, ,

Το Μόλεμα – 19

Προηγούμενο

 

Η Μαντώ αναδεύτηκε κι ενοχλημένη γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, καθώς μερικές αδιάκριτες ακτίνες τρύπωναν ακάλεστες μέσα από τις γρίλιες και έπαιζαν με τα ματόκλαδα της. Η μυρωδιά του ιδρώτα την πλημμύρισε, τον αναζήτησε με το χέρι της, αλλά δεν τον βρήκε. Άνοιξε τα μάτια της απότομα και της φάνηκε αιώνας μέχρι να φύγει η θολούρα. Κοίταξε γύρω της το άδειο ψυχρό δωμάτιο του ξενοδοχείου κι ανατρίχιασε. Σηκώθηκε αλαφιασμένη και χτύπησε απαλά την πόρτα του μπάνιου, δεν πήρε απάντηση και την άνοιξε διακριτικά.

«Μάρκο;» είπε σιγανά σε ερωτηματικό τόνο.

Ούτε εκεί βρισκόταν. Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη να κοιτά το άδειο δωμάτιο. Τα ρούχα που φορούσε ο Μάρκος την προηγούμενη μέρα ήταν τυλιγμένα κουβάρι και πεταμένα στον κάδο. Ξαναμπήκε στο μπάνιο, εκεί κρεμόταν από ένα γάντζο το φόρεμα της, το οποίο εξέτασε. Τα χάλια του έχει, δε σώνεται, σκέφτηκε στεναχωρημένη. Προχώρησε προς τη μικρή ντουλάπα και τράβηξε έξω τη βαλίτσα της. Στραβομουτσούνιασε. Απάνω στα νεύρα της, μετά τους αρραβώνες του Παύλου, είχε αρπάξει όλα τα ρούχα που της είχε αγοράσει ή χαρίσει η Έρση και τα έδωσε στην εκκλησία, έτσι τώρα είχε μείνει μόνο μ΄αυτά που είχε αγοράσει με τα δικά της λεφτά. Λοιπόν, δεν είχε και πολλές επιλογές. Έβγαλε ένα πράσινο φουστάνι που από τα χρόνια είχε ξεθωριάσει και το φόρεσε. Έπειτα έκατσε στο κρεβάτι για να περιμένει, μα δεν άντεξε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα. Ποτέ στη ζωή της δεν κατάφερε να μείνει ακίνητη για ώρα, εκτός και αν διάβαζε, πόσο μάλλον τώρα. Έστρωσε το κρεβάτι, συμμάζεψε το δωμάτιο, έπλυνε ακόμα και το φόρεμα και τα ρούχα του Μάρκου και ας ήξερε ότι δεν είχε νόημα. Όταν είχε υπερένταση και νεύρα αυτή ήταν μια δουλειά που πάντα την ηρεμούσε. Γιατί δεν άνοιξα την πόρτα, τότε στο σπίτι του Παύλου, να δω με ποιον μιλούσε η Έρση, σκεφτόταν και έτριβε με μανία ένα λεκέ στο μανίκι. Σαπούνι. Αν είχα ανοίξει, θα ΄χα γλιτώσει τόσο πόνο, σκεφτόταν και ξαναέτριβε με μανία. Πώς μπέρδεψε έτσι τις φωνές τους; Η αλήθεια είναι ότι έμοιαζαν αρκετά. Ακόμη και στο σουλούπι ο Μάρκος και ο Ανδρέας έμοιαζαν πολύ. Πιο πολύ έμοιαζε με τον Ανδρέα παρά με τον Νίκο.

Είχε περάσει μια ώρα από τότε που είχε ξυπνήσει η Μαντώ κι ο Μάρκος δεν είχε φανεί. Τα χέρια της είχαν πληγιάσει και στο μυαλό της οι σκέψεις είχαν μπλεχτεί κουβάρι αξεδιάλυτο, μη βρίσκοντας τι άλλο να κάνει, αποφάσισε να κατέβει στη ρεσεψιόν. Έπιασε με το χέρι της το πόμολο και μια σκέψη την έκανε να παγώσει. Και αν έφυγε; Αν την εγκατέλειψε; Πόσα ν’ αντέξει ο άνθρωπος, κόντεψε να τον τρελάνει τόσο καιρό με το παιδιάστικο πείσμα της. Έκανε στροφή και έτρεξε στην καρυδένια ντουλάπα, την άνοιξε με τόση φόρα που κόντεψε να τη ρίξει απάνω της. Η βαλίτσα του και τα ρούχα του είναι εδώ, σκέφτηκε ανακουφισμένη. Τότε πήρε μια απόφαση. Δεν πρόκειται να ρωτήσω τίποτα άλλο, αν και όποτε θελήσει θα μου πει αυτός. Εγώ όμως δεν πρόκειται να ρωτήσω τίποτα άλλο, ποτέ ξανά. Ξέρω ότι υπάρχει κάτι, αλλά δε θα κάνω άλλο τον ντετέκτιβ. Μα πού πήγε;

Την ώρα που κατέβαινε τις σκάλες είδε τον Μάρκο να μπαίνει στο ξενοδοχείο. Φορούσε το μπλε κοστούμι του και ένα όμορφο καινούργιο καπέλο και έμοιαζε λες και χοροπηδούσε. Έτρεξε σχεδόν να τη συναντήσει. 

«Καλημέρα», είπε και τη φίλησε στο μέτωπο, «Πώς είσαι;»

«Μια χαρά;» του χαμογέλασε αμφίσημα. 

«Έφαγες πρωινό;»

«Μόνη;» του είπε μ΄ένα παραπονιάρικο ύφος. 

«Ούτε και εγώ, πάμε;» της είπε και πιάνοντας τη από τη μέση την οδήγησε προς το εστιατόριο. «Σου έχω και μια έκπληξη» συμπλήρωσε μ΄ένα αινιγματικό χαμόγελο.

«Έκπληξη;»

«Ναι» της είπε χαμογελώντας της πλατιά.

Παρήγγειλαν και η Μαντώ στήριξε το πηγούνι της με τα χέρια της.

«Λοιπόν, ποια είναι η έκπληξη;» τον ρώτησε μαλακά.

«Λοιπόν… θυμάσαι που μου είπες ότι ποτέ δεν έχεις δει ψηλά βουνά;»

«Ναι…» απάντησε σ’ ερωτηματικό τόνο.

«Θα πάμε εκδρομή στο βουνό!»

«Α πολύ ωραία!» ενθουσιάστηκε η Μαντώ. 

«Ναι, έλεγα να νοικιάσω αυτοκίνητο, αλλά τελικά πήγα σήμερα πρωί πρωί και αγόρασα…»

«Αγόρασες αυτοκίνητο;» τον κοίταξε έκπληκτη.

«Ναι»

«Μα γιατί; Εννοώ, δεν ήταν λίγο βιαστική απόφαση;» 

«Όχι, από καιρό το σκεφτόμουν, άλλωστε θα το χρειαστούμε, εδώ οι αποστάσεις είναι μεγάλες και θα το χρειάζεσαι για να πηγαίνεις στη σχολή»

«Στη σχολή…» επανέλαβε μ΄έναν τόνο αμφιβολίας η Μαντώ και τον κοίταξε με λατρεία. Εκείνη την ώρα ο σερβιτόρος ακούμπησε τα πιάτα τους. 

«Λοιπόν ας φάμε, γιατί πρέπει να ετοιμάσουμε και τις βαλίτσες…», είπε ανυπόμονα ο Μάρκος ρουφώντας τις μυρωδιές.

«Τις βαλίτσες; Γιατί;» τον ρώτησε έκπληκτη η Μαντώ.

«Δε σου είπα για την εκδρομή;»

«Και θα χρειαστούμε τις βαλίτσες;» 

«Εε, αφού θα λείψουμε τρεις ΄βδομάδες!»

«Τρεις ‘βδομάδες;», επανέλαβε απορημένη η Μαντώ.

Ο Μάρκος την κοίταξε πονηρά μέσα από τις βλεφαρίδες του, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.

«Τρεις βδομάδες στο βουνό, σ΄ένα μικρό απομονωμένο αγροτόσπιτο, όπου θα μπορείς να φωνάζεις με την ησυχία σου…» της ανακοίνωσε μιλώντας αργά με τη βαθιά ζωηρή φωνή του και χαμογέλασε πλατιά, όταν είδε τα μάγουλα της να βάφονται κόκκινα. 

Η κραυγή της έκανε τα πουλιά να σηκωθούν στον αέρα και να πετάξουν ψηλά αναστατωμένα. Ο Μάρκος κύλησε δίπλα της στον λείο βράχο προσπαθώντας να βρει την ανάσα του. Τα πουλιά άρχισαν πάλι να επιστρέφουν στις φωλιές τους, όταν μια βραχνή δυνατή φωνή τ΄αναστάτωσε πάλι. 

«Ούλα κ΄λά αυτού; Εεε;» ο Μάρκος και η Μαντώ τινάχτηκαν πάνω κι εκείνη βιάστηκε να καλύψει τα πόδια της κάτω από το φουστάνι της, όπως ήταν καθισμένη στον βράχο. 

«Μια χαρά, πατριώτη, μια χαρά!», φώναξε νευρικά ο Μάρκος προσπαθώντας να διακρίνει τον άνθρωπο μέσα από τα κλαδιά και κουμπώνοντας βιαστικά το παντελόνι του. «Η γυναίκα μου, είδε ένα φίδι…» τραύλισε αμήχανος την πρώτη δικαιολογία που του ΄ρθε στο μυαλό.

«Φιδ΄, ααα;», έκανε με ελαφρύ σαρκαστικό τόνο η τραχιά φωνή κι ένας φεγγαροπρόσωπος ηλικιωμένος άνδρας με μπαμπακένια μαλλιά, πονηρά ξεπλυμένα γαλάζια μάτια και ρούχα βοσκού εμφανίστηκε ανάμεσα στα κλαδιά δεξιά τους στο μονοπάτι.  

«Ναι, ξέρετε, φοβάται…», έκανε απολογητικά ο Μάρκος κουμπώνοντας βιαστικά τα τελευταία κουμπιά του πουκαμίσου του. Ο άντρας στάθηκε κοιτώντας τους εξεταστικά και έστριψε το τσιγκελωτό μουστάκι του που είχε το ίδιο χρώμα με τα μαλλιά του, αλλά έντονο κιτρινισμένο γύρω από το στόμα του εξαιτίας του καπνού.  

«Άι, αφού είστ΄ κ΄λά, να παένω ΄γω», έκανε και τους γύρισε την πλάτη «Ααα και άμα θέλ΄τε να ξαποστάστε, ιδό πιο πάν΄ είναι το κονάκι μ΄, θα χαρεί κι η κυρά μ΄ να ιδεί ξέν΄ς, που ΄χει κιρό. Κι φ΄δ΄, ιδό π΄τα λέμε, έχ΄ κιρό να ιδεί, χαχαχα» χασκογέλασε με το αστείο του ο ηλικιωμένος άντρας καθώς απομακρυνόταν. Ο Μάρκος έβαλε τα γέλια και η Μαντώ τον χτύπησε στον ώμο με τη γροθιά της. Μα ΄κείνος κύλησε πάνω της ξαπλώνοντας την πάνω στον βράχο και άρχισε να τη φιλάει στον λαιμό και το στήθος κάνοντας τη να χαχανίσει. 

«Μη σήκω, άσε με!» φώναζε ανάμεσα από τα χαχανητά της.

«Καλά λες…», είπε κάποια στιγμή μισοσοβαρά μισοαστεία ο Μάρκος.

«Τι; Δεν έχει επανάληψη;», τον κορόιδεψε κοιτώντας τον πονηρά με μάτια που σπίθιζαν.

«Τι επανάληψη; Κιόλας; Τι με πέρασες!» 

«Ααα! Ξέρεις τι λένε, η επανάληψη είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως κι εγώ νομίζω ότι είμαι λίγο αδύναμη, χρειάζομαι εντατικά ιδιαίτερα!» χαχάνισε η Μαντώ.

«Μόνο που εδώ δεν είναι και πολύ ιδιαίτερα πια… Καλύτερα να κατέβουμε στ΄αμάξι, γιατί νομίζω πως σε λίγο θα πιάσει βροχή» είπε κοιτώντας με το μάτι του ναυτικού τις βαριές μολυβένιες νεφέλες που πλησίαζαν γοργά από τα νότια.

«Από τώρα; Είναι πολύ όμορφα εδώ», διαμαρτυρήθηκε η Μαντώ κοιτώντας τα δασωμένα βουνά γύρω τους.

«Ναι, είναι…» συμφώνησε ο Μάρκος, «Πέρασε ο καιρός πριν το καταλάβουμε…»

«Πράγματι…» μονολόγησε η Μαντώ και σφίχτηκε πάνω του. «Πρέπει να φύγουμε αύριο;» τον ρώτησε παραπονιάρικα.

«Δυστυχώς δεν έχουμε άλλα περιθώρια, τα εξαντλήσαμε. Πρέπει να φύγουμε για το νησί, όπου θα γίνει η καθέλκυση του πλοίου» 

«Το νησί…» επανέλαβε χαμηλόφωνα η Μαντώ κι ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη. Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο ελεύθερη και ζωντανή όσο αυτές τις μέρες στο βουνό. Μόνοι οι δυό τους στη μέση του πουθενά, χωρίς κανόνες, χωρίς πρέπει, χωρίς να τη διατάζει κανείς και χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν…

«Για λίγο θα ΄ναι, θα επιστρέψουμε στην πρωτεύουσα σύντομα» τη διαβεβαίωσε. Του χαμογέλασε διφορούμενα και τον φίλησε στη μύτη. Ο Μάρκος ανασηκώθηκε και την τράβηξε πάνω, όταν ένα χριτσσς ακούστηκε.

«Α στο καλό!» ξεφώνισε η Μαντώ.

«Τι έγινε;» τη ρώτησε σαστισμένος εκείνος.

«Σκίστηκε!» του είπε δείχνοντας το φουστάνι της.

«Εε και;» 

«Και… και δεν έχω άλλο καθαρό!», γκρίνιαξε η Μαντώ στριφογυρίζοντας το ύφασμα στα δάχτυλά της προσπαθώντας να εκτιμήσει το μέγεθος της ζημιάς. 

«Καλά είχες τόσα ρούχα στο νησί, γιατί πήρες…»

«Δεν έχω πια, τα ΄δώσα» τον έκοψε νευρικά αποφεύγοντας να τον κοιτάξει.

«Πού τα ΄δώσες;» τη ρώτησε απορημένος, καθώς της έδινε το χέρι του για να τη βοηθήσει να πατήσει στο μονοπάτι. 

«Στην εκκλησία…» μουρμούρισε η Μαντώ κι απέφυγε το βλέμμα του. 

«Όλα;»

«Όλα», είπε και άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι με γρήγορο ρυθμό. «Μου φαίνεται έχεις δίκιο, θα πιάσει βροχή», του φώναξε προσπαθώντας να γυρίσει την κουβέντα. 

«Μα γιατί;» 

«Γιατί θα πιάσει βροχή;» έκανε τάχα μου αδιάφορα η Μαντώ και γέλασε ψεύτικα.

«Γιατί έδωσες όλα τα ρούχα;»

Η Μαντώ κοντοστάθηκε, γύρισε και τον κοίταξε αναποφάσιστη, ενώ ανέπνεε βαριά. 

«Τα έδωσα, γιατί δεν ήταν δικά μου. Αυτά τα τρία τ΄αγόρασα με τα λεφτά από τη δουλειά μου και δεν ήταν εύκολη δουλειά, τα δούλεψα. Τ΄άλλα μου τα δώρισε ή χάρισε η κυρία και δε θέλω, δεν ήθελα… τίποτα από α…» σταμάτησε ξαφνικά μετανιώνοντας για τα λόγια της.

Εκείνος της έγνεψε καταφατικά συλλογισμένος.

«Έχεις δίκιο δε χρειάζεσαι τίποτα από αυτή. Έχεις εμένα»

«Ούτε από σένα», είπε πεισματάρικα η Μαντώ. «Μπορώ να…»

«Δεν είναι το κατάλληλο μέρος να μιλήσουμε γι΄ αυτό, ούτε η ώρα…» την έκοψε και της έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί που την έκανε να παραλύσει. Την έπιασε από το χέρι και χωρίς να πουν άλλη κουβέντα κατέβηκαν ως το αυτοκίνητο την ώρα που ξεκίναγε να βρέχει.

Ξύπνησε μελαγχολική, ο Μάρκος κοιμόταν δίπλα της ροχαλίζοντας εξαντλημένος από το χθεσινοβραδινό τους σμίξιμο.  Χαμογέλασε και πέρασε τα δάχτυλα της μέσα από τα μαύρα μαλλιά του που είχαν μεγαλώσει πολύ αυτές τις μέρες. Χρειάζεται κούρεμα, σκέφτηκε η Μαντώ, η οποία σηκώθηκε και ετοιμάστηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Εξήλθε από το όμορφο ζεστό δωμάτιο με το μεγάλο σιδερένιο κρεβάτι που στο κεφαλάρι του είχε δυό μικρούς ερωτιδείς ν΄αγκαλιάζουν ένα ρόδο και πήγε στην κουζίνα με τα βαμμένα σ΄έντονο πράσινο χρώμα ντουλάπια. Πήρε ένα ποτήρι γάλα και βγήκε θρυμματίζοντας τα ξερά πλατανόφυλλα στην πλακόστρωτη βεράντα του μικρού αγροτόσπιτου, που έμοιαζε να έχει καταληφθεί από τη φύση που οργίαζε γύρω του. Κοίταξε γύρω της όλες τις αποχρώσεις του πράσινου τις ανακατεμένες με πορτοκαλόχρυσες και ροδοκόκκινες πινελιές λόγω του φθινοπώρου, που αγκάλιαζαν τις πτυχώσεις του γήινου μανδύα, ενώ πέρα μακριά δυό ψηλές φαλακρές κορφές βουνών αχνογαλάζιζαν κι έμοιαζαν σαν θρόνοι όπου ξαπόσταινε κάθε τόσο κάνα κουρασμένο αφρατούλικο συννεφάκι. Τις πρώτες μέρες είχε κατενθουσιαστεί. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τόσο πράσινο και τόσο καθαρά, έντονα χρώματα. Κάθισε στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα, μάζεψε τα πόδια της στο στήθος της και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί για άλλη μια φορά στα γύρω βουνά. Όμορφο θέαμα, μα μοιάζει τόσο στατικό, σκέφτηκε. Μόνο αν πρόσεχες καλύτερα θα έβλεπες το αεράκι που έπαιζε κρυφτό ανάμεσα στα φύλλα του μεγάλου πλατάνου και τις μικρές βαρκούλες που αρμένιζαν στον αέρα, ώσπου να φτάσουν στη γη. Το ίδιο αεράκι έσπρωχνε τα ασθμαίνοντα σύννεφα που περνούσαν σαν τα πρόβατα πάνω από τις πλαγιές χρωματίζοντας τες συνεχώς χρησιμοποιώντας για μπογιές το φως και τις σκιές. Ενώ η θάλασσα… σκεφτόταν η Μαντώ. Η Θάλασσα μοιάζει να ΄ναι ζωντανή, σου μιλά, σου τραγουδά, σου ουρλιάζει μεσ’ από την αέναη κίνηση της. Άλλοτε γαλήνια χαίρεται να επιδεικνύει τα στολίδια της, τις πολύχρωμες βαρκούλες, τον ουρανό και τα γύρω της λίθινα νησάκια. Άλλοτε πάλι ορμά γεμάτη πάθος να τ’ αγκαλιάσει, να τα κάνει δικά της, να τ’ αγαπήσει και αν τύχει και θυμώσει τότε απλώνει χιλιάδες αφρισμένα χέρια θέλοντας λες να ξεσκίσει ότι την πονά και τη στεναχωρεί. Μα σάμπως και με τους εραστές της το ίδιο δε κάνει, πότε τους γλυκομιλά, τους κάνει νάζια και εμφανίζεται μπροστά τους στραφταλιστή και χαδιάρα και οι ανόητοι την πιστεύουν και δε βλέπουν ότι κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια της που αντικατοπτρίζει τον κόσμο γύρω της, μέσα της ελλοχεύει το πιο βαθύ σκοτάδι που σαν ξεχυθεί, όμοιο μελάνι με αφρισμένες δαντέλες, μπορεί να τους  καταπιεί στέλνοντας τους να κοιμηθούν αιώνια στ΄ ανήλιαγα βάθη της. 

