Η Όλγα άνοιξε τη ντουλάπα και κοίταξε τα ρούχα στις κρεμάστρες με βλέμμα μάλλον αδιάφορο. Εκ των προτέρων ήξερε πως δεν υπήρχε τίποτε κατάλληλο εκεί μέσα για τη συγκεκριμένη περίσταση. Είχε χρόνια να αγοράσει κάτι αμπιγέ, κάτι που να ταίριαζε να φορέσει το Σάββατο που ήταν καλεσμένη. Πως είχε πει ναι σε αυτή την πρόσκληση, απορούσε κι η ίδια. Ας είχε χάρη η ξαδέλφη της η Νάντια, που με ύφος τέρμα απειλητικό της είχε πει «Αν τολμήσεις να με αφήσεις να φάω μόνη μου αυτή τη φόλα, να ξέρεις, θα μου το πληρώσεις!». Δηλαδή, σα να λέμε, εμ θα έτρωγε τη φόλα παρέα με την ξαδέρφη και τη θεία Σμαρώ, εμ έπρεπε να είναι και ντυμένη στο καντίνι.
Αλλά η θεία Σμαρώ ήταν απόλυτη «Θα με βραβεύσουν για την ευδόκιμη υπηρεσία μου στην Εταιρεία! Είναι μεγάλη τιμή για μένα και εννοείται πως δεν προτίθεμαι να πάω ασυνόδευτη, άρα θα με συνοδεύσετε κόρη και ανιψιά γι’ αυτό βρείτε τι θα φορέσετε, η περίσταση επιβάλλει πολύ καλό ντύσιμο!».
Εύκολο να το λες, δυσκολάκι στην εκτέλεση. Η Όλγα δεν ήταν και ό,τι κοινωνικότερο περπατάει σ’ αυτή τη γη, την ησυχία της ήθελε και άντε στο τσακίρ κέφι κανένα κουτουκάκι συνοικιακό μια φορά το μήνα. Κουρασμένη γυναίκα ήταν και νοικοκυριό και παιδιά και δουλειά, χωρισμένη εδώ και πολλά χρόνια, συνεπώς όλα στο κεφάλι της. Γι’ αυτό τα Σαββατόβραδα προτιμούσε να ξεκουράζεται με ταινίες, τα βιβλία της και τη μουσική της.
Μιας και η ντουλάπα δεν είχε από μόνη της καμιά ιδέα να της προτείνει, την έκλεισε και άνοιξε το ραδιόφωνο στο σταθμό με τα παλιά ροκ τραγούδια, τη μεγάλη της αγάπη. Πρώτες νότες και… Ουπς… τι ακούμε βρε; New kid in town? Eagles? Ήταν γραμμένο σ’ εκείνη την κασέτα στο Νο 5 ή 6; Πού να βρίσκεται άραγε εκείνη η κασέτα; Α, ρε Θαλή! Να ‘το πάλι! Πού τον θυμήθηκε πάλι βραδιάτικα; «Συγκεντρώσου», είπε στο είδωλό της στον καθρέφτη, «έχουμε άλλα θέματα τώρα, σε καλό σου, τι πας και θυμάσαι…». Τελείωσε και το τραγούδι, τι λέει τώρα; Πλάκα της κάνει ο σταθμούλης, έτσι; Suzy Q? Revival? Το αμέσως επόμενο τραγούδι σ’ εκείνη την κασέτα… «Όρεξη έχεις μου φαίνεται» σιχτίρισε τον εαυτό της.
Ξαναγύρισε στη ντουλάπα. Τι είχε πει η θεία Σμαρώ; Η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών θα βράβευε το επόμενο Σάββατο τους υπαλλήλους με την μακροβιότερη υπηρεσία σε Ελληνικές Εφοπλιστικές Εταιρείες. Και η θεία είχε διατελέσει επί 40 συναπτά έτη ιδιαιτέρα γραμματέας του εκάστοτε προέδρου της Ένωσης. Η εκδήλωση, σε μεγάλο ξενοδοχείο της Αθήνας, θα είχε επίσημο γεύμα, ζωντανή ορχήστρα, τραγούδι, χορό και ξεφάντωμα μέχρι πρωίας. Αν εξαιρούσε τις αρχικές ομιλίες, τις φανφάρες και τις επισημότητες, τελικά δεν θα ήταν κι άσχημα, σκέφτηκε. Θα μιλούσε λέει και ένας μεγαλοναυπηγός, σκέτη βαρεμάρα δηλαδή. Το πολύ πολύ να έβγαινε στο φουαγέ για κανένα τσιγάρο, γιατί η ναυπηγική δεν ήταν και το φόρτε της.
