Θα ‘ταν λίγο μετά τη μία τα μεσάνυχτα, όταν η βαριά, μεταλλική πόρτα της παλιάς μονοκατοικίας άνοιξε κι από μέσα της ξεπρόβαλλαν ένα μάτσο μαλλιάδες, φορτωμένοι με τα όργανά τους. Τελευταίος, με μια παγωμένη μπύρα το χέρι, βγήκε ο Μικές, που χρειάστηκε να σκύψει κάτω από το κούφωμα για να μην βρει με το κεφάλι.
«Τσακάλια; Μην με στήσετε το άλλο Σάββατο, και μας πάρει πάλι χάραμα» τούς είπε, ξεπροβοδίζοντάς τους, με την βαθιά, μπάσα του φωνή.
«Ε, Σεϊτάν, αφού τα ξέρεις τώρα…» προσπάθησε να απολογηθεί κάποιος, σε έναν παράξενο, θαρρείς αστεΐστικο, τόνο.
«Χρεώνω με την ώρα, Τζιμάκο. Ακόμη κι όταν τα όργανα σωπαίνουν» αποκρίθηκε ο Μικές, δίχως να αλλάξει το ύφος του.
«Καλή ξεκούραση, Σεϊτάν» είπε κάποιος από το μπουλούκι, γνέφοντας.
«Καλή ξεκούραση» μονολόγησε ο Μικές κι απόμεινε για μερικές στιγμές να τους κοιτάζει, καθώς κατευθυνόντουσαν στα αυτοκίνητά τους.
Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του ένα στραπατσαρισμένο πακέτο με τσιγάρα κι έναν αναπτήρα που ήταν στα τελευταία του. Στα αυτιά του ακόμη αντηχούσαν τα μελωδικά αρπίσματα της μπάντας που πρόβαρε τα σαββατόβραδα στο στούντιό του. Χαμογέλασε όταν ξεκίνησε να σιγοσφυρίζει μια από τις μελωδίες που είχε ακούσει αναρίθμητες φορές εκείνο το βράδυ. Άναψε το τσιγάρο και κάθισε στο σκαλί που χώριζε την αυλή του σπιτιού από το πεζοδρόμιο. Άνοιξε την μπύρα με τον αναπτήρα, ήπιε μια τζούρα κι άρχισε να αγναντεύει.
Η ματιά του κόλλησε στον στενό και ήσυχο δρόμο που εκτεινόταν μπροστά του. Η παγωμένη νύχτα του Γενάρη, τού ‘φερνε στον νου την πορεία του. Απ’ τον στρατό, στο νησί και τη σχολή, στην Δάφνη και την συγκατοίκηση. Στη φυγή, δυο στιγμές πριν τα παιδιά και τον γάμο. Ο νομάς που επέστρεψε σε μια πόλη που τον είχε ξεχάσει, για να μπλέξει μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Στα σιγόντα, πάνω σε μια πανάκριβη ηλεκτρική κιθάρα, ενώ μπροστά του ο εκάστοτε λαϊκός αοιδός, ξεδίπλωνε τον πόνο του μικρομεσαίου στο πεντάγραμμο. Στα πιο βαθιά. Αμίλητος, πάνω σε μια Harley. Πορτιέρτης, στο νυχτοκάματο, χωρίς να έχει καταλάβει το γιατί.
Μια παγωμένη φωνή που έκρυβε έναν παιδιάστικο, σχεδόν σκανταλιάρικο, τόνο, διέκοψε το νοερό ταξίδι που έκανε συχνά – πυκνά τα βράδια. Απότομα γύρισε προς το σημείο απ’ όπου είχε έρθει εκείνο το ανάλαφρο «Μικέ;». Τινάχτηκε και σκούντησε το μπουκάλι της μπύρας που βρισκόταν δίπλα του, το οποίο κατρακύλησε στο σκαλί κι άρχισε να τρέχει στο πεζοδρόμιο. Σήκωσε το βλέμμα του, έκλεισε τα βλέφαρα, χαμογέλασε δισταχτικά. Ξεφύσησε. Έβγαλε το τσιγάρο από στόμα του και το πέταξε μακριά, πριν σηκωθεί όρθιος. Γύρισε την πλάτη του στην μικροκαμωμένη, μελαχρινή, μαυροφορέμενη γυναίκα με το αθλητικό ντύσιμο και μπήκε στην αυλή.
«Μικέ;» επανέλαβε εκείνη, υψώνοντας την ένταση της φωνής της.
«Τράβα γαμήσου, Αγαθή».
«Σεϊτανίδη; Κάθε φορά το ίδιο θα γίνεται;» τού φώναξε εκείνη κι ο Μικές κοντοστάθηκε, πριν ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο και γυρίσει προς το μέρος της. Το θυμωμένο ύφος του, είχε κρυφτεί πίσω από τα πυκνά του γένια. Ήταν έτοιμος να αρχίσει να την ψέλνει, μα ο λαιμός του είχε κολλήσει και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
«Γιατί, διάολε, με αποφεύγεις;» συνέχισε τις ερωτήσεις η Αγαθή.
«Δεν σκοπεύω να το συζητήσω».
«Σεϊτανίδη, μην με διαολίζεις!» αγρίεψε εκείνη.
«Δεν ξέρεις γιατί σε αποφεύγω, Αγαθή;»
«Όχι, δεν ξέρω και δεν θα καταλάβω, αν δεν μού το εξηγήσεις!»
«Όταν το καταλάβεις, Αγαθή, ξαναπέρνα να τα πούμε. Μέχρι τότε, σ’ αυτό το στενό, είσαι persona non grata. Μην ξαναπεράσεις από εδώ. Καληνύχτα» απάντησε ο Μικές κι ύστερα στράφηκε προς την είσοδο του σπιτιού.
«Ο Μιχαλάκης, ο Ψηλός, ο Σεϊτανίδης που θυμάμαι…» άρχισε να λέει η Αγαθή, μα ο Μικές την αγνόησε, «… ήταν ένα ήρεμο, συνεσταλμένο παιδί, γεμάτο συμπόνοια κι αλληλεγγύη…»
Βούρκωσε ο Μικές. Κοντοστάθηκε γι’ ακόμη μια φορά, μέσα στην παράξενη αυλή με τα σπασμένα τσιμέντα και τα νεκρά παρτέρια.
«Ακόμη κι εκείνο το αγνό, μικρό, ντροπαλό παιδί, που γυρόφερνε με μια σαραβαλιασμένη κιθάρα, κατάφερε ο κερατάς, ο Θεός σας, να το καταστρέψει…»
«Αγαθή;» προσπάθησε να την διακόψει, μα εκείνη είχε πάρει φόρα και δεν είχε σκοπό να σταματήσει, πριν τον κάνει, με οποιονδήποτε τρόπο, να ακούσει όσα είχε να τού πει.
«Κατάλαβες, ποτέ, τί ερωτεύτηκες, Μικέ; Άκουσες ποτέ τις φήμες; Άκουσες ποτέ τον κόσμο; Πίστεψες κι εσύ πως ο κόσμος λέει, ίσα για να πει;»
«Αγαθή!» ύψωσε την ένταση της φωνής του ο Μικές κι εκείνη μαρμάρωσε. Το μπάσο της φωνής του είχε διαπεράσει ολόκληρο το κορμί της και την έκανε να ανατριχιάσει και να παγώσει. «Έλα μέσα» συνέχισε, νεύοντάς της, πριν κατευθυνθεί προς το σπίτι.
***
«Το κράτησες vintage;» ρώτησε η Αγαθή, παρατηρώντας τα παλιά έπιπλα και τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες των παππούδων του Μικέ.
«Δεν μένω εδώ, Αγαθή. Το έκανα στούντιο. Εδώ δουλεύω. Μ’ αρέσει το σπίτι. Τουαλέτα έχει, κουζινάκι έχει, ένα μικρό δωμάτιο για να την πέφτω όταν με παίρνει χαράματα, κι απ’ αυτό έχει. Του παππού τα πράγματα… Δεν με πάει η καρδιά να τα πετάξω. Δε βαριέσαι… Από εδώ» της είπε, ανοίγοντας μια βαριά πόρτα.
«Α! Το έκανες κανονικό στούντιο!» αναφώνησε η Αγαθή, μπαίνοντας στο ηχομονωμένο δωμάτιο με τις κιθάρες, τα πλήκτρα, τα τύμπανα και τα μικρόφωνα.
«Κάθισε όπου βρεις. Πά’ να σου φέρω μια μπύρα» της είπε κι ύστερα την άφησε μόνη της.
Η Αγαθή περιεργάστηκε για λίγο τα όργανα. Περιπλανήθηκε στον χώρο παρατηρώντας και χαμογελώντας μυστήρια. Κάθισε μπροστά από ένα σετ τύμπανα και σταύρωσε τα χέρια της.
«Απ’ ευθείας στον θρόνο» σχολίασε ο Μικές, όταν επέστρεψε με δύο μπύρες. Της έδωσε την μία κι ύστερα έπιασε μια καρέκλα. Βούτηξε στα χέρια του την ξεφτισμένη, μαύρη κιθάρα που βρισκόταν στο πάτωμα, δίπλα του.
«Στον ποιο;» απόρησε εκείνη, μα ο Μικές δεν είχε καμία διάθεση για τέτοιου είδους συζήτηση. Ξεκίνησε να παίζει ένα απαλό, μελαγχολικό άρπισμα, καθώς την κοίταζε στα μάτια. «Με ρώτησες αν άκουσα τις φήμες» της απάντησε εκείνος.
«Τις άκουσες, Μικέ;»
«Ποιος δεν τις άκουσε;»
«Τις πίστεψες, Μικέ;»
«Όχι».
«Κακώς» του απάντησε με στόμφο και λίγο έλειψε να τού φύγει η κιθάρα από τα χέρια, στο άκουσμα εκείνης της απάντησης. «Δηλαδή…» μουρμούρισε, σχεδόν ψελλίζοντας, μέσα από τα δόντια του κι ύστερα έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο του. Δάγκωσε το φίλτρο με μένος και το άναψε. Ρούφηξε δυνατά, για να γεμίσει τα πνευμόνια του με δηλητήριο. Γράπωσε την κιθάρα κι άρχισε να παίζει έναν ρυθμό σχεδόν πολεμικό.
«Ήρθα να σου ζητήσω μια συγγνώμη…» ξεκίνησε να λέει, απολογητικά, εκείνη, μα ο Μικές είχε αφοσιωθεί στην κιθάρα. Το απλανές του βλέμμα είχε κολλήσει στις παλλόμενες χορδές, που χόρευαν πάνω στην ταστιέρα και το τσιγάρο, που είχε πια κολλήσει στα χείλη του, έκαιγε αργά και ήρεμα.
«… ήμουν μεθυσμένη εκείνο το βράδυ, δεν ήξερα τι έκανα…»
Χάθηκε ο ήχος της φωνής της μέσα στις παγερές του αναμνήσεις. Βρέθηκε με τη φαντασία του στο πάρκινγκ μιας πολυκατοικίας, βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο, κολλημένος πάνω σε μια μάντρα, με το θλιμμένο, μαυροφορεμένο κορίτσι, που βρισκόταν απέναντί του, κολλημένο πάνω του, να φιλιούνται με πάθος. Ασυναίσθητα άλλαξε ο σκοπός που έπαιζε, μετασχηματίστηκε σ’ ένα από τα ακούσματα εκείνης της εποχής, δεν μπήκε καν στον κόπο να το παίξει στην σωστή τονικότητα. Νωχελικά χόρευαν τα δάχτυλά του πάνω στις χορδές. Απόκοσμη ήταν η φωνή που βγήκε από τον λαιμό του. «Να ουρλιάξουμε, ματώνοντας το λαιμό μας, για όλα τα χαμένα βράδια μας…»
Έκλεισε τα μάτια του πριν συνεχίσει να παίζει. Ούτε που κατάλαβε πότε σηκώθηκε η Αγαθή από την θέση της, πότε πήγε δίπλα του, πότε άγγιξε το σκαμμένο από την θλίψη, πρόσωπό του. Άνοιξε τα μάτια του. Η κιθάρα δεν είχε σταματήσει να παίζει. Εκείνη, απέναντί του τού χαμογελούσε μελαγχολικά.
«Ο ύμνος της καταστραμμένης μας εφηβείας» σχολίασε κι ύστερα του έκλεισε το μάτι. «Ξαναπιάσε το άρπισμα, να δούμε τι θυμάμαι από ντράμς».
«Από στίχους;» την ρώτησε εκείνος, που δάκρυζε ακατάσχετα, μα δεν έκανε καμία προσπάθεια να ανακόψει τα ρυάκια που ανάβλυζαν από τα μάτια του.
«Κάνεις πλάκα;» τον ρώτησε ρητορικά, καθώς έπιανε τις μπαγκέτες στα χέρια της.
«Παίξε μπότα – ταμπούρο, μπότα – μπότα – ταμπούρο… Το θυμάμαι εγώ…» της απάντησε. Δειλά ξεκίνησε να παίζει η Αγαθή, πάνω στον ρυθμό του Μικέ κι εκείνος, με την τραχιά, μπάσα φωνή του, στον τόνο και την ταχύτητα που ‘χε πιάσει, έκανε το τραγούδι ακόμη πιο μελαγχολικό κι επώδυνο, απ’ όσο πραγματικά ήταν.
Σηκώθηκε όρθιος ο Μικές. Πήγε προς κάποιο μικρόφωνο που ήταν στημένο στη μέση του χώρου. Έκλεισε τα μάτια του. «Νεκροκεφαλές σε μηχανάκια…» άρχισε να τραγουδάει απ’ την αρχή την τελευταία στροφή του τραγουδιού. Νοερά γύρισε πίσω στην εφηβεία του, στην λευκή περιποιημένη Primavera του παππού του, που συχνά – πυκνά έκλεβε, στο βράδυ που είχαν κάνει έρωτα, στα μεθυσμένα όνειρα που έπλασε για εκείνους, στον δρόμο για το σπίτι. Θα ήθελε, ακόμη κι εκείνο το παγωμένο βράδυ του Γενάρη, που είχε προ πολλού περάσει τα τριάντα, η ζωή του να είχε εξελιχθεί όπως εξελισσόταν και το κομμάτι.
Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα χαράς τον τύλιξε όταν άκουσε στην φωνή της, την σπιρτάδα των νεανικών τους χρόνων. «Να σε σεργιανίσω…»
Γύρισε προς το μέρος της. Χαμογελούσε και δάκρυζε ταυτόχρονα. Η γόπα είχε απομείνει στα χείλη του, σβηστή, περιμένοντας να την πετάξει μακριά. Η μπύρα, στο πάτωμα, τον περίμενε να τελειώσει το κομμάτι.
«Φτωχοί αυτόχειρες…» ακούστηκε η φωνή της Αγαθής κι ο Μικές σάστισε. Θυμήθηκε τα φιλαράκια του στον στρατό. Τον Κούρτεσιτς, που το ‘παιζε τρέλα κι είχε καταλήξει τριτοτέταρτος μπράβος, να τρέχει πίσω απ’ το φουστάνι. Τον Παύλο τον Λιόπεση που βουτούσε το κεφάλι του στην ηρωίνη, για να μην θυμάται.
«… στρατιώτες εικοσάχρονοι…» συνέχισε η Αγαθή κι ο Μικές θυμήθηκε τον Αργύρη, που του έκαναν καζούρα για την καψούρα του και για τον πολύπλοκο και μεστό λόγο του.
«… με μελανιασμένες κατανοήσεις…» άκουσε, προτού θυμηθεί τον παλιόφιλό του, τον Μιχάλη τον Μπακάλμπαση, που από καθώς πρέπει έφηβος, είχε γίνει σύζυγος, πατέρας κι ο καλύτερος μπάρμαν της πόλης.
«Οι τρεις από τους πέντε μείναμε. Καλά τα καταφέραμε» συλλογίστηκε ο Μικές, μην έχοντας ιδέα πως εκείνο, ακριβώς, το βράδυ, ο Μπακάλμπασης είχε πάρει την απόφαση να αφήσει μια για πάντα πίσω του, τη ζωή που τον είχε σακατέψει.
***
Η ζωή είναι μια απέραντη ρουτίνα με ελάχιστες, μα τεράστιες και υπέρλαμπρες εκρήξεις χαράς και λύπης. Κάπου το ‘χα ακούσει όταν ήμουν παιδί. Έπρεπε να περάσω τα τριάντα για να το συνειδητοποιήσω. Έπρεπε να έρθει ο γάμος, το παιδί, η δόση για το αυτοκίνητο, τα πήγαινε – έλα στο σουπερμάρκετ. Έπρεπε να γνωρίσω με το μικρό, όλους τους μικροπωλητές στην λαϊκή. Έπρεπε να αρχίσω να ξεπουλάω τα βράδια μου στην τηλεόραση. Έπρεπε να φτάσω στο σημείο που δεν με γέμιζε τίποτα πια.
Εκείνο το παγωμένο ξημέρωμα του Γενάρη, ο Μιχάλης καθόταν σκεφτικός στον καναπέ, μπροστά από μια βουβή τηλεόραση που έπαιζε διαφημίσεις. Δεν είχε καθόλου καλό προαίσθημα για εκείνη τη χρονιά κι όσο περνούσαν οι μέρες, το ένστικτό του τού έλεγε πως κάτι είχε σκοπό να στραβώσει. Κάτι τον ενοχλούσε το τελευταίο διάστημα – κάτι που προσπαθούσε να πετάξει έξω από το μυαλό του, μα, δεν το πολυκατάφερνε.
Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά στη βιβλιοθήκη. Τα μάτια του είχαν στεγνώσει και τον έτσουζαν. Δεν ήξερε αν θα κατάφερνε να διαβάσει κάτι, μα είχε σκοπό να το προσπαθήσει. Έσυρε το κορμί του μέχρι τη βιβλιοθήκη κι έγειρε το κεφάλι του. Οι δείκτες ενός μικρού ρολογιού, έδειχναν λίγο μετά τις τέσσερεις.
Άρχισε να διαβάζει τους τίτλους των βιβλίων, στις ράχες τους. «Η ονειρική αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ» μονολόγησε, μισοκλείνοντας τα μάτια. «Βλέπω που βλέπω εφιάλτες, ας το τερματίσουμε απόψε» μουρμούρισε πριν βγάλει το βιβλίο από το ράφι και το κρατήσει στα χέρια του. Επέστρεψε στον καναπέ κι άναψε ένα επιδαπέδιο φωτιστικό, για να φωτίσει τον χώρο, ώστε να μπορέσει να διαβάσει. Δεν μπήκε καν στον κόπο να κλείσει την τηλεόραση. Μόνο άνοιξε το εξώφυλλο κι απόμεινε να κοιτάζει με έκπληξη, φόβο και οργή την αφιέρωση που υπήρχε στην πρώτη σελίδα.
«Μά’ιστα» μουρμούρισε, σχεδόν ψιθυρίζοντας. «Στο πλάσμα που κάνει τις μέρες μου υπέροχες. Χριστούγεννα, 2003» συνέχισε. «Υπογραφούλα, όμως, κολλητέ, δεν έβαλες, να ξέρω πού να σού στείλω τίποτα περίεργους, να σου ‘ξηγήσουν τ’ όνειρο» συλλογίστηκε κι όπως έκανε να σηκωθεί, ένας οξύς πόνος στο στέρνο κόντεψε να τον ρίξει κάτω.
Τον ίδιο πόνο βίωνε κάθε φορά που πληγωνόταν. Έναν οξύ, διαπεραστικό πόνο, που ξεκινούσε από το στήθος και κατέληγε στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών. «Κι εγώ, Λίλ…» τραύλισε, προσπαθώντας να κρατηθεί στο ύψος του, «… να κάνω την νταντά, για να κάνεις τις μέρες των άλλων, υπέροχες».
Εκατομμύρια σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του, που ξαφνικά μετατράπηκε σε μια πολύβουη αρένα. Βαθιά μέσα του γνώριζε πως έπρεπε να κάνει υπομονή, πως έπρεπε να περιμένει την Λίλιαν, πως έπρεπε να ρωτήσει τι σήμαινε εκείνη η αφιέρωση, πως έπρεπε να μάθει τι, ακριβώς, είχε γίνει. Μα δεν τού ήταν εύκολο. Ένα απόκοσμα μελαγχολικό άρπισμα άρχισε να γεμίζει το χώρο. Γύρισε προς την τηλεόραση. Έπαιζε ακόμη βουβά. Την έκλεισε. Δεν ερχόταν από εκεί η γνώριμη μελωδία.
Σήκωσε το χέρι του, ασυναίσθητα, κι έτριψε το γένι του, που είχε αρχίσει να ξεμυτίζει. Κοίταξε την αντανάκλασή του στην μπαλκονόπορτα. Κάγχασε καθώς πήγαινε προς το είδωλό του. Την άνοιξε για να οσμιστεί τον παγωμένο, χειμωνιάτικο αέρα, καθώς το τραγούδι συνέχισε να παίζει από κάποια σκονισμένη γωνιά του μυαλού του. Το ίδιο τραγούδι, κάθε φορά που πληγωνόταν.
«Να μάθεις να ξεχνάς ρε! Να μη θυμάσαι! Είναι καλύτερα για όλους!» άκουσε τον αντίλαλο της φωνής του πατέρα του, κάποιο απόγευμα, όταν ήταν ακόμη ένα παιδί που τού ‘λειπε η μάνα του. Αναπήδησε. Ο πόνος δεν έλεγε να υποχωρήσει, μόνο χειροτέρευε.
«Να μάθεις να ξεχνάς. Να μη θυμάσαι, για να μην πονάς» σιγομουρμούρισε, καθώς έπιανε το κινητό στα χέρια του. Το βλέμμα του ήταν χαμένο στης πόλης το πουθενά κι ο λογισμός του είχε γίνει σμπαράλια. Σχεδόν στα τυφλά έβαλε κάποιο κομμάτι να παίζει. Εκείνο που άκουγε και στην φαντασία του. «Τετραγωνισμένα φύλλα… Φύλλα πουλημένης έκφρασης…»
Κουνώντας το κεφάλι του, σαν να απαντούσε σε κάποιον αόρατο συνομιλητή, κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Άναψε το φως, αναστενάζοντας ανεπαίσθητα. Άφησε το κινητό δίπλα από την μπανιέρα και άνοιξε το νερό. Στις τέσσερεις τα χαράματα, το παγωμένο νερό ήταν μονόδρομος.
«Έπρεπε…» μονολόγησε, καθώς έβγαζε τα ρούχα του. «Ήμουν ήδη κουρασμένος… Ήδη το σκεφτόμουν…» συνέχισε τον παραληρηματικό συνειρμό του. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη για να αντικρίσει έναν άνθρωπο που χαμογελούσε μέσα στη θλίψη του. «Έπρεπε να το έχω κάνει. Θα ‘χα ξεμπλέξει…» κατέληξε, πριν πάρει μια βαθιά ανάσα.
«Ήρθε η ώρα, μικρέ» είπε στον καθρέφτη, κλείνοντας το μάτι του κι ύστερα ανέσυρε από το ντουλάπι, την φαλτσέτα που του είχε κάνει δώρο η Λίλιαν, στα γενέθλιά του. Στράφηκε προς την μπανιέρα. Έβαλε την τάπα και κάθισε μέσα της. Γύρισε την σκηνή στο κεφάλι του. Ίσως να ήθελε ένα τσιγάρο. Ίσως λίγο καλό μπράντι, να ξεπλύνει το μέσα του. Ίσως να ‘θελε να πει μια κουβέντα στην αγαπημένη του. «Να θυμηθώ να κλείσω το νερό, μη γίνει πουτάνα το μπάνιο» συλλογίστηκε πριν ακουμπήσει τη φαλτσέτα στον βραχίονά του. Δεν τον άγγιζε το παγωμένο νερό. Ο πόνος που τον είχε κατακλύσει δεν του επέτρεπε να νιώσει οτιδήποτε άλλο.
***
Βιαστικά έκλεισε την πόρτα του ταξί η Λίλιαν. Έστρεψε το βλέμμα της προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Αναστέναξε. «Πώς τού το λες;» συλλογίστηκε πριν αρχίσει να βαδίζει, μελαγχολικά, σχεδόν σκυθρωπά, προς την είσοδο.
Συνήθως ο Μιχάλης την περίμενε στο σαλόνι, βλέποντας τηλεόραση στο βουβό. Σπανιότερα θα τον έβρισκε στο κρεβάτι, να ροχαλίζει. Εκείνο το βράδυ όμως η πόρτα του διαμερίσματος ήταν διαρρηγμένη. Τρόμαξε η Λίλιαν. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή έξω από την κλειστή πόρτα, με τα κλειδιά στο χέρι. Προσπάθησε να αφουγκραστεί, για να καταλάβει αν βρισκόταν κάποιος στο σπίτι. Κάλεσε τον Μιχάλη. Περίμενε για μερικές στιγμές. Το κινητό του βρισκόταν μέσα στο σπίτι. Το έκλεισε. Περίμενε ξανά. Άκουσε μια ανεπαίσθητη φωνή μέσα από το σπίτι. Προσπάθησε να βγάλει νόημα, μα δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τα μισόλογα που ακούστηκαν μέσα από το σπίτι.
Ξαφνικά χτύπησε το κινητό της και την έκανε να αναπηδήσει. Ο ήχος του αντηχούσε σε όλο το διάδρομο. Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια της κι ύστερα, βιαστικά, σχεδόν σκουντουφλώντας, άρχισε να τρέχει στο διάδρομο για να κατέβει τις σκάλες. Κάποιος, όντως, ήταν μέσα στο σπίτι και δεν ήθελε να πέσει πάνω του. Έφτασε στον πρώτο και σήκωσε το τηλέφωνο που δεν είχε σταματήσει να χτυπάει.
«Μιχάλη;» ρώτησε, λαχανιασμένα και έντρομα, μα η φωνή που της απάντησε τής ήταν εντελώς άγνωστη. «Γεια σου, Λίλιαν».
«Ε… Γεια;» τραύλισε σαστισμένα η Λίλιαν.
«Αν είσαι έξω από το σπίτι, μπες μέσα στο σπίτι. Εγώ το διέρρηξα» αποκρίθηκε η γυναίκα στο τηλέφωνο.
«Ναι… Αλλά… Στέλλα; Εσύ είσαι;»
«Δεν ξέρω ποια είναι η Στέλλα. Αλλά, επειδή είναι εξαιρετικά δύσκολο να σού εξηγήσω την κατάσταση, σε παρακαλώ, έλα στο σπίτι. Μην φοβάσαι. Έπρεπε να διαρρήξουμε την πόρτα με τον Σεϊτάν, αλλιώς δεν θα το κάναμε…»
«Έπαθε κάτι ο Μιχάλης;» τραύλισε η Λίλιαν, κι ίσα που πρόλαβε να πιαστεί από την κουπαστή της σκάλας, πριν σωριαστεί. Τα πόδια της έτρεμαν σε σημείο που δεν μπορούσε να σταθεί όρθια.
«Σε παρακαλώ…»
«Έπαθε κάτι ο Μιχάλης;» ξαναρώτησε, με όσο σθένος της είχε απομείνει, μην θέλοντας να πάρει κάποια άλλη απάντηση.
«Ο Μιχάλης έκανε ένα εξαιρετικά κρυπτικό τηλεφώνημα στον Σεϊτάν κατά τις τέσσερεις, το οποίο τον έβαλε σε σκέψεις. Για καλό και για κακό ήρθαμε μέχρι εδώ για να δούμε αν ήταν καλά, αν είχε πάθει κάτι. Σε παρακαλώ, έλα στο σπίτι να σου εξηγήσω».
«Ωραία. Εντάξει» απάντησε η Λίλιαν κλείνοντας το τηλέφωνο κι ύστερα έκανε υπερπροσπάθεια να μαζέψει το κουράγιο και την ψυχραιμία της και να ανέβει στο διαμέρισμά της.
Στο κατώφλι της πόρτας την περίμενε μια μικροκαμωμένη, μα γεροδεμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα. «Γεια. Εγώ είμαι η Αγαθή» της είπε με έναν παράξενο, σχεδόν σκανταλιάρικο τόνο.
«Το παιδί;» αναφώνησε η Λίλιαν.
«Καλά είναι ο πασάς. Κοιμάται ήρεμα».
«Ο Μιχάλης;»
«Κάθισε, σε παρακαλώ» της είπε η Αγαθή, μα η Λίλιαν δεν μπορούσε να καθίσει, ούτε να συζητήσει, αν δεν πρώτα δεν άκουγε αυτό που ήθελε να ακούσει.
«Ωραία. Όπως σου είπα, ο Μιχάλης έκανε ένα εξαιρετικά κρυπτικό τηλεφώνημα στον Σεϊτάν. Ήρθαμε, χτυπήσαμε την πόρτα, δεν μας απάντησε κανείς, το παιδί σπάραζε στο κλάμα, ο Μικές ήθελε να ρίξει την πόρτα, εγώ προτίμησα να την διαρρήξω, μπήκαμε μέσα και τον βρήκαμε με ανοιγμένες φλέβες στην μπανιέρα…»
Η Λίλιαν σωριάστηκε στο πάτωμα κι η Αγαθή κάγχασε. Σηκώθηκε από τη θέση της και την σήκωσε. Την έβαλε στον καναπέ και την άφησε για λίγο εκεί. «Εγώ σ’ το είπα, εσύ δεν μ’ άκουσες» μουρμούρισε, πριν πάρει τηλέφωνο τον Μικέ.
«Πώς είναι;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω, δεν μου έχουν πει ακόμη» της απάντησε εκείνος.
«Ήρθε η γυναίκα του».
«Τής τα ‘πες;»
«Τα μισά. Λιποθύμησε».
«Συγγνώμη που σ’ έμπλεξα έτσι» απολογήθηκε ο Μικές, που ‘χε βγει έξω από τα επείγοντα και κάπνιζε ρεμβάζοντας και περιμένοντας να μάθει νέα για τον φίλο του.
«Μη το συζητάς, Μικέ. Έχε κατά νου, όμως, ότι αφήσαμε μια κουβέντα στη μέση. Σε κλείνω. Συνέρχεται. Πάρε με αν μάθεις κάτι» είπε η Αγαθή στο τηλέφωνο κι ύστερα στράφηκε προς την Λίλιαν που είχε αρχίσει να ανασαλεύει. «Να συνεχίσω ή θα μου ξαναλιποθυμήσεις;» ρώτησε κι η Λίλιαν της έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Δεν έχει πεθάνει και δεν θα πεθάνει, τον προλάβαμε. Τον πήγε ο Σεϊτάν στο νοσοκομείο. Τώρα, μόλις, μίλησα μαζί του. Δεν έχει νέα…»
«Γιατί;» μονολόγησε η Λίλιαν, πριν αρχίσει να κλαίει βουβά και ακατάσχετα.
«Δεν άφησε σημείωμα, δεν είπε τίποτα στον Μικέ· τουλάχιστον όχι κάτι που να βγάζει νόημα…» άρχισε να λέει η Αγαθή, μα το κλάμα του μικρού διέκοψε τον συνειρμό της. Κατευθύνθηκε αθόρυβα προς την κρεβατοκάμαρα, όπου υπήρχε η κούνια. Τόσο αθόρυβα που φάνταζε πως τα πόδια της δεν άγγιζαν το πάτωμα.
«Σώπα, καμάρι μου, σώπα…» μουρμούρισε στοργικά και γαλήνια στον μικρό που έκλαιγε απαρηγόρητος μέσα στην κούνια. Τον πήρε στην αγκαλιά της κι άρχισε να τον κουνάει ρυθμικά, καθώς επέστρεφε στο σαλόνι. Ο αγουροξυπνημένος, από το κλάμα της μητέρας του, μπέμπης, την κοίταξε με απορία. «Σώπα, καλά είναι η μαμά…» συνέχισε εκείνη, πριν καθίσει στον καναπέ, δίπλα στην Λίλιαν. Γύρισε και την κοίταξε για μία και μόνη στιγμή, πριν στρέψει ξανά το πρόσωπό της στο παιδί.
«Μεγάλωσα πολύ και ξέχασα τα νανουρίσματα που έλεγα στην μικρή μου» μουρμούρισε καθώς τον ηρεμούσε. «Μεγάλωσα, μικρέ ήρωα, και μετάνιωσα για κάποιες από τις επιλογές μου. Δεν μετάνιωσα για όσα έζησα, έπρεπε να τα ζήσω, έπρεπε να φτάσω εδώ, έπρεπε απόψε το βράδυ να προσπαθήσω να λάβω μια συγχώρεση, μα αντ’ αυτού, φτάσαμε στο σημείο που δεν κοιμόμαστε, εγώ γιατί ξέρω πώς είναι ο αδηφάγος κόσμος κι εσύ γιατί δεν το έχεις μάθει ακόμη, μα το διαισθάνεσαι…»
«Κοιμήθηκε» παρατήρησε ψιθυριστά η Λίλιαν, που συνέχιζε να κλαίει βουβά.
«Καταλαβαίνουν πολλά περισσότερα απ’ όσα καταλαβαίνουμε εμείς» απάντησε η Αγαθή, που δεν είχε πάψει να κουνάει τον κοιμισμένο, πια, μικρό, στην αγκαλιά της.
«Γιατί;» μονολόγησε η Λίλιαν.
«Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα. Ξέρω όμως ότι θα τα καταφέρει».
«Ο Μιχάλης;»
«Ναι».
«Γιατί;»
«Αν, ποτέ, θελήσεις να αυτοκτονήσεις με έναν τόσο οδυνηρό, για τους οικείους σου, τρόπο, τουλάχιστον κάν’ το σωστά. Και, όχι, Λίλιαν, δεν θα σού πω πώς γίνεται σωστά. Μπορώ όμως, ίσως εκ πείρας, να σού πω ότι η αυτοκτονία και η δολοφονία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ίσως να έγινε κάτι το οποίο τον θρυμμάτισε. Απλώς προσπάθησε να καταπολεμήσει έναν πόνο, με έναν πιο, ας πούμε, μόνιμο, τρόπο».
Το βλέμμα της Λίλιαν έπεσε πάνω στο ανοιχτό βιβλίο που είχε απομείνει στο τραπέζι. Διάβασε την αφιέρωση και έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Μια έκφραση απερίγραπτου πόνου σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.
«Βρήκες το “γιατί” σου;» παρατήρησε η Αγαθή, χαμογελώντας μυστήρια.
«Ναι» ψιθύρισε η Λίλιαν.
«Κράτα το παιδί. Πρέπει να φύγω» μονολόγησε η Αγαθή, δίνοντάς της τον μικρό.
«Σε παρακαλώ… Μείνε…»
«Κάποιος συνεργάτης μου λέει ότι δεν μπορούμε να τα ‘χουμε όλα, μονά – ζυγά, δικά μας. Εάν, κάποιος, έπρεπε να κόψει τις φλέβες του απόψε, αυτός, Λίλιαν, θα έπρεπε να είσαι εσύ» της απάντησε κι ύστερα σηκώθηκε όρθια και έφυγε αθόρυβα από το σπίτι, σαν να ήταν φάντασμα.
«Δεν…» τραύλισε η Λίλιαν, κοιτάζοντας τον κοιμισμένο Αλέξανδρο στην αγκαλιά της.
Η Αγαθή βγήκε στο δρόμο κι αναστέναξε όταν είδε την παρκαρισμένη μηχανή του Μικέ. «Σαν τη μύγα θα ‘μαι πάνω σ’ αυτό το κτήνος» συλλογίστηκε, κατευθυνόμενη προς την βαριά μηχανή. Την καβάλησε και την ξεκλείδωσε.
«Υπάνθρωποι» έφτυσε, πριν πιέσει τη μίζα. «Εμείς σάς τα δίνουμε όλα κι εσείς μας κερνάτε πόνο» συνέχισε τον οργισμένο συλλογισμό της, πριν βάλει ταχύτητα και ξεκινήσει αργά, κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό που άρχισε να βάφεται από τα χρώματα της χαραυγής.
***
«Ό,τι δεν ζήσαμε μικροί, θα τα ζήσουμε τώρα, Σεϊτανίδη;» αστειεύτηκε ανεπιτυχώς η Αγαθή, καθώς του έδινε έναν σκέτο, καυτό, δυνατό καφέ κι εκείνος, ανέκφραστα σχεδόν, ένευσε.
«Κοίτα…» άρχισε να τού λέει, ξεφυσώντας. «… εγώ, μια συγγνώμη ήρθα να ζητήσω. Παραιτήθηκα από τη δουλειά και κάνω κάποια ξεκαθαρίσματα. Είσαι στην λίστα των ανθρώπων που πλήγωσα, Μικέ, και, ειλικρινά, δεν το αντέχω. Για πολλά χρόνια έλεγα πως “κάπως έπρεπε να επιβιώσω”, για ό,τι έγινε μεταξύ μας. Όχι για εκείνο το βράδυ, αλλά για το μετά. Κουράστηκα να καταπίνω το δηλητήριο που με πότισαν άλλοι και το έκανα δικό μου, Μικέ. Κουράστηκα…»
Σήκωσε τα μάτια του ο Μικές. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε κάτω από τα πυκνά του γένια. Τις συζητήσεις τις είχε, από χρόνια, κάνει μέσα στο μυαλό του. Είχε προετοιμαστεί για τη στιγμή εκείνη. Πάντοτε ήλπιζε, μα ούτε για μια στιγμή δεν είχε πιστέψει πώς θα έκανε εκείνη την κουβέντα μαζί της.
Κι όμως, ένα παράξενο χάραμα του Γενάρη, έξω απ’ τα επείγοντα, ενός νοσοκομείου, ενώ τους έγδερνε ο παγωμένος αέρας κι ο καυτός καφές αποτύγχανε να ζεστάνει τα ξυλιασμένα τους δάχτυλα, είχε έρθει η στιγμή να αντιμετωπίσει έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του.
«Πες κάτι» τον παρακάλεσε.
«We are damaged goods, baby…» απάντησε ο Μικές, μ’ έναν μπλουζ τόνο στη φωνή του κι ύστερα έκανε μια μικρή παύση. «Δεν μουτζούρωσα τα εφηβικά όνειρα ενός ερωτευμένου πιτσιρικά. Προσπάθησα. Ψέματα δεν σε λέω. Προσπάθησα πολύ. Τι θες να ακούσεις;»
«Με συγχωρείς;» τον ρώτησε εκείνη.
«Έχει σημασία;»
«Έχει. Για εμένα έχει».
«Κράτησα την εικόνα που είχα για εμάς και εμάς μας έσβησα· έγινες ό,τι έγινες, έγινα ό,τι έγινα. Κάποτε, ναι, ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, παρέμενα ερωτευμένος, δεν είχα τ’ αρχίδια να απαιτήσω να μιλήσουμε, άκουγα και τον κόσμο… Βίζιτα ήσουν, Αγαθή. Βούιζ’ ο κόσμος ότι τό ‘δινες για ένα χιλιάρικο. Ούτ’ εγώ είχα την καλύτερη ζωή. Παρατημένος από πατέρα, ορφανός από μάνα, μ’ έναν παππού μια ζωή, ντροπαλός, συνεσταλμένος, χαμένος μέσα σ’ έναν δικό μου, στραβό κόσμο, φοβισμένος πιτσιρικάς, παρ’ όλο το ύψος και τον όγκο. Εκείνο το βράδυ μού έδωσες φτερά, ίσα για να τα τσακίσεις με τον εξαφανισμό σου. Ναι, τώρα που ξέρω το γιατί, σε συγχωρώ» κατέληξε ο Μικές.
«Και τώρα;» τον ρώτησε, πίνοντας λίγο καφέ.
«Τώρα μπορείς να περνάς όποτε θες απ’ το στενό μου. Κι όταν σε φέρνει ο δρόμος, έλα να παίζουμε και κάνα τραγούδι» αστειεύτηκε εκείνος.
«Σοβαρά μιλάω, Μικέ».
«Αν ερχόσουν έξι μήνες νωρίτερα, Αγαθή, θα μπορούσα να σου απαντήσω σοβαρά. Τώρα, όμως, όχι».
«Γιατί;»
«Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι καταδικασμένες να πεθαίνουν. Προτιμώ, πια, να ‘μαι ένα κογιότ και ν’ αλυχτάω μόνος τις νύχτες. Δεν είμαι πλασμένος για γλυκανάλατες μαλακίες, ξενύχτι στο μπαλκονάκι, να μυρίζουμε τα ευωδιαστά γιασεμιά τα χαράματα, να σού φέρνω πρωινό, να μού φτιάχνεις καφέ, να αγοράσουμε σπιτάκι να στεγάσουμε τον έρωτα και τα κουτσούβελά μας. Ο κόσμος, Αγαθή, είναι γαμημένος κι εμείς είμαστε τα κατεστραμμένα παιδιά του, για τα οποία δεν νοιάστηκε, ποτέ, κανείς. Αν θέλεις τέτοιες μαλακίες, στον Μιχαλάκη, μέσα, αν ξυπνήσει κι αν χωρίσει. Εγώ έχω το μαγαζί μου, την μηχανή μου, τα όργανά μου, τα φιλαράκια μου και την Λένια…»
«Λένια;» αναφώνησε η Αγαθή, διακόπτοντάς τον.
«Άλλη ιστορία για άλλη στιγμή».
«Γιατί;»
«Γιατί κοντεύει έξι, είμαι κουρασμένος, ανησυχώ για την ψυχική υγεία του φίλου μου, είμαι φρεσκοχωρισμένος, φρέσκοπληγωμένος και φρεσκοχωμένος στα σκατά. Δεν θέλω να μιλήσω άλλο» της είπε κι ύστερα πέταξε τον άνοστο καφέ στα σκουπίδια και μπήκε μέσα στο νοσοκομείο.
«Θα τα ξαναπούμε, Μικέ» μονολόγησε εκείνη, χαζεύοντας τον βαρύ, σχεδόν αδέξιο βηματισμό του. Τον είδε να χάνεται πίσω από ασθενοφόρα και τραυματιοφορείς και χαμογέλασε.
«Θα τα ξαναπούμε» διαβεβαίωσε τον εαυτό της, πριν πάρει τον δρόμο της επιστροφής για το σπίτι.
***
Το βαρύ βήμα του Μικέ αντηχούσε στους άδειους, υποφωτισμένους διαδρόμους του νοσοκομείου. Έμαθε πως τον Μιχάλη τον είχαν βάλει σε κάποιο τετράκλινο που ήταν άδειο. Περιπλανήθηκε για λίγο άσκοπα, προσπαθώντας να καταλάβει πού έπρεπε να πάει. Αγανάκτησε. Σταμάτησε κάποιον φαλακρό γιατρό που βάδιζε αμέριμνα στους διαδρόμους.
«Να σε κάνω μια ερώτηση;»
«Βεβαίως, παιδί μου» αποκρίθηκε ο γιατρός, με έναν παράξενα στοργικό τόνο.
«Ψάχνω έναν φίλο. Μιχάλης Μπακάλμπασης. Ήρθε σήμερα…»
«Ο μορφονιός που έκοψε τις φλέβες του…» αποκρίθηκε εκείνος, σκεφτικά, σχεδόν θλιμμένα. «Έλα να σε πάω, παιδί μου» μονολόγησε κι ύστερα άρχισε να περπατάει μόνος του. Τον ακολούθησε ο Μικές. Ο γιατρός κοντοστάθηκε έξω από μια πόρτα. Την άνοιξε για τον Μικέ. «Μην περιμένεις να ξυπνήσει σύντομα».
«Τον τρομπάρατε ηρεμιστικά;»
«Δεν χρειάστηκε. Είναι καταπονημένος. Χρειάζεται να ξεκουραστεί».
«Εντάξει, ντοκ».
«Η οικογένεια;»
«Η κυρά του είναι σπίτι, έχουν έναν μπόμπιρα. Δεν ξέρω αν θα έρθει αργότερα».
«Γονείς;»
«Θα σε γελάσω».
«Αν μη τι άλλο, έχει φίλους ο νέος. Κάτι είναι κι αυτό» αστειεύτηκε ο γιατρός κι ο Μικές τον στραβοκοίταξε. Το κατάλαβε εκείνος και χαμογέλασε. «Ο πρώην γαμπρός μου, συνήθιζε να λέει πως το χιούμορ μου χειροτερεύει, όσο χειροτερεύει κι η καράφλα μου. Δε βαριέσαι…» κατέληξε κι ύστερα, δίχως να χαιρετίσει, άφησε τον Μικέ μόνο του.
«Μα, τι μαλάκας είσ’ εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου;» μονολόγησε ο Μικές, πηγαίνοντας προς το κρεβάτι που κοιμόταν ο Μιχάλης. Έβγαλε το βαρύ μπουφάν του και το άφησε σ’ έναν καλόγερο. Έπιασε μια καρέκλα, ξέσφιξε τις μπότες, σταύρωσε τα χέρια κι απόμεινα να παρατηρεί τον Μιχάλη, μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Δεν είχε καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει, όταν ένας ελαφρύς ψίθυρος έφτασε στ’ αυτιά του. «Θαλαμόσκυλο; Κοιμάσαι ρε; Είκοσι μέρες φυλακή!»
Πετάχτηκε όρθιος ο Μικές, ανοίγοντας απότομα τα μάτια του. «Κούρτεσιτς, παλιοπουτάνα, μού έκοψες το αίμα!» μουρμούρισε αγριεμένα, μα χαμηλόφωνα, μόλις αντίκρισε τον παλιόφιλο που φορούσε ακόμη το μαύρο κοστούμι της δουλειάς.
«Ώπα ρε Σεϊτάν, μην είσαι τέτοιος ρε ασιμάκο, συνοδεύομαι!» σχολίασε ο Νίκος ο Κουρτέσης, η παλιοσειρά του από τον στρατό. Δίπλα του στεκόταν μια πανύψηλη, ξανθιά και λυγερή φιγούρα. Είχε ακούσει πολλά για εκείνη, μα δεν την είχε δει ποτέ. Η Λίτσα, του Κουρτέση, ήταν κάτι σαν αστικός μύθος· κανείς δεν ήξερε αν υπήρχε η δεν υπήρχε.
«Δεν βρήκες καλύτερο μέρος, να την πας ραντεβού, παλιομαλάκα;» ρώτησε ο Μικές, πριν αγκαλιάσει τον παλιόφιλο, που είχε μήνες να δει.
«Το Λιτσάκι πριν κάνει μεταστροφή στην καριέρα της και γίνει αρτίστα της κομμωτικής, είχε σπουδάσει νοσηλευτική».
«Πολύ καλή και μπράβο σου!» της είπε ο Μικές, μα δεν πήρε απάντηση. Την κοίταξε εξιχνιάστηκα, προσπαθώντας να καταλάβει το ύφος της. Στητή, αμίλητη, ανεξιχνίαστη, σχεδόν άψυχη.
«Ρε Λίτσα; Πες ένα χάρηκα ρε, μην με κάνεις ρεζίλι» της γκρίνιαξε ο Νίκος.
«Χάρηκα» είπε ανέκφραστα στον Μικέ, δίχως να δείξει ίχνος χαράς.
«Παρομοίως» απάντησε ο Μικές.
«Ρε Λίτσα; Πάνε φέρε δυο καφέδες ρε μωρό, την μέρα του Αγίου Βαρθολομαίου θα περάσουμε εδώ πέρα…»
«Νύχτα ήταν, άξεστε» του απάντησε εκείνη, με τον επιβλητικό της τόνο, πριν κάνει μια απότομη αναστροφή και βγει από το δωμάτιο.
«Σκληρή…» σχολίασε ο Μικές, πριν καθίσει ξανά στην καρέκλα.
«Είναι λίγο ξινή… Μέχρι να σε μάθει βέβαια…» απολογήθηκε ο Νίκος κι ύστερα κάθισε στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος ο Μιχάλης. «Ο μαλάκας, εδώ πέρα, από τί τό ‘παθε;» ρώτησε κι ο Μικές κάγχασε.
«Από χέσιμο. Κούρτεσιτς, μας δουλεύεις; Απόπειρα αυτοκτονίας έκανε!»
«Ναι, αλλά, από τι;»
«Τι “από τι”; Χαζός είσαι, ρε;»
«Εννοώ, τι ζόρι τραβάει, ρε; Δουλειά κομπλέ έχει. Το γκομενάκι του είναι καλό· ‘νταξ’ δεν την λες και Λίτσα, φορητό εγκεφαλικό και τετραπλό μπαιπάς· φαγώσιμο είναι. Ο πιτσιρικάς δραστήριος είναι, σπίτι μεγάλο έχει, αμάξι καινούριο πήρε, τι τον φταίει;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Νίκος.
«Ό,τι τού ‘φταιγε πάντα, Κούρτεσιτς».
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή, άμα ξυπνήσει, ρώτα τον, ρε μαλάκα! Πού να ‘ξέρω εγώ;»
«Δεν σ’ είπε τίποτα;»
«Δεν λες που τον πρόλαβα;»
«Πάλι καλά, δεν λες; Νιώθω λες και καλούν την κλάση μας» σχολίασε, σκεφτικά ο Νίκος κι ο Μικές συμφώνησε.
«Δύσκολο πράγμα το μεγάλωμα, Κούρτεσιτς…»
***
«Μα τι μαλάκας είσ’ εσύ, μωρ’ αδερφάκι μου;» άκουσε ο Μιχάλης, μια εξαιρετικά μπάσα φωνή, να του λέει, λίγο αφ’ ότου ανασάλεψε, καθώς προσπαθούσε να ανοίξει τα μάτια του.
«Ώ, Σεϊτάν…» προσπάθησε να αστειευτεί μέσα στον πόνο του.
«Ρε Mike B, δεν μας ήρθε το μετρό ακόμη κι εσύ θες να τα κακαρώσεις;» άκουσε την φωνή του Αντώνη και χαμογέλασε. Με δυσκολία άνοιξε τα βλέφαρά του. Τον τύφλωσε για μερικές στιγμές το δυνατό φως του δωματίου.
«Κάτσ’ καλά, κολλητέ, λαϊκό προσκύνημα σ’ έχουμε κάνει…» συνέχισε ο Αντώνης κι ο Μιχάλης, με πολύ κόπο κατάφερε ν’ ανασηκωθεί για να δει τον κόσμο που στεκόταν μέσα κι έξω από το δωμάτιο. Αναστέναξε. Γύρισε προς τον Μικέ. «Τη μισή Σαλονίκη κουβαλήσατε; Πάτε καλά ρε;»
«Ο Κούρτεσιτς τούς έφερε» σχολίασε ο Μικές.
«Ο χαζός του χωριού» μονολόγησε ο Μιχάλης.
«Να τους διώξω;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Ναι» αποκρίθηκε ο Μιχάλης κι ύστερα είδε τον Αντώνη να γυρίζει προς τον σκόρπιο κόσμο που μιλούσε σε πηγαδάκια, χαμηλόφωνα. Έκανε τα χέρια του χωνί και τα έφερε στο στόμα του.
«Ανακοίνωσις!» φώναξε κι ο κόσμος γύρισε προς το μέρος του. «Κυρίαι, δεσποινίδαι και κύριοι! Ο καλύτερος μπαρμάν του χωριού μας, είναι και πάλι κοντά μας! Σήμερις δεν έχει διάθεση να δει κανένανα, οπότε σχόλασε το πανηγύρι! Μετά το εξιτήριο, ο καλύτερος μπαρμάν του χωριού μας, θα βρίσκεται στα καλύτερα μαγαζιά, στην πλατεία, γύρω απ’ τον πλάτανο! Σας ευχαριστούμε κάργα για το ενδιαφέρον και για την παρουσία σας! Au revoir!» κατέληξε κι ύστερα έγινε ο αποδέκτης ενός ξέφρενου χειροκροτήματος.
«Περιτριγυρίζομαι από βλαμμένους…» μονολόγησε ο Μιχάλης στο κρεβάτι κι ύστερα γύρισε πλευρό προς το παράθυρο για να αγναντέψει τον ήλιο που έδυε αργά.
Όταν άδειασε το δωμάτιο κι απόμεινε μόνος με τον Αντώνη και τον Μικέ, γύρισε ανάσκελα και κάρφωσε τη ματιά του στο ταβάνι.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Αντώνης, έχοντας βγάλει την μάσκα του χαρούμενου παλιάτσου από το πρόσωπό του. Δεν πήρε καμία απολύτως απάντηση.
«Η Λίλιαν είναι έξω και θέλει να σε δει» συνέχισε ο Αντώνης.
«Διώξ’ την. Στείλ’ την σπίτι» αποκρίθηκε ο Μιχάλης, μισοκλείνοντας τα μάτια του, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρύψει τον ανελέητο πόνο που γέμιζε το κορμί του.
«Bien sûr, Mike».
«Και κόψ’ τη μαλακία και βρες μου έναν δικηγόρο» συνέχισε ο Μιχάλης. Πάγωσε ο Αντώνης. Γύρισε και τον κοίταξε με φόβο και απορία. «Τι δικηγόρο;» ρώτησε κι ο Μικές κάγχασε.
«Για το διαζύγιο» συνέχισε ο Μιχάλης.
«Ποιο διαζύγιο;» απόρησε ο Αντώνης.
«Δεν θ’ ανοίξω κουβέντα, κουραμπιέ! Πες της Αγλαΐας να πάει σπίτι και βρες μου ένα δικηγόρο!» αγρίεψε ο Μιχάλης κι ύστερα γύρισε προς τον Μικέ. «Δεν έπρεπε να έρθεις, Σεϊτάν…»
«Μεγάλωσα χωρίς γονείς, Μιχάλη. Έπρεπε να έρθω κι αν δεν ξέρεις εσύ το γιατί, το ξέρω εγώ».
«Ποιο διαζύγιο;» συνέχισε, σαστισμένος και χαμένος, ο Αντώνης.
«Έχεις κάψει το μυαλό απ’ το Jack Daniels, υπερτριπλάσιε» κάγχασε ο Μιχάλης, που είχε αρχίσει να βουρκώνει. «Η Λίλιαν με απατάει» συνέχισε κι ύστερα επικράτησε μια εκκωφαντική σιωπή μέσα στο πάλλευκο νοσοκομειακό δωμάτιο. Μια σιγή θανάτου.
***
Κάτασπρο ήταν το πρόσωπο του Αντώνη όταν βγήκε από το δωμάτιο. Γύρισε προς το μέρος της Λίλιαν, που καθόταν απόμερα, σε μια σαραβαλιασμένη, πλαστική καρέκλα και περίμενε υπομονετικά. Το σφίξιμο στο στήθος του Αντώνη ήταν τεράστιο. Σκέφτηκε να καθίσει δίπλα της και να μιλήσει, μα συλλογίστηκε πως δεν υπήρχε κάποιο νόημα σε αυτό. Στάθηκε μπροστά της. «Σήκω να σε πάω μέχρι έξω» της είπε.
«Δεν θέλει να με δει;» κλαψούρισε η Λίλιαν.
«Όχι».
«Μάλιστα…»
«Θέλει διαζύγιο» σχολίασε ο Αντώνης κι είδε τα μάτια της να πυρακτώνονται. Πριν πάρει φόρα και ορμήσει μέσα στο δωμάτιο, πρόλαβε και την κράτησε ο Αντώνης. «ΔΕΙΛΕ!» ούρλιαξε η Λίλιαν κι ο Αντώνης την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Πάμε να φύγουμε. Θα τον ηρεμήσει ο Σεϊτάν» σχολίασε.
«ΔΕΝ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ!»
«Δεν θα το συζητήσουμε, Λίλιαν» της απάντησε, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Επίσης, αν συνεχίσεις έτσι, θα μας πετάξουν έξω».
«Θέλω να του μιλήσω» απάντησε εκείνη.
«Τον απατάς;» την ρώτησε ορθά – κοφτά ο Αντώνης κι εκείνη σώπασε και έσκυψε το κεφάλι.
«Άφησέ τον να ηρεμήσει. Πήγαινε σπίτι. Μίλα με την Βανέσσα. Θα την βρούμε την άκρη» συνέχισε εκείνος κι ύστερα άρχισε να περπατάει μαζί της προς την έξοδο της ψυχιατρικής κλινικής.
«Sine sole sileo» μουρμούρισε, θλιμμένα η Λίλιαν, όταν βγήκανε από το νοσοκομείο κι αντίκρισε τον ήλιο που είχε αρχίσει να κρύβεται πίσω από κάποια σκόρπια σύννεφα.
«Τι θα πει αυτό;» ρώτησε ο Αντώνης.
«Χωρίς ήλιο, σωπαίνω»
«Δεν σε καταλαβαίνω».
«Δεν πειράζει. Κατάλαβα εγώ. Κατάλαβα πολλά. Τα δεκάξι, κουραμπιέ, πέρασαν ανεπιστρεπτί. Οι επιλογές μας επισύρουν τιμήματα, που, πλέον, δεν μπορούμε να αφήσουμε απλήρωτα και που μας οδηγούν προς αχαρτογράφητες ατραπούς, τις οποίες δεν ξέρω αν έχουμε το κουράγιο να ακολουθήσουμε».
«Μαστουρωμένη είσαι ρε;» ρώτησε ο Αντώνης, που δεν μπορούσε να καταλάβει τον παράξενο και πολύπλοκο συλλογισμό της.
«Κάθε άλλο. Μόνο σήμερα θα μπορούσα να έχω τόσο καθαρό κεφάλι. Μόνο σήμερα θα μπορούσα να έχω καταλάβει πού έκανα λάθος. Μόνο σήμερα, υπερτριπλάσιε».
«Ό,τι πεις, Λίλιαν».
«Πάω σπίτι» του είπε εκείνη κι ο Αντώνης, που είχε χαθεί στις σκέψεις του, δεν βρήκε κάτι κατάλληλο να της απαντήσει.
***
Θυμάσαι που κάποτε σού είπα πως κάποιες ιστορίες, όσο ιδιαίτερες κι αν είναι, δεν τις αφηγούμαι γιατί δεν εξυπηρετούν κανένα απολύτως σκοπό; Δεν έχουν να μας διδάξουν κάτι. Δεν θα μας αφήσουν εντυπώσεις. Δεν θα βάλουν το μυαλό μας να δουλέψει. Δεν θα μας ταξιδέψουν σε κανένα μακρινό ή κοντινό κόσμο.
Υπάρχει όμως μια ιστορία που πραγματικά θα ήθελα να σου αφηγηθώ. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε και οι δύο, πώς, ακριβώς, λειτουργεί ο κόσμος. Πρέπει να καταλάβουμε ότι τα τραύματά μας, μπορούν να επουλωθούν, όταν θελήσουμε να τα επουλώσουμε. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα αυτά που πιστεύουμε ότι δεν θα συμβούν ποτέ σε εμάς κι ότι πάντοτε θα είναι μακριά μας, συμβαίνουν ακριβώς δίπλα μας.
Τέλος, πρέπει να μάθουμε να αγαπάμε τους εαυτούς μας και για να γίνει αυτό, θα πρέπει ν’ αγαπήσουμε ό,τι περάσαμε για να φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα. Και για να το αγαπήσουμε, ίσως να χρειαστεί να κάνουμε ό,τι θα κάνει κι ο Μικές, ο Σεϊτάν, ένας παράξενος άνθρωπος που άλλαξε προοπτικές στην ζωή του, όχι μόνο για ν’ αποδεχτεί το παρελθόν του και για να επουλώσει τα τραύματά του, μα επειδή πίστεψε ότι ο άνθρωπος, όταν θέλει πραγματικά ν’ αλλάξει, θα το καταφέρει.
Έτσι, θα αφήσουμε κάπου εδώ, τον Μιχάλη και την Λίλιαν, το μικρό τους, το επικείμενο διαζύγιό τους και τον περίγυρό τους, για να περιπλανηθούμε μέσα στις σκουριασμένες αναμνήσεις ενός αιώνιου νομά.
Εκείνες του Σεϊτάν
ΤΕΛΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