, ,

Damon HellWay Saga: Οι Πέντε Θάνατοι

Ο φημισμένος κριτικός εστιατορίων Τζιάκομο Σκαρλάτι, ήταν ένας πολύ ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Πενήντα ετών πλέον, με πολλά παραπανίσια κιλά, είχε καταφέρει η γνώμη του να παίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία των επιχειρήσεων εστίασης.

Εκείνο το βροχερό βράδι του Νοέμβρη, καθόταν στο κεντρικό τραπέζι ενός κατάμεστου εστιατορίου. Αφού έλεγξε προσεκτικά το σερβίτσιο του και σιγουρεύτηκε πως ήταν αψεγάδιαστο, έκοψε ένα πολύ μικρό κομμάτι από τον σολομό στο πιάτο του. Τον μάσησε αργά. Έπειτα δοκίμασε ρύζι μαζί με αβοκάντο. Άφησε το μαχαίρι να πέσει με δύναμη πάνω στο πιάτο. Όσοι κάθονταν στα διπλανά τραπέζια γύρισαν και τον κοίταξαν παραξενευμένοι. Εκείνος άρπαξε την πετσέτα που είχε στην αγκαλιά του και την πέταξε νευριασμένος μέσα στο μπολ με τη σούπα. Το λευκό τραπεζομάντιλο γέμισε μικρούς λεκέδες.

Ο Φρανκ Μπλόσομ, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, στεκόταν μισοκρυμμένος πίσω από την πόρτα της κουζίνας και τον παρακολουθούσε αγχωμένος. Έκανε νόημα σε ένα σερβιτόρο, να πλησιάσει στον Τζιάκομο. Εκείνος υπάκουσε. Αφού αντάλλαξε μερικές κουβέντες μαζί του, επέστρεψε στο αφεντικό του.

«Λοιπόν;» έκανε ανυπόμονα.

«Τον…» κόμπιασε «τον ρώτησα αν έχει κάποιο παράπονο κι αν μπορώ να τον βοηθήσω».

«Και;»

«Μου είπε πως θα μάθω όλα τα παράπονα αύριο στα νέα».

Ο Φρανκ ξεροκατάπιε. Εκείνη τη στιγμή, ο Τζιάκομο σηκώθηκε, χάιδεψε τη μεγάλη του κοιλιά κι αφού διέσχισε επιδεικτικά την αίθουσα, άνοιξε την εξώπορτα και απομακρύνθηκε. Ευθύς αμέσως, δυο παρέες αποχώρησαν, αφήνοντας σχεδόν ανέγγιχτα τα πιάτα τους.

Την επόμενη μέρα, υπήρχαν αρκετά άδεια τραπέζια. Κι όσο περισσότεροι διάβαζαν την κριτική του, τόσα περισσότερα έμεναν κενά.

Και ο Τζιάκομο ήταν χαρούμενος που ακόμη ένα εστιατόριο καταστρεφόταν εξαιτίας του, γιατί το φαγητό δεν ήταν ακριβώς όπως εκείνος το ήθελε. Επειδή ο σολομός ήταν λίγο περισσότερο ψημένος από όσο προτιμούσε και το ρύζι λίγο λιγότερο. Διότι έκρινε πάντα υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά. Και γατί, όσο μεγαλύτερο το μέγεθος της καταστροφής που προκαλούσε, τόσο μεγαλύτερη η ικανοποίησή του πως η γνώμη του μετρούσε ακόμη.

Χαμογέλασε χαιρέκακα, ξετύλιξε το χάμπουργκερ που είχε μόλις παραγγείλει και άρχισε να το τρώει λαίμαργα.

Μόνο που αυτή τη φορά, είχε ξεπεράσει τα όρια. Ο Φρανκ Μπλόσομ δεν άντεξε την οικονομική κατάρρευση. Ανέβηκε στην ταράτσα του κτηρίου στο οποίο στεγαζόταν η επιχείρησή του και πήδηξε στο κενό. Ο θάνατός του ήταν ακαριαίος.

Και αυτή, ήταν η αρχή του τέλους για τον Τζιάκομο Σκαρλάτι.

 

Λίγο καιρό μετά…

«Στραβός είσαι ρε;! Δε βλέπεις μπροστά σου;» φώναξε έξαλλος ο κρεοπώλης, όταν ένα αυτοκίνητο έπεσε με δύναμη πάνω στην τζαμαρία του καταστήματός του. Γυαλιά ανακατεμένα με ωμά κρέατα και σοβάδες σκόρπισαν παντού. Ξεπρόβαλε πίσω από τον πάγκο στον οποίο είχε ζητήσει καταφύγιο και κινήθηκε απειλητικά προς τον εισβολέα. Μόλις όμως η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και η οδηγός όρμησε έξω, εκείνος πισωπάτησε τρομαγμένος.

«Δεν βλέπω!» ούρλιαζε και ψηλάφιζε στον αέρα ψάχνοντας κάποιο στήριγμα. «Τα… τα μάτια μου!»

Προσπάθησε να κρατηθεί στα τυφλά από τη μισοσπασμένη πόρτα, μα τα χέρια της τραυματίστηκαν από τα σπασμένα γυαλιά. Σωριάστηκε στο πάτωμα αιμόφυρτη. Σχεδόν αμέσως, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή κι έμεινε ακίνητη μπρούμυτα.

Ο κρεοπώλης πλησίασε να τη βοηθήσει, αλλά όταν την έστρεψε προς το μέρος του, διαπίστωσε πως ένα γυαλί είχε καρφωθεί στο μάτι της. Ήταν νεκρή. Δεν ήταν όμως αυτό το τρομακτικότερο˙ ήταν το ότι έβλεπε πολλά αμάξια είτε να συγκρούονται μεταξύ τους, είτε να πέφτουν πάνω σε πεζοδρόμια, καταστήματα, και πεζούς˙ ότι πολλοί έτρεχαν πανικόβλητοι στον δρόμο﮲ ότι κάποιοι προσπαθούσαν να πιάσουν τα αντικείμενα που κρατούσαν πριν από λίγη ώρα, μα εκείνα έπεφταν από τα χέρια τους, όπως γλιστρά το νερό από τις παλάμες﮲ άνθρωποι έφτυναν το πρόχειρο φαγητό που έτρωγαν ή το ποτό που έπιναν και άλλοι ρουθούνιζαν με απογοήτευση τον αέρα, τα λουλούδια στα παρτέρια, το δέρμα τους. Και το πιο τρομακτικό από όλα, ήταν πως ενώ υπήρχε τόση φασαρία, φωνές λυγμοί και ουρλιαχτά, εκείνος δεν άκουγε τίποτε.