«Καλημέρα» ακούστηκε μια βραχνή μαχμουρλίδικη φωνή. Η Μαντώ γύρισε το κεφάλι της ξαφνιασμένη κι αμέσως χαμογέλασε.

«Καλημέρα», αντευχήθηκε στον Μάρκο που την κοιτούσε αγουροξυπνημένος, αξούριστος και με μια τούφα να πέφτει ανέμελα στο μέτωπο του. 

«Αγναντεύεις;»

«Μμμ» 

«Τι έχεις;», της είπε χαϊδεύοντας τα λυτά κυματιστά μαλλιά της.

«Τίποτα…», είπε σιγανά, μ΄ αμφιβολία η Μαντώ.

«Στεναχωριέσαι που θα φύγουμε;» τη ρώτησε απαλά κι εκείνη του γνέψε θετικά. «Θα ξανάρθουμε με την πρώτη ευκαιρία», τη διαβεβαίωσε. 

«Δε θα ΄ναι ποτέ ξανά το ίδιο…» μονολόγησε και ακούμπησε το πηγούνι της στα διπλωμένα γόνατα της. 

«Κι όμως, εδώ δε φαίνεται τίποτα ν΄αλλάζει, σαν ο χρόνος να μένει στάσιμος…» είπε ο Μάρκος κοιτώντας γύρω του. Του χαμογέλασε με σφιγμένα χείλη και σηκώθηκε.

«Σου λείπει κι εσένα, ε;» τον ρώτησε γλυκά και τον αγκάλιασε.

Πέρασε τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά της χαϊδεύοντας τη βάση του κρανίου της. Έστρεψε το πηγούνι της προς τα πάνω με το άλλο του χέρι και τα χείλη του ακούμπησαν απαλά τα δικά της, έπειτα πέρασε την υγρή γλώσσα του πάνω από το χείλη της που η Μαντώ τα μισάνοιξε, ξαφνικά ο Μάρκος δάγκωσε και ρούφηξε απαλά το κάτω χείλος της στέλνοντας κύματα ηδονής απ΄άκρη σ΄άκρη στο κορμί της. Η γλυκερή μυρωδιά που ανέδυε το στόμα του την αναστάτωνε.

«Είχα ξεχάσει αυτό το μαρτύριο!», φώναξε η Μαντώ για ν΄ ακουστεί πάνω από τον θόρυβο της μηχανής του μεγάλου αυτοκινήτου. Της έριξε ένα βλέμμα συμπάθειας. 

«Θες να σταματήσω;»

«Πάλι; Όχι! Πάμε μπας και φτάσουμε καμιά ώρα! Αργήσαμε και να ξεκινήσουμε…»

Της έριξε ένα μισοαπολογητικό μισοπονηρό χαμόγελο που την έκανε να χαχανίσει. 

«Γιατί δεν προσπαθείς να βλέπεις μακριά και ν΄ απασχολήσεις το μυαλό σου;» τη συμβούλευσε ο Μάρκος.

Η Μαντώ προσπάθησε ν΄ ακολουθήσει τη συμβουλή του, μα περνούσαν τόσο κοντά από μεγάλα δέντρα και θάμνους που της έκοβαν τη θέα δίνοντας την εντύπωση θολών γραμμικών μουντζούρων που την έκαναν να ζαλίζεται ακόμα περισσότερο, καθώς το αυτοκίνητο στριφογύριζε στον φιδωτό δρόμο κατεβαίνοντας με ταχύτητα το βουνό. Όσο για το ν΄απασχολήσει το μυαλό της, δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα, από την ώρα που άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν, όλο ανήσυχες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό της που την έκαναν να ζαλίζεται πιο πολύ και από τον δρόμο. Επέστρεφαν. Δεν μπορούσε να βρει τίποτα καλό σ΄ αυτό, πέρα από του ότι της είχε λείψει η θάλασσα. Όχι, δεν ήθελε να επιστρέψει, καλύτερα να έμεναν για πάντα εκεί. Τώρα θα έπρεπε ν΄ αντιμετωπίσει την Έρση, τη Φώτω, τη μάνα της και ας ελπίσουμε ότι δε θα χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσει τον Νίκο, μα κάτι της έλεγε ότι αυτό δε θα αργούσε. Πέρασε τα χέρια της πάνω από τους πήχεις της προσπαθώντας να κατευνάσει το ανατριχιασμένο δέρμα της. 

«Κρυώνεις;» τη ρώτησε με έγνοια λοξοκοιτώντας τη ο Μάρκος.

Εκείνη του κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο Μάρκος αντιμετώπιζε τα πράγματα πολύ διαφορετικά από αυτήν, θεωρούσε ότι δε χρειάζεται ν΄απασχολεί το μυαλό του με το τι πρόκειται να γίνει και το τι μπορεί να κάνει για ν’ αποφύγει κάτι. Όταν γινόταν, ό,τι και να γινόταν θα ριχνόταν με τα μούτρα να το λύσει κι αν δεν τα κατάφερνε θα προσπαθούσε να το καταχωνιάσει στα βάθη του μυαλού του από όπου θα τον αγκύλωνε μια ζωή. Μα ο Οξαποδώ δεν ήταν κάτι απλό για να λυθεί, ακόμα και ο γόρδιος δεσμός μοιάζει παιχνιδάκι μπροστά στην πολυπλοκότητα της σκέψης του, της οργάνωσης και της εκτέλεσης της εκδίκησης του και το μόνο σίγουρο ήταν ότι θα ζητούσε εκδίκηση. Της είχε κάνει εντύπωση η στάση του τόσο στο γάμο τους, όσο και μετέπειτα. Δεν είχε πει κανένα από τα καυστικά και ειρωνικά σχόλια του και συμπεριφερόταν μ΄ ευγένεια και καταδεκτικότητα, ενώ ακολουθούσε την Έρση στις διάφορες κοσμικές κι άλλες εκδηλώσεις του τόπου κεφάτος, διαχυτικός και θύμα ενός απλού ατυχήματος, όπως υποστήριζε και η επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Όμως η Μαντώ δε γελιόταν, πέρα από το προσωπείο, τα θολά μάτια του της προκαλούσαν τρόμο. Ο τρόπος που την κοίταζε ή της έπιανε το χέρι έκανε τη σπονδυλική της στήλη να παγώνει.

Η τελευταία φορά που τον είχε δει ήταν στους αρραβώνες του Παύλου και τότε της είχε περάσει από τον νου ότι κάτι ετοίμαζε, τα γεγονότα όμως εκείνης της βραδιάς και όλα όσα ακολούθησαν δεν της είχαν δώσει χρόνο να το ξανασκεφτεί. Άραγε ήξερε εκείνη τη νύχτα ότι η Έρση είναι έγκυος και ότι είχε πάει στα αρραβωνιάσματα του εραστή της; Να ξέρει για το τι έγινε ανάμεσα στον Μάρκο και την Έρση; Τι κάνει η Έρση, είχε άραγε προλάβει να προετοιμαστεί; Η Μαντώ είχε καταλάβει στο νοσοκομείο ότι ανησυχούσε και τους ζητούσε λίγο χρόνο, δεν ήταν έτοιμη να ανακοινώσει στους άλλους ούτε την εγκυμοσύνη, ούτε το ποιος είναι ο πατέρας, αν όμως μάθαινε για την εγκυμοσύνη ο Νίκος οι υποψίες του θα έπεφταν κατευθείαν στον Μάρκο. Έπειτα το ΄ξέρε από τον τρόπο που ο Νίκος κοιτούσε τον Μάρκο, όταν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, από τον τρόπο που σπίθιζαν τα κορακίσια μάτια του κρυμμένα βαθιά μέσα στο φουσκωμένο από το πάχος κεφάλι του πως τώρα πια μισούσε τον αδερφό του και θα προσπαθούσε να του κάνει κακό. Ο Μάρκος δε φαινόταν να συμμερίζεται τις απόψεις της, όσες φορές προσπάθησε να τον προειδοποιήσει της έλεγε ότι ό,τι και αν τους χώριζε ο Νίκος ήταν αδερφός του, στο ίδιο σπίτι μεγάλωσαν και δε θα του έκανε ποτέ κακό. Όπως δεν έκανε στην Έρση, που την αγαπούσε. Η αλήθεια είναι ποτέ της δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που σταμάταγε τον Νίκο από το να κακοποιήσει σωματικά την Έρση. Ίσως γιατί το κατάφερνε τόσο καλά με τα λόγια…

Όλες αυτές τις μέρες δεν είχαν συζητήσει τίποτα για την Έρση, το μωρό, τον Νίκο και τον Παύλου. Ο Μάρκος δεν είχε αναφέρει τίποτα για τα μούτρα, τις κατηγορίες της και το ξέσπασμα της και αυτή δεν τον είχε ρωτήσει τίποτα για τη δική του περίεργη συμπεριφορά και τις πολύωρες εξαφανίσεις του. Ήταν σαν να ΄χαν μια άτυπη συμφωνία ότι δε θ΄ ανέφεραν τίποτα που θα μπορούσε να τους χαλάσει αυτές τις μέρες και πέρασαν τόσο όμορφα! Ήταν τόσο τρυφερός και γλυκός μαζί της. Πρώτη φορά ασχολιόταν κάποιος μαζί της τόσο πολύ, πέρα από τον πατέρα της.  Μην είσαι άδικη, μάλωσε τον εαυτό της, κι η μάνα μου όταν ήμουν άρρωστη με φρόντισε πολύ. Μα ποτέ άλλοτε δε θυμόταν κανέναν να ενδιαφέρεται συνεχώς για το αν έφαγε, αν είναι κουρασμένη, αν κρυώνει, τι σκέφτεται… 

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε ο Μάρκος κι εκείνη τον κοίταξε όλο λατρεία καθώς το αμάξι κυλούσε κάτω από τα μεγάλα πλατάνια που είχαν αρχίσει να γυμνώνονται σηκώνοντας πορτοκαλοκίτρινα κύματα από φύλλα στον αέρα.

***

 

«Τώρα σοβαρά, πίστευες ότι μπορούσες να μου κρύψεις κάτι τέτοιο;», είπε με προσποιητή ηρεμία ο Νίκος δείχνοντας την κοιλιά της Έρσης. Εκείνη του έριξε ένα παγωμένο πλάγιο βλέμμα.

«Λοιπόν, κύριε δικηγόρε… είναι κάτι άλλο που θα πρέπει να υπογράψουμε;»

«Όχι, κυρία μου. Αν και όπως σας είπα ήδη, η κατάσταση σας αλλάζει τα…»

«Ωραία λοιπόν», τον έκοψε με παγερή φωνή η Έρση και ανασηκώθηκε από τη μεγάλη βαμμένη χρυσαφί καρέκλα με τα σκαλισμένα χερούλια που τελείωναν σε πόδια λιονταριού, το δέρμα έτριξε ανατριχιαστικά.

