αφού έψαξε για λίγο στο σαλόνι, καθησύχασε τον εαυτό της, συλλογιζόμενη πως θα τα είχε πάρει ο Μιχάλης. Βγήκε βιαστικά από το διαμέρισμα, τράβηξε τη πόρτα πίσω της κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει δυο – δυο τα σκαλοπάτια στο σκοτεινό κλιμακοστάσιο.
***
Ο Μιχάλης με την λιπόθυμη Στέλλα στην αγκαλιά του, είχε βγει στο δρόμο κι έψαχνε, με τα μάτια του, για το αυτοκίνητό της. Όταν εντόπισε το μικρό, κόκκινο αυτοκίνητό της, κατευθύνθηκε προς το μέρος του, όσο πιο γρήγορα και όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να ξεκλειδώσει την πόρτα του οδηγού. «Άντε ρε Λίλιαν, τελείωνε» μουρμούρισε, πριν αρχίσει να αναθεματίζει μέσα από τα δόντια του, ενώ προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο για να βάλει την Στέλλα στο πίσω κάθισμα. Για καλή του τύχη, η Λίλιαν είχε βγει στον δρόμο, τον είχε δει και πήγαινε προς το μέρος του. «Άνοιξε την πόρτα. Μου έχουν κοπεί τα χέρια. Δεν την είχα για τόσο βαριά» της είπε ο Μιχάλης κι εκείνη έτρεξε προς το μέρος του για να τον βοηθήσει.
Αφού ξάπλωσαν την Στέλλα στο πίσω κάθισμα, ο Μιχάλης μπήκε στην θέση του οδηγού κι η Λίλιαν στην θέση του συνοδηγού. «Ωραίο. Και καινούριο κιόλας» παρατήρησε η Λίλιαν κι ο Μιχάλης, κάγχασε, καθώς έβαζε το κλειδί στη μίζα.
«Δωράκι για την μοσχαναθρεμμένη τους, που πέρασε στην Ιατρική» παρατήρησε, με περισσή ειρωνεία, εκείνος.
«Ματσωμένα τα συμπεθέρια» σχολίασε η Λίλιαν.
«Μπα. Ογδόντα τέσσερεις δόσεις το έβαλε ο πατέρας της. Εφτά χρόνια. Όση είναι και η εγγύηση» απάντησε, πριν ξεπαρκάρει.
Τρία λεπτά τους πήρε για να φτάσουν στο νοσοκομείο. Ο Μιχάλης έκανε τετακέ πάνω στην Γεωργιάδου και έχωσε με αριστοτεχνικό τρόπο το μικρό αυτοκίνητο έξω από τα επείγοντα περιστατικά του νοσοκομείου. Βγήκε από το αυτοκίνητο, χώθηκε στο νοσοκομείο κι επέστρεψε, λίγες στιγμές αργότερα, μαζί με δύο τραυματιοφορείς που έσερναν ένα φορείο. Βγήκε από το αυτοκίνητο και η Λίλιαν. Οι τραυματιοφορείς κατέβασαν την Στέλλα από το αυτοκίνητο και την φόρτωσαν στο φορείο. «Τι έπαθε;» ρώτησε ο ένας από αυτούς.
«Δηλητηρίαση από χάπια» απάντησε βιαστικά η Λίλιαν, δίνοντας στον ένα το άδειο πλέον χαρτόκουτο με τα χάπια που είχε πάρει η Στέλλα. Κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους. «Αγάπη μου, μπες μέσα, πά’ να παρκάρω κάπου τον κουβά, να μην ενοχλεί» είπε ο Μιχάλης κι η Λίλιαν μην θέλοντας να διαφωνήσει μαζί του, έκανε ό,τι της ζήτησε.
Δέκα λεπτά αργότερα, ο Μιχάλης είχε επιστρέψει στην αναμονή των επειγόντων, κρατώντας δύο καφέδες στα χέρια του. «Δεν θα καταφέρουμε να πιούμε έναν ρημαδοκαφέ σήμερα» μουρμούρισε, δίνοντας τον έναν στη Λίλιαν. Ύστερα άρχισε να βαδίζει πάνω – κάτω, στην αίθουσα αναμονής. «Θα σκάψεις λαγούμι σε λίγο Μπακάλμπαση, κάθισε κάτω!» τον μάλωσε χαμηλόφωνα η Λίλιαν, μα εκείνος αδιαφόρησε.
«Πάω για τσιγάρο» μουρμούρισε, πριν βγει έξω από το νοσοκομείο.
Τον παρατηρούσε, η Λίλιαν, από απόσταση. Κάπνιζε και πηγαινοερχόταν μπροστά από την πόρτα. «Δόλιε…» συλλογίστηκε κι ύστερα πέρασε από το μυαλό της ένας από τους στίχους που είχε τραγουδήσει στο όνειρό της. «…γέμισε ο δρόμος με κηλίδες απουσίας…» μουρμούρισε θλιμμένα, προτού συνειδητοποιήσει πού ακριβώς αναφερόταν εκείνος ο στίχος και γιατί είχε αντιδράσει έτσι ο Μιχάλης. «Μια ζωή στο λάθος, ρε Μπακάλμπαση, γιατί κουβαλάς ένα λάθος που δεν ήταν δικό σου…» συλλογίστηκε πριν σηκωθεί από το πλαστικό κάθισμα και βγει από το νοσοκομείο.
Πήγε προς το μέρος του, τον σταμάτησε και τον αγκάλιασε σφιχτά. «Πέθανε;» ρώτησε ο Μιχάλης, μένοντας έκπληκτος με την κίνησή της. Έβαλε τα γέλια η Λίλιαν. «Δεν νομίζω. Θα μας το έλεγαν» του απάντησε αστειευόμενη.
«Δεν είμαι καλά. Τα νεύρα μου έχουν γίνει κρόσσια με το μαλακισμένο» μονολόγησε εκείνος.
«Σου λείπει;» τον ρώτησε η Λίλιαν.
«Ούτε καν».
«Δεν αναφέρομαι στην Στέλλα» συνέχισε εκείνη κι εκείνος την κοίταξε με απορία, μέχρι που κατάλαβε κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. «Α… Ναι… Αυτή…» σχολίασε κι ύστερα σώπασε.
«Δεν είναι κακό και το ξέρεις» του είπε η Λίλιαν.
«Όχι, κακό δεν είναι. Κακό είναι τ’ ότι επαναλαμβάνεται το γαμημένο το κωλόπραμα» αγρίεψε ο Μιχάλης.
«Σπάσε τον φαύλο κύκλο. Τελείωσέ το» του απάντησε ψιθυριστά η Λίλιαν κι ύστερα παρατήρησε μια ειδικευόμενη που είχε βγει από το νοσοκομείο και πήγαινε προς το μέρος τους. «Συγγνώμη, να σας διακόψω;» ρώτησε εκείνη η κοπέλα κι η Λίλιαν απόρησε με το αγανακτισμένο ύφος του Μιχάλη. Γύρισε αργά προς το μέρος της ειδικευόμενης. «Έπρεπε να πέσω πάνω σ’ εσένα;» ρώτησε ο Μιχάλης.
«Έπρεπε» απάντησε εκείνη. «Η καινούρια, φαντάζομαι;» ρώτησε, με έναν ελαφρύ τόνο ειρωνείας, δείχνοντας προς την Λίλιαν.
«Δεν κόβεις τις μαλακίες, Θάλεια; Ή θες να ακούσεις κι εσύ κάνα ξεσταύρι, να έρθεις στα συγκαλά σου;» αγριέψε ο Μιχάλης.
«Αμάν ρε Μπακάλμπαση, αμάν, ούτε μια πλάκα να μην κάνουμε;» ρώτησε εκείνη, με προσποιητά αθώο ύφος κι ύστερα κοίταξε την Λίλιαν, ζυγίζοντάς την. «Εγκρίνω, πάντως, την καινούρια» σχολίασε, δίνοντας το χέρι της στην Λίλιαν.
«Λίλιαν, χάρηκα πολύ. Καψουρίτσα;» την πείραξε η Λίλιαν, που δεν είχε χάσει ούτε την ψυχραιμία της, ούτε και το χιούμορ της, σ’ αντίθεση με τον Μιχάλη.
«Τώρα; Από τότε που τον γνώρισα. Είναι ένας απίστευτα γλυκός, συναισθηματικός, αυτοκαταστροφικός, πανέμορφος άνθρωπος με πλήρη έλλειψη αυτοπεποίθησης, που αυτοτιμωρείται καθημερινά για κάποιο λόγο που ποτέ δεν με άφησε να καταλάβω. Και, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, αντί για εμένα, διάλεξε την ηλίθια που πίστεψε ότι θα τον καταστρέψει, κάνοντας απόπειρα αυτοκτονίας με αντισυλληπτικά…»
«Με τι;» αναφώνησαν εν χορώ ο Μιχάλης και η Λίλιαν.
«Με αντισυλληπτικά. Της είπατε τίποτα για εσάς;» συνέχισε η Θάλεια και το έκπληκτο ζευγάρι απέναντί της δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
«Είναι ηλίθια…» μουρμούρισε, ύστερα από μερικές στιγμές ο Μιχάλης.
«Δεν θα το έλεγα. Ήξερε ακριβώς τι έπαιρνε και ήξερε ακριβώς πώς να σας τρομάξει, χωρίς να χρειαστεί να κινδυνεύσει. Απελπισμένη είναι, Μιχάλη. Να την προσέχεις» σχολίασε η Θάλεια.
«Μαζεύω πράγματα και φεύγω, Θάλεια. Γυρίζω πίσω» της απάντησε εκείνος.
«Πίσω πού; Θεσσαλονίκη;»
«Ακριβώς».
«Σε χάνουμε δηλαδή. Κρίμα. Πόσο κρίμα…» μονολόγησε η Θάλεια κι ύστερα, παρατηρώντας το δολοφονικό ύφος του Μιχάλη, χαμογέλασε. «Δεν έχει νόημα να καθίσετε. Θα την κρατήσουμε σήμερα. Πήγαινε μάζεψε τα πράγματά σου, με την ησυχία σου και πάρε με ένα τηλέφωνο για να ξέρω ότι το πεδίο είναι ελεύθερο. Θα μιλήσω εγώ με τους δικούς της».
«Σ’ ευχαριστούμε» της είπε η Λίλιαν κι η Θάλεια γύρισε προς το μέρος της. «Να μου τον προσέχεις τον συναισθηματικό και αυτοκαταστροφικό μαλάκα, που ποτέ δεν γύρισε να μου ρίξει ένα βλέμμα, παρά μόνο τα ‘ριχνε σε γυναίκες που κι ο ίδιος ήξερε πως δεν άξιζαν ούτε καν αυτό…»
«Κακίες…» την διέκοψε ο Μιχάλης.
«Τις της χρωστάω, Μιχάλη. Δεν συγχωρώ» απάντησε η Θάλεια.
«Ούτ’ εγώ» μουρμούρισε κι ύστερα έχωσε το χέρι στην τσέπη του. Ψάρεψε το κλειδί του αυτοκινήτου και το έδωσε στην Θάλεια. «Όταν συνέλθει, δώσ’ της το. Το έχω παρατήσει στο στενό, εδώ δίπλα» κατέληξε κι ύστερα, πιάνοντας την Λίλιαν από το χέρι, γύρισε την πλάτη του, δίχως να χαιρετίσει.
«Τι πλάσμα περίεργο, ήταν αυτό;» ρώτησε η Λίλιαν, όταν είχαν απομακρυνθεί αρκετά.