Κόλλησε αποσβολωμένος τις παλάμες του σε ένα κομμάτι τζαμαρίας που είχε μείνει όρθιο και απόμεινε ακίνητος να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του να καταρρέει και να βουλιάζει στο χάος.

 

Λίγο καιρό πριν…

Ο συγγραφέας Ρέιμοντ Αντόρας στάθηκε στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό του. Αν και ήταν μόλις τριανταέξι ετών, διάσπαρτες λευκές τρίχες ξεπρόβαλαν μέσα από τα μαύρα σγουρά μαλλιά του. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε ακριβώς ξεκίνησαν όλα. Εκείνο που έμεινε ανεξίτηλο στο μυαλό του όμως, εκείνο που του προκάλεσε τρόμο, ήταν η αίσθηση που ένιωσε, όταν έγραφε στον υπολογιστή το καινούριο του μυθιστόρημα και ξαφνικά, οι θόρυβοι που άκουγε γύρω του έπαψαν να υπάρχουν. Βρέθηκε σε ένα απόλυτο κενό ησυχίας, σε μια σαπουνόφουσκα σιωπής την οποία κανένας ήχος δεν μπορούσε να διαπεράσει. Διήρκεσε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Σύντομα η πρότερη πραγματικότητά του επανήλθε κι έτσι δεν έδωσε σημασία.

Δεν πέρασαν παρά μερικές ημέρες και ο εφιάλτης επέστρεψε. Η ακοή του εξαφανίστηκε προσωρινά, για μερικά λεπτά αυτή τη φορά και όχι δευτερόλεπτα, για να επανεμφανιστεί έπειτα ακριβώς όπως και πριν, κάνοντάς τον να αναρωτιέται αν όντως συνέβη, ή αν ήταν ένα περίεργο είδος ονείρου.

Όταν αυτό άρχισε να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά και κάθε φορά να διαρκεί όλο και περισσότερη ώρα, αποφάσισε να επισκεφτεί τον γιατρό. Αλλά τη στιγμή που περίμενε στην αίθουσα αναμονής, αντιμετώπισε ακόμη μια έκπληξη. Η γραμματέας τους ενημέρωσε ξαφνικά πως ακυρώνονταν όλα τα ραντεβού. Οι ασθενείς αντέδρασαν, μα εκείνη δεν τους έδωσε σημασία. Έσπευσε στο γραφείο του γιατρού. Ο Ρέιμοντ πλησίασε στην πόρτα που είχε μείνει μισάνοιχτη και κρυφοκοίταξε. Τον είδε να κάθεται στο εξεταστικό κρεβάτι. Είχε υψώσει μπροστά του τα χέρια του που έτρεμαν και τα έδειχνε στη νοσοκόμα.

«Δεν…» τραύλιζε «δεν μπορώ να πιάσω τα εργαλεία μου» κλαψούριζε.

Ακούμπησε το χέρι στο μάγουλό του και το έτριψε με μανία.

«Δεν νιώθω το δέρμα μου» συνέχισε με τρόμο. «Πώς…»

Μα ο Ρέιμοντ δεν μπόρεσε να ακούσει παραπάνω. Εκείνο το τρομακτικό κενό σιωπής στο οποίο βυθιζόταν απροειδοποίητα το τελευταίο διάστημα, επανήλθε δριμύτερο. Όλοι οι ήχοι, οι θόρυβοι και οι ομιλίες, εξοστρακίστηκαν. Έβλεπε τον γιατρό να ωρύεται, να σπρώχνει με δύναμη τα αντικείμενα από το γραφείο και τα ράφια κι εκείνα να σκορπίζονται στο πάτωμα, ενώ η γραμματέας τον κοιτούσε τρομαγμένη και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε από όλα αυτά.

Βγήκε στον δρόμο και κοίταξε γύρω του. Είχε νυχτώσει. Τα αυτοκίνητα περνούσαν αφήνοντας πίσω τους φωτεινές γραμμές που έμοιαζαν με πολύχρωμες αστραπές κι έσκιζαν τη σκοτεινή ατμόσφαιρα γύρω του. Ο κόσμος περπατούσε αμέριμνος, τα παιδιά γελούσαν, η ζωή έτρεχε ανενόχλητη αλλά εκείνος δεν μπορούσε να την ακούσει. Έκανε να διασχίσει τον δρόμο. Τη στιγμή που κατέβηκε από το πεζοδρόμιο και πάτησε το πόδι του στην άσφαλτο οι ήχοι επέστρεψαν εκκωφαντικοί και ‘‘χτύπησαν’’ με μανία τα τύμπανά του. Ένα δυνατό κορνάρισμα τον επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα. Στράφηκε προς την πηγή του ήχου και ίσα που πρόλαβε να ελιχθεί προτού το διερχόμενο αμάξι τον χτυπήσει. Ο οδηγός έβγαλε τη γροθιά του από το παράθυρο κάνοντας χειρονομίες εναντίον του και εκτοξεύοντας βρισιές. Ο Ρέιμοντ όμως δεν τον άκουγε. Το πέπλο της σιωπής τον είχε τυλίξει και πάλι.

***

Από τότε που ξεκίνησε αυτός ο τρόμος, βασανιζόταν συνεχώς από έναν εφιάλτη: ένας άντρας με κοντά λευκά μαλλιά, χλωμό αψεγάδιαστο δέρμα και καταγάλανα μάτια, ντυμένος στα μαύρα, καθόταν στην παραλία. Ήταν μια περίεργη παραλία, με άμμο μαύρη και σκληρή και νερό κατακόκκινο, σαν αίμα. Βούλιαξε το χέρι του στην άμμο και την ανακάτεψε με τα δάχτυλά του. Οι μικροσκοπικοί μαύροι κόκκοι σηκώθηκαν και στροβιλίστηκαν γύρω του. Έπειτα πέταξαν προς τη θάλασσα, αιωρήθηκαν από πάνω της κι ύστερα έγιναν κόκκινες πηχτές σταγόνες. Άρχισαν να πέφτουν σε αργή κίνηση. Μόλις άγγιξαν την επιφάνεια, δημιουργήθηκαν μικρές ρουφήχτρες. Το νερό στροβιλίστηκε και το κόκκινο χρώμα, έγινε ακόμη πιο έντονο από πριν. Ο άντρας έμεινε ανέκφραστος.