Ναυπηγός, ε; Α, ρε Θαλή! Να ‘το πάλι… Να σπουδάσει ναυπηγός ήθελε κι ο Θαλούλης κι έφυγε για την Αμερική κι από τότε μην τον είδατε. Μαύρη πέτρα έριξε πίσω του και κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ.
Συμμαθητές στο Λύκειο ήταν η Όλγα με τον Θαλή και κολλητάρια. Για τον Θαλή ήταν η έμπιστη φίλη του, η Όλγα όμως το είχε δει κάπως αλλιώς το ζήτημα, καψούρα μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Εκείνος της μιλούσε λες και μιλούσε στον κολλητό του, για γκόμενες, για καψούρες, για μηχανές, για ό,τι του ’ρχόταν στο αναθεματισμένο μυαλό του. Και ούτε που έβλεπε μπροστά του την Όλγα που έλιωνε σαν το κεράκι της Λαμπρής για πάρτη του, χαμπάρι δεν είχε πάρει κι αν είχε καταλάβει κάτι ποτέ δεν το έδειξε.
Παρόλα αυτά, όταν τα ξανασκεφτόταν η Όλγα, κάτι δεν της κόλλαγε στη συμπεριφορά του εκείνα τα χρόνια, όλο μαζί του την ήθελε, κάθε μέρα τηλέφωνο, κάθε απόγευμα ήθελε να βγαίνουν για καφέ και κουβέντα, ίσα για να τυραννιέται εκείνη περιμένοντας πότε θα ξεστραβωθεί να τη δει σαν γυναίκα.
Και μια μέρα, σαν κεραυνός εν αιθρία, της ανακοίνωσε πως έφευγε για Αμερική να σπουδάσει. Ο ουρανός σφοντύλι της ήρθε της Όλγας και του κατέβασε μονοκοπανιά τρεις χιλιάδες επιχειρήματα που, προσευχόταν, θα τον έκαναν να αναθεωρήσει αλλά εις μάτην. Είχε πάρει την απόφασή του, της είπε, είχε κάνει και τις σχετικές επαφές, είχε αρχίσει και εντατικά Αγγλικά και σε δύο μήνες θα έμπαινε στο αεροπλάνο.
Το πήρε απόφαση το Ολγάκι, έτσι κι αλλιώς το είδος της σχέσης τους δεν της έδινε το δικαίωμα να προβάλλει σοβαρές αντιρρήσεις. Το βράδυ πριν φύγει, της ζήτησε να βγουν έξω να την αποχαιρετήσει. Η Όλγα μέθυσε για πρώτη φορά στη ζωή της από το κρασί που κατέβαζε σα νεροφίδα και από την απελπισία της, δεν ήξερε τι έκανε και τι έλεγε, το μόνο που θυμάται από εκείνο το βράδυ είναι πως έξω από την πόρτα του σπιτιού της τον αγκάλιασε και του ζήτησε να τη φιλήσει… Εκείνος την έσπρωξε απαλά και της είπε «όχι Ολγάκι, δεν κάνει…». Κι αυτό ήταν… ο Θαλής έφυγε για πολύ μακριά, στην αρχή της έγραφε γράμματα με πολλές σελίδες, της τα έλεγε όλα, τι κάνει, πώς ζει, πώς είναι το Πανεπιστήμιο, πώς είναι οι άνθρωποι στην άλλη μεριά του πλανήτη, της έστελνε κάρτες στη γιορτή της και στα γενέθλιά της. Και μετά τα γράμματα αραίωσαν και κάποια μέρα ένα δικό της γράμμα γύρισε πίσω, «άγνωστος παραλήπτης» έλεγε… Κι από τότε τίποτε, εξαφάνιση, ρωτούσε παλιούς φίλους, παλιούς συμμαθητές, κανείς δεν είχε νέα του.
Τα θυμήθηκε πάλι απόψε η Όλγα, για άλλη μια φορά, αλλά δεν είχε νόημα τώρα πια, είχαν περάσει από τότε 30 χρόνια, ποιος ξέρει τι δρόμους περπάτησε αυτός ο άνθρωπος και για ποιους λόγους δεν ξαναγύρισε ποτέ στην πατρίδα του.
«Ύπνο τώρα κυρία μου», παρηγόρησε τον εαυτό της, «αύριο έχεις να πας για ψώνια, να σουλουπωθείς λιγάκι ένεκα της περιστάσεως!».
Το Σάββατο ήταν πανέτοιμη για το μεγάλη βραδιά της θείας Σμαρώς. Πέρασαν οι τρεις τους στην αίθουσα της εκδήλωσης και τις οδήγησαν στο τραπέζι τους. Όχι ότι ένιωθε και ιδιαίτερα βολικά σε εκείνο το περιβάλλον διότι, πρώτον τι δουλειά είχε εκείνη με τους Έλληνες εφοπλιστές και δεύτερον κρύωνε του κερατά με το ωραιότατο μεν, αραχνοΰφαντο δε φουστανάκι που αναγκάστηκε να βάλει για να φλερτάρει ανεμπόδιστα με την πνευμονία.
Η βραδιά ξεκίνησε με ομιλίες, συνεχιζόταν με ομιλίες και η βαρεμάρα της Όλγας είχε φτάσει σε σημείο βρασμού, πήρε το ποτήρι της και έκανε νόημα στην ξαδέλφη της να βγουν στο φουαγιέ για τσιγάρο αλλά δεν πρόλαβε. Τα φώτα χαμήλωσαν και ο κόσμος χειροκρότησε. Ο Πρόεδρος της Ένωσης κάποιον παρουσίαζε στο κοινό… «Κυρίες και Κύριοι μαζί μας απόψε είναι ο Κος Θαλής Καρ…». Εκεί ακριβώς η Όλγα απώλεσε όλες της τις αισθήσεις πλην της όρασης, τα μάτια της γούρλωσαν τόσο που την πόνεσαν, τα βλέφαρα σταμάτησαν να ανοιγοκλείνουν, το χέρι που κρατούσε το ποτήρι άρχισε να γέρνει αργά και το κρασί να χύνεται στο ακριβοπληρωμένο φόρεμα! «Πώς είπε ότι τον λένε;» τραύλισε, η Νάντια της επανέλαβε το όνομα και έπιασε στον αέρα το ποτήρι.
– Τι έπαθες;
– Θέλω να φύγω!
– Πας καλά;
– Θέλω να μείνω!
– Να πάμε έξω να πάρεις αέρα;
– Να πας να του πεις ότι είμαι εδώ!
– Ποιανού;
Το πρώτο τραγούδι στην κασέτα που είχε γράψει για μένα ήταν το Hotel California…
Χειροκροτήματα… Φεύγει… πού πάει; Άγιε Ποσειδώνα μου κάνε το θαύμα σου!
Ένα χέρι ακουμπάει στον ώμο της. «Όλγα εγώ είμαι», το ακούει αλλά δεν το πιστεύει.
«Όλγα δε θα μου μιλήσεις;»
Εύκολο το ‘χεις; Θέλει να του απαντήσει, αλλά δεν μπορεί, έχει ξεραθεί το σάλιο στο στόμα της. Της πιάνει το χέρι και τη σηκώνει από την καρέκλα της και ξαφνικά ξαναβρίσκει τον εαυτό της, τον βλέπει, τον ακούει, νιώθει το χέρι του να κρατά το δικό της.
«Θα μας συγχωρήσει η παρέα σου αν έρθεις απόψε μαζί μου; Έχω πολλές εξηγήσεις να σου δώσω, να σου πω γιατί δε σε φίλησα εκείνο το βράδυ, γιατί έφυγα, γιατί χάθηκα, γιατί δεν σε έψαξα τόσα χρόνια, πρέπει να στα πω, γιατί θέλω να ξέρεις ότι δεν έφυγα γιατί δεν σ’ αγαπούσα, για το αντίθετο έφυγα… Θα ‘ρθεις;».
«Θα έρθω» του απάντησε, «αλλά πρώτα θα σου δώσω αυτό που σου χρωστάω 30 χρόνια τώρα». Το ελεύθερο χέρι της σηκώθηκε σχεδόν από μόνο του και προσγειώθηκε στο μάγουλό του σε ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι! «Αυτό γιατί δεν μου εξήγησες από τότε» του είπε και τα μάτια της άστραψαν με το φωτεινότερο χαμόγελο του κόσμου που σε δευτερόλεπτα έγινε χείμαρρος ενός ευτυχισμένου γέλιου που έκρυβε μέσα της 30 χρόνια.
«Πάμε» του είπε, «είναι Σάββατο, μέχρι τη Δευτέρα που θα πάω στη δουλειά έχεις όλο το χρόνο να μου εξηγήσεις τα ανεξήγητα»!
Ευγενία Α. Λίτσα