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι είχαν περάσει από αυτές τις καρέκλες. Άνθρωποι του υποκόσμου, μα και πολλοί κοσμικοί. Άνθρωποι αγέλαστοι, θυμωμένοι, φωνακλάδες, αλαζόνες, άνθρωποι πονηροί, έξυπνοι, μα και ανόητοι. Άνθρωποι ανήσυχοι, φοβισμένοι, κυριευμένοι από την αγωνία. Τόσα χρόνια που έκανε αυτή τη δουλειά ο γνωστός δικηγόρος με τα μικρά αλεπουδίσια μάτια και τη γρυπή μύτη, που πάνω της στηριζόταν με δυσκολία ένα ζευγάρι πολυεστιακά γυαλιά, είχε μάθει να τους ξεχωρίζει, να τους κατατάσσει σε κατηγορίες, να τους φέρεται ανάλογα και να μιλά στον καθένα ανάλογα με το τι θέλει ν΄ ακούσει. Άλλοτε με κολακείες και δουλοπρέπεια, άλλοτε με αυστηρότητα και επαγγελματισμό και άλλοτε καθησυχαστικά και ήπια. Στα τόσα χρόνια σ΄αυτό το επάγγελμα είχε συναντήσει ελάχιστους, αν όχι σχεδόν καθόλου ανθρώπους που φαίνονταν να έχουν καθαρή συνείδηση και ακόμα λιγότερους που να φαίνονταν να τα έχουν καλά με τον εαυτό τους, όπως αυτή η γυναίκα που καθόταν τώρα μπροστά του όρθια, αγέρωχη. Με τα καθαρά γαλάζια μάτια της, τα ξανθά μαλλιά της τραβηγμένα σ΄έναν αυστηρό κότσο, τα παχουλά αδούλευτα χέρια και τη μεγάλη φουσκωμένη κοιλιά. Αυτή η γυναίκα τον είχε μπερδέψει. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι, σύμφωνα με το σύζυγο της, επρόκειτο για μια ανήθικη γυναίκα που είχε γκαστρωθεί από κάποιον εραστή, ασύδοτη, ψεύτρα και παμπόνηρη. Πώς μπορεί να ΄χει πέσει τόσο έξω; Ήξερε ότι οι άνθρωποι κάλυπταν συνήθως την ανηθικότητα τους κάτω από στρώματα τίτλων, ακριβών ρούχων, παχιών λόγων και ψεύτικων χαμόγελων. Μα μ’ όσα και αν καλύπτονταν, τα μάτια τους πάντα τους πρόδιδαν, έστω και φευγαλέα, όπως πρόδωσαν κι αυτόν τον ευτραφή άντρα που είχε μπροστά του και καθόταν απλωμένος, υπερβολικά άνετος πάνω στη μεγάλη καρέκλα, καλοντυμένος, μα με ατσαλένια ύπουλα μάτια.

Η Έρση κινήθηκε αγέρωχη προς την πόρτα κι ο δικηγόρος ανασηκώθηκε με σβελτάδα και έτρεξε μπροστά της προσπερνώντας τη και ανοίγοντας με δουλοπρέπεια τις σκουρόχρωμες ξύλινες πόρτες. 

«Χάρηκα πολύ που σας είδα, μα όπως σας είπα, θα πρέπει να συζητήσουμε κάποια στιγμή το…» 

«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα. Παρακαλώ να προχωρήσετε όσο το δυνατόν συντομότερα τις διαδικασίες και να κάνετε ό,τι είναι δυνατόν να επισπευτούν, γι΄ αυτό και μόνο και μόνο γι΄ αυτό, θα πληρώσω και θα πληρώσω καλά…» είπε και έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα προς τον Νίκο, που την κοιτούσε με αυθάδικο ύφος. Τα χείλη του μια γραμμή σηκώνονταν ειρωνικά από τη μια πλευρά πάνω στο παχουλό πρόσωπο του. 

Η Έρση συγκράτησε το βήμα της, δεν ήθελε να φανεί ότι βιάζεται  υπερβολικά να φύγει από ΄κει μέσα, δεν ήθελε να δώσει τη χαρά στον Νίκο ότι κατά βάθος τον φοβάται. Αυτός θα έπρεπε να φοβάται εκείνη. Είχε όλα του τα δάνεια στα χέρια της, μια ακόμα μικρή εγγύηση, όπως και η αλλαγή στη διαθήκη της. Λίγους μήνες ακόμα, λίγους μήνες και τίποτα απ΄όλα αυτά δε θα είχε σημασία. Θα έπαιρνε το παιδί και θα ‘φεύγε, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, οπουδήποτε που θα μπορούσε να χαθεί, άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους. Θα το είχε ήδη κάνει αν δεν την είχε αποτρέψει ο γιατρός ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για το μωρό της. Χάιδεψε ασυναίσθητα την κοιλιά της και χαμογέλασε. Σε λίγους μήνες τίποτα απ΄όλα αυτά δε θα είχε σημασία. 

***

 

«Είναι τόσο όμορφα εδώ!» είπε αναστενάζοντας η Μαντώ ατενίζοντας την πύρινη μπάλα που αργόσβηνε βουτώντας μέσα στη γαλήνια θάλασσα.

«Όπου βρίσκεσαι εσύ, είναι πάντα τόσο όμορφα…» της ψιθύρισε ο Μάρκος κι έτριψε το μάγουλο του στο δικό της καθώς την κρατούσε αγκαλιά. Τίναξε τα μαλλιά της και χαμογέλασε.

«Είσαι τόσο ψεύτης!» τον επέπληξε ναζιάρικα. Εκείνος ρούφηξε αργά το άρωμα από τα μαλλιά της και την έσφιξε πάνω του.

«Δεν είμαι…» 

«Δηλαδή σοβαρά το πιστεύεις, αυτό που είπες;» τον προκάλεσε κάνοντας μια περιστροφή στην αγκαλιά του και κοιτώντας τον κατάματα.

«Εννοείται» έκανε εκείνος ελαφρά θιγμένος. 

«Δε θα έπρεπε να λέγεσαι Γαλφυνός, αλλά Γαλίφης!», είπε γελώντας μαλακά η Μαντώ, μα βλέποντας το ενοχλημένο ύφος του το μετάνιωσε και τον φίλησε απαλά στο στόμα. 

«Έλα!» του ΄πε και τον έπιασε από το χέρι.

«Πού;»

«Στη θάλασσα!» αναφώνησε η Μαντώ. Ο Μάρκος την κοίταξε μπερδεμένος. «Μα είναι τόσο όμορφα! Έλα, να κολυμπήσουμε!» τον παρότρυνε χασκογελώντας με το ξαφνιασμένο ύφος του.

«Δεν…δ… δ… δεν έχουμε μαγιό» τραύλισε ο Μάρκος προσπαθώντας να κρύψει τον τρόμο από τα μάτια του. 

«Δεν πειράζει!»

«Πώς θα…» μα η Μαντώ προς απάντηση του είχε πετάξει ήδη τα ρούχα της στην παχιά ρόδινη άμμο κι έκανε ένα μακροβούτι.

«Έλα!» του φώναξε μόλις αναδύθηκε, μέσα από την βυσσινιά θάλασσα.

Ο Μάρκος την ακολούθησε απρόθυμα, αφού δίπλωσε τα ρούχα του με περίσσεια προσοχή. Σαν βούτηξε τα πόδια του η Μαντώ του πέταξε το στηθόδεσμο της γελώντας. Δεν περίμενε άλλο, τσαλαβούτηξε ατσούμπαλα προς το μέρος της. Οι δυο τους αγκαλιάστηκαν και άρχισαν τα φιλιά. Η θάλασσα γαλήνια, ντυμένη σαν βασίλισσα με τα πορφυρά και χρυσά χρώματα του ηλιοβασιλέματος ρυτίδωνε γύρω από τα κορμιά τους σε σπείρες ακολουθώντας το ρυθμό τους. Οι σπείρες μεγάλωναν και μεγάλωναν, απομακρύνονταν, ταράζονταν, μα είχαν πάντα ένα κέντρο, αυτούς.  

Ο Μάρκος βγήκε κατάκοπος από τη θάλασσα και ξάπλωσε στην παγωμένη άμμο. Ο ήλιος είχε φωλιάσει στην αγκαλιά της νύχτας από ώρα και μόνο μια απαλή μαβιά λωρίδα από την άκρη του χιτώνα του φαινόταν στον ορίζοντα. Τον ακολούθησε και η Μαντώ, η οποία αφού ντύθηκε, ξάπλωσε δίπλα του μπρούμυτα ακουμπώντας το κεφάλι της στα διπλωμένα της μπράτσα. 

«Μάρκο…» είπε με ερωτηματικό τόνο.

«Μμμ» μουρμούρισε εκείνος με κλειστά μάτια. 

«Να… ήθελα να σε ρωτήσω…», κόμπιασε η Μαντώ καθώς κοιτούσε το ήρεμο προφίλ του.

«Ναι;» την παρότρυνε και έγειρε προς το μέρος της.

«Μου φάνηκε, δηλαδή…»

«Τι;»

«Σαν να μην ξέρεις να κολυμπάς…» είπε μ΄έναν τόνο αμφιβολίας και μια μικρή σιωπή απλώθηκε. 

«Δεν ξέρω…» απάντησε ήρεμα ο Μάρκος έπειτα από λίγο και το στόμα του έγινε μια γραμμή.

«Τιιιιιιι;» ούρλιαξε η Μαντώ και τινάχτηκε πάνω. «Δε μιλάς σοβαρά έτσι; Αστειεύεσαι!» έκρωξε μετά από λίγο με τόνο αμφιβολίας και ερώτησης στη φωνή η Μαντώ. 

«Καθόλου» τη διαβεβαίωσε εκείνος.

«Μα, πώς γίνεται;»

«Τι, πώς γίνεται;»

«Να μην έμαθες να κολυμπάς… στο νησί…»

«Δε μου ΄δείξε κανείς… Είχα κι ένα ατύχημα μικρός και τη φοβήθηκα…», είπε νευρικά και αφού ανασηκώθηκε άρχισε να ντύνεται με νευρικές κινήσεις. 

«Μα δεν μπορεί, πρέπει να ξέρεις!» 

«Γιατί;»

«Γιατί είσαι ναυτικός!»

«Είμαι πάνω στη θάλασσα! Δε χρειάζεται να ΄μαι μέσα στη θάλασσα…»

«Κι αν τύχει κάτι;» τον έκοψε η Μαντώ έντρομη πια.

«Δε θα τύχει… Τα καράβια πια είναι μεγάλα, πιο ασφαλή…» 

«Ανοησίες» τον έκοψε. «Ποτέ μου δε κατάλαβα, πώς γίνεται κάποιος να ΄ναι ναυτικός και να μην ξέρει κολύμπι!»

«Είναι, γιατί όπως σου είπα, είσαι πάνω και όχι μ…»

«Μην ξανακούσω κουβέντα για το είσαι πάνω! Ένα τσακ σε χωρίζει από το να ΄σαι μέσα!» είπε η Μαντώ χειρονομώντας έντονα για να τονίσει τα λόγια της.

«Πίστεψε με, Μαντώ μου, δεν έχει καμία σημασία, γιατί αν βρεθείς μέσα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα που τα κύματα της καταπίνουν ολόκληρα καράβια, δε σώζεσαι, όσο και να προσπαθήσεις, απλά επιτείνεις το μαρτύριο…» είπε απαλά, μα σταμάτησε να μιλά, μόλις κοίταξε προς το μέρος της. Μέσα στο μισοσκόταδο μπορούσε να δει  το πρόσωπο της, έμοιαζε με πανσέληνο από τη χλωμάδα και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα της. Έγειρε προς το μέρος της και την αγκάλιασε. «Μη φοβάσαι καρδιά μου, εμένα δε θα μου συμβεί…» 

«Υποσχέσου μου…» του ψιθύρισε και ρούφηξε άγαρμπα τη μύτη της.

«Σου υπόσχομαι, δε θα μου συμβεί…»

«Όχι, αυτό! Στο ξανάπα, μη μου δίνεις υποσχέσεις που δεν μπορείς να κρατήσεις. Υποσχέσου ότι θα μάθεις να κολυμπάς πολύ καλά και να βουτάς προτού ξαναφύγεις!» είπε παρακαλετικά η Μαντώ.

«Μα…» προσπάθησε να φέρει αντιρρήσεις ο Μάρκος.

«Τι μα;» τον έκοψε εκνευρισμένη.

«Μα, πώς θα μάθω; Στην ηλικία μου. Πού;»

«Θα σου μάθω εγώ, υποσχέσου!» του είπε επιτακτικά κι ένιωσε τα μάτια της σπιθίζουν στο σκοτάδι.

«Καλά, το υπόσχομαι», είπε ξεφυσώντας χωρίς να το πολυπιστεύει πιο πολύ για να την καθησυχάσει και τη φίλησε. «Δε φοράς το παλτό σου τώρα, γιατί έχεις παγώσει; Κρύωσε ο καιρός και πρέπει να βρούμε ένα ξενοδοχείο για το βράδυ. Δεν αντέχω να οδηγήσω ως την πρωτεύουσα σήμερα».