***

Όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότεροι άνθρωποι ένιωθαν πως άρχιζε να τους εγκαταλείπει η μία από τις πέντε βασικές τους αισθήσεις﮲ δεν μπορούσαν να δουν, αδυνατούσαν να ακούσουν, να γευτούν, να μυρίσουν, να νιώσουν αυτό που άγγιζαν. Ζευγάρια χώριζαν, οικογένειες διαλύονταν, επιχειρήσεις έκλειναν, κάποιοι έμεναν στον δρόμο, άλλοι αυτοκτονούσαν και ζωές καταστρέφονταν. Σύντομα κυκλοφόρησε η φήμη πως υπήρχε ένα νέο ναρκωτικό: ένα ναρκωτικό που μπορούσε να αναπληρώσει τη χαμένη αίσθηση έστω και προσωρινά. Και όλοι έσπευδαν να το αγοράσουν. Ήταν μάλιστα διατεθειμένοι να δώσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, για να αποκτήσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν χάσει, κι ας γνώριζαν πως θα δεν θα διαρκούσε πολύ. Ζευγάρια που δεν μπορούσαν να νιώσουν το άγγιγμά τους, ξεπουλούσαν τα πάντα για λίγη ώρα έρωτα. Άνθρωποι που αδυνατούσαν να γευτούν το φαγητό τους, τα έδιναν όλα για να απολαύσουν το αγαπημένο τους γεύμα. Κάποιοι που είχαν τυφλωθεί αδημονούσαν να δουν έστω για μερικά λεπτά, όσοι κουφάθηκαν ανυπομονούσαν να ακούσουν, ενώ αυτοί που είχαν χάσει την όσφρησή τους, δεν περίμεναν την ώρα να μυρίσουν.

Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο οργανισμός τους δεν άντεχε τη συγκίνηση. Πολλοί κατέρρεαν αρκετά πριν τελειώσει ο χρόνος που είχαν στη διάθεσή τους. Και όσοι άντεχαν, το ζητούσαν ξανά και ξανά, και ξεπουλούσαν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, έστω κι αν γνώριζαν πως ό,τι βίωναν ήταν απλά μια ψευδαίσθηση. Έστω κι αν γνώριζαν πως τίποτε από αυτά δεν ήταν αληθινό.

Δεν άρχισε όμως τότε ο κόσμος να καταρρέει. Άρχισε, όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν πως πολύ πριν τους εγκαταλείψει οριστικά η μία από τις πέντε βασικές τους αισθήσεις σταδιακά άρχιζαν να ξεθωριάζουν και οι επόμενες, ώσπου τελικά η μία από αυτές εξαφανιζόταν για πάντα. Κι όταν χανόταν εκείνη, σειρά είχε η δεύτερη και συνέχιζαν έτσι, ώσπου να μην αισθάνονται πλέον τίποτα.

***

Ο Ρέιμοντ καθόταν μπροστά στον υπολογιστή με μάτια κόκκινα από την κούραση και προσπαθούσε να γράψει. Όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Ο φόβος ότι σε λίγο δε θα μπορούσε να νιώσει τίποτε του κατέτρωγε τα σωθικά.

Έτριψε τα μάτια του προσπαθώντας να τα ανακουφίσει, μα όταν τα άνοιξε βρέθηκε μπροστά σε μια τεράστια έκπληξη. Ο άντρας με τα λευκά μαλλιά και το χλωμό πρόσωπο που έβλεπε στον ύπνο του, στεκόταν μπροστά του. Ο συγγραφέας αναπήδησε.

«Ποιος είσαι;» ρώτησε τρομαγμένος.

«Ντέιμον Χέλγουεϊ» απάντησε ψυχρά εκείνος.

Η ακοή δεν τον είχε εγκαταλείψει τελείως ακόμη κι έτσι, η φωνή του άντρα ακούστηκε πεντακάθαρη. Ξεροκατάπιε.

«Γιατί…»

«Ο κόσμος όπως τον ξέρεις, θα σταματήσει να υπάρχει. Και μαζί του, θα πάψεις να υπάρχεις κι εσύ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε γι΄ αυτό».

«Τότε τι θέλεις από μένα;»

«Να κάνουμε μια συμφωνία».

***

Ο Ντέιμον Χέλγουεϊ καθόταν ξανά στην κατάμαυρη παραλία με τη ματωμένη θάλασσα. Ύψωσε τον δείκτη του και τον στριφογύρισε. Το νερό και η άμμος σηκώθηκαν στον αέρα. Αμέσως σχηματίστηκε μια γυάλινη κλεψύδρα στην οποία, αντί για άμμο έσταζαν κόκκινες σταγόνες. Η μυρωδιά του αίματος, πλημμύρισε την ατμόσφαιρα.

***

Ο Κέλμπι ήταν κρυμμένος πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Σε μια λακκούβα με νερό δίπλα του, μπορούσε να δει την κουρασμένη αντανάκλασή του να τον παρατηρεί ανέκφραστη. Το νεανικό πρόσωπό του είχε γεράσει απότομα. Αναστέναξε. Σκυφτός ακόμη, πλησίασε προς την άκρη, ξεπρόβαλε ίσα που να μπορεί να δει και κοίταξε. Ένας άντρας κειτόταν στο έδαφος και σφάδαζε. Ξαφνικά, έμεινε ακίνητος. Μια λιμνούλα αίματος απλώθηκε γύρω του. Μια κοπέλα τον πλησίασε και τράβηξε απότομα το μαχαίρι που του είχε πετάξει στο στήθος. Έπειτα έκανε ένα γύρο με το βλέμμα της. Τη στιγμή που στρεφόταν προς το μέρος του, ο Κέλμπι τραβήχτηκε απότομα. Έβγαλε ένα κουτάκι σφαίρες και τις μέτρησε. Είχαν μείνει λίγες. Πήρε το όπλο του και το γέμισε. Έριξε ακόμη μια ματιά πίσω του. Η κοπέλα είχε εξαφανιστεί, μαζί με τα ρούχα του νεαρού. Σηκώθηκε να φύγει μα κάτι έπεσε από την τσέπη του. Ήταν το σήμα του. Έκανε να απομακρυνθεί, αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Το μάζεψε, το έκλεισε στη χούφτα του και χώθηκε σε ένα σκοτεινό στενό.

***

Ο έφηβος Σέσιλ στεκόταν με την πλάτη και τις παλάμες του κολλημένες στους τοίχους.

«Τρία τετράγωνα» μονολογούσε. «Πρέπει να μετρήσω τρία τετράγωνα. Το πρώτο έχει οχτώ πόρτες. Το δεύτερο τέσσερις. Το πέμπτο έξι».

Σώπασε και προσπάθησε να αφουγκραστεί. Ησυχία. Άρχισε να προχωρά αργά, ψηλαφίζοντας τα κτήρια, ενώ μετρούσε φωναχτά. Τη στιγμή που έφτασε στο τέλος του τετραγώνου, σωριάστηκε στο έδαφος. Σπασμοί συντάραξαν το σώμα του, ενώ σάλια εκτοξεύτηκαν από το στόμα του. Μετά από μερικά εφιαλτικά λεπτά, απόμεινε ακίνητος να ανασαίνει βαριά. Ξαφνικά, άκουσε βήματα να πλησιάζουν. Κράτησε την αναπνοή του. Ο ήχος όλο και δυνάμωνε. Έμοιαζε λες και ‘’χτυπούσε’’ στους τοίχους ενός μακρινού τούνελ. Τελικά, τα βήματα σταμάτησαν δίπλα του. Ο Σέσιλ ξεροκατάπιε. Έπειτα λιποθύμησε.

***

Η Καρέσα περπατούσε σε έναν λευκό διάδρομο φτιαγμένο από αλουμίνιο, ανάμεσα από ένα χάος με σπασμένες καρέκλες, τραπέζια, γυαλιά, κουρέλια από σκισμένα υφάσματα, ματωμένες πετσέτες και σοβάδες. Στις δύο πλευρές του υπήρχαν πολυάριθμες ανοιχτές πόρτες. Φορούσε μια άσπρη φαρδιά ρόμπα που έφτανε μέχρι τα γόνατά της.

Έτριβε μανιωδώς τα μπράτσα με τις παλάμες της. Δάκρυα κυλούσαν από τα σακουλιασμένα μάτια της, αυλακώνοντας το σταφιδιασμένο πρόσωπό της. Φτάνοντας στο τέλος του διαδρόμου, έμεινε για λίγο ακίνητη, προσπαθώντας να αποφασίσει ποια κατεύθυνση έπρεπε να ακολουθήσει. Τελικά έστριψε δεξιά. Σχεδόν αμέσως όμως, σταμάτησε. Λίγα μέτρα μακριά της, στεκόταν ένας άντρας γυμνός από τη μέση και πάνω. Τα σγουρά μαλλιά και τα γένια του, ήταν μακριά και ατημέλητα. Με δυσκολία μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει το πρόσωπο του φανερά αδυνατισμένου Τζιάκομο Σκαρλάτι. Η Καρέσα εστίασε το βλέμμα στα χέρια του. Κρατούσε ένα ωμό κοτόπουλο. Το πλησίασε στο στόμα του και κοιτώντας τη στα μάτια, το δάγκωσε λαίμαργα. Η γυναίκα έμεινε ακίνητη για μια στιγμή. Έπειτα έγειρε το κεφάλι στο πλάι και του χαμογέλασε. Κατέβασε τα χέρια από τα μπράτσα της. Φαινόταν πως ο άντρας είχε ανάγκη από ένα τρυφερό χάδι, μια αγκαλιά. Ίσως σκέφτηκε, αυτός να μπορεί να το νιώσει. Άρχισε να τον πλησιάζει.

***

Ο Σέσιλ ξύπνησε νιώθοντας ζέστη στο πρόσωπό του. Άνοιξε τα μάτια απότομα, αλλά το σκοτάδι δε διαλύθηκε.

«Πού βρίσκομαι;» ρώτησε μα δεν πήρε απάντηση.

Στα ρουθούνια του έφτασε μυρωδιά τσιγάρου.

«Ποιος είναι εκεί;»

Ούτε πάλι υπήρξε απόκριση. Στην προσπάθειά του να ανασηκωθεί, κλώτσησε κάτι. Αμέσως ακούστηκε ήχος νερού που χύνεται μαζί με έναν εκκωφαντικό κρότο. Η ζέστη εξαφανίστηκε.

«Έι!» είπε μια βαριά αντρική φωνή και ο νεαρός λούφαξε.

Ο Κέλμπι που βρισκόταν παραπέρα πλησίασε. Ρούφηξε μια μεγάλη τζούρα από το τσιγάρο και το πέταξε στη λιμνούλα που είχε σχηματιστεί από το νερό του κουβά που έσπρωξε κατά λάθος ο Σέσιλ.

«Έχυσες όλο το νερό κι έσβησες τη φωτιά!» νευρίασε. «Στραβός είσαι;»

Ο Σέσιλ λούφαξε ακόμα πιο πολύ.

«Ναι, κυριολεκτικά» ψιθύρισε.

Ο Κέλμπι αναστέναξε κουρασμένα.

«Α! Ξέχασα να σου πω. Είμαι κουφός. Γι’ αυτό μίλα αργά και καθαρά για να μπορώ να διαβάζω τα χείλη σου».

«Εί-μαι τυ-φλός».

Ο Κέλμπι ανασήκωσε τα φρύδια.

«Ένας τυφλός κι ένας κουφός. Καλά θα πάει αυτό. Λοιπόν, μικρέ» έσκυψε προς το μέρος του «θα σου αφήσω λίγο νερό και φαγητό και θα φύγω».

«Πού πας;» ρώτησε αργά και καθαρά ο Σέσιλ.

«Στο ψυχιατρείο».

Έκανε να φύγει, μα ο Σέσιλ ‘‘άκουσε’’ την κίνησή του και προσπάθησε να τον αρπάξει. Τελικά κατάφερε να του τραβήξει το παλτό. Εκείνος γύρισε απότομα.

«Τι τρέχει;»

«Πάρε με μαζί σου!»

Ο Κέλμπι συνοφρυώθηκε.

«Δεν καταλαβαίνω».

«Πά-ρε με μα-ζί σου» του είπε αργόσυρτα.

Ο κουφός κάγχασε.

«Ξέχνα το!»

«Σε πα-ρα-κα-λώ»

Ο Κέλμπι τραβήχτηκε.

«Παράτα με, μικρέ και τράβα τον δρόμο σου».

«Έ-χω αυ-τό που σου λεί-πει» συνέχισε εκείνος. «Με χρει-ά-ζε-σαι. Και σε χρει-ά-ζο-μαι. Θα εί-μαι τα αυ-τιά σου κι ε-σύ τα μά-τια μου. Θα α-κού-ω τους κιν-δύ-νους που δεν θα προ-λα-βαί-νεις να δεις».

Ο Κέλμπι τον κοίταξε σκεφτικός για λίγο. Έπειτα πήγε στο σακίδιό του, έβγαλε μια κονσέρβα, την άνοιξε και την έχωσε στη χούφτα του Σέσιλ.

«Φάε» τον διέταξε. «Σε λίγο φεύγουμε».

***

Ο Καστούρ προχωρούσε μειδιώντας ελαφρά. Είχε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα από όλους. Το ήξερε. Προτιμούσε όμως να δρα μόνος. Έτσι είχε μάθει άλλωστε. Από μικρό παιδί, μέχρι τώρα που είχε κλείσει πλέον τα δεκαοχτώ, ζούσε για να σκαρώνει φάρσες. Δεν είχε ιδέα όμως για την πλάκα που θα του έκανε η ίδια η ζωή. Το χαμόγελό του ξεθώριασε. Προσπάθησε να ξετυλίξει το κουβάρι της θύμησης για το πότε ξεκίνησαν να πηγαίνουν όλα στραβά. Ίσως ήταν τότε που πέταξε εκείνη τη βόμβα με τις ακαθαρσίες στην κυρία Μπόζινγκτον. Ή μήπως ήταν όταν έριξε εκείνα τα κλούβια αυγά στο μπάνιο του γερο-ΜακΓκλίνσκι; Επικρατούσε μια σύγχυση στο μυαλό του και αδυνατούσε να θυμηθεί τι από τα δύο είχε κάνει πρώτα, αφού είχαν συμβεί την ίδια μέρα και το ένα μετά το άλλο. Εκείνο για το οποίο ήταν σίγουρος, ήταν ότι έπειτα από τη μία φάρσα –ή μήπως ύστερα και από τις δυο;− δεν μπορούσε να ‘‘απολαύσει’’ τη μυρωδιά της ‘‘θεσπέσιας’’ βόμβας βρωμιάς που είχε ετοιμάσει. Και ύστερα… έφτασε το χάος.

***

Ο Κέλμπι και ο Σέσιλ περπατούσαν. Αν και χειμώνας, ο ήλιος ήταν πολύ δυνατός. Οι σκιές τους, έπεφταν ψηλόλιγνες πάνω στους τοίχους. Λίγο πριν στρίψουν σε κάθε γωνία, ο Κέλμπι έβγαζε το όπλο του, σταματούσε τον συνοδοιπόρο του κι επιθεωρούσε την περιοχή. Αν ήταν ασφαλές, μάζευε το πιστόλι, έπιανε απαλά το μπράτσο του νεαρού και προχωρούσαν. Κάποια στιγμή, ο Σέσιλ τράβηξε το μανίκι του. Εκείνος σταμάτησε.

«Δεν μου εί-πες» άρχισε ο νεαρός. «Για-τί θέ-λεις να πας στο ψυ-χι-α-τρεί-ο;»

Ο Κέλμπι αναστέναξε.

«Είναι η μητέρα μου εκεί. Θέλω να τη δω μια τελευταία φορά, πριν χαθούν όλες μας οι αισθήσεις».

«Για-τί δεν πή-γες τό-σο και-ρό; Για-τί τώ-ρα;»

Ο Κέλμπι κάγχασε.

«Νομίζεις ότι είναι εύκολο; Με τόσες συμμορίες; Με όλους αυτούς τους κινδύνους που παραμονεύουν;»

Ο Σέσιλ ένευσε.

«Εσύ;» συνέχισε ο Κέλμπι. «Γιατί με ακολουθείς;»

«Ε-πει-δή θέ-λω να ξε-φύ-γω α-πό την τρέ-λα που ε-πι-κρα-τεί ε-δώ έ-ξω. Οι άν-θρω-ποι που εί-ναι στο ψυ-χι-α-τρεί-ο δεν με φο-βί-ζουν».

«Δίκιο έχεις, μικρέ».

***

Ο Καστούρ έφτασε στο ψυχιατρείο όταν είχε πλέον βραδιάσει. Είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσαν πως εκεί, υπήρχαν μερικά από τα χάπια που μπορούσαν να αναπληρώσουν τις χαμένες αισθήσεις. Έπρεπε να τα βρει.

Δρασκέλισε την ξεχαρβαλωμένη καγκελόπορτα και προχώρησε προς την είσοδο. Το ελαφρύ στρώμα χώματος που κάλυπτε την αυλή, σήκωνε ένα λεπτό πέπλο σκόνης καθώς περπατούσε. Σύντομα βρέθηκε σε έναν στενό διάδρομο φτιαγμένο από αλουμίνιο. Ψηλάφισε τους τοίχους και δοκίμασε να ανάψει το φως, μα οι λάμπες τρεμόπαιξαν για λίγο, κι έπειτα έσβησαν απότομα με έναν εκκωφαντικό κρότο. Έβγαλε έναν φακό από την τσέπη του κι αφού τον χτύπησε αρκετές φορές, κατάφερε να τον ανάψει. Βρέθηκε μπροστά σε ένα χάος από σπασμένες καρέκλες, τραπέζια, γυαλιά, κουρέλια από σκισμένα υφάσματα, ματωμένες πετσέτες και σοβάδες. Στις δύο πλευρές του υπήρχαν πολυάριθμες ανοιχτές πόρτες. Συνέχισε να προχωράει προσεχτικά αποφεύγοντας να κάνει φασαρία.

***

Οι Κέλμπι και Σέσιλ, έφτασαν λίγο αργότερα.

«Θα με κρατάς από τον ώμο» είπε ο Κέλμπι που άναψε τον φακό του. «Έχει πολλά αντικείμενα στο πάτωμα και δεν πρέπει να κάνουμε θόρυβο. Εδώ χρειάζομαι τη βοήθειά σου γιατί εγώ δεν μπορώ να ακούσω τον κίνδυνο. Κι επειδή είναι σκοτεινά, δεν μπορώ να διαβάσω τα χείλη σου αμέσως. Θέλω να με τραβήξεις με δύναμη από το μπράτσο μόλις αντιληφθείς κάτι». Στράφηκε προς τον Σέσιλ. «Εντάξει;»

Εκείνος ένευσε. Ξεκίνησαν να προχωρούν.

«Σαράντα ένα» επαναλάμβανε συνεχώς ο Κέλμπι. «Το δωμάτιό της είναι το 41 και βρίσκεται στον δεύτερο όροφο».

***

Ο Καστούρ έψαξε όλα τα δωμάτια του πρώτου και δεύτερου ορόφου. Βρήκε πολλά εργαστήρια, πολλά χάπια, μα κανένα δεν ήταν αυτό που ζητούσε. Τώρα έμπαινε φουριόζος στον τελευταίο θάλαμο του τρίτου ορόφου. Αν δεν τα κατάφερνε κι εκεί, θα κατέληγε στο υπόγειο. Πάτησε ενστικτωδώς τον διακόπτη και ο χώρος φωτίστηκε. Ανασήκωσε τα φρύδια έκπληκτος. Σύντομα διαπίστωσε πως το φως δεν προερχόταν από την οροφή, μα από πέντε γυάλινα κουτιά ενσωματωμένα στον τοίχο απέναντί του. Τα πλησίασε. Το κάθε ένα είχε διαφορετικό φωτισμό. Κοίταξε μέσα στο πρώτο. Ήταν γεμάτο σωληνάρια με χάπια και την επιγραφή Μύρισε με. Χαμογέλασε. Προσπάθησε να το ανοίξει, μα δεν υπήρχε χερούλι, ούτε κλειδαριά. Έψαξε τριγύρω με το βλέμμα του. Βρήκε έναν πεταμένο πυροσβεστήρα. Τον πήρε κι έσπασε το γυαλί. Άρπαξε ένα σωληνάριο και έριξε το πρώτο χάπι στη χούφτα του. Το κατάπιε λαίμαργα. Άραγε έλεγαν αλήθεια; Άραγε θα μπορούσε να μυρίσει; Κοίταξε πάλι τριγύρω και εντόπισε ένα μπουκαλάκι οινόπνευμα. Το άνοιξε κι άρχισε να ρουφά λαίμαργα τη μυρωδιά του. Ναι, μπορούσε να μυρίσει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έκρυψε όλα τα χάπια στο σακίδιό του.

Πλησίασε στο δεύτερο κουτί. Τα σωληνάρια έγραφαν Άκουσε με. Κοντοστάθηκε. Άραγε αν έπαιρνε ένα χάπι ενώ είχε ακόμη την ακοή του τι θα συνέβαινε; Μήπως θα μπορούσε να ακούσει ακόμη καλύτερα; Μήπως θα καθυστερούσε την απώλειά της; Ανασήκωσε τους ώμους. Δεν θα έχανε κάτι αν δοκίμαζε. Έσπασε το γυαλί και κατάπιε ένα. Τίποτα δεν συνέβη.

Προχώρησε στο τρίτο κουτί. Κοίτα με διάβασε. Έχωσε ένα χάπι στο στόμα του.

Πλησίασε στο τέταρτο. Φάε με. Έσπασε το γυαλί, αλλά πριν αρπάξει το σωληνάριο κοντοστάθηκε. Δεν είχε ακούσει τον ήχο σπασίματος. Άγγιξε τα αυτιά του με τρεμάμενα χέρια. Η ακοή του είχε χαθεί. Προσπάθησε να πάρει άλλο ένα χάπι, μα εκείνη τη στιγμή σκοτάδι τον τύλιξε και δεν μπορούσε να δει. Η όρασή του τον είχε εγκαταλείψει. Τα χάπια τού είχαν κλέψει τις λειτουργικές αισθήσεις αντί να τις ενισχύσουν.

Έτσι δεν κατάφερε να ακούσει τον κίνδυνο που τον πλησίαζε. Δεν κατόρθωσε να τον δει στην αντανάκλαση του τζαμιού. Χάρη στο πρώτο χάπι που κατάπιε όμως, μπόρεσε να τον μυρίσει. Και μύρισε θάνατο και σάπιο κρέας. Και συνέχισε να τα μυρίζει όσο κάποιος έσφιγγε με δύναμη τον λαιμό του μέχρι να νεκρώσουν και οι υπόλοιπες αισθήσεις του. Προσπάθησε να ουρλιάξει, όμως η φωνή ξεπήδησε σαν ψίθυρος από τον λαιμό του. Το άδειο πλέον κουφάρι του, σωριάστηκε με έναν ανατριχιαστικό γδούπο στο πάτωμα.

***

Ο Σέσιλ αντιλήφθηκε τον ανατριχιαστικό γδούπο κι ενστικτωδώς σήκωσε το κεφάλι ψηλά. Βρίσκονταν στον δεύτερο όροφο και πλησίαζαν στο δωμάτιο της μητέρας του Κέλμπι.

«Το άκουσες αυτό;» ρώτησε τον συνοδοιπόρο του ξεχνώντας προς στιγμήν πως ήταν κουφός.

Τον τράβηξε από το μανίκι. Εκείνος του φώτισε απότομα το πρόσωπο.

«Κά-τι ά-κου-σα» του είπε συλλαβίζοντας.

«Μην ανησυχείς. Σίγουρα δεν είμαστε μόνοι εδώ. Το ελπίζω αλλιώς δεν θα βρω τη μητέρα μου ζωντανή».

Ο Σέσιλ ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ζωντανή, μα προτίμησε να μην του το πει.

«Εδώ είναι!» αναφώνησε όταν είδε το δωμάτιο.

Τράβηξε το χέρι του από τον έφηβο κι έτρεξε μέσα φωτίζοντας τον χώρο. Ο τυφλός έχασε την ισορροπία του και σκόνταψε. Δοκίμασε να σηκωθεί, αλλά μια ακόμη επιληπτική κρίση συντάραξε το σώμα του με ανεξέλεγκτους σπασμούς. Το πόδι του χτύπησε σε ένα παρατημένο αναπηρικό καρότσι στέλνοντάς το με δύναμη πάνω σε μια κλειστή πόρτα, μα ο συνοδοιπόρος του δεν μπόρεσε να το ακούσει για να τον βοηθήσει. Τελικά ηρέμησε και ανάσανε βαριά προσπαθώντας να βρει το κουράγιο να σηκωθεί.

Ο Κέλμπι άναψε το φως και αντίκρισε έναν όγκο σκεπασμένο με σεντόνι πάνω στο κρεβάτι. Με τρεμάμενα χέρια, ετοιμάστηκε να τον ξεσκεπάσει. Μια απαίσια μυρωδιά σάπιου κρέατος έφτασε στα ρουθούνια του: η ίδια μυρωδιά που είχε μυρίσει νωρίτερα ο Καστούρ˙ η ίδια που μύριζε τώρα ο Σέσιλ ενώ άκουγε βήματα να τον πλησιάζουν. Φώναξε στον φίλο του, όμως εκείνος δεν μπορούσε να τον ακούσει. Είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν μπορούσε να τον δει να χτυπιέται και να παλεύει για τη ζωή του τη στιγμή που κάποιος του έσφιγγε με μανία τον λαιμό.

Ο Κέλμπι τράβηξε απότομα το σεντόνι. Γύρισε αμέσως στο πλάι κι έβγαλε τα σωθικά του. Στο κρεβάτι της μητέρας του, κειτόταν νεκρός ο Τζιάκομο. Δίπλα του, υπήρχαν κομμάτια από σάπιο, ωμό κοτόπουλο. Τρέμοντας, γύρισε να φύγει, μα σταμάτησε απότομα. Στο άνοιγμα της πόρτας, στεκόταν η Καρέσα και τον κοιτούσε ανέκφραστα.

«Μητέρα;»

Την πλησίασε και της χάιδεψε τα μαλλιά. Η λευκή ρόμπα της, ήταν λερωμένη με αίματα κι εντόσθια από το κοτόπουλο.

«Μητέρα;» επανέλαβε.

Εκείνη έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Σήκωσε το χέρι και του χάιδεψε απαλά το μάγουλο. Ο Κέλμπι έκλεισε με ανακούφιση τα μάτια. Έτσι δεν μπόρεσε να δει την παρανοϊκή έκφραση της γυναίκας όταν διαπίστωσε πως εκείνη δεν μπορούσε να νιώσει το χάδι που έδινε στον γιο της. Κατέβασε αργά το χέρι προς τον λαιμό του, πλησίασε και το άλλο και άρχισε να τον σφίγγει με μανία. Ο Κέλμπι άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε έκπληκτος. Εκείνη όμως συνέχισε. Συνέχισε να τον σφίγγει προσπαθώντας να νιώσει τα χέρια της, ώσπου ο γιος της σωριάστηκε νεκρός.

Έσκυψε από πάνω του. Αφού εκείνοι μπορούσαν να αισθανθούν τη λαβή, ίσως μπορούσε κι εκείνη. Ίσως αν το δοκίμαζε στον εαυτό της, τα κατάφερνε. Ναι, ίσως έτσι κατάφερνε να νιώσει τα χέρια της έστω για τελευταία φορά. Γονάτισε δίπλα του, χούφτωσε με τις δυο παλάμες τον λαιμό της και άρχισε να τον σφίγγει.

***

Ο Ρέιμοντ έγραφε. Έγραφε πυρετωδώς. Πλέον είχαν χαθεί όλες οι αισθήσεις του, εκτός από την Αφή. Ήταν σίγουρος όμως πως σε λίγο θα εξαφανιζόταν κι αυτή. Κι έπρεπε να προλάβει. Έπρεπε οπωσδήποτε να προλάβει για να τηρήσει τη συμφωνία. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα.

Τη στιγμή που δεν ένιωθε σχεδόν καθόλου τα δάχτυλά του και ολοκλήρωνε τις τελευταίες του αράδες, ο Ντέιμον εμφανίστηκε δίπλα του. Δεν μπορούσε να τον δει, ούτε να τον ακούσει, μα ήξερε πως βρισκόταν εκεί. Με τρεμάμενα πλέον χέρια, έγραψε τη λέξη ‘‘Τέλος’’. Και τότε, ένιωσε και την τελευταία του αίσθηση, εκείνη της Αφής, να τον εγκαταλείπει για πάντα.

Την ίδια στιγμή, η Καρέσα, άφησε την τελευταία της πνοή.

***

«Περάστε, κυρία Μπλόσομ».

Η Φιόνα Μπλόσομ, σύζυγος του Φρανκ Μπλόσομ, έσιαξε το μαύρο της ταγέρ και μπήκε στο γραφείο του γιατρού. Κάθισε απέναντί του και σταύρωσε τα γαντοφορεμένα χέρια της πάνω στην αγκαλιά της. Τον κοίταξε με προσμονή.

Ο γιατρός φόρεσε τα γυαλιά του κι άνοιξε έναν φάκελο.

«Κυρία Μπλόσομ» άρχισε αφού έριξε μια ματιά «πληροφορήθηκα πως θέλετε να μιλήσετε με τον Ρέιμοντ Αντόρας. Με λύπη μου, σας ενημερώνω πως δεν υπάρχει αυτός ο άνθρωπος».

Εκείνη τον κοίταξε με απορία.

«Να σας εξηγήσω» προσφέρθηκε ο γιατρός που πρόσεξε τον προβληματισμό της. «Ο Ρέιμοντ Αντόρας, δεν είναι άλλος από τον Τζιάκομο Σκαρλάτι».

«Τον…»

Η Φιόνα έφερε το χέρι στο στόμα της.

«Το σοκ που υπέστην ο κύριος Σκαρλάτι όταν τα Μέσα τον κατηγόρησαν για την αυτοκτονία του συζύγου σας, Φρανκ Μπλόσομ, ήταν πολύ μεγάλο. Άρχισε να πιστεύει πως δεν έχει γεύση. Όσες εξετάσεις κι αν έκανε, όσο κι αν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε για το αντίθετο, εκείνος ήταν ανένδοτος. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα, τον εγκλεισμό του στην κλινική μας. Όμως συνεχώς χειροτέρευε. Έδειχνε να πιστεύει πως ζούσε σε μια δυστοπία, όπου ο κόσμος έχανε σιγά σιγά κάθε μία από τις πέντε βασικές του αισθήσεις. Μοιραία, ο οργανισμός του ‘‘έσπασε’’ σε κομμάτια. Και κάθε κομμάτι, γέννησε μια προσωπικότητα, η οποία αντιπροσώπευε μία χαμένη αίσθηση. Αρχηγός όλων αυτών των προσωπικοτήτων, ήταν ο Ρέιμοντ Αντόρας, όπως ήθελε να τον αποκαλούμε τον τελευταίο καιρό, εκείνος τον οποίον θα εγκατέλειπαν όλες οι αισθήσεις».

Η Φιόνα ανακάθισε.

«Θέλετε να μου πείτε πως ο Τζιάκομο Σκαρλάτι πιστεύει πως λέγεται Ρέιμοντ Αντόρας;»

«Ακριβώς. Υποστηρίζει πως είναι συγγραφέας, και λέγεται Ρέιμοντ Αντόρας. Και κάθε φορά που μία από τις προσωπικότητες που είχε δημιουργήσει πέθαινε μέσα στο μυαλό του, ο Ρέιμοντ έχανε για πάντα την αντίστοιχη αίσθηση που αντιπροσώπευε η προσωπικότητα. Τις έδωσε μάλιστα και αντίστοιχα ονόματα».

«Τι εννοείτε;»

«Καστούρ, ονομαζόταν εκείνος που δεν είχε όσφρηση. Το όνομά αυτό, είναι στην πραγματικότητα παραλλαγή του αρώματος Kasthuri. Ο Κέλμπι, η προσωπικότητα που έχασε την ακοή της, προέρχεται από τον κωφό ακτιβιστή Kelby Brick. Τον Σέσιλ που δεν μπορούσε να δει, τον δανείστηκε από το λατινικό Σέσιλ που σημαίνει τυφλός. Όσο για την Καρέσα, που είχε χάσει την αίσθηση της αφής, είναι ολοφάνερο πως το όνομά της προέρχεται από την αγγλική λέξη caress, που σημαίνει χάδι. Η μόνη προσωπικότητα που δεν πήρε συμβολικό όνομα, ήταν εκείνη που έχασε τη γεύση της. Λεγόταν Τζιάκομο και μάλιστα πέθανε πρώτος από όλους μέσα στο μυαλό του. Και τέλος, το όνομα Ρέιμοντ Αντόρας, είναι μια παραλλαγή του Raymond Antrobus, ενός κουφού συγγραφέα και ποιητή».

Έμειναν σιωπηλοί για λίγο. Έπειτα έσκυψε προς το μέρος της.

«Κυρία Μπλόσομ, πώς γνωρίζετε το όνομα Ρέιμοντ Αντόρας; Γιατί ήρθατε να τον ψάξετε εδώ;»

«Εσείς, γιατί μου τα αποκαλύψατε όλα αυτά; Δεν σας δεσμεύει το ιατρικό απόρρητο;» αντιρώτησε εκείνη χωρίς να απαντήσει.

«Επειδή σήμερα, λίγο πριν χάσει τελείως την επαφή με το περιβάλλον του, είπε στον υπεύθυνο βάρδιας πως θα ερχόσασταν και ήθελε να μάθετε όλη την αλήθεια».

«Πριν χάσει την επαφή…» επανέλαβε εκείνη. «Εννοείτε πως…»

«…πλέον δεν του έχει απομείνει, ή μάλλον νομίζει πως δεν του έχει απομείνει καμία αίσθηση».

***

Όταν αργότερα η Φιόνα επέστρεφε σπίτι της, θυμήθηκε το πρωινό δέμα που είχε λάβει, από έναν περίεργο διανομέα με λευκά μαλλιά, χλωμό δέρμα και καταγάλανα μάτια˙ ένα δέμα που περιείχε το μυθιστόρημα με όλη την απίστευτη ιστορία του Τζιάκομο Σκαρλάτι, και την υπογραφή του Ρέιμοντ Αντόρας. Στο τέλος του μυθιστορήματος, υπήρχε ένα σημείωμα που την προέτρεπε αφενός να επισκεφτεί την ψυχιατρική κλινική «Γαλήνη του Μυαλού» για λυθούν όλες οι απορίες της και αφετέρου να στείλει το εν λόγω μυθιστόρημα σε εκδοτικούς οίκους, με το δικό της όνομα ως συγγραφέα και την υπόσχεση πως θα γινόταν ένα από τα πιο ευπώλητα βιβλία. Τα έσοδά του, θα ήταν ένας τρόπος για να απαλύνει τη θλίψη της για τον χαμό του συζύγου της.

***

Την ίδια στιγμή ο Ρέιμοντ Αντόρας ή αλλιώς Τζιάκομο Σκαρλάτι, βρισκόταν πολύ μακριά. Ήταν εγκλωβισμένος σε έναν άλλο κόσμο﮲ έναν κόσμο άδειο, χωρίς λογική﮲ έναν κόσμο κενό από αισθήσεις, όπως ακριβώς υπήρξε όλη του η ζωή. Ο Ντέιμον στάθηκε και πάλι μπροστά του. Δεν μπορούσε να τον δει, μα το ήξερε.

«Μου υποσχέθηκες…» τραύλισε. «Μου…»

«Σου υποσχέθηκα πως, αν προλάβεις να τελειώσεις την ιστορία σου πριν χάσεις και την τελευταία σου αίσθηση, θα σε λυτρώσω από αυτό το μαρτύριο».

Αν και δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε άλλο, η φωνή του, ήχησε πεντακάθαρη μέσα στο μυαλό του. Κράτησε την αναπνοή του.

«Τα κατάφερες» συνέχισε ο Ντέιμον. «Ήρθε η ώρα να τηρήσω το δικό μου κομμάτι της συμφωνίας».

Λέγοντας αυτά, το άψυχο πλέον σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα του δωματίου του στο ψυχιατρείο.

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading