Ένα γράμμα δίχως παραλήπτη
,

Ένα γράμμα δίχως παραλήπτη

Ο Αρτέμης ήταν ένας βαρύς τύπος, με άγρια γένια, μεγάλο σκεμπέ και αεικίνητα μάτια. Περπατούσε κοφτά, και η όψη του, σχεδόν πάντοτε, φάνταζε τσαμπουκαλεμένη – το μότο του ήταν «αν δεν με σέβεστε, θα με φοβάστε» κι αυτό το ήξεραν όλοι στην πόλη. Εκείνο το χάραμα είχε πάρει τους δρόμους κι αλώνιζε την πόλη, περνώντας απ’ όλα τα μέρη που έζησε έντονα – είτε όμορφα, είτε άσχημα. Εκείνο το χάραμα, το βήμα του ήτανε πιο γοργό. Τα πόδια του έτρεμαν και τα δάκρυα στα μάγουλά του, σχημάτιζαν ρυάκια.

Σκούπισε το πρόσωπό του, άναψε τσιγάρο και μπήκε σ’ ένα γεμάτο από καπνούς και φωνές, πατσατζίδικο. Έγνεψε σε κάποιον σερβιτόρο. Έπιασε ένα τραπέζι μόνος. Πήρε κρασί. Έβγαλε ένα σημειωματάριο απ’ την μέσα τσέπη του μπουφάν του κι άρχισε να σκαλίζει λέξεις. Την πρώην του δεν την πήγαινε ούτε με σφαίρες, για τον χαρακτήρα της, δε, είχε να πει τα χειρότερα. Δεν ήταν κακός άνθρωπος ο Αρτέμης, όσο κι αν ο πόνος μιας ζωής τον είχε κάνει κυνικό και άπονο. Έτσι προσπαθούσε να αντιμετωπίσει όποιον πόνο δεν άντεχε.

Με βαριά καρδιά, και έχοντας πιει μερικά ποτηράκια κρασί, πήρε τα πράγματά του και τα αμέτρητα χαρτάκια που είχε σκαλίσει και βγήκε στον παγωμένο δρόμο. Δεν έλεγε να τελειώσει εκείνος ο χειμώνας, που εκτός από κρύος, ήταν κι ανάποδος. Κοίταξε αριστερά και δεξιά, τα μουντά πεζοδρόμια και τις λακκούβες στο δρόμο. Αναστέναξε, σχεδόν άηχα, πριν πάρει τον δρόμο για το σπίτι του.

Το ρολόι έδειχνε λίγο μετά τη μία το μεσημέρι. Έβγαλε τα παπούτσια και βάδισε προς την κουζίνα. Κοίταξε το χαρτί που ήταν κολλημένο στο ψυγείο. «Αρακά με πατάτες γιαχνί» διάβασε στο πρόγραμμα που είχαν αναρτήσει με τα κορίτσια. Έκανε να βάλει ποδιά, μα σταμάτησε. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη. «Έλα, Τάκη; Βάλε μια πίτσα με κοτόπουλο και πιπεριές και μια απ’ τη χωριάτικη. Βάλε και μια σαλάτα. Ό,τι σαλάτα θες, ξέρω ‘γω; Βάλε και δύο πορτοκαλάδες. Μπλέ. Ναι, ρε μαλάκα, μπλέ. Και μια ρετσίνα. Και μια κόκα κόλα. Αντρική. Μη βάλεις τίποτα λάιτς, θα στην γυρίσω πίσω. Ναι. Κατά τις δύο και δέκα να τα φέρεις. ‘Ντάξ’;»

Έκλεισε το τηλέφωνο, γύρισε στο σαλόνι, κάθισε στον καναπέ κι απόμεινε να κοιτάζει την πόρτα. Στις δύο και πέντε ήρθαν οι δίδυμες. Η Ευαγγελία – τ’ όνομα της πεθεράς του – και η Ισιδώρα – το όνομα που λάτρευε όταν ήταν πιτσιρικάς. Λίγο αργότερα ήρθε και το φαγητό. Με απορία κοίταζαν κι εκείνον και το χαμένο του βλέμμα. «Φάτε» έκανε, δείχνοντας το φαγητό, προτού χαθεί ξανά στις σκέψεις του.

***

Αυτή η ιστορία δεν είναι για ‘σένα. Δεν είναι από τις ιστορίες που πραγματεύονται ατέλειωτα βράδια, μέσα σε έρημες πόλεις και υποφωτισμένα, από το φεγγαρόφως και τους σπασμένους φανοστάτες, σοκάκια. Δεν είναι από εκείνες που αποτύπωσαν, για πάντα, τις πιο σκοτεινές στιγμές μας, σε έναν γυάλινο κι υστερικό κόσμο. Δεν είναι από τις άλλες, που αφηγούνται έναν αέναο και καθημερινό ξεπεσμό. Δεν είναι, πια, αυτή η φθινοπωρινή ιστορία, ούτε η ανάμνηση των απομεσήμερων και των δειλινών, που βρισκόμασταν κάτω από παγωμένα σκεπάσματα, περιμένοντας, αδίκως, ένα χάδι ή μια καλή κουβέντα. 

Αυτή η ιστορία δεν θα έπρεπε να είναι για ‘σένα, γιατί είναι η δική σου ιστορία, τραβηγμένη μέσα από έναν νέο φακό κι αποτυπωμένη πάνω σε διαφορετικές προοπτικές.  Αυτή, θα έπρεπε να είναι η ιστορία εκείνων των χαραυγών που καθόμασταν στα σκαλιά της εκκλησίας, με μάτια μισόκλειστα, χαμογελώντας ονειρικά, δίχως να μιλάμε, δίχως ν’ αλληλεπιδράμε μεταξύ μας, δίχως να δίνουμε δεκάρα για τον κόσμο γύρω μας. Θα έπρεπε να μιλάει για όσους είδαμε να χτυπάνε τα δόντια τους από το κρύο, για εκείνους που άλλαζαν την πορεία στο αίμα τους, για τους άλλους που άφησαν πίσω τους την ανέμελη ζωή, για να δεθούν με ατσάλινα και άθραυστα δεσμά – ίσα για να καταφέρουν να κάνουν ένα βήμα πιο πέρα.

Αυτή η ιστορία δεν θα έπρεπε να είναι η δική μας ιστορία κι όμως, να που είναι. Είναι η ιστορία των παιδιών που ήμασταν κάποτε. Η ιστορία από τα χρόνια που σπουδάζαμε, που είχαμε αλλοπρόσαλλες παρέες και ιδέες, από τα χρόνια που μπορούσαμε να ονειρευτούμε δίχως όρια. Ίσως να έπρεπε να αλλάξεις κι ίσως να έπρεπε να παραμείνω το ίδιο άτομο. Ίσως να μην άντεξες τις αναμνήσεις. Δεν ξέρω πια. Γι’ αυτό και σου λέω πως τούτη δω η ιστορία, δεν είναι για την πάρτη σου.

Αυτή η ιστορία είναι για τις άνοιξες που θα έρθουν και για τα ηλιόλουστα, χειμωνιάτικα, απομεσήμερα, που θα μπορούμε να απολαύσουμε μια ζεστή κούπα καφέ, κοιτάζοντας από το μπαλκόνι μας, τα χιόνια στα βουνά, να λιώνουν. Είναι η ιστορία ενός ήλιου που ανατέλλει για να φωτίσει έναν κόσμο που δεν είναι, πια, γυάλινος, μίζερος, γεμάτος αναθυμιάσεις από καυσαέρια και χολή. Είναι η ιστορία ενός αγέρα που φυσάει για να δροσίσει και να βοηθήσει τις μέλισσες να  γονιμοποιήσουν την πλάση. Είναι το ταξίδι του νερού, που δίνει ζωή κι ελπίδα ακόμη και στον πιο άτυχο άνθρωπο.

Κάποτε, μου είχες πει, θυμάμαι, πώς υπάρχει μια μικρή διαφορά μεταξύ ατυχίας και δυστυχίας. Για να είσαι άτυχος πρέπει να πιστεύεις στην τύχη και να θεωρείς πως δεν την έχεις. Δυστυχισμένος, όμως, είσαι, είτε πιστεύεις, είτε δεν πιστεύεις στην τύχη – την δυστυχία, μου είχες πει, την προκαλούμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Δεν ξέρω αν κάποτε ατύχησα ή δυστύχησα, ξέρω ότι τώρα ευτυχώ – κάτι που κατάφερα με πολύ κόπο κι άλλο τόσο αγώνα. Έμαθα ότι τα ζεστά φθινόπωρα, προμηνύουν ζεστές άνοιξες κι ότι οι βαριοί χειμώνες, είναι μια φάση που πρέπει να περάσει.

Μπορεί να άργησα να καταλάβω πως είναι σημαντικό το να δίνεις πνοή στην ζωή σου και στα άτομα που σε περιτριγυρίζουν, ίσως όσο σημαντικό είναι όχι το να παίρνεις, μα το να αφήνεις να πνέουν, μέσα σου, ζωή. Είναι όμορφο το να κάνεις τον κόσμο, γύρω σου, χαρούμενο κι ακόμη πιο όμορφο, το να σε γεμίζουν χαρά και ευτυχία. Κι ακόμη, το να μπορείς να συνειδητοποιήσεις ότι το είδωλό σου, στον καθρέφτη, καταφέρνει να χαμογελάσει, χωρίς να ψάχνεις λόγους, αιτίες κι αφορμές.

Το να γεμίσεις συναισθήματα, να πλημμυρίζεσαι από αυτά και να αφήνεσαι στο χάδι τους, είναι υπέροχο. Βέβαια, κάποτε, παρόμοια συναισθήματα, δεν μας χάιδευαν, μα μας χάραζαν· άφηναν στις ψυχές μας, πληγές και μας έβαζαν να αφήσουμε λαβωματιές στα κορμιά μας – απαραίτητες, τότε, για να μην ξεχάσουμε τον πόνο, απαραίτητες, σήμερα, για να μην ξεχάσουμε από τί είμαστε φτιαγμένοι. «Αστερόσκονη είμαστε όλοι», έλεγες, τότε, μέσα στον νταλκά και το αναφιλητό σου κι εγώ, μην μπορώντας να καταλάβω εκείνον τον παράταιρο συνειρμό, κουνούσα το κεφάλι κι απόμενα δίπλα σου, να αγναντεύω, πεθαίνοντας πλάι σ’ εσένα που ρέμβαζες.

Ποτέ δεν με πείραξε που τα όνειρά μας συντρίφτηκαν από μια βαριά ζωή και μια ακόμη πιο βαριά καθημερινότητα που επιλέξαμε. Ούτε και που, συντετριμμένοι, χωριστήκαμε, έχοντας προαποφασίσει ότι θα τραβήξουμε δρόμους χωριστούς. Μόνο τ’ ότι δεν παλέψαμε με πόνεσε. Δεν παλέψαμε για τα όνειρα, για τις άνοιξες, για τις εικόνες, τα ταξίδια και τις στιγμές. Μα, τότε, δεν υπήρχε πάλη, γιατί δεν υπήρξε ούτε μισό ψήγμα φωτός, σ’ ό,τι κι αν κληθήκαμε να ζήσουμε…

***

Η Ισιδώρα κοίταζε τον καμπουριασμένο γέρο που τριγυρνούσε στον κήπο της ψυχιατρικής πτέρυγας του νοσοκομείου, με θλίψη. Δεν μπορούσε να βρει, πάνω του, κανένα από τα στοιχεία του πατέρα της που τον έκαναν τόσο αναγνωρίσιμο. Μήτε την βραχνή φωνή του άκουγε, μήτε το αγριεμένο ύφος και το κοφτό περπάτημα έβλεπε, σ’ εκείνον τον γέρο-σακάτη που μουρμούριζε ασυνάρτητα. Γύρισε προς τον γιατρό. «Δεν την πήρε ποτέ καλά την αυτοκτονία της μάνας μας. Στην αρχή είδαμε ότι άρχισε να το χάνει, μα είπαμε πως θα του περάσει, πως είναι από την θλίψη. Μέχρι να το καταλάβουμε…»

«Την αγαπούσε πολύ;»

«Πάρα πολύ… Αν και, η μάνα μας, ήταν ο χειρότερος άνθρωπος στον κόσμο…»

«Χωρισμένοι δεν ήτανε;»

«Σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Κι ότι δεν της είχε πει σε μια ζωή, της τα έγραψε σ’ ένα γράμμα. Το οποίο δεν παραδόθηκε ποτέ. Ο κυρ-Αρτέμης, βλέπεις, δεν έμαθε πως οι νεκροί δεν μας ακούνε πια».


Αρέσει σε %d bloggers: