,

Ο δρόμος δίχως επιστροφή…

Η ιστορία μας ξεκινά με τη γνωστή ρήση «ένας πατέρας μπόρεσε να φροντίσει έξι παιδιά, αλλά έξι παιδιά δεν μπορούσαν να φροντίσουν έναν πατέρα…».

Ο κυρ Θόδωρας γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του τριάντα. Δεν ήξερε ακριβώς πότε, γιατί με τόσα παιδιά που γεννοβολούσαν τότε οι γυναίκες, ήταν δύσκολο να συγκρατήσουν την ακριβή ημερομηνία γέννησης του καθενός. Ήταν τυχερός, καθότι το τελευταίο παιδί, που σήμαινε ότι οι μεγαλύτεροι είχαν επωμιστεί τα οικογενειακά βάρη να παντρέψουν και να προικίσουν τις αδελφάδες. Βέβαια, σαν το μικρότερο αγόρι, γηροκόμησε αγόγγυστα τους γονείς του.

Ήταν όμορφος και άξιος νέος ο Θοδωρής. Του έκαναν προξενιά πολλά, με κοπέλες όμορφες και προικούσες. Αυτός όμως είχε μάτια και καρδιά μόνο για το Λενιώ. Κι ας ήταν ορφανή και φτωχιά. Με την αγάπη και την εργατικότητά τους θα έφτιαχναν “παλάτια”.

Έξι παιδιά έκανε το αγαπημένο ζευγάρι. Τρία αγόρια και τρεις τσούπες. Οι δύο μάλιστα ήταν δίδυμες. Ο κυρ Θόδωρας ήταν νοικοκύρης, με διόλου ευκαταφρόνητη περιουσία σε γη και ζωντανά. Διατηρούσε και το μοναδικό μπακάλικο-καφενείο-ταβέρνα στο χωριό. Με αυτά ανάθρεψε τη φαμίλια του, καλοπροίκισε όλες του τις κόρες και σπούδασε καπεταναίους τους δύο γιους του.

Η μία του θυγατέρα καλοπαντρεύτηκε στην πρωτεύουσα και οι δίδυμες, καθώς ήταν λίγο μεγαλοπιασμένες, δέχτηκαν τα προξενιά που τους έκαναν να παντρευτούν δύο “μπρούκληδες”, πρωτοξάδελφα και να πάνε να ζήσουν πλουσιοπάροχα στο Αμέρικα. Τα σπίτια τους ήταν κολλητά κι έτσι θα ήταν αχώριστες και ως παντρεμένες. Τους αγόρασε για προίκα ο πατέρας τους από ένα διαμέρισμα στην Αθήνα να το νοικιάζουν ή για να έμεναν όταν θα επισκέπτονταν την πατρίδα. Τα δύο αγόρια έγιναν ναυτικοί και ο τελευταίος γιος μόνο έμεινε στο χωριό, το ερημωμένο πια, συνεχίζοντας την αγροτική και κτηνοτροφική ζωή και βοηθώντας στο κατάστημα.

Την κόρη που έμεινε εντός συνόρων την προίκισε αγοράζοντάς της ένα διώροφο. Στον πάνω όροφο έμενε το ζευγάρι και το κάτω το άνοιξαν μίνι-μάρκετ/ψιλικατζίδικο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 δεν υπήρχαν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ και ένα τέτοιο μαγαζάκι σε μια μεγάλη γειτονιά έβγαζε καλό μεροκάματο. Δέκα χρόνια μετά, ο γαμπρός κατάφερε να διοριστεί στο δημόσιο (ήταν τα χρόνια των μαζικών, “αξιοκρατικών” διορισμών. Ας ήταν καλά ο πεθερός του, που το παιδί του μεγάλου του αδελφού ήταν ιδιαίτερος κάποιου βουλευτή και έτσι τον έχωσε σε κρατική δουλειά). Η κόρη του κυρ Θόδωρα δύσκολα τα έφερνε βόλτα με το μαγαζί και τρία παιδιά. Να πάρουν υπάλληλο δεν τους συνέφερε.

«Θόδωρα θα πας εσύ να συντρέξεις το κορίτσι μας και να κρατάς τη μισή μέρα το μαγαζί, να ξεκουράζεται κι αυτό το δόλιο. Τη δουλειά την ξέρεις. Στους λογαριασμούς δεν σε γελά κανείς! Την υγειά σου, δόξα τω Θεώ την έχεις! Δε σε πήραν δα και τα χρόνια!»

«Κι εσύ Λενιώ μου;»

«Εγώ θα μείνω εδωπάλιανες και θα κρατώ τον καφενέ. Αντέχω ακόμα. Είναι και ο Νικόλας καημένε, δε θα είμαι μονάχη!»

Έτσι ελήφθη η απόφαση. Το ζευγάρι χώρισε. Ο κυρ Θόδωρας κατέβαινε στο χωριό κάθε δύο εβδομάδες το Σαββατοκύριακο. Πότε πότε ανέβαινε στο “μεγάλο χωριό” και η κυρά του. Δέκα ολόκληρα χρόνια πέρασαν. Όταν επιτέλους ο κυρ Θόδωρας δεν ήταν πια χρειαζούμενος και πήρε σύνταξη από την κόρη και το γαμπρό, το Λενιώ είχε διαγνωσθεί με την επάρατο και έσβησε μέσα σε λίγους μήνες. Ήταν μόλις εξήντα χρονών.

Ο πόνος του άντρα ήταν αβάσταχτος. Έχασαν μία ολόκληρη δεκαετία. Τώρα που θα χαίρονταν τη συντροφικότητα, τους έτυχε αυτό το κακό. Αυτό ήταν το σκαρί αυτού του ζευγαριού, όμως. Τα έδιναν όλα για τα παιδιά τους.

Ο κυρ Θόδωρας ήταν μόλις 65 χρονών, γερός σαν ταύρος. Είχε ζωή μπροστά του. Τον έτρωγε ο καημός της απώλειας της συμβίας του, βέβαια. Στο χωριό βοηθούσε τον γιο με τις δουλειές στα χωράφια, έψηνε και κανέναν καφέ. Κυλούσε η μέρα του. Στεναχωριόταν που οι γιοι του δεν είχαν ακόμα ανοίξει δικό τους σπίτι. Οι κοπέλες δύσκολα έπαιρναν ναυτικό, να λείπει σε μακρινά ταξίδια, ακόμα και δύο χρόνια. Ούτε στο χωριό ήθελαν να μείνουν. Όλες ονειρεύονταν να παντρευτούν στην Αθήνα ή έστω σε μία μεγάλη πόλη. Τι να έκαναν στο κατσικοχώρι; Ο Θόδωρας δεν τις παρεξηγούσε. Μήπως και οι δικές του οι τσούπες δεν έφυγαν; Πρότεινε στο γιο του να εγκαταλείψει το χωριό και να αναζητήσει την τύχη του αλλού. Ο Νικόλας ήταν ανένδοτος. Αγαπούσε τη φύση. Τρία χρόνια μετά όμως, αγάπησε περισσότερο τη Μιράντα. Τον έβαλε να πουλήσει το μερτικό του και να φύγουν μακριά. Ο κυρ Θόδωρας, όπως πάντα, έδωσε την ευχή του και ένα γερό κομπόδεμα για να στήσουν το σπιτικό τους 600 χιλιόμετρα μακριά. Ο ένας από τους ναυτικούς παντρεύτηκε αλλοδαπή και αγόρασε διαμέρισμα στον Πειραιά. Όταν ξεμπάρκαρε για λίγο καιρό, εκεί περνούσε το χρόνο του. Τα τελευταία χρόνια δεν ευκαιρούσε να πεταχτεί στο χωριό να δει τον πατέρα του. Ούτε τον καλούσε στο σπίτι, γιατί η γυναίκα του δεν μιλούσε καλά ελληνικά και ο κυρ Θόδωρας θα “βαριόταν”.

Οι δίδυμες μετά την κηδεία της μάνας τους έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους. Ούτε ξαναπάτησαν στην Ελλάδα. Προτιμούσαν εξωτικούς προορισμούς για τις διακοπές τους. Η κόρη με το μίνι μάρκετ αφού τα οικονόμησε τόσα χρόνια, το έκλεισε. Λίγα στενά πιο κάτω, είχε ανοίξει μεγάλο σούπερ μάρκετ. Ποιος να το δούλευε το μαγαζί εξάλλου; Αυτή είχε γίνει πλέον γιαγιά και ανάσταινε τα εγγόνια της. Ούτε αυτή πάταγε στο χωριό. Ούτε λόγος να φέρει τον κυρ Θόδωρα στο σπίτι. Ήταν πια γέρος, με τόσα μικρόβια. Αυτή είχε μωρά. Δεν μπορούσε να έχει στα πόδια της έναν ηλικιωμένο να σέρνεται και να βήχει, να κατουριέται, να παραλογάει.

Δεν ήταν τόσο τα χρόνια που τσάκισαν τον κυρ Θόδωρα, όσο η αγωνία για το Χρήστο του, τον πρωτότοκό του, τον ναυτικό. Χρόνια είχε να λάβει τηλεφώνημα ή έστω νέα του. Άλλοι έλεγαν ότι πνίγηκε, άλλοι ότι ζούσε κάπου στη Λατινική Αμερική, άλλοι ότι τον είχαν κλεισμένο σε τριτοκοσμική φυλακή γιατί το πλοίο του μετέφερε παράνομο φορτίο. Άγνωστο τι απέγινε το παλικάρι του, αν ζούσε ή αν είχε πάει να ανταμώσει με το Λενιώ του.

Ο κυρ Θόδωρας άρχισε να καταπέφτει. Κόντευε τα 85. Είκοσι χρόνια χωρίς το Λενιώ του. Με το ζόρι συγυριόταν. Οι γειτόνισσες και κάτι μακρινοί συγγενείς του έφερναν φαγητό. Δεν είχαν μείνει δα και τόσοι πολλοί πίσω. Προσπάθησαν τα παιδιά να βρουν μια κυρία να τον φροντίζει, αλλά καμιά δε δεχόταν να πάει να μείνει εκεί πάνω. Ο Θόδωρας έπαιρνε κάθε μέρα τους δρόμους.

«Λενιώ μου, Χρήστο μου, πού κρυφτήκατε; Βγείτε όξω! Τα δέντρα θέλουν κλάδεμα! Πρέπει να αρμέξουμε! Πήγε μεσημέρι! Τι μερελιάζετε ούλη μέρα! Το μαγαζί έχει κόσμο! Οι ανθρώποι περιμένουν!»

Ο κυρ Θόδωρας ζούσε πια σε έναν δικό του κόσμο. Γύριζε όλο το χωριό. Οι άνθρωποι τον έβλεπαν και κουνούσαν περίλυποι το κεφάλι τους.

«Έλα μπάρμπα Θόδωρα, έλα να σε πάω σπίτι σου».

«Δε χρειάζεται, τον ξέρω το δρόμο για το σπίτι μου», απαντούσε ο ταλαίπωρος.

Τα παιδιά του δέχτηκαν πολλά τηλεφωνήματα από συγχωριανούς ότι η κατάσταση ήταν πλέον δραματική και ότι έπρεπε πια «να έρθουν να τον μαζέψουν». Ο άνθρωπος κινδύνευε! Ακόμα και τις δίδυμες στην Αμερική ενόχλησαν.

Όλα του τα παιδιά είχαν από μία πρόφαση να μην αναλάβουν την ευθύνη του πατέρα τους. Ήταν μακριά, είχαν υποχρεώσεις, δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για την κατάστασή του και ου το καθεξής. Ο Νικόλας παρακάλεσε τηλεφωνικά τον παπά-Γιώργη να φροντίσει αυτός την κατάσταση και να τον βάλει στο γηροκομείο της μητρόπολης.

Ο κυρ Θόδωρας μπορεί να μην ήξερε τι μέρα ήταν, μπορεί να μη θυμόταν τους οικείους του, μπορεί να ζούσε σε ένα δικό του κόσμο, διαισθανόταν όμως ότι το μέρος αυτό δεν ήταν το σπίτι του, το κονάκι του. Δεν είχε τη μυρωδιά από το Λενιώ του. Ένα μεσημέρι, λίγες μέρες μετά τον εγκλεισμό του στο ίδρυμα, έφυγε κρυφά και πήρε πάλι τους δρόμους.

«Μα γιατί δεν βρίσκω το σπίτι; Κάθε φορά βρίσκω το σπίτι…», μονολογούσε απελπισμένος.

Όντως κάθε φορά έβρισκε το δρόμο του γυρισμού… εκτός από αυτή. Αυτός ήταν ο δρόμος δίχως επιστροφή.

Περαστικοί βρήκαν τον κυρ Θόδωρα λίγες ώρες μετά τη μεγάλη του φυγή. Είχε σκοντάψει και είχε χτυπήσει άσχημα το κεφάλι του. Ήταν νεκρός.

Η κηδεία του έγινε με μεγαλοπρέπεια. Ήταν όλοι εκεί, παιδιά και εγγόνια. Ακόμα και οι δίδυμες ήρθαν να χαιρετήσουν τον “λατρεμένο τους πατέρα”…

Αναστασία Λαζαράκη

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading