Ήταν ήρεμη εκείνη η νύχτα, στα τέλη του Μαρτίου. Η σχεδόν άδεια και πλήρως υποφωτισμένη πλατεία, έμοιαζε να γυαλίζει από την βροχή που είχε προηγηθεί. Ο δυνατός αέρας είχε γδάρει τα δέντρα που μόλις είχαν ανθίσει και τα είχε σκορπίσει πάνω στα λευκά μάρμαρα, καθιστώντας τα εξαιρετικά επικίνδυνα για τους νυχτερινούς διαβάτες.
Θα ήταν λίγο μετά τις δύο, όταν ο Μιχάλης, τυλιγμένος μέσα σ’ ένα χοντρό μπουφάν, βγήκε από το μπαράκι που δούλευε. Χαιρέτισε βιαστικά τους τελευταίους συναδέλφους, έχωσε τα χέρια στις τσέπες κι άρχισε να βαδίζει, με γοργό ρυθμό, σχεδόν τσουλώντας, στον πεζόδρομο που έβγαζε στην πλατεία Ταχυδρομείου.
Για μια στιγμή έπεσε το μάτι του σε μια παρέα παιδιών που είχαν καθίσει στα σκαλιά της Ιατρικής Σχολής και ξεσήκωναν την έρημη πλατεία με τις φωνές τους. Χαμογέλασε ανεπαίσθητα, καθώς θυμόταν πώς ήταν εκείνος στα νιάτα του. Σίγουρα δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε, μα του Μιχάλη, ιδιαίτερα εκείνη την περίοδο, του φαινόταν πως η ενηλικίωση είχε ήδη κρατήσει τουλάχιστον δύο ζωές. Κοντοστάθηκε έξω από μια βιτρίνα. Κοίταξε το είδωλό του που ημικαθρεφτιζόταν πάνω στο σκούρο τζάμι. Έμοιαζε προβληματισμένος καθώς παρατηρούσε την αντανάκλασή του. Τα γένια του είχαν αγριέψει και δεν είχε καμία διάθεση να τα κόψει. Τα μαλλιά του είχαν μακρύνει και έπεφταν ατίθασα πάνω στα αυτιά και τον σβέρκο του. Οι τρίχες του μουστακιού έκρυβαν το πάνω χείλος. Οι μαύροι κύκλοι έκαναν τα μάτια του να φαντάζουν πιο κουρασμένα από ποτέ.
Τον είχε διαλύσει το νυχτοκάματο. Το ήξερε και ήθελε να το αλλάξει, να παρατήσει τον δίσκο και να βρει μια πρωινή δουλειά, όμως δεν είχε και πολλές επιλογές. Οι πρωινές δουλειές δεν πλήρωναν όσο έπρεπε, ούτε όσα χρειαζόταν για να βγάλει τον μήνα κι οι βραδινές δουλειές, που πλήρωναν επαρκώς, τον σακάτευαν. Έτριψε ασυναίσθητα το άγριο γένι του, καθώς ο λογισμός του ταξίδευε σ’ ένα παρελθόν που είχε αφήσει πίσω του. Αναστέναξε. «Συμμαζέψου» διέταξε τον εαυτό του, άηχα, προτού γυρίσει απότομα και συνεχίσει τον δρόμο του.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αγαπούσε ή αν μισούσε τους υποφωτισμένους, σχεδόν σκοτεινούς, δρόμους της Λάρισας. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από την ημέρα που αποφάσισε να μετακομίσει, τόσο για να είναι δίπλα σ’ εκείνη που αγαπούσε, όσο και για να ξεφύγει από ένα παρελθόν που τον κυνηγούσε. Ίσως και γι’ αυτό να περπατούσε γοργά, όπου κι αν πήγαινε. Βαθιά μέσα του, πίστευε πως τον παρελθόν του τον καταδίωκε.
Λίγο έλειψε να πέσει πάνω σ’ έναν μεθυσμένο τύπο, καθώς έπαιρνε μια απότομη στροφή. Όντας αφηρημένος δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία σ’ εκείνον τον παράταιρο τύπο με το κοντομάνικό μπλουζάκι και το κασκόλ στο λαιμό. Μόνο συνέχισε να περπατάει στα βρεγμένα πεζοδρόμια της πόλης, ενώ πάσχιζε να αδειάσει τον νου του απ’ όσα, συχνά – πυκνά, τον βάραιναν.
***
Η εξώπορτα της πολυκατοικίας έτριξε στριγκά, καθώς την έσπρωξε ο Μιχάλης. Ψάρεψε βιαστικά την αλληλογραφία από το κοινόχρηστο γραμματοκιβώτιο κι άρχισε να διαβάζει, κάτω από το κίτρινο φως που έριχνε ο φανοστάτης του δρόμου στην είσοδο, τα ονόματα των παραληπτών. Κράτησε στο ένα του χέρι έναν λογαριασμό νερού και έριξε τους υπόλοιπους φακέλους πίσω στο γραμματοκιβώτιο. Ανέβηκε μερικά σκαλιά, σχεδόν στα τυφλά, μέχρι να φτάσει τον διακόπτη που άναβε το φως του κλιμακοστασίου. Κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων της πολυκατοικίας, περισσότερο από συνήθεια, μα γνώριζε πως ούτε το καλοριφέρ θ’ άναβε, ούτε και το ασανσέρ θα φτιαχνόταν. Παράπλευρες απώλειες των κλειστών διαμερισμάτων και της αδιαφορίας των ενοίκων. Ο χαλασμένος ανελκυστήρας που οι ελάχιστοι εναπομείναντες ένοικοι δεν ήθελαν να επισκευάσουν, γιατί έλεγαν πως κυρίως εξυπηρετούσε τις δύο οικογένειες του τέταρτου και του πέμπτου. Κι η άδεια δεξαμενή πετρελαίου, που δεν θα την γέμιζαν, γιατί οι περισσότεροι είχαν βάλει φυσικό αέριο.
Αναθεματίζοντας άηχα, όπως κάθε φορά που έπρεπε να ανέβει στον τρίτο, άρχισε το αργό δρομολόγιο προς το διαμέρισμά του. Είχε σταματήσει να παρατηρεί τους παμβρώμικους διαδρόμους των ορόφων και τα λεκιασμένα μαρμάρινα σκαλιά του κλιμακοστασίου. Υπό άλλες συνθήκες θα έψαχνε να βρει ένα σπίτι για να φύγει από εκείνο το αχούρι που δεν άντεχε να βλέπει, μα τα λεφτά ήταν λίγα, η Στέλλα δεν δούλευε και το μηνιάτικό του, μόλις και μετά βίας κατάφερνε να καλύψει τις ανάγκες τους.
Κοντοστάθηκε, τέσσερα σκαλιά πριν φτάσει στον όροφό του και αφουγκράστηκε. Νόμιζε πως εκείνα τα βογκητά και οι αναστεναγμοί που άκουγε ανεπαίσθητα, ήταν αποκυήματα της φαντασίας του. Κράτησε την ανάσα του για μερικές στιγμές. Δεν τον γελούσαν τα αυτιά του. Ανέβηκε αθόρυβα τα τέσσερα, εναπομείναντα, σκαλιά κι ύστερα, το ίδιο αθόρυβα, κάθισε για μερικές στιγμές στο σκοτεινό, πια, κλιμακοστάσιο, για να ηρεμήσουν ο ρυθμός της ανάσας του και ο σφυγμός του. Η καρδιά του Μιχάλη, όμως, είχε τελείως διαφορετική άποψη και ξεκίνησε να καλπάζει άγρια, καθώς το μυαλό του γέμιζε με μακάβριες σκέψεις.
Ο Μιχάλης ο Μπακάλμπασης, είχε ξαναδεί το έργο κι είχε ξαναπαίξει σε παρόμοιες σκηνές. Κάποια μικρά, μα όχι και τόσο αθώα ψέματα, του είχαν γεννήσει μια υποψία, που δεν την άφησε να τον κατασπαράξει. Είχε κάνει μια συζήτηση, είχε ακούσει όλα όσα φοβόταν πως θα άκουγε κι είχε φύγει για μερικές ώρες από το σπίτι, για να συλλογιστεί. Τα λόγια του, δεν είχε καταφέρει να τα ξεχάσει. «Η μία φορά, Στέλλα, είναι λάθος. Η δεύτερη, όμως, να ξέρεις, δεν είναι λάθος. Είναι συνήθεια». Έτσι εξέφρασε την συγχώρεση και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση, προς την γυναίκα που αγαπούσε. Ή, τουλάχιστον, αυτό πίστευε. Ότι την αγαπούσε.
Μονολογούσε ο Μιχάλης, όταν σκεφτόταν και δεν έβγαζε άκρη, μονολογούσε. Έτσι έκανε κι εκείνη την νύχτα, για μερικές στιγμές. Μονολόγησε καθώς σηκώθηκε από το βρώμικο και σκονισμένο σκαλί. Μονολόγησε όταν έπιασε τα κλειδιά του και κατευθύνθηκε προς το διαμέρισμα. Αναθεμάτισε άηχα όταν έφτασε μπροστά από την πόρτα του, έχοντας συνειδητοποιήσει πως οι αναστεναγμοί πήγαζαν από το διαμέρισμά του. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, όσο πιο αργά και αθόρυβα μπορούσε και καθώς το γύριζε, κάτι, μέσα του, σμπαραλιαζόταν.
Είχε καταλάβει ό,τι έπρεπε να καταλάβει, όταν άνοιξε την πόρτα. Οι παλάμες του είχαν πια παγώσει, το στόμα του είχε στεγνώσει, τα πόδια του έτρεμαν κι αν δεν έσφιγγε τα δόντια δυνατά, στο σημείο που η παραμικρή του κίνηση τα έκανε να τρίζουν, ήταν σίγουρος πως θα ούρλιαζε. Δεν τον ένοιαζαν πια μήτε οι αιτίες, ούτε και οι αφορμές. Δεν ήθελε να ακούσει κάποια χιλιοξεφτιλισμένη «συγγνώμη» από τα χείλη της Στέλλας. Ούτε να συζητήσει ήθελε, ούτε να την κοιτάξει γούσταρε, μα αντί να φύγει – όπως έκανε πάντοτε στη ζωή του – έμεινε. Εκείνο το βράδυ κατάλαβε πως δεν θα έπρεπε να είχε αρχίσει ποτέ το παραμύθι με την Στέλλα. Κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που επέλεξε να μείνει. Για να τελειώσει, ό,τι θα έπρεπε να είχε τελειώσει την πρώτη φορά που κατάλαβε πως οι ζωές τους τούς τραβούσαν σε αντίθετες πορείες.
Σαν αίλουρος κινήθηκε μέσα στο σκοτεινό σαλόνι. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στην έλλειψη φωτισμού και η αδρεναλίνη που κατέκλυζε το σώμα του τού υπαγόρευε πως θα έπρεπε να προσέχει. Δεν ήξερε τι είχε να αντιμετωπίσει κι αυτό που τον κρατούσε πίσω δεν ήταν ο φόβος, μα μια άνευ προηγουμένου οργή που έμοιαζε να αναβλύζει ορμητικά από την τσακισμένη του καρδιά.
Πατώντας στις μύτες των ποδιών, πήγε προς την άκρη του διαδρόμου. Σφάλισε τα μάτια του για μία στιγμή, έσφιξε τα δόντια και πίεσε τον εαυτό του να μην κάνει πίσω. Κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο και έβγαλε το κεφάλι του στον διάδρομο. Μερικά δέκατα του δευτερολέπτου χρειάστηκαν για να εντυπώσει τη σκηνή για πάντα στο μυαλό του. Η Στέλλα, στα τέσσερα, με κλειστά μάτια και πίσω της, να την καβαλάει ένας άνθρωπος τον οποίο θεωρούσε κολλητό και για τον οποίο θα έπεφτε ολόκληρος στη φωτιά. Άρχισαν να χτυπάνε τα δόντια του κι έσφιξε περισσότερο το στόμα του. Έβγαλε το κινητό του από την τσέπη. Βιαστικά το έβαλε στο αθόρυβο και κάλεσε τον αριθμό της Στέλλας.
Ο ήχος του κινητού της αντήχησε σε ολόκληρο το σπίτι. Το είχε στο δωμάτιο, κοντά της. Δεν την έβλεπε πια, μόνο την άκουγε. Την άκουσε να σταματάει, να παίρνει μια βαθιά ανάσα, να σηκώνει το κινητό και με την πιο γλυκιά της φωνή – που δεν έφερε ούτε ένα ίχνος απ’ όσα διαδραματιζόντουσαν μέχρι και πριν λίγες στιγμές – να λέει «Αγάπη μου;»
Τσάκισε ο Μιχάλης. Έκλεισε το κινητό, σταμάτησε να είναι αθόρυβος, βγήκε από το σπίτι, έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και κλείδωσε. Πάνω στην μανία του έσπασε το κλειδί μέσα στην κλειδαριά κι ύστερα άρχισε να κατεβαίνει, τρέχοντας, δυο – δυο τα σκαλοπάτια.
***
Το ρολόι του Μιχάλη, όταν βγήκε από την πολυκατοικία, έγραφε 02:20 και το κινητό του αναβόσβηνε επίμονα. «Σάλτα γαμήσου!» είπε με μένος, μέσα από τα δόντια του, σχεδόν φτύνοντας την συσκευή, πριν αποφασίσει να την απενεργοποιήσει. Σταμάτησε απότομα στο σταυροδρόμι της εικοστής πέμπτης Μαρτίου, νιώθοντας πως έχει χαθεί. Μπορεί να είχε περπατήσει πολύ, μα την ίδια του την γειτονιά, δεν την ήξερε γιατί δεν την γούσταρε. Κοίταξε αριστερά και δεξιά, προσπαθώντας να χαράξει την πορεία του, μα δεν ήξερε κι ο ίδιος προς τα πούθε ήθελε να πάει. Δεν ήξερε, όχι γιατί δεν ήθελε να πάει κάπου, μα γιατί δεν υπήρχε κάποιος προορισμός για τον Μιχάλη. Είχε στήσει όλη του την ζωή γύρω από την Στέλλα, είχε παρατήσει τους παλιούς του φίλους, την παλιά του ζωή, την παλιά του γειτονιά και την παλιά του πόλη για χάρη της. Δεν ήξερε αν μπορούσε να γυρίσει πίσω, αν θα το άντεχε ο εαυτός του κι αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο, ήταν πως δεν γνώριζε τι είχε απομείνει σ’ εκείνο το «πίσω» που δεν τολμούσε ούτε να κοιτάξει.
Μία στιγμή του χρειάστηκε για να αποφασίσει πως η μόνη του διέξοδος κι ο μοναδικός εναπομείναν δρόμος, σ’ εκείνη την φάση, ήταν το «πίσω» που τον φόβιζε. Έστριψε αριστερά. Άνοιξε το βήμα του, έχωσε τα παγωμένα του χέρια στις τσέπες και κατευθύνθηκε, περίπου στα τυφλά, προς τον σταθμό των τραίνων.
Αναστέναξε από ανακούφιση, όταν βρέθηκε στην φωτισμένη – συγκριτικά με την υπόλοιπη πόλη – Ηρώων Πολυτεχνείου. Χρειαζόταν επειγόντως έναν καφέ και ένα πακέτο τσιγάρα. Ίσως μια μπύρα ή ένα ποτήρι σκέτη βότκα. Είχε κολλήσει το στόμα του και το λαρύγγι του κι αυτό, ήξερε, πως δεν ήταν από τη δίψα.
Δεν παρατηρούσε τα κλειστά μαγαζιά, μήτε τα αυτοκίνητα που έσκιζαν τη σιγαλιά της νύχτας, με τα ουρλιαχτά των κινητήρων τους ή τα κακής ποιότητας σκυλάδικα που έπαιζαν στη διαπασών. Δεν παρατηρούσε τα διαλυμένα πεζοδρόμια που του έφερναν εικόνες από τα παιδικά του χρόνια. Δεν έβλεπε ούτε τα κόκκινα φανάρια, ούτε τα στοπ, ούτε τους ελάχιστους περαστικούς που συναντούσε, πολύ αραιά, στο διάβα του. Ήταν σε κάποια άλλη γειτονιά πιά, σε μια ακόμη από εκείνες που δεν γνώριζε καλά. Σταμάτησε σ’ ένα ανοιχτό περίπτερο. Ψάρεψε έξι μπύρες από το ψυγείο, τις έχωσε στην αγκαλιά του και πήγε να πληρώσει. «Ένα Prince και μια σακούλα» είπε κοφτά στον περιπτερά. Άφησε ένα εικοσάευρω. Παρατήρησε τον περιπτερά να το παίρνει, να το επεξεργάζεται να το παραχώνει σε μια τσέπη κι ύστερα να του δίνει τα ρέστα. «Σακούλα θες;» ακούστηκε η απόκοσμα βραχνή φωνή του περιπτερά. Έγνεψε καταφατικά ο Μιχάλης. Έβαλε τις μπύρες σε μια σακούλα, έχωσε τα τσιγάρα στην τσέπη του μπουφάν, άρπαξε τα ρέστα και άραξε σ’ ένα παγκάκι, σ’ εκείνο το μικρό πάρκο, που βρισκόταν σχεδόν απέναντι από τον σταθμό. Άνοιξε μια μπύρα και κατέβασε σχεδόν τη μισή, μονορούφι. Ύστερα έπιασε το πακέτο με τα τσιγάρα, το άναψε, έβγαλε ένα και το έχωσε βιαστικά στο στόμα του. Κουβαλούσε πάντοτε αναπτήρα πάνω του. Κυρίως για να μην ψάχνει από ‘δω κι από ‘κει, όταν κάποιος πελάτης στο μαγαζί, του ζητούσε φωτιά. Άναψε το τσιγάρο και τράβηξε μια βαθιά τζούρα που τον έκανε να πνιγεί. «Γαμήσου» κατάφερε να πει μέσα στον βήχα του, προτού προσπαθήσει ξανά να τραβήξει τζούρα. «Γαμήσου, Στέλλα…» μονολόγησε, καθώς φυσούσε τον καπνό του, προς τον έναστρο και παγωμένο νυχτερινό ουρανό.
***
Βασανιστικά πέρασαν οι επόμενες δύο ώρες. Ο Μιχάλης ήπιε τις λίγες γουλιές της προτελευταίας μπύρας και κράτησε την τελευταία για το ταξίδι. Έσυρε τα πόδια του μέχρι τον σταθμό. Δεν ήθελε να κρατήσει στην μνήμη του το τελευταίο πλάνο μιας πόλης που τον είχε πληγώσει κι έτσι χώθηκε βιαστικά στο παλιό κτήριο. Αγόρασε ένα εισιτήριο κι έπειτα βγήκε στην αποβάθρα.
Τα βλέφαρά του ήταν πολύ βαριά· έγραφε περισσότερες από δεκαοχτώ ώρες ξύπνιος κι ήταν σίγουρος πως η αγρύπνια εκείνης της μέρας, θα συνεχιζόταν για πολύ ακόμη. Τα πόδια του είχαν πρηστεί από την ορθοστασία και το περπάτημα και δεν ήταν σίγουρος για πόσο ακόμη θα κατάφερναν να τον κρατήσουν όρθιο. Έριχνε φευγαλέες ματιές στον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί στην προβλήτα για να ταξιδέψει με το μεταμεσονύκτιο δρομολόγιο το τραίνου προς την Θεσσαλονίκη. «Ίδιος είναι ο κόσμος, ίδιος όπου κι αν πάω» συλλογίστηκε κι έπειτα άναψε ακόμη ένα τσιγάρο – το τελευταίο τσιγάρο που θα έκανε στις τελευταίες του στιγμές σ’ εκείνη την πόλη.
Κάθισε σ’ ένα παγκάκι και χάζεψε το τραίνο δίχως μηχανή. Γνώριζε πως είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή του, μέχρι να δέσει η ηλεκτροκίνητη μηχανή, στην ατσαλένια άμαξα, ώστε να την σύρει ως τον τελικό της προορισμό. Είχε συνηθίσει και τον καπνό που δεν του έγδερνε πια τα πνευμόνια και που θόλωνε τον λογισμό του και τον αποσπούσε από όλες τις άσχημες και επώδυνες σκέψεις. Προσπαθούσε να διώξει από τις θύμησές του το κοντό, ξανθό και γελαστό κορίτσι με το στιλπνό και χυμώδες, κορμί, εκείνο το διάστικτο κορμί με τις μυριάδες αδιόρατες φακίδες. Προσπαθούσε να κρατήσει μέσα του μόνο τα χαρούμενα και τα όμορφα, μα το μόνο που κατάφερνε ήταν να ανταμώνει άσχημες εικόνες από την κοινή τους ζωή.
Χωρίς να καταλάβει πώς, συλλογίστηκε έναν παλιό συνάδελφο που είχε στον στρατό. Δεν θυμόταν το όνομα μήτε το επίθετό του, όμως η σιλουέτα εκείνου του ψηλού και γεροδεμένου τύπου, με το γαλήνιο ύφος και το άκακο βλέμμα, κάπως παραλληλιζόταν με τις σκέψεις του. «Yes-Man» τον φωνάζανε, κοροϊδευτικά, γιατί ποτέ δεν έλεγε όχι και πάντα ακολουθούσε το κοπάδι. Αναλογίστηκε εκείνον τον παραλληλισμό και αποφάνθηκε πως κι εκείνος, με την Στέλλα, είχε γίνει ένας «Yes-Man», ο άνθρωπος που ποτέ δεν κατάφερε να χαλάσει χατίρι, να κρατήσει κακία, ή να βγάλει μίσος σ’ εκείνη την κοπέλα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κατάφερνε πάντοτε να περάσει το δικό της. Κούνησε σκεφτικά το κεφάλι του, καθώς έπαιρναν σάρκα και οστά οι αναμνήσεις του, μπροστά στα κουρασμένα του μάτια.
***
Ήταν Αύγουστος. Ένας υπερβολικά καυτός Αύγουστος, που κάθε μέρα έκαιγε ολόκληρη την πόλη. Κάποιο σαββατιάτικο πρωινό, ο Μιχάλης είχε κανονίσει να πιεί έναν καφέ μ’ έναν πελάτη, για να κλείσει μια καλή συμφωνία. Δούλευε τότε ως λογιστής – λογιστής ήτανε, μ’ ένα μεταπτυχιακό πάνω στην διοίκηση επιχειρήσεων – κι έβγαζε αρκετά χρήματα. Ήταν τότε που, ακόμη, δεν είχε χτυπήσει ο έρωτας.
Για κάποιο λόγο που δεν είχε καταφέρει να συγκρατήσει, ο πελάτης τον έστησε κι ο Μιχάλης είχε απομείνει να κοιτάζει αγανακτισμένα τριγύρω, ψάχνοντας με την ματιά του, στο αμέτρητο πλήθος, για κάποιο σημάδι από τον μελλοντικό του πελάτη.
Την ξανθή κοπέλα, με το λευκό, διάστικτο δέρμα και τα καταπράσινα, σαν σμαράγδια, μάτια, δεν θα την παρατηρούσε ποτέ. Τότε, ο κύριος Μπακάλμπασης, ήταν είκοσι πέντε, είχε ξεμπερδέψει με τις υποχρεώσεις του, είχε μια πολύ καλή δουλειά η οποία του προσέφερε όσα χρειαζόταν για να ζήσει περισσότερο από αξιοπρεπώς και σε καμία περίπτωση δεν κοιτούσε δεκαοχτάχρονα κορίτσια τα οποία ετοιμαζόντουσαν να μετακομίσουν σε μια άλλη πόλη, για να αρχίσουν τις σπουδές τους.
Ίσως, στα μάτια της Στέλλας, εκείνος ο εξαιρετικά καλοντυμένος άντρας, που άφηνε να διαγραφούν οι μύες του μέσα από το στενό του πουκάμισο, να έμοιαζε με ένα είδος τροπαίου που έπρεπε, πάση θυσία, να κατακτήσει. Ίσως να τον ερωτεύτηκε, μπορεί και να τον αγάπησε. Κανείς δεν ξέρει και περισσότερο ο Μιχάλης, ο οποίος ποτέ δεν πήρε μια θετική ή μια αρνητική απάντηση σ’ εκείνες του τις ερωτήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως τρόμαξε όταν αντίκρισε, σε απόσταση αναπνοής, εκείνο το χαμογελαστό κορίτσι, να του κλείνει το μάτι κι έπειτα να κάθεται απέναντί του.
Προσπάθησε, ο Μιχάλης, να της εξηγήσει πως περίμενε παρέα, πως δεν είχε χρόνο για ραντεβουδάκια, πως η δουλειά του προείχε. Προσπάθησε να την αποφύγει κι όταν δεν το κατάφερε, της υποσχέθηκε ότι θα κανόνιζαν ένα ραντεβού, όποτε και εάν έβρισκε χρόνο. Δεν είχε σκοπό να φύγει η Στέλλα αν δεν έπαιρνε το τηλέφωνό του. Με μισή καρδιά της το έδωσε, γνωρίζοντας ότι δεν είχε νόημα να της δώσει, ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή, λάθος αριθμό, γιατί ήταν σίγουρος πως δεν θα τον άφηνε σε ησυχία.
Τελικά, ο πρωινός καφές, λόγω κάποιας αδυναμίας του πελάτη, μετατράπηκε σε μεσημεριανό φαγητό, σε κάποιο ήρεμο ταβερνείο. Ο Μιχάλης αναγκάστηκε να κλείσει το κινητό, για να καταφέρει να κλείσει την μπίζνα, γιατί όλο του έστελνε μηνύματα η Στέλλα κι όλο, εκείνος, προσπαθούσε να την αποφύγει ευγενικά. Είδε κι απόειδε όταν συνεχίστηκε για μερικές μέρες εκείνη η κατάσταση με τα ακατάπαυστα μηνύματα, αγανάκτησε ο Μιχάλης κι αποφάσισε να βγει ένα καταραμένο ραντεβού, να δείξει τον χειρότερο εαυτό του, και να απαλλαγεί μια για πάντα από εκείνη την επίμονη πιτσιρίκα.
Βιαστικά το κανόνισε το ραντεβού, για το ίδιο βράδυ, σε κάποιο μπαράκι στο κέντρο της πόλης. Παράτησε το κινητό σε μια γωνιά του γραφείου του και στρώθηκε στη δουλειά. Όταν ξανασήκωσε το βλέμμα του συνειδητοποίησε ότι είχε μόνο μισή ώρα στη διάθεσή του για να ετοιμαστεί. «Δώσε μια ευκαιρία» είπε στον εαυτό του, την ώρα που ξυριζόταν, συλλογιζόμενος πως είχε περάσει πολλά χρόνια μόνος του κι ότι εκείνη η μοναξιά είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Είχε αρχίσει να βλέπει πως όλη του την ενέργεια, όλη του την στοργή και όλο του τον χρόνο τα επένδυε στην δουλειά, γιατί δεν είχε έναν άνθρωπο δίπλα του για να επενδύσει όχι μόνο τα συναισθήματά του, αλλά και την ζωή του. «Γαμήσου, Στέλλα…» μονολόγησε, γελώντας δυνατά, πριν χωθεί στο δωμάτιό του, για να ντυθεί.
Δεν κατάφερε να καταλάβει πως, από ένα απλό ραντεβού, βρέθηκε να παραιτείται και να μετακομίζει σε μια νέα πόλη, χωρίς δουλειά, χωρίς γνωστούς, χωρίς προοπτικές, μόνο με την Στέλλα και οδηγό την αγάπη τους. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα και τόσο βιαστικά που ο Μιχάλης, πίστεψε, πως τα έχασε κάπου στην πορεία. Αυτό σκεφτόταν όταν πάτησε, με δυο βαλίτσες πράγματα, στο νέο τους σπίτι – στο «σπιτάκι» τους, όπως το αποκαλούσε εκείνη. «Πώς βρέθηκα εδώ; Πώς τα κατάφερα έτσι;»
***
Ο ήχος ενός κοφτού σφυρίγματος έκανε το νευρικό σύστημα του Μιχάλη να τιναχτεί. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα και συνειδητοποίησε πως το τραίνο θα ξεκινούσε χωρίς αυτόν. Πετάχτηκε όρθιος, κρατώντας στο χέρι του την τελευταία του μπύρα, ενώ ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου χεριού του, υπήρχε μια γόπα που είχε καεί μέχρι το φίλτρο. Έτρεξε προς ένα βαγόνι, άνοιξε την πόρτα κι ένιωσε το τραίνο να ξεκινάει. Κατάφερε να πιαστεί και να βάλει το πόδι του στο πρώτο σκαλί. Σκαρφάλωσε αδέξια και έκλεισε πίσω του την πόρτα του παλιού βαγονιού. Δεν είχε κουράγιο να βρει την θέση του. Κάθισε στο σκαλοπάτι, τεντώνοντας όσο μπορούσε το κορμί του. Συνειδητοποίησε πως τον είχε πάρει ο ύπνος στο παγκάκι, μόλις άνοιξε την μπύρα και ήπιε μια γερή γουλιά.
Κοίταξε γύρω του. Μια παρέα αραπάδων δίπλα του, συζητούσαν χαμηλόφωνα, ενώ μια μάνα με δύο ρακένδυτα παιδιά στην είσοδο του βαγονιού, λαγοκοιμόταν με το ένα μάτι ανοιχτό. Περίμενε να περάσει ο ελεγκτής προτού ανάψει τσιγάρο, κυρίως γιατί δεν γούσταρε να μανουριάσει με την κούραση που είχε. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Αχνοχάραζε και τα χαμόσπιτα που έστεκαν δίπλα από τις γραμμές του τραίνου, φάνταζαν περισσότερο διαλυμένα κι έρημα από ποτέ.
Ο Μιχάλης απόμεινε ν’ αγναντεύει τις φτωχογειτονιές και τα χωράφια, μέχρι που πέρασε ο ελεγκτής. Ύστερα έβγαλε ένα τσιγάρο, το άναψε και πρόσφερε στην παρέα των Νιγηριανών. Έπιασε κουβέντα με τα τρία παλικάρια που κυνηγούσαν την τύχη τους, ως μικροπωλητές, όπου μπορούσαν κι όπου τους έβγαζε ο δρόμος. Κι έτσι κατάφερε να ξεχαστεί, τουλάχιστον για όσο ήταν στο τραίνο.
Μόλις πάτησε το πόδι του στον σταθμό της Θεσσαλονίκης, κατακλύστηκε από μια έντονη επιθυμία να βγάλει το εισιτήριο της επιστροφής και να γυρίσει πίσω. Πήγαινε ενάμισης χρόνος από την τελευταία του επίσκεψη κι εκείνη, αν δεν ήταν για κηδεία, δεν θα την είχε κάνει. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του, σε μια ύστατη προσπάθεια να καθαρίσει τον βασανισμένο του νου. Δεν γνώριζε τι είχε μείνει σ’ εκείνη την πόλη – αν είχε μείνει κάποιος ή κάτι – κι αυτό τον τρομοκρατούσε.
Τον καφέ τον αγόρασε προτού βγει από τον σταθμό. Διπλό φραπέ σκέτο. Απόμεινε ένα – δυο λεπτά να κοιτάζει την πρωινή κίνηση, να αφουγκράζεται την φασαρία περαστικών και αυτοκινήτων και να εισπνέει την βαριά, μα γνώριμη ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, πριν πάρει την απόφαση ν’ αρχίσει να περπατάει, έτσι ώστε να μπορέσει να πάρει και τις υπόλοιπες αποφάσεις, οι οποίες, ουσιαστικά, ήταν χαραγμένοι μονόδρομοι που έπρεπε να ακολουθήσει.
Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να φτάσει μέχρι την Αριστοτέλους και να επιβιβαστεί στο 22. Ήθελε να κοιμηθεί για λίγο στην διαδρομή, μα ο ρυθμός του λεωφορείου δεν τον άφησε. Είχε ξεχάσει ο Μιχάλης πώς στα μέρη του, τα λεωφορεία, πήγαιναν λες και οι οδηγοί τους τα είχαν μόλις κλέψει και τους κυνηγούσε ολόκληρη η αστυνομική δύναμη του νομού. Κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του μετά από δεκάδες απότομα φρεναρίσματα και κορναρίσματα, αποβιβάστηκε και κοίταξε τριγύρω.
Του πήρε μερικές στιγμές να προσανατολιστεί, γιατί είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ‘χε χαρτογραφήσει εκείνα τα μέρη με τα πόδια και το ποδήλατο. Με πολύ βαριά καρδιά και ακόμη πιο βαριά βλέφαρα, έσυρε το κουφάρι του προς ένα σπίτι που ευελπιστούσε να γίνει το κατάλυμά του, σίγουρα για εκείνη τη ημέρα κι ίσως για μερικές ακόμη, τουλάχιστον μέχρι να κατάφερνε να σταθεί στα πόδια του.
Σταμάτησε έξω από την πολυκατοικία που βρισκόταν στον αριθμό 42 και κοίταξε θλιμμένα το κουδούνι δίχως όνομα. Πέρασε από το μυαλό του η μία και μοναδική φορά που είχε τολμήσει να το χτυπήσει και πώς, στη συνέχεια, τράπηκε σε φυγή γιατί φοβήθηκε ότι θα ήταν ο κομιστής των κακών μαντάτων κι ότι θα έπρεπε να κάνει μια συζήτηση που είχε υπερβολικά αργήσει. Πάτησε το κουδούνι και περίμενε. Ήταν λίγο μετά τις εφτά.
Πέντε λεπτά αργότερα είχε κολλήσει το χέρι του στο κουδούνι, μέχρι που ακούστηκε μια αγριεμένη, γυναικεία φωνή, να ουρλιάζει στο θυροτηλέφωνο «αν κατέβω κάτω ρε παλιαρχίδι, θα στο κόψω το δάχτυλο!»
«Εγώ είμαι» κατάφερε να πει ο Μιχάλης.
«Ποιος εσύ;»
«Μπακάλμπασης».
***
Όταν έφτασε στον δεύτερο ο Μιχάλης, δεν ήξερε τι θα αντίκριζε. Είχε πολλά χρόνια να δει την Λίλιαν κι άλλα τόσα να μάθει, πραγματικά, τα νέα της. Στις αναμνήσεις του υπήρχε ένα αγρίμι που ζούσε στα άκρα, προσπαθώντας να πεθάνει με τον πιο ηλίθιο ή τραγικό τρόπο. Η κοπέλα που άνοιξε όμως την πόρτα, μόνο εμφανισιακά έμοιαζε σ’ εκείνο το αγρίμι. Είχε αφήσει τα μαλλιά της να μακρύνουν και τα είχε βάψει σ’ έναν καστανό τόνο, που έκανε το πρόσωπό της να φαντάζει απίστευτα γαλήνιο. Οι μαύροι κύκλοι που είχε, από την εφηβεία της ακόμη, είχαν εξαφανιστεί και το ισχνό πρόσωπο με τα έντονα ζυγωματικά, είχε πάρει έναν πιο ροδαλό και υγιή τόνο. Μέχρι και η χροιά της φωνής της και ο τόνος της είχαν αλλάξει. «Μιχάλη;» έκανε σαστισμένα, όταν τον αντίκρισε, έχοντας έναν στοργικό και μαμαδίστικο τόνο στη φωνή της.
Ο Μιχάλης έγνεψε καταφατικά κι ύστερα αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι. «Έλα μέσα παιδάκι μου!» αναφώνησε η Λίλιαν, τραβώντας τον από το χέρι και βάζοντάς τον στο σαλόνι της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι έπειτα άρχισε να μιλάει, μα ο νους του Μιχάλη δεν κατάφερνε να της δώσει την απαιτούμενη προσοχή και να ακούσει το πρωινό της παραλήρημα. Του έκανε απίστευτη εντύπωση εκείνος ο ενιαίος χώρος, που ήταν κάτι μεταξύ σαλονιού, γραφείου και κουζίνας, με τα ελάχιστα έπιπλα. Η κουζίνα ήταν πεντακάθαρη και φάνταζε ολοκαίνουρια, τα έπιπλά το ίδιο. Ένας μεγάλος πάγκος εργασίας, τοποθετημένος με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει τον καλύτερο φωτισμό, ήταν το μόνο παράταιρο σημείο του σαλονιού. Έμοιαζε παρατημένος και σκονισμένος. Πήγε προς το μέρος του. Κοίταξε εξιχνιαστικά το σκίτσο που απεικόνιζε έναν σκυθρωπό μηχανόβιο, να καπνίζει καβάλα στην μηχανή του, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο δρόμο. «Ο Παύλος;» κατάφερε να μουρμουρίσει ο Μιχάλης και η Λίλιαν, που είχε φτάσει στην κουζίνα, κάγχασε. «Σταμάτησα να ασχολούμαι με τους πεθαμένους» είπε με στόμφο, προτού κατεβάσει δύο κούπες από ένα ντουλάπι. Έβαλε καφέ στην καφετιέρα να γίνεται και πήγε προς το μέρος του Μιχάλη. «Εσύ;» τον ρώτησε.
«Εγώ, τι;» μουρμούρισε ο Μιχάλης.
«Σταμάτησες να ασχολείσαι με πεθαμένους; Ή, για να το θέσω αλλιώς, χώρισες;»
«Έπρεπε» απάντησε εκείνος, σηκώνοντας τον δεξί του ώμο, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα.
Η Λίλιαν του έπιασε το χέρι κι εκείνος έσκυψε το κεφάλι του. Του χάιδεψε το μάγουλο κι ύστερα κατάφερε να ανταμώσει το βλέμμα της με το δικό του. «Κάποτε μου είχες πει ότι είμαι άξια της μοίρας μου κι όντως ήμουν. Κάποτε σου είχα πει κι εγώ, πως η Στέλλα θα σε καταστρέψει. Διαλυμένο σε έστειλε πίσω…»
«Άξιζε;» την διέκοψε ο Μιχάλης.
«Σε κανέναν από τους δυο μας δεν άξιζε, και το ξέρουμε και οι δύο» του απάντησε, χαμογελώντας.
Την κοίταζε βαθιά μέσα στα μάτια, ενώ προσπαθούσε να θυμηθεί πόσες φορές είχε χάσει τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνα τα πελώρια και βαθιά μάτια, που κάθε φορά που τα κοίταζε, γαλήνευε το είναι του. Μισόκλεισε τα μάτια του κι ύστερα κατάφερε να χαμογελάσει, για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, χωρίς να ζορίσει τον εαυτό του. «Ισχύει. Δεν άξιζε» αποφάνθηκε.
«Έλα να σε πάρω μια αγκαλιά» του είπε.
«Δεν θέλω» αποκρίθηκε εκείνος, προτού σωριαστεί στον ένα και μοναδικό καναπέ του σαλονιού.
«Θέλεις να φας κάτι και να κοιμηθείς;» τον ρώτησε γλυκά, χαϊδεύοντάς του τα ανακατεμένα μαλλιά.
«Θέλω, ναι».
***
Αφού έφαγε ένα μπολ με δημητριακά, μετά από τα παρακάλια, αρχικά, και τις φωνές, στη συνέχεια, της Λίλιαν, κέρασε τον εαυτό του μία κούπα καυτό καφέ και βγήκε στο στενό μπαλκονάκι του σπιτιού για να καπνίσει ένα τσιγάρο. «Νόμιζα πως το είχες κόψει» σχολίασε η Λίλιαν, που είχε καθίσει σε ένα κοντό σκαμνάκι στην άκρη του μπαλκονιού και τον παρατηρούσε.
«Το ‘χα κομμένο» απάντησε εκείνος.
«Πώς και το ξανάρχισες;» τον ρώτησε. Σήκωσε με αδιαφορία τον ώμο ο Μιχάλης κι η Λίλιαν αναστέναξε άηχα. «Δεν γίνεται δουλειά έτσι» του είπε μ’ έναν τόνο ήρεμο και θλιμμένο.
«Πώς έτσι;» απόρησε ο Μιχάλης, δίχως να γυρίσει να την κοιτάξει.
«Στα δεκαεφτά μας, για να μιλήσεις, έπρεπε να πιείς μισό βαρέλι μπύρα και να καπνίσεις δύο στρέμματα καπνό. Στα τριάντα-»
«Στα δεκαεφτά μας, αν δεν είχες πιεί τρία τσιγάρα και δεν είχες σουτάρει και μια δόση πρέζα, δεν σου ‘παιρνα κουβέντα» αγρίεψε ο Μιχάλης. «Δεν γουστάρω μαθήματα ηθικής από κανέναν κι ιδιαίτερα από εσένα!» αγρίεψε ο Μιχάλης.
«Είναι κακό το να σε νοιάζομαι;» αρπάχτηκε και η Λίλιαν.
«Δεν γαμιέσαι ρε-» πρόλαβε να πει, πριν τον χαστουκίσει με δύναμη η Λίλιαν. Άστραφταν τα μάτια της και τα χείλη της είχαν γίνει μια λεπτή και παγωμένη γραμμή από την οργή. «Κάνε το τσιγάρο σου, Μπακάλμπαση, και τράβα και κοιμήσου. Παραπαίεις και λες ό,τι να ‘ναι!»
Έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένα. Είχε δίκιο η Λίλιαν. Το μυαλό του διαλυόταν. Έσβησε το τσιγάρο σε μια γλάστρα με γιασεμί κι έσυρε τα πόδια του προς το σαλόνι. Έκανε να πάρει το μπουφάν του μα η Λίλιαν τον σταμάτησε. «Πιστεύεις ότι με πλήγωσες;» τον ρώτησε, χαμογελώντας γλυκά.
«Σε πλήγωσα» αποφάνθηκε εκείνος, ύστερα από μερικές σιωπηλές στιγμές.
«Τον εαυτό σου πλήγωσες. Δεν μου είπες κάτι που δεν ήξερα. Πρεζάκι ήμουν τότε, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο».
«Και τώρα;» ρώτησε ο Μιχάλης.
«Δεν έχεις πάρει χαμπάρι τι έχει γίνει. Δεν σε κατηγορώ, στη θέση σου θα είχα εξαφανιστεί κι ούτε καλημέρα δεν θα μου έλεγα. Μα εγώ δεν είμαι εσύ κι εσύ είσαι εδώ. Και το γιατί, το ξέρουμε και οι δύο. Εγώ, σ’ αντίθεση με ‘σένα, πάντα είχα κάπου να πάω. Εσένα, Μπακάλμπαση, σε ξεγράψανε οι φίλοι, σε ξέγραψε η μάνα σου, σε ξέγραψε ο αδερφός σου κι ο πατέρας σου πούλησε το σπίτι που σού ‘χε ταγμένο και την κοπάνησε. Αυτή η πόρτα, Μιχάλη» συνέχισε η Λίλιαν, δείχνοντας την εξώπορτα, «θα είναι πάντα ανοιχτή για σένα. Ξέρεις γιατί;»
«Γιατί;» ρώτησε εκείνος.
«Γιατί σου χρωστάω την σωστή απάντηση, σε μια ερώτηση που μου είχες κάνει κάποτε».
«Ποια ερώτηση;» ρώτησε εκείνος, εμφανώς μπερδεμένος.
«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να το συζητήσουμε. Πρέπει να κοιμηθείς. Να ξεκουραστείς. Είναι στρωμένο το κρεβάτι μέσα. Έλα. Πάμε» κατέληξε η Λίλιαν κι ύστερα τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στο υπνοδωμάτιο.
Σαν τσουβάλι έπεσε στο κρεβάτι ο Μιχάλης κι ο ύπνος τον πήρε προτού ακουμπήσει το κεφάλι στο μαξιλάρι του. Είδε κι έπαθε η Λίλιαν για να του βγάλει τα παπούτσια και τα ρούχα και να τον βάλει κάτω από της κουβέρτες. Έμεινε για λίγη ώρα δίπλα του, χαζεύοντας και προσέχοντάς τον, γιατί ο ύπνος του ήταν εξαιρετικά ταραγμένος. Μέχρι που γύρισε πλευρό ο Μιχάλης κι ηρέμησε κι εκείνη τον άφησε να ξεκουραστεί, του έκλεισε την πόρτα κι άρχισε να κάνει τις πρωινές δουλειές της.