Προηγούμενο
Η Λίλιαν κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα και έριξε το κεφάλι της στο παράθυρο του βαγονιού. Παρατηρούσε την αποβάθρα με βλέμμα χαμένο και νωχελικό. Σιχαινόταν τα ταξίδια, γιατί είχε κάνει πολλά στην ζωή της. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Μέχρι που τα παράτησε όλα για να μείνει σε ένα μέρος, στο μέρος που πίστευε ότι θα ήταν το παντοτινό της καταφύγιο. Γύρισε το βλέμμα της προς τον Μιχάλη. Ρέμβαζε κι εκείνος, έχοντας στηρίξει το κεφάλι του στην γροθιά του. Το βλέμμα του έτρεχε κάπου στην απόσταση. Κανείς τους δεν είχε όρεξη να συζητήσει.
Έπνιξε έναν αναστεναγμό η Λίλιαν, καθώς θυμήθηκε κάποια, παλιά του, λόγια. «Δεν άντεχες τις μέρες σου» άκουσε, με την φαντασία της, την φωνή του Μιχάλη κι ασυναίσθητα, κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, σαν να απαντούσε σ’ έναν αδιόρατο συνομιλητή από το παρελθόν. «Δεν άντεχα τις μέρες μου. Όντως…» επανέλαβε νοερά εκείνα τα λόγια κι ο λογισμός της άρχισε να ταξιδεύει πολύ μακριά. Σ’ ένα παρελθόν από το οποίο δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει πλήρως και σε μέρη που, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, επέμενε να μισεί και να σιχαίνεται.
Τα βράδια, συνήθως, την έπνιγαν οι αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Τα ήρεμα ή άγρια σαββατόβραδα, που κατασπαταλούσε τον χρόνο της, πνιγμένη μέσα στις αναμνήσεις της. Θυμόταν τις στιγμές, τις σκηνές, τις εποχές και τις μυρωδιές και μισούσε τόσο τον εαυτό της όσο και το περιβάλλον της. Κάποτε, μισούσε τους ανθρώπους γιατί δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Στην πορεία, όταν τους κατάλαβε, κατάφερε να μισήσει τους οικείους της ακόμη περισσότερο, γιατί το πηγάδι με τις δικαιολογίες είχε προ πολλού στερέψει, τα ανεπανόρθωτα λάθη συνεχιζόντουσαν και θα συνεχιζόντουσαν εσαεί κι η αστείρευτη υπομονή που κάποτε διέθετε, είχε πια εξαντληθεί.
Το ισχνό, ξανθό κοριτσάκι, με τις περίτεχνες πλεξούδες και τα πλουμιστά ρούχα, δεν ήταν ποτέ παιδί, ούτε μεγάλωσε ποτέ με τους γονείς του. Οι νταντάδες που προσπαθούσαν να την κανακέψουν, να παίξουν μαζί της και να διατηρήσουν καθαρό το τεράστιο οροφοδιαμέρισμα με την βαριά, βικτωριανή επίπλωση, δεν κατάφεραν, για εκείνη, να αναλάβουν τον ρόλο της μάνας. Κι εκείνη, με τον καιρό, με προσπάθεια, με υπομονή και επιμονή, είχε καταφέρει να διαχωριστεί με το παιδί, και κατ’ επέκταση με τον άνθρωπο, που υπήρχε μέσα της.
Ένιωσε ένα ελαφρύ τράνταγμα καθώς το βαρύ και κατάμεστο τραίνο άρχισε να επιταχύνει, πάνω στις βρεγμένες γραμμές. Έριξε μια κλεφτή ματιά έξω από το παράθυρο. Χάζεψε για μερικές στιγμές τον μποτιλιαρισμένο δρόμο και τα αμέτρητα κόκκινα φανάρια αυτοκινήτων που χανόντουσαν στην υπόγεια διάβαση. Γύρισε προς τον Μιχάλη. «Είναι ωραία εδώ, για περπάτημα…» μουρμούρισε κι εκείνος κάγχασε, μα δεν είπε τίποτα, παρά μόνο συνέχισε να ρεμβάζει, με χαμένο ύφος και βλέμμα.
Επέστρεψε στις ψυχοφθόρες σκέψεις της. Ασυναίσθητα, σχεδόν μηχανικά, σήκωσε το βλέμμα της, όταν ήρθε στο μυαλό της η ενθύμηση του τεράστιου καθρέφτη με την περίτεχνη και γεμάτη σκαλίσματα κορνίζα που υπήρχε κρεμασμένος στο σαλόνι του πατρικού της. Θυμόταν πώς κοίταζε τον εαυτό της εκεί μέσα και πόσο άσχημα ένιωθε για το μοναχικό κοριτσάκι που αντίκριζε απέναντί της. Μέχρι που, μια μέρα, κατάφερε και γκρέμισε τον καθρέφτη. Εκείνη την ημέρα γκρέμισε και τον ιδανικό κόσμο που είχε φτιάξει μέσα στο μυαλό της. Αποκόπηκε από το παιδί που πίστευε πως ήταν και ξεκίνησε να τραβάει μόνη της, το δικό της, οδυνηρό μονοπάτι στην ζωή. Και τότε, ήταν – δεν ήταν, εφτά χρονών…
***
Η ενήλικη Λίλιαν γνώριζε ότι τίποτα δεν πήγαινε καλά στην οικογένειά της, όχι μόνο από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, μα ακόμη κι από πιο πριν – όμως σε καμία των περιπτώσεων δεν θα σου το εκμυστηρευόταν. Ίσως γιατί υπήρχαν κάποια ψήγματα φωτός μέσα στις σκοτεινές τις αναμνήσεις. Υπήρχαν λίγες και σύντομες, πολύ μικρές στιγμές, που όταν τις έφερνε στο νου της, κατάφερνε, έστω και για λίγο, να διαλύσει την ομίχλη που σκέπαζε όλη την παιδική και εφηβική της ηλικία.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεχάσει, ακόμη κι όταν την έπιανε το παράπονο και ήθελε να διαγράψει τα πάντα από μέσα της, τον στολισμό του πρώτου χριστουγεννιάτικου δέντρου με την οικογένειά της. Αυτή ίσως και να ήταν η ομορφότερη ανάμνηση που είχε καταφέρει να φυλάξει μέσα στους σκοτεινούς και δαιδαλώδεις διαδρόμους του μυαλού της. Ο πατέρας της, χωρίς τα ακριβά του ρούχα, χωρίς το βαρύ δαχτυλίδι, χωρίς την ιδιαίτερη γραβάτα και το βαρύ άρωμα, ψιλοαξύριστος, με λερωμένη φόρμα, κοντομάνικο μπλουζάκι και παντόφλες, να προσπαθεί να στήσει το πελώριο, αληθινό έλατο, μέσα στο σαλόνι. Η μητέρα της, λιγότερο κοκέτα απ’ όσο συνήθως, να ξεδιαλέγει στολίδια και γιρλάντες μέσα από ένα τεράστιο κουτί και να διαπραγματεύεται μαζί της, για το πού θα έμπαινε το κάθε τί.
Εκείνο το παγωμένο, χειμωνιάτικο πρωινό, ο ήλιος κατάφερε κι ανέβηκε πιο ψηλά στον ουρανό από κάθε άλλη μέρα. Στολίσανε το πανύψηλό τους δέντρο, έπαιξαν, γέλασαν, μαγείρεψαν και λερώθηκαν, έφαγαν όλοι μαζί κι ύστερα, αργά το απόγευμα, έκαναν την βόλτα τους στην πανέμορφα στολισμένη Θεσσαλονίκη.
Η επιστροφή στην πραγματικότητα έμοιαζε με επικίνδυνη βουτιά σε παγωμένη θάλασσα. Από εκείνες τις βουτιές που ρίχναμε ως ατρόμητοι έφηβοι, σε θάλασσες που έγλειφαν απόκρημνους βράχους, παίρνοντας φόρα, σκίζοντας τα πέλματά μας και πηδώντας στο άγνωστο, δίχως φόβο και έγνοια για οτιδήποτε κρυβόταν κάτω από το νερό. Ο πατέρας της Λίλιαν επέστρεψε στη δουλειά του – ξυπνούσε αχάραγα, ετοιμαζόταν κι έφευγε δίχως να χαιρετίσει, για να γυρίσει στο σπίτι αργά το βράδυ – η μητέρα της είχε επιστρέψει στις ασχολίες της και το κοριτσάκι μέσα στον καθρέφτη, είχε απομείνει γι’ ακόμη μια φορά μόνο κι έρημο, μ’ ένα τεράστιο κενό μέσα του, που καμία νταντά δεν θα κατάφερνε να γεμίσει.
Ο Αλέξανδρος Χαραμής ήταν αθεράπευτα εργασιομανής. Δεν μπορούσε να βάλει κάτι πάνω από τη δουλειά του, δεν είχε χρόνο για να κάνει κάτι περισσότερο απ’ το να δουλεύει και πάνω απ’ όλα, δεν δούλευε γιατί είχε ανάγκη τα χρήματα, μα επειδή ήταν το μόνο πράγμα που τον γέμιζε σαν άνθρωπο. Είχε δοκιμάσει τον αθλητισμό, την μουσική, την ζωγραφική, τη χειροτεχνία, την πεζοπορία, τα ταξίδια στα πέρατα του κόσμου, μα τίποτα δεν τον γέμιζε όπως η δουλειά του. Ποτέ δεν παραδέχτηκε στον εαυτό του, αυτό που η Λίλιαν γνώριζε απ’ όταν ήταν παιδί. Ο Αλέξανδρος Χαραμής είχε παντρευτεί κι είχε κάνει οικογένεια, ελπίζοντας ότι θα έβρισκε κάτι που θα τον γέμιζε κι ότι, επιτέλους, θα μπορούσε να σταματήσει να ζει για να δουλεύει. Μάταια. Ούτε αυτό δούλεψε.
Από ένα σημείο και μετά, θεωρούσε αναγκαίο κακό την συνύπαρξη με τον γκριζομάλλη κύριο, που καθόταν, πού και πού, δίπλα στο τζάκι τα σαββατοκύριακα, για να απολαύσει το πούρο του κι ένα ποτήρι ουίσκι. Τον άνθρωπο που σπάνια θα την ρωτούσε πώς τα πήγαινε στο σχολείο ή αν είχε φίλες. Τον άνθρωπο που δεν ήθελε ούτε να εκπαιδεύσει το παιδί που προόριζε ως διάδοχό του, στην δουλειά και την περιουσία του.
Το ίδιο αναγκαίο κακό ήταν κι η μάνα της, εκείνη που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για οικογένεια, ούτε και για παιδί. Με τα χρόνια, η απάθεια έγινε απέχθεια και η απέχθεια έγινε μίσος, μίσος για εκείνη την κοκέτα που πηγαινοερχόταν στο σπίτι όποτε και όταν ήθελε, που δεν έριχνε ούτε μια ματιά στο παιδί της και που ήταν επαναπαυμένη με τις νταντάδες και τις γκουβερνάντες, όσο ξεκοκάλιζε την περιουσία του άντρα της στον τζόγο. Η Λίλιαν μίσησε τις αρρώστιες τους περισσότερο απ’ όσο μίσησε τους ίδιους τους γονείς της. Ο ένας ήταν άρρωστος με την δουλειά του κι η άλλη, άρρωστη με το χαρτί και τη ρουλέτα. Κι αποξενώθηκε, όταν απομακρύνθηκαν από κοντά της. Και τους χλεύαζε, γιατί, εκείνα τα χρόνια, δεν είχε καταλάβει πως δεν είναι τόσο εύκολο να κόψεις τα πάθη σου και να αφοσιωθείς σ’ ό,τι πραγματικά σ’ έχει ανάγκη.
***
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η Λίλιαν κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της και μετατρεπόταν σε ένα εξαιρετικά δύσκολο παιδί, με πανίσχυρη και αλύγιστη προσωπικότητα, που δεν συμβιβαζόταν με τίποτα και δεν συνεργαζόταν με κανένα. Η απόλυτη έλλειψη σεβασμού προς οποιονδήποτε και η άρνηση συνεργασίας, είχαν καταφέρει να διώξουν οποιαδήποτε είχαν προσλάβει οι γονείς της για να την προσέχει. Ένα διάστημα την κρατούσε μια φίλη του πατέρα της, μια εξαιρετική κυρία με την οποία θα μπορούσε να δεθεί και να κάνει παρέα.
Η Ντίνα ήταν μια ψηλή, ξανθιά, πανέμορφη και λίγο άξεστη γυναίκα, που μόλις είχε κλείσει τα είκοσι. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει η Λίλιαν, που δεν μπορούσε να τον σπάσει ούτε με το πείσμα της, ούτε με τα λόγια της, ούτε με την συμπεριφορά της, ούτε με την άρνησή της. Η Ντίνα είχε χάρισμα με τους ανθρώπους. Κατάφερνε να περάσει το δικό της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Στην αρχή, η Λίλιαν, την μισούσε, όπως μισούσε κι οποιονδήποτε προσπαθούσε να περάσει λίγο χρόνο μαζί της. Όταν όμως είδε ότι η Ντίνα, με τα κόκκινα φορέματα, το μαντίλι στο κεφάλι, τα μακριά λεπτά τσιγάρα και την μειλίχια φωνή, νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη, μαλάκωσε κι αφέθηκε στην περιποίησή της.
Η Ντίνα μαγείρευε βαριά, καθάριζε σχολαστικά· σχεδόν μανιακά, διάβαζε με μακρόσυρτο τόνο και παράξενη προφορά κι έκανε βαθιές συζητήσεις που, εκείνα τα χρόνια, η Λίλιαν δεν μπορούσε να καταλάβει. Δεν την αποκαλούσε ποτέ με τ’ όνομά της· η Λίλιαν, εκείνη την περίοδο είχε γίνει η «κόρη» κάποιας. Άκουγε ξένα τραγούδια, που δεν μπορούσε να καταλάβει τους στίχους τους. Βαφόταν πάντοτε έντονα κι όταν έμενε μαζί της, έφευγε πάντα αργά από το πλευρό της, αφού της διάβαζε κάτι για να την νανουρίσει, αφού την έσφιγγε στην αγκαλιά της, αφού την γλυκοξυπνούσε για να της πει ότι θα τα ξαναέλεγαν. Κι η μικρή Λίλιαν, για ένα διάστημα είχε αναθαρρήσει. Μέχρι που ‘χε έρθει εκείνος ο καυγάς, που δεν τόλμησε ποτέ να ξεχάσει. Όσο κι αν δεν ήθελε να ξεχάσει.
Ήταν τραχιές οι αναμνήσεις εκείνων των χρόνων, τόσο τραχιές που την έγδερναν κάθε που προσπαθούσε να τις ξεφορτωθεί, μα κάποια κομμάτια τους είχαν ξεφτίσει σε εξευτελιστικό βαθμό. Την αφορμή για εκείνο τον καυγά, δεν μπορούσε να την θυμηθεί, μα θυμόταν ξεκάθαρα την κραυγή της μάνα της. «Φέρνεις την πουτάνα στο σπίτι, για να κρατάει το παιδί; Την πουτάνα; Είσαι σοβαρός; Αντί για γκουβερνάντα, της έφερες πουτάνα;»
Τα λόγια του πατέρα της δεν είχε καταφέρει να τα συγκρατήσει. Ίσως γιατί ο Αλέξανδρος ο Χαραμής δεν σήκωνε ποτέ τον τόνο της φωνής του. Ίσως γιατί ήταν ξαπλωμένη στο μικρό της κρεβάτι, σ’ εκείνο το αποκρουστικό και εμετικά ροζ, κοριτσίστικο δωμάτιο. Ίσως γιατί δεν ήθελε να θυμάται τον πάντα πράο μα και απόντα, πατέρα της, να μαλώνει.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις, τι στα κομμάτια είχες στο άδειο σου μυαλό, όταν έφερες μια πουτάνα για να προσέχει το παιδί;» συνεχίστηκε το παραλήρημα από το σαλόνι του σπιτιού κι η Λίλιαν, όπως πάντα, συνέχισε να αδιαφορεί, ενώ προσπαθούσε να καταπνίξει τον ψυχικό πόνο που άρχιζε να παίρνει υπόσταση και να σκίζει κάθε νεύρο του κορμιού της.
«Αν δεν μπορείς να βρεις γκουβερνάντα, σταμάτα να δουλεύεις από το πρωί μέχρι το βράδυ και μείνε σπίτι!»
«Εγώ, Φιλιώ, να σταματήσω να δουλεύω; Μήπως, εσύ, θα πρέπει να είσαι πιο συχνά στο σπίτι σου, με το παιδί σου και τον άντρα σου; Μήπως θα πρέπει να σε βλέπουμε περισσότερο απ’ όσο σε βλέπει η ρουλέτα;» άκουσε τον πατέρα της να βρυχάται και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Άρχισε να τρέμει το κάτω χείλος της. Το πρόσωπό της είχε κοκκινήσει. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της πως δεν θα έβαζε ποτέ ξανά τα κλάματα. Ιδιαίτερα για τους γονείς της. Ιδιαίτερα για όσα ζούσε μέσα σ’ ένα σπίτι που μισούσε.
«Φιλίππα με λένε!»
«Φιλιώ σε φωνάζανε στον Βαρδάρη κι ακόμη και τώρα, αν τύχει και περάσεις από ‘κει, έτσι θα σε φωνάξουν! Αλλά, βέβαια, ξέχασα, οι πουτάνες, αναμεταξύ σας, αναγνωρίζεστε! Μπορεί να μην το εξάσκησες ποτέ το λειτούργημα, Φιλιώ, μα το ξέρουμε και οι δύο πως είσαι μια κακιά πουτάνα! Πουτάνα στην συμπεριφορά, πουτάνα στο σώμα, πουτάνα στην ψυχή! Μια ξιπασμένη και φαντασμένη που έγινε κάποια με τα λεφτά αλλωνών! Δούλεψες, έστω και μια μέρα, στην μίζερη ζωή σου, Φιλιώ; Όχι! Στάθηκες, έστω και για μια μέρα, δίπλα στον άντρα που επέλεξες να παντρευτείς; Όχι! Ξενύχτησες, έστω και ένα βράδυ, στο προσκεφάλι της κόρης σου; Όχι! Εγώ τα έκανα, Φιλιώ, για σένα! Τράβα γαμήσου τώρα κι η επιθυμία σου θα εκπληρωθεί!»
Η Λίλιαν είχε ήδη ανοίξει την πόρτα του δωματίου της και τους κοίταζε θυμωμένα, έχοντας σταυρώσει τα χέρια της και προσπαθώντας να πνίξει τα δάκρυά της. Το παιδικό ουρλιαχτό περισσότερο τους τρόμαξε παρά τους επανάφερε στην πραγματικότητα. «Σκάστε επιτέλους!» ούρλιαξε η Λίλιαν, πριν κλείσει με μανία την πόρτα πίσω της. Το κλειδί έφυγε από την κλειδαριά, έσκασε με μεταλλικό ήχο στο πάτωμα κι ύστερα άρχισε να στριφογυρίζει μανιασμένα. Ο θόρυβος που έκαναν οι άκρες του, καθώς προσέκρουαν εναλλάξ στο μάρμαρο, άρχισε να διαλύει το μυαλό της. Το πάτησε με μένος κι ύστερα απόμεινε πίσω από την πόρτα, προσπαθώντας να αφουγκραστεί την συζήτηση που είχε πια μετατραπεί σε ψιθυριστές κατηγορίες και παράπονα.
Η αλλαγή στους γονείς της και στην σχέση τους, φάνηκε από την επόμενη κιόλας μέρα. Αν, μέχρι τότε, βρισκόντουσαν αραιά και που και μιλούσαν σπάνια, από την επόμενη του καυγά, προσπαθούσαν να βρίσκονται στο σπίτι, μόνο όταν ο άλλος έλειπε. Η Ντίνα ήρθε για μία και τελευταία φορά, κάποιο μεσημέρι, μιας βροχερής Παρασκευής. Έσερνε μαζί της μια κοπέλα που θα ‘ταν – δε θα ‘ταν δεκαεφτά χρονών. Η Λίλιαν τις κοίταζε από την κλειδαρότρυπα της πόρτας του δωματίου της.
«Χαραμή, ξέρω ότι δεν ζητάς χάρες. Τι έγινε;» είπε η Ντίνα, που ‘χε ανάψει το λεπτό, μακρύ της τσιγάρο, και τον κοίταζε μ’ ένα ύφος που δεν σήκωνε δικαιολογίες και μισόλογα.
«Έμαθε για σένα η γυναίκα μου…» ξεκίνησε εκείνος, μα τον διέκοψε το βροντερό της γέλιο. «Πού είναι το αστείο;» σάστισε εκείνος.
«Η γυναίκα σου είναι άρρωστη κι όσο πιο γρήγορα το αποδεχτείς, τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσεις να κάνεις κάτι για να κρατηθεί τούτο το σπιτικό στη θέση του… Θα το καταλάβαινα αν σε βόλευε κάπως, θα το καταλάβαινα αν την αγαπούσες, θα το καταλάβαινα αν σου εξυπηρετούσε κάποια ανάγκη, αλλά, Χαραμή, είσαι τόσο προσκολλημένος στα πιστεύω σου και στον Θεό σου, που δεν θα κάνεις τίποτα. Κρίμα… Ευκαιρία είναι, τώρα που ο Παπανδρέου νομιμοποίησε τα διαζύγια…»
«Γιατί με σταυρώνεις ρε Ντινάκι;» μουρμούρισε εκείνος, σχεδόν κλαψουρίζοντας κι η Ντίνα πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε. Φύσηξε μακριά του τον καπνό της. «Γιατί σε νοιάζομαι. Όλους σας νοιάζομαι. Και το ξέρεις. Γι’ αυτό δεν έρχεσαι πιά για ένα πήδημα, Χαραμή κι έρχεσαι για μασλάτι. Τέλος πάντων…»
«Η κοπέλα;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, προσπαθώντας να αλλάξει την συζήτηση.
«Η αντικαταστάτριά μου» μονολόγησε, χαρούμενα, η Ντίνα. «Θα τα πάει περίφημα με την μικρή. Ξέρει από διαλυμένες οικογένειες και κακούς γονείς. Βλέπεις, οι γονείς της την άφησαν στο δρόμο, κάπως έπρεπε να φάει, κάπου πήγε να μπλέξει, την πήρα στη δουλειά, αλλά της λείπει το πάθος, της μικρής, για να τα βγάλει πέρα σε μια τόσο δύσκολη δουλειά. Εδώ, πιστεύω, θα είναι καλύτερα» συνέχισε τον συνειρμό της, πριν παρουσιάσει την Λένα.
«Είναι λίγο αντισυμβατική, αλλά…» μονολόγησε η Ντίνα, δείχνοντας προς την ισχνή, μελαχρινή κοπέλα με το στενό τζιν, το αμάνικο, μαύρο μπλουζάκι με την στάμπα και τα στρατιωτικά άρβυλα. «… θα τα πάει μια χαρά με την Λίλιαν».
Τραβήχτηκε από την πόρτα η Λίλιαν όταν είδε την Ντίνα να στρέφεται προς το δωμάτιό της. Έτρεξε στο κρεβάτι της κι έκανε πως έγραφε κάτι σ’ ένα μουτζουρωμένο τετράδιο. Άκουσε το χτύπημα στην πόρτα και με περισσή ανυπομονησία ψέλλισέ ένα «ναι;» κι ύστερα δαγκώθηκε.
«Κρυφακούς, τερατάκι;» ρώτησε η Ντίνα, με σκανταλιάρικο τόνο κι η Λίλιαν κοκκίνησε κι έγνεψε καταφατικά. «Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά» της είπε κι η Λίλιαν υπάκουσε.
«Κόρη μου, εγώ δεν θα ξανάρθω. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα σε ξαναδώ. Θα έρχεται μια άλλη κοπέλα, η οποία σου μοιάζει πολύ. Μπορείτε να έρχεστε, πού και πού, επίσκεψη και να με βλέπεις. Τι λες;»
«Τι κοπέλα;» ρώτησε η Λίλιαν.
«Λένα; Έλα να γνωρίσεις το τερατάκι» φώναξε η Ντίνα.
Όταν μπήκε στο δωμάτιο η Λένα, η Λίλιαν απέμεινε εκςτασιασμένη να παρατηρεί την παράξενη κοπέλα με την κατάμαυρη αλογοουρά, τα πράσινα μάτια, τα λεπτά, μα γυμνασμένα χέρια και τα βαριά, στρατιωτικά άρβυλα. Της έκανε ιδιαίτερη εντύπωση που εκείνη η κοπέλα έπεσε στο ύψος της και την κοίταξε στα μάτια πριν προτείνει το χέρι της. «Είμαι η Λένα» είπε εκείνη χαρούμενα κι η Λίλιαν την ζύγισε για της στιγμές. «Λίλιαν» απάντησε, δίνοντας το χέρι της.
«Σφιχτή χειραψία» παρατήρησε η Λένα, χωρίς να διακόψει την οπτική επαφή με την Λίλιαν. «Μου φαίνεται ότι θα τα πάμε εξαίσια. Τι λες;»
«Θα δείξει…» μουρμούρισε η Λίλιαν.
***
Όντως, η Λίλιαν τα πήγαινε εξαιρετικά με την Λένα. Βοηθούσε και ο διαρκής εξαφανισμός των γονιών της από το σπίτι. Η Λένα είχε το ελεύθερο να ξοδεύει λεφτά για την Λίλιαν και η Λίλιαν, τα μοιραζόταν μαζί της. Τις καθημερινές, η Λένα ξυπνούσε νωρίς, την παραλάμβανε από το σπίτι και την πήγαινε μέχρι το σχολείο. Ύστερα επέστρεφε, καθάριζε, συμμάζευε, μαγείρευε και γύριζε την μικρή στο σπίτι της. Τα μεσημέρια διάβαζαν και τα απογεύματα είτε έβγαιναν έξω, αν τους το επέτρεπε ο καιρός, είτε έμεναν μέσα, συνήθως διαβάζοντας και ακούγοντας μουσική.
Εκείνα τα βροχερά, παγερά και μουντά απογεύματα, η Λίλιαν μυήθηκε στην heavy metal και στην λαβκραφτιανή μυθολογία. Αν και η Λένα προσπαθούσε να της δώσει διαφορετικά ερεθίσματα, η Λίλιαν λάτρευε τα γρήγορα τραγούδια με τα βαριά τύμπανα, τον μαγευτικό θόρυβο των ηλεκτρικών κιθαρών και τις ταξιδιάρικες μπασογραμμές, όσο λάτρευε να διαβάζει για τις ονειροπεριπέτειες τραγικών ηρώων, που βασανιζόντουσαν από απόκοσμες και μοχθηρές θεότητες όπως ο Αζαθώθ και ο Κθούλου.
Κάποιο βροχερό, ανοιξιάτικο σούρουπο, η Λένα είχε καθίσει στο γραφειάκι της Λίλιαν, με μια κούπα καφέ και σκιτσάριζε πάνω σ’ ένα λευκό φύλλο χαρτιού, μ’ ένα μολύβι, έχοντας μια κούπα καφέ δίπλα της κι η Λίλιαν, είχε βολευτεί στο κρεβάτι της, παρέα μ’ ένα αγγλοελληνικό λεξικό και το Brave New World του Huxley. «Έχεις φίλες;» ρώτησε, σχεδόν ασυναίσθητα, η Λίλιαν που την είχε απορροφήσει το βιβλίο και η Λένα κάγχασε. «Αν έχω λέει; Ναι, τις καλύτερες φίλες στον κόσμο» μουρμούρισε ειρωνικά, σχεδόν φτύνοντας την λέξη «φίλες».
«Αλήθεια;» συνέχισε η Λίλιαν.
«Φυσικά και όχι!» αναφώνησε η Λένα.
«Γιατί;»
Αναστέναξε η Λένα. Σήκωσε το κεφάλι της. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο σκίτσο της – η γκριμάτσα της υποδείκνυε ότι δεν της άρεσε ιδιαίτερα. Γύρισε προς την Λίλιαν. «Θέλεις να το συζητήσουμε;» την ρώτησε, με προσποιητά πρόσχαρο ύφος κι η Λίλιαν, που λάτρευε τις συζητήσεις, παράτησε βιβλίο και λεξικό πάνω στο κρεβάτι και γύρισε προς την Λένα, γνέφοντας καταφατικά με αδημονία.
«Εσύ, έχεις φίλες;» ρώτησε η Λένα κι η Λίλιαν έγνεψε καταφατικά. «Έχω την Κλαίρη» μουρμούρισε κι η Λένα συνοφρυώθηκε. «Δεν σε ρώτησα αν έχεις παρέες. Αν έχεις φίλες. Πραγματικές φίλες» συνέχισε η Λένα.
«Έχω εσένα».
«Με νοιάζεσαι περισσότερο απ’ όσο νοιάζεσαι την Κλαίρη».
«Ναι» απάντησε δισταχτικά η Λίλιαν.
«Γιατί;»
«Γιατί με νοιάζεσαι κι εσύ».
«Άρα, είμαστε φίλες;» ρώτησε η Λένα.
«Ναι» αποφάνθηκε η Λίλιαν.
«Δεν ξέρεις πόσο όμορφο είναι το να είσαι έντεκα και να πιστεύεις ότι για να είσαι φίλος με κάποιον, πρέπει απλώς να νοιάζεται ο ένας για τον άλλο. Οι φίλοι, φάτσα μου, είναι για να χαίρονται με τις χαρές σου και για να θλίβονται με την λύπες σου. Μπορεί να νοιάζεσαι κάποιον, αλλά, ταυτόχρονα, να χαίρεσαι με την λύπη του, όχι γιατί είσαι κακός άνθρωπος, μα γιατί δεν θες να δεις τον άλλο να πάει μπροστά. Μπορεί απλά να είσαι μίζερος. Μπορεί να ζηλεύεις. Να φθονείς αυτό που έχει ο άλλος και που δεν θα έχεις ποτέ εσύ. Εμένα οι φίλοι μου με πρόδοσαν και σταμάτησα να τους κάνω παρέα…»
«Γιατί;» πετάχτηκε οργισμένα η Λίλιαν, διακόπτοντας τον ειρμό της Λένας.
«Έλα να σου δείξω» μουρμούρισε η Λένα κι η Λίλιαν σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Κοίταξε το μισοτελειωμένο σκίτσο που βρισκόταν στο γραφείο. Η Λένα έγειρε το κεφάλι της ελαφριά προς τα δεξιά κι απόμεινε να κοιτάζει νωχελικά την φιγούρα της ασπρόμαυρης κοπέλας που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο χαρτί. «Αυτή, κάποτε, ήταν φίλη μου…» σχολίασε, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρύψει την θλίψη που γέμιζε την φωνή της.
«Δεν είναι πια;»
«Όχι. Πάει πιά. Και πονάει πολύ» μουρμούρισε η Λένα, αναστενάζοντας.
«Γιατί;»
«Γεμάτη απορίες είσαι. Αν σταματήσει να βρέχει αργότερα, θα βγούμε και θα σου πω. Εντάξει;»
«Εντάξει» συμφώνησε η Λίλιαν κι ύστερα επέστρεψε στο βιβλίο της.
Όταν έκοψε η βροχή, ο ήλιος είχε πέσει για τα καλά και οι φανοστάτες της πόλης ήταν πια αναμμένοι. Η Λένα κοίταζε αποσβολωμένη την θλιμμένη φιγούρα στο χαρτί και η Λίλιαν καταβρόχθιζε με μανία την ιστορία εκείνου του παράξενου και θαυμαστού, καινούριου κόσμου. «Να βγούμε, λες, φιλενάδα;» ρώτησε η Λένα κι η Λίλιαν γύρισε προς το μέρος της. Την κοίταξε με εξιχνιαστικό βλέμμα. «Δεν είναι λίγο αργά;» ρώτησε, με σκανταλιάρικο ύφος.
«Ο κυρ-Αλέκος δεν πρόκειται να γυρίσει πριν τις έντεκα και η μαμά σου δεν νομίζω ότι θα φανεί σήμερα».
«Έχεις δίκιο» απάντησε η Λίλιαν, προτού αφήσει τα βιβλία της κι αρχίσει να ντύνεται βιαστικά.
Παράξενα φάνταζαν τα δύο κορίτσια που καθόντουσαν σ’ εκείνο το βρεγμένο παγκάκι, του συνοικιακού πάρκου. Σαν αδερφές με δέκα χρόνια διαφορά. Η μικρή που ήθελε να μοιάσει στην μεγάλη. Η Λένα, με το τσιγάρο στο ένα χέρι και μια μπύρα στο άλλο, με το κοντομάνικό της, τα άρβυλά της και το στενό τζιν κι η Λίλιαν, με την ξανθιά αλογοουρά, το κοντομάνικό της και πιο αθλητικό, μα μαύρο ντύσιμο, που καθόταν δίπλα στην Λένα.
Η σκηνή ήταν από χρόνια χαμένη στις θολές θύμησες της Λίλιαν κι είχε, πρόσφατα, αναδυθεί στην επιφάνεια του λογισμού της. Κάποια μέρα που ‘κλαιγε, αφηγούμενη την ζωή της σε κάποιον άγνωστο, στο ίδιο ή σε κάποιο κοντινό παγκάκι, είχε ανασύρει την ανάμνηση της Λένας, μιας φίλης από τα παλιά, που κι εκείνη, στα σκοτεινά και πέτρινά χρόνια, της είχε αφηγηθεί κάποια πονεμένη ιστορία.
Τα λόγια, η Λίλιαν, δεν τα είχε συγκρατήσει, μα ο παιδικός λογισμός, είχε πλάσει εικόνες για εκείνο το χαμογελαστό κορίτσι, που πάλευε να πιάσει τους μπαρέδες σε μια παλιά, ξεκούρδιστη κιθάρα. Είχε φτιάξει στο μυαλό της μια παρέα, χαρούμενες και στραπατσαρισμένες φάτσες που το έσκαγαν από τα σπίτια τους, για να μαζευτούν και να πουν τα νέα τους, να πειράξουν ο ένας τον άλλο, να ερωτευτούν και να ερωτοτροπήσουν. Μπόρεσε να ζήσει έστω και για λίγο, εκείνη την τόσο άγνωστη μα και τόσο γνωστή, παρέα, μέσα στην φαντασία της. Κατάφερε να νιώσει όσα ένιωθε η Λένα για εκείνη την κοπέλα με το πλατύ χαμόγελο και την σμπαραλιασμένη, στα χέρια, κιθάρα.
«Ο χρόνος είναι τώρα…» θυμήθηκε μια σπασμένη πρόταση της Λένας. «…Είναι μικρές στιγμές, ψήγματα ζωής που περνάνε για λίγο, τόσο δα λίγο, μέσα από τα χέρια μας. Είναι κόκκοι άμμου που πέφτουν στα δάχτυλά μας, χαϊδεύοντάς τα, για να χαθούν μετά, σε μια δίνη από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Ο χρόνος είναι τώρα… Ούτε όσα πέρασα και θυμάμαι, ούτε όσα θα έρθουν, εκείνα που προσδοκώ κι εκείνα που αναπόφευκτα θα ζήσω. Ο χρόνος είναι τώρα. Εδώ ζω πιά. Ούτε κάποτε, ούτε όποτε, ούτε πάντοτε. Χωρίς «αν» και «ίσως», χωρίς να νοσταλγώ, χωρίς και να ελπίζω. Ούτε θέλω να θυμάμαι. Ούτε θέλω να ‘χω ελπίδες…»
«Ο χρόνος είναι τώρα» ψέλλισε η Λίλιαν, καθώς περνούσαν δίπλα από την καταπράσινη κοιλάδα του Πηνειού, λίγο πριν τα Τέμπη κι ο Μιχάλης έσυρε αργά το βλέμμα του από το παράθυρο για να γυρίσει και να την κοιτάξει στα μάτια.
«Ο αέναος και αδηφάγος χρόνος…» μονολόγησε ο Μιχάλης.
«Κι αν το αύριο, που μας ξημερώνει, είναι χειρότερο από το τώρα; Τότε τι;» συνέχισε τον ειρμό της, σχεδόν ψιθυριστά.
«Όλα τα όμορφα και όλα τα άσχημα θα τα περάσουμε μαζί. Σύμφωνοι;» απάντησε ο Μιχάλης.
«Ναι. Μαζί» μουρμούρισε εκείνη, γνέφοντας, για να κόψει την συζήτηση που δεν ήθελε να αρχίσει. Άλλωστε εκείνη, σε αντίθεση με τον Μιχάλη, είχε πάψει να πιστεύει στην καλή πλευρά των ανθρώπων. Είχε πάψει να ελπίζει στα όμορφα και στα άσχημα που θα ερχόντουσαν στην ζωή της. Είχε αποδεχτεί την πραγματικότητά της. Γιατί δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να είχε κάνει.
***
Η Λίλιαν δεν έμαθε ποτέ αν οι αναμνήσεις της άρχισαν να στάζουν αίμα εν μία νυκτί. Δεν μπορούσε να εντοπίσει το σημείο που ο σωματικός πόνος που προκαλούταν από τον ψυχικό αναβρασμό, γιγαντώθηκε τόσο πολύ που έπρεπε να ψάξει να βρει ένα αναλγητικό, για ν’ αντέξει. Σίγουρα, ο μετασχηματισμός σ’ ένα αγρίμι, δεν ήρθε σε μία νύχτα και σίγουρα είχε αρχίσει προτού σταματήσει να της κρατάει παρέα η Λένα. Στα δεκατρία, η Λίλιαν, ξεκίνησε τις κοπάνες από το σπίτι και τις λυκοφιλίες. Κάπου εκεί δοκίμασε και το πρώτο της τσιγάρο. Κάπου εκεί, μέθυσε για πρώτη φορά στη ζωή της, στο υποφωτισμένο προαύλιο του συνοικιακού σχολείου, σ’ ένα παγκάκι, κάτω από κάτι γέρικα και μισοπεθαμένα κυπαρίσσια. Κάπου εκεί σταμάτησε να έχει νόημα να την κρατάει η Λένα.
Τα τελευταία τους απογεύματα τα πέρασαν με μαθήματα οικοκυρικής. Η Λίλιαν ήθελε να γίνει αυτάρκης και να στηρίζεται στα πόδια της κι η Λένα, όσο χαιρόταν μ’ εκείνη της την απόφαση, τόσο θλιβόταν μ’ εκείνο το δεκατριάχρονο παιδί που ήθελε να πάρει την ζωή στα χέρια του, όσο πιο γρήγορα γινόταν. Μιλούσαν, αραιά και πού, μα η Λίλιαν δυσκολευόταν πια να μοιραστεί την ζωή της.
«Να μην τραβήξεις τα δικά μου τα μονοπάτια» της είχε πει η Λένα, όταν την χαιρέτισε για τελευταία φορά κι η Λίλιαν απάντησε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, χαμογελώντας σχεδόν μοχθηρά. Εκείνα, ακριβώς, τα μονοπάτια είχε σκοπό να ακολουθήσει γιατί πίστευε, ήξερε, ότι ήταν καμένη από χέρι. Η οικογένειά της την είχε εγκαταλείψει. Εκείνοι που την θεωρούσαν φίλη, θα την πουλούσαν για ένα τσιγάρο και μια μπουκάλα κρασί. Κι η Κλαίρη, που πάντοτε ήταν η συνοδεία της σ’ αυτό που η Λίλιαν αποκαλούσε «αλητεία», ήταν μια παθητική παρατηρήτρια σ’ ό,τι συνέβαινε γύρω της.
Εκείνα τα χρόνια, η Λίλιαν δεν ήθελε να έχει καμιά ελπίδα. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να κάνει ακόμη μια επικίνδυνη βουτιά. Είχε τα λεφτά της, είχε τα προβλήματά της, είχε και τις προσφερόμενες λύσεις στα χέρια της.
Το πρώτο τσιγάρο που έκανε, το κράτησε για πάντα στις αναμνήσεις της. Ήταν μαγική η μυρωδιά του και η ζεστασιά που της πρόσφερε. Ύστερα ένιωσε τους πάντα σφιχτούς μύες της να χαλαρώνουν αργά και απολαυστικά. Ένιωσε ένα ελαφρύ μούδιασμα να κατακλύζει όλο της το κορμί κι έπειτα ο χρόνος άρχισε να χάνει την συνοχή του.
Θυμήθηκε πως γύρισε για να κοιτάξει εκείνον που είχε δίπλα της, εκείνο το μυστήριο βράδυ. Ο νεαρός με το σκαμμένο, απ’ την ακμή, πρόσωπο, με τα ακατάστατα μακριά μαλλιά και τα λιγοστά, ατημέλητα γένια, είχε κλείσει τα μάτια και σιγοτραγουδούσε μουρμουρίζοντας. «Είναι μέρες που πατάω γερά κι είναι μέρες που το νιώθω πως πεθαίνω…»
Θυμήθηκε πως έκλεισε τα μάτια της κι αφέθηκε στην νύχτα, απόμεινε ν’ αφουγκράζεται τους ήχους της και να οσμίζεται τις μυρωδιές της. Θυμήθηκε πως τα βλέφαρά της ήταν απίστευτα βαριά, τόσο βαριά όσο και τα μουδιασμένα της άκρα.
Πήρε να χαράξει. Τα αστέρια άρχισαν να χάνονται στον ουρανό που άλλαζε σιγά – σιγά τα χρώματά του. Κυλούσαν αργά οι στιγμές της, σαν χάρτινα καράβια που έτρεχαν πάνω σε βρόχινα νερά, μαζεμένα στο ρείθρο κάποιου στενού και ήρεμου, συνοικιακού στενού. Το δεύτερο τσιγάρο ήταν πιο δυνατό από το πρώτο. Έβαλε τα γέλια όταν αναπήδησε από την κόρνα του πρωινού τραίνου, που έσκιζε της γειτονιές της πόλης. Ο νεαρός που καθόταν δίπλα της τής έριχνε λάγνες ματιές. Εκείνη του χαμογέλασε.
Ούτε που κατάλαβε πως βρέθηκαν ξαπλωμένοι στο γρασίδι. Ούτε που κατάλαβε πως εκείνο το χέρι με τα μακριά, κιτρινισμένα νύχια, έσφιγγε το μικρό της στήθος. Το μουδιασμένο της κορμί αδυνατούσε να ανταποκριθεί σε οποιοδήποτε ερέθισμα. Ίσα που κατάφερε να νιώσει την τραχιά αίσθηση μιας γλώσσας μέσα στο στεγνό της στόμα. Τα γεμάτα πάχνη χόρτα και το υγρό χώμα, έκαναν της γυμνούς γλουτούς της να αναριγήσουν. Τα βαριά της βλέφαρα σφάλισαν από την κούραση και την μαστούρα. Δεν μπορούσε πια να καταλάβει αν ήταν ξύπνια ή αν κοιμόταν. Γκροτέσκικες φιγούρες, βγαλμένες από της ιστορίες που διάβαζε όταν ήταν πιο μικρή, γέμιζαν το κατάμαυρο οπτικό της πεδίο, για στιγμές, πριν χαθούν για πάντα από μπροστά της. Ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και κάτι να μπαίνει μέσα της. Άκουσε μια βαριά ανάσα κοντά στο αυτί της και γεύτηκε, για λίγο, την δυσοσμία της. Ύστερα ένα πνιχτό ουρλιαχτό, που δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν δικό της ή αν προερχόταν από κάποιο πληγωμένο ζώο. Ένα βάρος έφυγε από πάνω της. Το γρασίδι σταμάτησε να την χαϊδεύει κι ένα χέρι την τραβούσε για να την στήσει στα πόδια της.
Κατάφερε να ανοίξει τα μάτια της και να σταθεί στα πόδια της. Κοίταξε τον νεαρό που στεκόταν απέναντί της και της χαμογελούσε, δείχνοντας την κιτρινόμαυρη, σπασμένη οδοντοστοιχία του. «Θα μου δώσεις και δυο τσιγάρα για το σπίτι;» τον ρώτησε κοφτά, με επιτακτικό τόπο, που περισσότερο έφερνε σε διαταγή.
«Όσα θες» της απάντησε εκείνος, με την βραχνή του φωνή, πριν χώσει το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του.
Η Λίλιαν αναπήδησε όταν αντίκρισε το είδωλό της στο παράθυρο του τραίνου. Δεν κοίταζε τον εαυτό της, αλλά εκείνο το μοναχικό παιδί που έβλεπε κάποτε στον καθρέφτη. «Τα ίδια έκανες κι εσύ. Θυμάσαι;» την ρώτησε το είδωλό της κι εκείνη, θλιμμένη, συλλογίστηκε πως δεν ήθελε να θυμάται τίποτα.
***
Ποτέ της δεν κατάλαβε πώς έγινε η μετάβαση από την πιτσιρίκα που περνούσε τα απογεύματά της διαβάζοντας και ακούγοντας μουσική, στην επιβλητική έφηβη με το κοντό μαλλί, την σχεδόν στρατιωτική αμφίεση, τον σκούφο και τ’ άρβυλα, που δεν μιλούσε πολύ κι έκαιγε τα χαμένα της βράδια, παρέα μ’ οτιδήποτε μπορούσε να κάνει το μυαλό της να πετάξει πιο μακριά από τα στενά περιθώρια μιας άθλιας πραγματικότητας. Η Λίλιαν μπορούσε πάντοτε να θυμηθεί το πριν και το μετά, ποτέ το ενδιάμεσο. Κι όχι γιατί όλες οι ενδιάμεσες εμπειρίες, εκείνες που την πήγαν από την μία στην άλλη κατάσταση, ήταν επώδυνες. Δεν την ένοιαζε ο πόνος γιατί τον είχε αποδεχθεί, ήξερε πως ήταν κομμάτι της ανθρώπινης φύσης, ήξερε πως δεν θα κατάφερνε ποτέ να τον βγάλει από την πραγματικότητά της. Δεν θυμόταν, γιατί δεν ήθελε. Και δεν ήθελε να θυμάται, γιατί δεν ήταν περήφανη ούτε για τον εαυτό της, ούτε για τις στιγμές που έζησε.
Ο χρόνος που είχε περάσει, μέσα της, έμοιαζε πως είχε ένα τεράστιο κενό. Από το βράδυ που ήπιε το πρώτο της τσιγάρο, μέχρι το απόγευμα που γνώρισε την παρέα του Μιχάλη. Εκείνη τον είχε παρατηρήσει πρώτη, από την πρώτη στιγμή που είχε πατήσει στην καφετέρια. Δεν την είχε τραβήξει ούτε το προσεγμένο του ντύσιμο, ούτε ο περίτεχνος τρόπος που έριχνε τα ζάρια, ούτε η πλάκα που έκανε με τους φίλους του, ούτε η ομορφιά ή η κορμοστασιά του. Το βλέμμα του την είχε μαγνητίσει. Βλέπεις, οι πληγωμένοι άνθρωποι αναγνωρίζονται μεταξύ τους από τα βλέμματά τους. Εκείνο το βαθύ, εξιχνιαστικό βλέμμα, που ψάχνει τ’ αγκάθια στο χώρο και στον άνθρωπο, που αναζητά βουβά και βιαστικά την έξοδο κινδύνου απ’ οποιαδήποτε δύσκολη κατάσταση μπορεί να προκύψει, που κρύβουν μέσα τους χαρά και θλίψη και συναισθήματα, βαθιά και πραγματικά συναισθήματα που δεν μπορείς εύκολα να συναντήσεις.
Ο Μιχάλης ήταν ένα στοίχημα για εκείνη. Ένα στοίχημα που είχε χάσει από την πρώτη στιγμή που τον είδε κι ύστερα, ήταν όλα τα μικρά και τα παράξενα του κόσμου, που δεν της επέτρεπαν να κάνει το οτιδήποτε. Βλέπεις, η Λίλιαν είχε μια τάση να σπάει τους ανθρώπους, όπως έσπαγε, μικρότερη, τα μολύβια της. Την μέρα που πρωτοαντίκρισε τον Μιχάλη πήρε μια μεγάλη απόφαση, που δεν κατάφερε να τηρήσει στην μετέπειτα ζωή της και της κόστισε πολύ. Δεν ήθελε πια να σπάει τους ανθρώπους. Ήθελε να τους φτιάχνει. Κι ήξερε ότι θα έπρεπε να αρχίσει μ’ εκείνον, πριν καταφέρει να φτιάξει τον εαυτό της.
Δυστυχώς, τόσο για εκείνη, όσο και για το στοίχημά της, τα πράγματα δεν ήρθαν ούτε όπως τα περίμενε, ούτε όπως ήλπιζε να έρθουν. Άφησε τον απόηχο μιας ξεπεσμένης και υποτιθέμενης φιλίας να την κυριεύσει. Εκείνο το απόγευμα, είχε δει το βλέμμα της Κλαίρης, πάνω από το μαύρο της γυαλί, καθώς ανακάτευε βαριεστημένα τον φραπέ της. Αργόσυρτα στράφηκε προς το μέρος της. «Σου γυάλισε;» την είχε ρωτήσει κι η πάντα ενθουσιώδης Κλαίρη, με ένα πελώριο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό της, είχε γνέψει καταφατικά. Το προσποιητά απηυδισμένο ύφος της Λίλιαν και ο αποδοκιμαστικός ήχος που έκανε με το στόμα της, αρκούσαν στην Κλαίρη για να καταλάβει ότι η επιλογή της ήταν σωστή.
Δεν ήθελε να θυμάται την ζωή με τον Μιχάλη, τις στιγμές, τις χαρές και τις λύπες, γιατί πληγωνόταν. Δεν ήθελε να θυμάται πως εκείνος ο παράξενος πιτσιρικάς την έκανε, άθελά του, να δένεται μαζί του, να νοσταλγεί τις συζητήσεις τους και να περιμένει τις επόμενες. Δεν ήθελε να θυμάται γιατί την πονούσε η απόρριψη, η άρνηση και η αδυναμία. Φοβόταν να ζητήσει μια αγκαλιά και ένα χάδι, μη τυχόν και τα χάσει. Φοβόταν να ζητήσει ένα άγγιγμα στο χέρι, γιατί, όσες φορές την είχε αγγίξει, έστω και κατά λάθος, η ψυχή της αγαλλίαζέ, το μούτρο της γαλήνευε κι η φαντασία της ταξίδευε σ’ όσα αποζητούσε μα αρνιόταν πεισματικά να κατακτήσει. Φοβόταν το κάτι παραπάνω, γιατί ήξερε τον εαυτό της. Αρκούταν στο «λίγο», γιατί την κυρίευε ο πανικός, ακόμη και στη σκέψη του «όλου» .
Δεν ήθελε να θυμάται τις σκηνές, αν και συχνά – πυκνά, τις έφερνε στο μυαλό της. Εκείνα τα χρόνια δεν άντεχε τις μέρες της κι ο Μιχάλης το γνώριζε. Πάλευε κι εκείνος, σχεδόν μαζί της, για να την ξαλαφρώσει απ’ ό,τι πλάκωνε το στήθος της, κάθε απόγευμα που ένιωθε μόνη και κάθε βράδυ που αργοκυλούσε μέσα στη λήθη. Χαιρόταν που ο Μιχάλης ήταν εκεί και που ποτέ του δεν την ακολουθούσε στο αυτοκαταστροφικό της μονοπάτι.
Δεν ήθελε να θυμάται τα συναισθήματα γιατί τα είχε κρύψει πολύ βαθιά μέσα της. Σαν σκουριασμένα ξυράφια έγδερναν την ψυχή της οι εικόνες από τα νωχελικά βράδια με τον Παύλο και τα «αν» και τα «πώς» που γύριζαν στον λογισμό της, κάθε που πλαγιάζανε μαζί. Τις σκέψεις εκείνες τις έκρυβε επιμελώς για χρόνια από τον εαυτό της. Εκείνη την μέρα θυμόταν και πονούσε, καθώς το τραίνο έσκιζε με ορμή το βροχερό τοπίο. Θυμόταν γιατί είχε τον Μιχάλη, πια, δίπλα της. Θυμόταν γιατί γνώριζε πως αν ξεχνούσε, ό,τι είχε κάνει στην ζωή της, θα ήταν μάταιο. Θυμόταν γιατί ο δρόμος της είχε στρωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταφέρει να φτάσει σ’ εκείνη ακριβώς την ημέρα.
Όμως αρνιόταν, πεισματικά, να ξαναζήσει, έστω και νοερά, ότι πιότερο την πονούσε. Κι αυτό ήταν ένα φιλί που άργησε μια δεκαετία. Κι ένα «μαζί» που άργησε, πάνω – κάτω, τόσο. Μια συγγνώμη που άργησε πολλά χρόνια και μια σφαλιάρα που δεν είχε ακόμη ρίξει.
***
Το μάτι της έπεσε στα αγριεμένα νερά του Αξιού. Ήταν αφόρητο το τρίξιμο του τραίνου που διέσχιζε την παλιά γέφυρα. Ανέσυρε μια ξεχασμένη εικόνα από τα βάθη της μνήμης της. Αγρίευε σπάνια και άσχημα η Λίλιαν κι όταν το έκανε, άνοιγε το στόμα της κι έφτυνε μαζεμένες όλες τις αλήθειες που κρατούσε για τον εαυτό της. Έτσι είχε γίνει κι εκείνο το βράδυ. Εκείνη κι ο Παύλος, σε μια γκαρσονιέρα, στο κέντρο των Ιωαννίνων, μεσάνυχτα και λίγο.
Στο σκοτεινό σαλόνι, υπήρχε μια ογκώδης τηλεόραση που έπαιζε χιόνια στο βουβό. Εκείνος είχε χυθεί στον δερμάτινο καναπέ της κι εκείνη είχε καθίσει δίπλα του και του χάιδευε τα μαλλιά. Σκεφτόταν πολύ εκείνο το διάστημα. Σκεφτόταν την ρότα που ‘χε πάρει η ζωή της. Η απομάκρυνση από το περιβάλλον που την τσάκιζε, της είχε κάνει πολύ καλό, μόνο που, εκείνα τα χρόνια, δεν μπορούσε να το εκτιμήσει. Το έβλεπε όμως. Μέρα με τη μέρα, έβλεπε τις διαφορές πάνω της. Κι ύστερα γύριζε και κοίταζε τον Παύλο, το ερείπιο που υπήρχε στη ζωή της, το συντρίμμι που έπρεπε να κουβαλάει, για ένα λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει.
Τον άκουσε να καταπίνει ηχηρά κι ύστερα παρατήρησε πως είχε αρχίσει να μισανοίγει τα μάτια του. Ανασηκώθηκε χωρίς να της δώσει σημασία κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες της παραλλαγής του. «Πήγαινε, ζωή μου, να κάνεις ένα μπάνιο» μουρμούρισε η Λίλιαν, μα εκείνος αδιαφόρησε. Έβγαλε την δόση του από την τσέπη. Προσπάθησε να τον κοιτάξει στα μάτια η Λίλιαν. Του έπιασε το χέρι. Ύστερα προσπάθησε να του στρέψει το κεφάλι προς το δικό της, να τον κάνει να της δώσει σημασία για μία στιγμή.
«Πονάω» αποκρίθηκε ο Παύλος, τραβώντας απότομα το χέρι του και σπρώχνοντάς την μακριά του.
«Το ξέρω» του απάντησε.
«Άφησε με» συνέχισε εκείνος.
«Να σ’ αφήσω να κάνεις τι;»
«Χέσε με ρε Λίλιαν, είμαι χαρμάνης τόσες μέρες. Γάμησέ με λίγο».
Το πρόσωπό της, σε μια στιγμή, μετατράπηκε σ’ ένα εξοργισμένο προσωπείο. Έτριξαν τα δόντια της από το σφίξιμο. Σταύρωσε τα χέρια της. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω του. «Σου μιλάω!» του φώναξε.
«Δε γαμιέσαι;» απάντησε, αδιάφορα και βαριεστημένα, ο Παύλος.
«Όχι ρε παλιομαλάκα, δε γαμιέμαι!» ούρλιαξε η Λίλιαν. «Αν γαμιόμουνα θα ‘ταν καλά, αλλά δε γαμιέμαι. Και ξέρεις γιατί; Γιατί αγαπάς αυτό το κωλόπραμα περισσότερο από ‘μενα! Γαμημένε σακάτη, ούτε να σου σηκωθεί πια, απ’ τη μαστούρα! Πονάς, μαλάκα; Κι εγώ πονάω! Λες να μην ξέρω πώς είναι; Λες να μην ξέρω;»
«Πονάς, εσύ;» κάγχασε ο Παύλος, πριν γυρίσει προς το μέρος της. Η όψη του είχε γεμίσει με διάφορους τόνους ειρωνείας. Βούτηξε ένα τσιγάρο από το μισοάδειο πακέτο της και το άναψε βιαστικά. «Εσύ; Δεν νομίζω, κούκλα» της απάντησε, μισογελώντας σαρκαστικά. «Τι σου έλειψε εσένα; Όλα δεν τα ‘χες στη ζωή σου;»
Άξαφνα σφίχτηκαν όλοι οι μύες του κορμιού της. Κροτάλισαν τα δάχτυλά του δεξιού της χεριού, καθώς μόνο του, εντελώς ασυναίσθητα, είχε γίνει μια μπουνιά που ‘χε πάρει φόρα και κατευθυνόταν γοργά προς το πρόσωπό του. Της πήρε μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου για να καταλάβει τι είχε σκοπό να κάνει κι όταν το κατάλαβε, έστρεψε τη γροθιά της προς το γυάλινο τραπεζάκι που στεκόταν μπροστά από τον καναπέ.
«Άντε γαμήσου, Παύλο» μουρμούρισε, πριν βουτήξει μέσα, από τα συντρίμμια του τραπεζιού, το μισοάδειο της πακέτο. Σηκώθηκε από τον καναπέ, με τσιγάρα κι αναπτήρα στα χέρια και πήγε προς τον πόρτα. Φόρεσε τα άρβυλά της, πήρε τα κλειδιά της, έπιασε το πόμολο της πόρτας και κοντοστάθηκε. Γύρισε προς το μέρος του. «Φεύγω. Όταν γυρίσω να μην σε βρω εδώ» του είπε κοφτά.
«Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε ο Παύλος, με τον ίδιο αδιάφορο και βαριεστημένο τόνο που τον διακατείχε πάντοτε.
«Αυτό σημαίνει τέρμα».
«Τέρμα;»
«Εμείς οι δύο» είπε η Λίλιαν, δείχνοντάς μία εκείνη και μία εκείνον με το ματωμένο πιά δάχτυλό της, «τελειώσαμε. Κι άσε τις μαλακίες. Κάνε ό,τι σκατά έχεις να κάνεις και ξεκουμπίσου από το σπίτι μου».
«Πού θα πας;» ρώτησε ο Παύλος, προσπαθώντας να σηκωθεί από τον καναπέ, δίχως επιτυχία.
«Θα πάω να γαμηθώ, ρε παλιομαλάκα! Αυτό δεν είναι το πρόβλημά σου; Ότι δεν γαμιέμαι; Θα πάω να γαμηθώ και να ξεμπερδεύω από την πάρτη σου. Ψοφίμι!»
«Λίλιαν!» φώναξε ο Παύλος.
«Ρε, αι γαμήσου» του απάντησε εκείνη κι ύστερα άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω της με πάταγο.
***
Δύο – δύο κατέβαινε τα σκαλιά του στενού και σκοτεινού κλιμακοστασίου. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε στο ισόγειο, πώς άνοιξε την πόρτα και πως βγήκε στον παγωμένο δρόμο που τον έδερνε ο ανοιξιάτικος αέρας. Διέσχισε τον δρόμο, κοντοστάθηκε για λίγο στο πεζοδρόμιο και έστρεψε το βλέμμα της προς το μπαλκόνι. Βαθιά μέσα της ήθελε να δει εκεί τον Παύλο, να της ζητάει μία συγγνώμη. Αυτό της αρκούσε για να επιστρέψει στο σπίτι της και τη ζωή της. Μα, εκείνο το βράδυ, είχε καταλάβει και είχε αποδεχτεί τα σκληρά λόγια που ‘χε ξεστομίσει. Ο Παύλος αγαπούσε την ηρωίνη περισσότερο από την Λίλιαν κι αυτό το γεγονός δεν θα μπορούσε τίποτα στον κόσμο να το αλλάξει.
Αναστέναξε ύστερα από πέντε λεπτά ανούσιας υπομονής στο παγωμένο πεζοδρόμιο. Άναψε τσιγάρο. Κοίταξε το χέρι της που μάτωνε. Άρχισε να περπατάει προς την λίμνη και να βγάζει μικρά γυάλινα θραύσματα από την λαβωμένη της γροθιά. Μουρμουρούσε ακατάληπτα. Δεν ήξερε αν της έφταιγε ο Παύλος ή αν έφταιγε εκείνη που τον είχε κυλίσει μέσα στον δικό της γκρεμό. Πήρε μια απότομη στροφή. Χώθηκε σ’ ένα στενό δίχως πεζοδρόμια. Άκουγε τον κρότο που έκαναν τα άρβυλά της στην σακατεμένη από την πολυκαιρία, άσφαλτο και το μυαλό της κλωτσούσε, κάθε φορά που το πίεζε να σκεφτεί. Ένα κομμάτι του εαυτού της τής έλεγε να γυρίσει πίσω κι ένα άλλο πως έπρεπε να δώσει χρόνο στον Παύλο και να τελειώσει μία σχέση που ‘χε από καιρό παρακμάσει. «Πού φτάσαμε;» αναρωτήθηκε, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχαν πια απογίνει, μα την απάντηση δεν ήθελε ούτε να την σκεφτεί, γιατί ήξερε πως θα πονούσε περισσότερο απ’ όσο την είχε πονέσει οτιδήποτε άλλο είχε ζήσει.
Δεν ήξερε κατά πού ήθελε να πάει. Μέσα στην θολούρα της, πήρε την απόφαση να περπατήσει προς το κέντρο. Κοίταζε, πού και πού, το τσιγάρο που καιγόταν μοναχικά ανάμεσα από τα δάχτυλά της, μα δεν είχε όρεξη να το καπνίσει. Το πέταξε μακριά. Το μετάνιωσε. Άναψε άλλο. Το κοίταξε κι αυτό. Προσπάθησε να πάρει το μυαλό της από το τσιγάρο και να το επικεντρώσει κάπου αλλού. Το κοφτό, ρυθμικό βήμα της, άρχισε να την ενοχλεί. Κοίταζε τα σπίτια γύρω της, τα μαγαζιά και τις πολυκατοικίες. Όλα της ήταν άγνωστα. Είχε ένα χρόνο εκεί και δεν είχε βγει ούτε μια μέρα απ’ το σπίτι της. Απ’ το σπίτι πήγαινε στη σχολή κι από εκεί στο σπίτι, για να κλειστεί στον εαυτό της, να καπνίσει το τσιγάρο της, να βυθίσει το μυαλό της στο αλκοόλ και τη μαστούρα, να ξυπνήσει το επόμενο πρωί με πιο ανάλαφρη ψυχή για να επαναλάβει τον ίδιο ατέρμονο βρόγχο. «Όχι πια» διέταξε τον εαυτό της.
Έβγαλε μια τηλεκάρτα από την κωλότσεπη. Την κοίταζε νοσταλγικά. Χώθηκε σ’ ένα καρτοτηλέφωνο που υπήρχε στην άκρη ενός δρόμου. Έπιασε το ακουστικό κι ασυναίσθητα το βλέμμα της έπεσε στην αχνή αντανάκλαση του προσώπου της, που καθρεφτιζόταν πάνω στο τζάμι του θαλάμου. Τα μάτια της ήταν μαύρα από την αυπνία και το πρόσωπό της ήταν πιο ισχνό από κάθε άλλη φορά. Τα ξανθά, κοντά μαλλιά της, είχαν αρχίσει να αγριεύουν και την έκαναν να μοιάζει με έφηβο αγοράκι που απέφευγε τον κουρέα. Τα αποστεωμένα χέρια της, με τα αδύνατα μα γραμμωμένα μπράτσα, την τρόμαξαν, όπως και η χλωμάδα του προσώπου της. Αναστέναξε. Κάλεσε έναν αριθμό και περίμενε στο ακουστικό.
Ο νυσταγμένος φαντάρος που σήκωσε το τηλέφωνο, αναφέρθηκε από συνήθεια. Κάγχασε η Λίλιαν κι ύστερα αναστέναξε. «Λάθος πήρα, συγγνώμη» μουρμούρισε, πριν ρίξει με δύναμη το ακουστικό στη θέση του. «Σκατά» αποφάνθηκε, για την συμπεριφορά και τη στάση της κι έπειτα ξανάβαλε την τηλεκάρτα στην τσέπη της. Κατηφόρισε προς τη λίμνη. Ήθελε και δεν ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Απ’ την μία ήθελε να ξεφορτώσει κάπου εκείνο το τεράστιο βάρος που την πλάκωνε. Από την άλλη ήξερε πως αν το έλεγε κάπου, αν μιλούσε για εκείνον τον μονομερή χωρισμό, τότε θα έδραζε μέσα στο μυαλό της, θα ήταν οριστικός και καταληκτικός. Μα, μην έχοντας κατασταλάξει, ήθελε χώρο και χρόνο για να το σκεφτεί. Ήθελε να ανασυγκροτήσει το μυαλό της, να πάρει αποφάσεις και να χαράξει μια νέα πορεία στη ζωή της. Παράτησε το καρτοτηλέφωνο κι άρχισε πάλι να περπατάει
Όταν κάθισε στην ακρολιμνιά, πέταξε στο νερό την από ώρα σβηστή γόπα που ‘χε παραμείνει ξεχασμένη ανάμεσα στα δάχτυλά της. Έφερε στο νου της την τελευταία εικόνα του Μιχάλη. Η αγκαλιά με τον Παύλο στο σταθμό και η χαιρετούρα, από μακριά, που του ‘χε ρίξει στον Μιχάλη. Αναρωτήθηκε αν μόνο αυτό του άξιζε κι ύστερα πόνεσε κι έκλαψε. Έβγαλε το πακέτο από την τσέπη της. «Ποτέ ξανά» είπε κοφτά, πριν πετάξει μακριά, τσιγάρα και αναπτήρα. «Ποτέ ξανά…» επανέλαβε μέσα στα αναφιλητά της. «Ποτέ ξανά μέσα στην ομίχλη. Ό,τι πρέπει να ζήσει θα ζήσει κι ό,τι πρέπει να πεθάνει, θα πεθάνει…»
Εκείνο το παγερό βράδυ του Μαρτίου του ‘93 πήρε την απόφαση να κόψει τα πάντα και ν’ αλλάξει τα πάντα. Ξενύχτησε στην ακρολιμνιά, δίχως να θυμάται και να νοσταλγεί. Ξενύχτησε κάνοντας επιλογές και παίρνοντας αποφάσεις. Ξενύχτησε για να μην χρειαστεί να περάσει ακόμη ένα βράδυ δίπλα στον Παύλο, αναζητώντας αιτίες πίσω από συμπεριφορές κι άλυτα προβλήματα.
Μισοκοιμισμένη ήταν όταν άρχισε ν’ ανεβαίνει ο ήλιος στο σκοτεινό στερέωμα. «Θα βρέξει πάλι» συλλογίστηκε κι ύστερα σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Χτυπούσε γρήγορα η καρδιά της καθώς ανέβαινε της σκάλες. Κάτι, μέσα της, ήθελε να βρει τον Παύλο χυμένο στον καναπέ, να κοιμάται γαλήνια. Ήθελε να τον πάρει μια αγκαλιά, να τον σύρει μέχρι το κρεβάτι, να τον βάλει να κουρνιάσει στην αγκαλιά της και να κοιμηθούν μαζί. Κόντευε να διαλυθεί από την αγωνία όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Την άνοιξε σιωπηλά, της τυχόν και τον ξυπνούσε. Άρχισε ασυναίσθητα να δακρύσει όταν παρατήρησε πως τα πράγματά του έλειπαν. Τα θραύσματα του τραπεζιού είχαν εξαφανιστεί και το σαλόνι ήταν συμμαζεμένο. Είδε το σημείωμα που ήταν βρισκόταν πάνω στην τηλεόραση που δεν είχε σταματήσει να παίζει χιόνια και να φωτίζει τον χώρο. «Κάπου – κάπου να μιλάμε» της είχε γράψει.
***
Το άγγιγμα που ένιωσε στο χέρι την τρόμαξε. Γύρισε απότομα. Το χέρι του Μιχάλη ήταν πάνω στο δικό της. «Θα ‘θελα να ‘ξερα τι σκέφτεσαι τόσες ώρες» μονολόγησε χαμογελώντας κι η Λίλιαν κούνησε αδιάφορα το κεφάλι της. «Τίποτα σημαντικό, τίποτα ιδιαίτερο» του απάντησε.
«Σχεδόν φτάσαμε. Να ετοιμαστούμε;» την ρώτησε.
«Βρέχει ακόμη…» παρατήρησε η Λίλιαν, προσπαθώντας να αποφύγει μια ενδεχόμενη συζήτηση μαζί του.
«Κάποτε σ’ άρεσε η βροχή…»
«Κάποτε» τον διέκοψε, με ονειρικό ύφος, η Λίλιαν.
«Τι έχεις; Σε πείραξε αυτό που έγινε με την Στέλλα;»
«Όχι».
«Τότε;»
«Δεν θέλω να μιλήσω, αγάπη μου».
«Ποτέ δεν ήθελες» της απάντησε, στοργικά, εκείνος κι η Λίλιαν κούρνιασε στην αγκαλιά του, καθώς το τραίνο έμπαινε στον σταθμό. «Πάντα απέφευγες τις προσωπικές συζητήσεις. Μιλούσες ακατάπαυστα, για τα πάντα, μόνο που όταν η κουβέντα πήγαινε σ’ εσένα, την απέφευγες. Γιατί; Μπορείς να μου εξηγήσεις το γιατί;»
«Τι μου ζητάς;» μονολόγησε η Λίλιαν.
«Να μου ανοίξεις ένα παράθυρο στον κόσμο σου. Ή… Να ξανανοίξεις το παράθυρο που ‘χα κάποτε ανοιχτό κι έβλεπα τι γίνεται εδώ μέσα» κατέληξε ο Μιχάλης, ακουμπώντας το δάχτυλό του στο στήθος της. «Κάποτε μου μιλούσες. Ύστερα τα κάναμε όλα στραβά…»
«Το ξέρω».
«Κάποια στιγμή, πρέπει να το συζητήσουμε. Είτε θ’ αρχίσουμε από την αρχή, με ανοιχτά χαρτιά, χωρίς ν’ αφήνουμε οποιοδήποτε παρελθόν να μας επηρεάζει, είτε θα το ξαναπιάσουμε από εκείνο το φιλί που δεν δόθηκε ποτέ. Τι λες;» την ρώτησε κι ύστερα την άφησε και πιάστηκε να κατεβάσει τις βαλίτσες του.
«Πάμε» της είπε. «Θα ξαναφύγει για πίσω και θα ‘μαστε ακόμη μέσα» συνέχισε ίσα για να την κάνει να γελάσει.
Κατέβηκαν από το τραίνο, στην κατάμεστη αποβάθρα. Ο Μιχάλης άναψε τσιγάρο κι η Λίλιαν σφίχτηκε πάνω του. Την κοίταξε με απορία. «Σαν γατί κάνεις» την κορόιδεψε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά. Αναστέναξε και ξαναναστέναξε. Την αγκάλιασε σφιχτά. Έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της. «Κοριτσάκι μου;» της ψιθύρισε, κοιτάζοντάς την βαθιά στα μάτια και χαϊδεύοντας το μάγουλό της.
Εκείνο το βλέμμα κι εκείνη η κίνηση, κατάφεραν να τσακίσουν ό,τι ελάχιστο κρατούσε σταθερό τον ψυχισμό της. Στον Μιχάλη είχε βρει την στοργή που της έλειπε, την προσοχή που αποζητούσε, την ανιδιοτελή αγάπη που δεν είχε γνωρίσει πώς ήταν, την σταθερή και πραγματική συντροφιά που δεν κατάφερε ποτέ να έχει. Τσάκισε κι άρχισε να παραληρεί. Μερικοί περίεργοι τους κοίταζαν φευγαλέα, καθώς κουβαλούσαν τα μπαγκάζια τους προς την έξοδο του σταθμού.
«Πάντα ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Εκείνο το απόγευμα που σ’ είδα να μπαίνεις σε μια γεμάτη καφετέρια, άναψε μια σπίθα μέσα μου, μια σπίθα που την άφησα να σιγοκαίει, ίσα για να φωτίζει τον ρημαγμένο, σκατένιο και κατάμαυρο κόσμο μου. Όσο κι αν ήμουν λάθος στη ζωή μου, πίστευα στην φιλία, στον έρωτα, στην αγάπη, στην δικαιοσύνη, στο σωστό και το λάθος, στο δίκαιο και το άδικο. Σε παρατηρούσα από μακριά. Σε κράτησα στην απόσταση, πρώτα για να τιμήσω μια φιλία κι ύστερα, γιατί ήξερα ότι στα χέρια μου θα έσπαγες. Σε κράτησα ακριβώς εκεί που ήθελα κι ας πόναγα κι ας μ’ έκαιγε κι ας με πλήγωνα, γιατί δεν άντεχα να χάσω τον μοναδικό άνθρωπο που μ’ αγκάλιασε χωρίς να μου ζητήσει αντάλλαγμα, που με προστάτευε γιατί έτσι του ‘βγαινε, που μ’ έκανε παρέα γιατί γούσταρε ό,τι σκατά είχα καταντήσει. Ζούσα τ’ όνειρό μου κι ας πηδιόμουν με τον Παύλο κι ας μισούσα την Κλαίρη κι ας ήξερα ότι σε θέλω κι ότι δεν μπορώ να σ’ έχω. Ζούσα τ’ όνειρό μου και εγκλωβίστηκα μέσα σ’ έναν εφιάλτη απ’ τον οποίο δεν έχω καταφέρει να ξεφύγω ακόμη. Μακάρι… Μακάρι μόνο να μπορούσες να καταλάβεις πώς…»
Ο Μιχάλης την διέκοψε φιλώντας την με πάθος. Παράταιρη ήταν για τους περαστικούς εκείνη η σκηνή. Το παράξενο ζευγάρι των τριαντάρηδων που κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχαν μόλις χωρίσει η αν είχαν μόλις σμίξει. Μια παρέα πιτσιρικάδων τους γιουχάρισε, αλλά το ζευγάρι δεν έδωσε σημασία.
«Δεν το ξεπέρασες ποτέ…» μονολόγησε ο Μιχάλης, όταν τελείωσε εκείνο το μεγάλο και μακρόσυρτο φιλί κι η Λίλιαν του έγνεψε καταφατικά. «Εσύ;» τον ρώτησε κι εκείνος κάγχασε.
«Το ξεπέρασα» της απάντησε. «Αλήθεια» προσέθεσε βιαστικά, όταν παρατήρησε το δύσπιστό της βλέμμα. «Απλώς, όπως σου έχω ξαναπεί, με πονούσε αραιά και πού. Όταν πληγωνόμουν. Τότε και μόνο τότε έμπαινε κι αυτό πάνω στο σωρό».
«Ποιο;» απόρησε η Λίλιαν.
«Εκείνο το “όχι” σου. Και ο μετέπειτα εξαφανισμός σου. Το “όχι” το περίμενα. Το να χαθείς δεν περίμενα. Όπως δεν περίμενα ότι θα με ζητούσες και θα μ’ έψαχνες όταν μ’ είχες ανάγκη…»
«Όχι όταν σε είχα ανάγκη, Μιχάλη. Όταν δεν γινόταν αλλιώς» τον διέκοψε αναστενάζοντας.
«Πόσα χρόνια περάσαμε χωρίς να μιλάμε; Θυμάσαι; Κι όμως, να, δες μας, πάλι ξανά στα ίδια είμαστε. Δέκα χρόνια μεγαλύτεροι. Ξέρεις τι φοβάμαι, Λίλιαν;»
«Τι;»
«Την επόμενη στραβή που θα μας κάνει να σπάσουμε για τα επόμενα δυο – τρία χρόνια. Κάθε φορά το ίδιο γίνεται. Πρώτα ήταν το “όχι” σου. Ύστερα το δικό μου “άξιοι της μοίρας σας”. Μετά είπαμε να μιλάμε πού και πού αλλά ήρθε η Στέλλα. Τώρα; Σήμερα; Τι άλλο θα ‘ρθει και δεν θα το αντιμετωπίσουμε όπως του αρμόζει;»
«Τίποτα, Μιχάλη. Θα τα περάσουμε όλα μαζί. Μαζί».
Συνεχίζεται…