«Η Θάλεια;» ρώτησε ο Μιχάλης, πριν αναστενάξει. «Αν η Στέλλα είναι μια φορά τρελή, η Θάλεια είναι δέκα. Έχει έναν τρόπο να σε φρικάρει αυτή η γκόμενα και δεν είναι καθόλου καλός…»
«Εννοώ, τι φάση; Απροκάλυπτο πέσιμο, μπροστά μου, ενώ έχει καταλάβει ότι έχουμε κάτι…»
«Πουλάει τρέλα» απάντησε ο Μιχάλης, αδιάφορα. «Δεκτό, ως ένα σημείο. Άλλη ώρα θα σου πω την ιστορία…»
***
Ήταν περασμένες δώδεκα όταν γύρισαν στο διαμέρισμα της Στέλλας. Ο Μιχάλης παράτησε τα κλειδιά στο σαλόνι κι έφυγε για το υπνοδωμάτιο. Πέταξε όλα τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι κι ύστερα φώναξε την Λίλιαν. Άφησε κι εκείνη το σαλόνι και πήγε προς το μέρος του. «Δύο σκασμοί ρούχα. Τι κρατάω, τι πετάω;» την ρώτησε.
«Κράτα ό,τι σ’ αρέσει» του απάντησε εκείνη κι εκείνος έπιασε ένα πουκάμισο με tribal σχέδια. «Πιστεύεις πως αν δεν μου τριβέλιζε η Στέλλα το μυαλό, θα ξέπεφτα τόσο χαμηλά;» ρώτησε, δείχνοντας το πετρόλ πουκάμισο με τα λευκά σχέδια.
«Δεν νομίζω» μονολόγησε, γελώντας, η Λίλιαν κι ύστερα κοίταξε την στοίβα των ρούχων. «Κράτα το κοστούμι, κάπου θα χρειαστεί. Τα μονόχρωμα τα πουκάμισα που πάντοτε σ’ άρεσαν. Τα τζιν που δεν είναι χιλιοσκισμένα και μπαλωμένα. Καμία φόρμα. Κάλτσες και βρακιά αν είναι της προκοπής. Ξέρω ‘γω; Αυτά» συνέχισε.
«Βαλ’ ένα χέρι να τα διπλώσουμε. Δεν αντέχω να μένω εδώ μέσα» μουρμούρισε ο Μιχάλης, καθώς άρχισε να ξεδιαλέγει ρούχα από τον σωρό.
Μισή ώρα αργότερα, τα ρούχα του είχαν σχεδόν γεμίσει τις δύο βαλίτσες της Λίλιαν. Βγήκαν από το υπνοδωμάτιο και μπήκαν στην κουζίνα που ήταν, επίσης, ρημαγμένη. Αναστέναξε ο Μιχάλης, καθώς άνοιγε το παλιό παντζούρι. Έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του και το άναψε. Γύρισε προς το ψυγείο και κοίταξε τους απλήρωτους λογαριασμούς που ήταν στερεωμένοι στην πόρτα του. Άρχισε να μονολογεί. «ΔΕΗ, 92 ευρώ. Νερό… πόσο καιρό το ‘χουμε απλήρωτο; Κάνα οχτάρι μήνες; Άλλα ογδόντα χοντρικά. Τριάντα πέντε το τηλέφωνο… Κοινόχρηστα;»
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε η Λίλιαν.
«Προσπαθώ να δω πόσα είναι οι λογαριασμοί;» της απάντησε, δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Θα της αφήσεις λεφτά;» συνέχισε η Λίλιαν, χαμογελώντας γλυκά.
«Προφανώς και όχι. Τους λογαριασμούς τους πληρώνουμε από μισούς. Έχουμε λεφτά στο σπίτι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Θέλω να δω πόσα είναι, για να πάρω τα μισά λεφτά των λογαριασμών» συνέχισε το παραλήρημά του.
«Μιχάλη;» αναστέναξε η Λίλιαν.
«Όχι. Να πάει να γαμηθεί ο καλός ο άνθρωπος, Λίλιαν. Κουράστηκα με το να είμαι καλός μ’ όσους με πατάνε. Οι λογαριασμοί και το μισθωτήριο είναι στο όνομα της Στέλλας. Καλώς να τα δεχτεί και καλώς να τα ξεπληρώσει. Έχω βάλει, εδώ μέσα, περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Πεντακόσια εξήντα διά δύο… Διακόσια ογδόντα» είπε κι ύστερα άνοιξε ένα ντουλάπι που υπήρχε πάνω από τον απορροφητήρα. Έβγαλε ένα μεγάλο κουτί μερέντας και ψάρεψε ένα μάτσο με χαρτονομίσματα. Άρχισε να τα μετράει. «Πενήντα… Εκατό… Εκατόν πενήντα… Εκατόν εβδομήντα…»
Η Λίλιαν πήγε προς το μέρος του και του έπιασε το χέρι. «Δεν είναι ανάγκη. Αν υπάρχει κάτι, αυτό είναι λεφτά κι αυτό νομίζω ότι το ξέρεις. Αν τα έχεις ανάγκη, μπορώ να πάρω τηλέφωνο τον μπαμπά να βοηθήσει…»
«Θα μιλήσεις εσύ, με τον κυρ-Αλέκο, για να σου δώσει λεφτά;» κάγχασε ο Μιχάλης.
«Στην ανάγκη; Ναι» του απάντησε κοφτά η Λίλιαν.
«Με κοροϊδεύεις;»
«Καθόλου. Τα χρειάζεσαι;» συνέχισε η Λίλιαν.
«Όχι, αγάπη μου, όχι. Κάπως, όμως, πρέπει να πονέσει και η Στέλλα. Αυτά τα χρόνια που πέταξα από την ζωή μου μαζί της, θα πρέπει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να τα πληρώσει. Δύο πράγματα την πονάνε. Να μην έχει το παιχνίδι της και να μην έχει λεφτά. Και τα ρημάδια, τα λεφτά, δεν θα της τα ‘παιρνα, αν δεν με χαστούκιζε μέσα στο μπάνιο κι αν δεν με δάγκωνε, όταν προσπαθούσα να την κάνω να κάνει εμετό. Ας πονέσει. Δεν θα πάθει τίποτα».
«Είσαι τόσο μικρός;» τον ρώτησε, θλιμμένα, η Λίλιαν. Γύρισε προς το μέρος της ο Μιχάλης. Άφησε τα λεφτά πάνω στον λιγδιασμένο πάγκο της κουζίνας. Ρούφηξε μανιασμένα το τσιγάρο του. Άνοιξε το ψυγείο και ψάρεψε ένα μπουκάλι ουίσκι από μέσα. «Δεν νομίζω να ‘χει καθαρά ποτήρια, οπότε, μάλλον μπουκάλι» μονολόγησε, ανοίγοντας το μπουκάλι. Έριξε λίγο ουίσκι στο στόμα του κι ύστερα έτεινε το μπουκάλι προς το μέρος της. Έγνεψε αρνητικά η Λίλιαν. «Το θυμάσαι το πατρικό μου;» την ρώτησε κι εκείνη έγνεψε ξανά, καταφατικά, αυτή τη φορά.
«Το μπουρδελάκι αυτό, γιατί όντως, μπουρδελάκι είναι, σου θυμίζει κάτι;» συνέχισε ο Μιχάλης.
«Τώρα που το λες…» προσπάθησε να αστειευτεί η Λίλιαν.
«Κατάλαβες, τώρα, το γιατί» κατέληξε ο Μιχάλης. Ήπιε ακόμη μια, γερή αυτή τη φορά, γουλιά ουίσκι, πέταξε το μισοκαπνισμένο τσιγάρο στο νεροχύτη, έχωσε τα λεφτά στο πορτοφόλι του, κι επέστρεψε το κουτί με τα λεφτά στη θέση του. Γύρισε προς το μέρος της. «Πάμε να φύγουμε από ‘δω μέσα» της είπε κι εκείνη, κλείνοντας τα μάτια της, συμφώνησε κι έκανε αναστροφή.
Πήρε τις βαλίτσες η Λίλιαν και βγήκε από το διαμέρισμα, όσο ο Μιχάλης έκλεινε φώτα και παράθυρα. «Ξεκίνα να κατεβαίνεις με την μία κι έρχομαι κι εγώ με την άλλη» της είπε όταν την είδε να στέκεται έξω από την πόρτα. «Σε περιμένω» του είπε, πριν πάρει μαζί της την μία βαλίτσα κι αρχίσει την αργή κάθοδο από τις σκάλες.
Ο Μιχάλης απόμεινε για μερικές στιγμές να κοιτάζει το ρημαγμένο σπίτι, καθώς γύριζαν στο μυαλό του τα λόγια της Λίλιαν. Αναρωτήθηκε αν όντως είχε γίνει τόσο μικρός κι ύστερα θυμήθηκε ότι δεν είχε καμία υποχρέωση να σπουδάσει την Στέλλα κι όμως το έκανε. Το έκανε γιατί η Στέλλα ξόδευε σε ποτά, ρούχα και καλλυντικά, τα λεφτά που θα έπρεπε να βάζει για το δικό της μερίδιο των λογαριασμών. Θυμήθηκε ότι δεν είχε υποχρέωση να της αγοράζει ό,τι ήθελε και όποτε το ήθελε, όμως δεν του πήγαινε η καρδιά να της πει όχι. Θυμήθηκε ότι δεν είχε υποχρέωση να πληρώσει τα γαμησιάτικα της Στέλλας, κι όμως το έκανε γιατί πάλευε, με νύχια και με δόντια, κάθε νύχτα, να πείσει τον εαυτό του, ότι η Στέλλα του ήταν πιστή. Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα κι ύστερα έχωσε τα κλειδιά του διαμερίσματος πίσω από την πόρτα. «Και για να σε γαμήσω λίγο παραπάνω, πάρε ακόμη μια φορά κλειδαρά» είπε ο Μιχάλης χαιρέκακα, την στιγμή που τραβούσε πίσω του την πόρτα.
***
Ο Μιχάλης κάλεσε ταξί μόλις βγήκε από την πολυκατοικία. Έπρεπε να αντιμετωπίσει το επικριτικό ύφος της Λίλιαν και το γνώριζε. «Ποτέ δεν είπα ότι είμαι καλός άνθρωπος» της είπε όταν κατάφερε να σκεφτεί μια δικαιολογία που ευστοχούσε στον νου του, για την όλη του συμπεριφορά.
«Ποτέ δεν ήσουν κακός άνθρωπος, ούτε κι έγινες σήμερα. Πονεμένος είσαι ρε Μιχάλη. Λογικό είναι να αντιμετωπίζεις έτσι τις καταστάσεις» του απάντησε εκείνη, μα το ύφος της δεν μαλάκωσε.
«Είναι;» συνέχισε ο Μιχάλης.
«Ναι, είναι. Γιατί, όμως, δεν με ακούς;» σχολίασε η Λίλιαν, σταυρώνοντας τα χέρια της κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι μην μπορώντας να απαντήσει σ’ εκείνη την ερώτηση. Πήγε προς το μέρος του η Λίλιαν. «Το ξέρω ότι σε πονάει κι ότι θα συνεχίσει να σε πονάει. Πρέπει, όμως, κάποια στιγμή, να το συζητήσεις…»
«Ήρθε το ταξί» την διέκοψε ο Μιχάλης κι ύστερα καλησπέρισε τον ταξιτζή, φόρτωσε τις βαλίτσες και χώθηκε στο ταξί. «Στον ΟΣΕ πάμε» είπε κοφτά και έπειτα έμεινε σιωπηλός για το υπόλοιπο της διαδρομής.
Ο καιρός δεν έλεγε να καλυτερεύσει. Έβρεχε κι όταν έφτασαν στον σταθμό και θα συνέχιζε να βρέχει για ώρες ακόμη. Έπιασαν δυο καρέκλες, έβαλαν τις βαλίτσες δίπλα τους κι ο Μιχάλης πήγε να τους πάρει κάτι να φάνε στο πόδι.
Τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν, με θλιμμένο ύφος. Μπορούσε να τον καταλάβει, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον. Δεν είχε σκοπό να του την χαρίσει για εκείνη του την συμπεριφορά, ούτε σκόπευε να του πει ότι είχε πράξει ορθά. Μόνο όταν τον είδε να επιστρέφει με μια σακούλα φαγητό, κατάλαβε πως εκείνη είχε αλλάξει, κι ότι ο Μιχάλης είχε παραμείνει εκείνο το πληγωμένο παιδί που κάποτε είχε ερωτευτεί. «Δεν ξέρω αν μπορώ να σε φτιάξω. Ξέρω, όμως, ότι μπορώ να σε μεγαλώσω» συλλογίστηκε, χαμογελώντας γαλήνια.
«Πώς είσαι;» την ρώτησε, όταν έφτασε δίπλα της και της έδωσε ένα προχειροφτιαγμένο σάντουιτς.
«Πολύ καλύτερα από πριν» του απάντησε βιαστικά, ξετυλίγοντας το φαγητό της. «Εσύ;»
«Σκατά» μονολόγησε ο Μιχάλης, κοιτάζοντας ανόρεχτα το δικό του σάντουιτς.
«Αναμενόμενο» σχολίασε η Λίλιαν, που δεν άφηνε την συζήτηση, ακόμη κι αν ήταν μπουκωμένη.
«Χέστηκα για την Στέλλα. Για σένα στεναχωρήθηκα» συνέχισε εκείνος.
«Για εμένα;» απόρησε η Λίλιαν.
«Μου κρατάς μούτρα» παρατήρησε θλιμμένα ο Μιχάλης.
«Δεν σου κρατάω μούτρα. Αλλά δεν μου μιλάς και με στενοχωρείς» του απάντησε κι εκείνη ακριβώς την στιγμή ένευσε ο Μιχάλης. Έσκυψε το κεφάλι του κι απόμεινε, σιωπηλός, στις σκέψεις του.
Ώρα αργότερα, καθώς το τραίνο έφτανε στην πλατφόρμα, γύρισε προς το μέρος της. «Θα σου πω, μόλις κάτσουμε στις θέσεις μας. Αλλά, να ξέρεις, δεν θα βγει άκρη» μονολόγησε, προτού πάρει τις βαλίτσες του. Στάθηκε στην ουρά των ανθρώπων που περίμεναν να ανέβουν στο τραίνο, με θολό βλέμμα, ατενίζοντας το θολό τοπίο που μαστιζόταν από την βροχή, και χαμογελώντας.
«Τελευταίο πλάνο;» ψιθύρισε η Λίλιαν στο αυτί του.
«Ούτε καν. Παίζει πια το πλάνο, μετά τους τίτλους τέλους. Γράφουμε τις εικόνες για το sequel» μουρμούρισε εκείνος κι ύστερα γύρισε και την φίλησε.
Δεν ήξερε, όμως, εκείνη την στιγμή, ότι το τέλος όχι μόνο θ’ αργούσε να έρθει, μα δεν είχε γραφτεί καν. Γιατί ο Μιχάλης ο Μπακάλμπασης ήταν ένας πραγματικά δυστυχισμένος άνθρωπος, που δεν μπορούσε να νοιαστεί για όσα ζούσε στο παρόν κι όσα θα του ‘ρχονταν στο μέλλον. Ο Μιχάλης ο Μπακάλμπασης ήταν δέσμιος ενός σκληρού παρελθόντος κι εκείνο το βροχερό απόγευμα, θα το συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά στην μίζερη ζωή του.
Συνεχίζεται…