Η Μαντώ του ‘γνέψε καταφατικά και καθώς κουκουλωνόταν μονολόγησε «Μόλις γυρίσουμε στο νησί ξεκινάμε μαθήματα κολύμβησης… Και μη νομίζεις πως θα μου ξεφύγεις με φθηνές δικαιολογίες…»

Ο Μάρκος ανατρίχιασε ακούγοντας τη. Η αλήθεια ήταν πως έτρεμε το νερό. Μπορεί να κατάφερνε να συγκρατεί αυτόν του το φόβο και να μην το δείχνει, αλλά ο φόβος ήταν εκεί, ξέσκιζε μανιασμένα τα σωθικά του κάθε φορά που ερχόταν σε σωματική επαφή με τη θάλασσα. Γι’ αυτό επέλεξε να γίνει ναυτικός, για να τον ξεπεράσει. Μάταια. Δεν τα κατάφερε ποτέ…

Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τις ακτίνες του ήλιου να χαϊδέψουν τα ματόκλαδα της, εκατομμύρια χρωματιστά μπιλάκια χόρευαν στο πίσω μέρος των βλεφάρων της. Χαμογέλασε. 

«Λοιπόν, δεν είχα δίκιο;» τη ρώτησε μια ζωηρή φωνή.

«Ναι, είναι μια υπέροχη μέρα!», συμφώνησε η Έρση και κάθισε πιο αναπαυτικά στην καρέκλα της. 

«Είναι όμως φθινοπωρινή μέρα και κάνει λίγο ψύχρα, γι’ αυτό καλύτερα να φορέσεις τη ζακέτα σου» έκανε μαλακά ο Ανδρεάς και την έριξε στους ώμους της.

Tον κοίταξε ευγνώμων, ήταν πραγματικά ευγνώμων. Ο Ανδρέας ήταν πολύ ευγενικός και ιδίως από τότε που κατάλαβε για το παιδί δεν την άφηνε μόνη, την πρόσεχε, τη φρόντιζε και ήταν πολύ τρυφερός μαζί της. Τόσο, που την ξένιζε η συμπεριφορά του. Στην αρχή προσπάθησε να τον απομακρύνει, τώρα πια όμως δεχόταν με χαρά τις περιποιήσεις του. Είχε βαρεθεί να παίζει το κρυφτούλι με τον Νίκο, ένιωθε επιτέλους ελεύθερη, ήσυχη να απολαύσει το θαύμα που τρεμούλιαζε μέσα της και χάρη στον Ανδρέα ένιωθε και πιο ασφαλής. Ένα ψυχρό αεράκι τη χάιδεψε για λίγο και χάθηκε σηκώνοντας μικρά κυματάκια κάνοντας τις πολύχρωμες ψαρόβαρκες να κουνηθούν χαρωπά στο πέρασμα του προς την ανοικτή θάλασσα, για να παίξει στη γειτονιά των ανέμων με τ΄αδέρφια του. Πέρα από τ΄ αόρατο σύνορο του λιμανιού, η θάλασσα έμοιαζε ταραγμένη. Στον έντονο γαλάζιο ουρανό στριφογύριζαν μικρές πουπουλένιες ωχρόλευκες νεφέλες εδώ κι εκεί, σαν τα μόμπιλε πάνω από την κούνια μωρού. 

Ο σερβιτόρος, ένας κοντός, οστέινος και υπερβολικά μαυριδερός νεαρός με όμορφα εκφραστικά μάτια, στο χρώμα του όνυχα, τους έφερε την παραγγελία τους, που την απόθεσε ζωηρά μπροστά τους και εξαφανίστηκε σε χρόνο ντετέ. Η Έρση κοίταξε όλα εκείνα τα ζωηρόχρωμα πιάτα με τις γαργαλιστικές μυρωδιές ευχαριστημένη, μα δεν κουνήθηκε για να σερβιριστεί. Ο Ανδρέας την κοίταξε ανήσυχος. 

«Όλα καλά; Ζαλίζεσαι;» τη ρώτησε. Εκείνη του ΄γνέψε αρνητικά. «Θες κάτι άλλο να παραγγείλω;» και πάλι του έγνεψε αρνητικά. «Πρέπει να φας» της είπε σε αυστηρό τόνο.

«Θα φάω…» τον διαβεβαίωσε εκείνη και του χαμογέλασε γλυκά. «Ξέρεις, σήμερα – αύριο θα γυρίσουν και η Μαντώ με τον Μάρκο» τον ενημέρωσε.

«Ααα, ωραία» είπε ο Ανδρέας χωρίς να την κοιτά καθώς της γέμιζε το πιάτο.

«Θα πρέπει να συναντηθούμε…» είπε σιγανά τόσο που ίσα που ακούστηκε η Έρση κοιτώντας την ταραγμένη θάλασσα. 

«Ναι…» είπε με ερωτηματικό τόνο στη φωνή του ο Ανδρέας και την κοίταξε. «Νόμιζα ότι σου είχε λείψει η Μαντώ και θα ΄θελες να ΄ναι μαζί σου…»

«Ναι…» έκανε διστακτικά η Έρση και σιωπώντας άφησε το ταραγμένο βλέμμα της να πλανηθεί πάνω στα λικνιστά βαρκάκια. 

«Τρέχει κάτι; Από τότε, με το νοσοκομείο, ήθελα να σε ρωτήσω. Φερνόσασταν όλοι τόσο περίεργα εκείνη τη μέρα… Αλλά φοβόμουν την αντίδραση σου»

«Την αντίδραση μου;» τον ρώτησε μ΄ έναν τόνο έκπληξης. 

«Εεε… εκείνες τις μέρες δεν ήσουν και ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου…» μουρμούρισε ο Ανδρέας κοιτώντας την ανήσυχος. Το χαχανητό της τον έκοψε.

«Είναι όμορφο!» της είπε πιάνοντας το χέρι της. 

«Ποιο;» 

«Το να σ΄ ακούω να γελάς…»

«Θα προσπαθήσω να γελώ πιο συχνά…» του υποσχέθηκε χαρίζοντας του ένα πλατύ χαμόγελο και το βλέμμα της επέστρεψε στις μικρές λικνιζόμενες βαρκούλες.

Μόλις ξεκαθάριζε το θέμα με τη Μαντώ θα μπορούσε πια να αισθανθεί τελείως ελεύθερη, χωρίς εκκρεμότητες να την κρατούν πίσω. Η αλήθεια είναι ότι είχε πανικοβληθεί, όταν το ωραίο σχέδιο που είχε πλάσει στο μυαλό της σχετικά με τον Μάρκο, πήρε τελείως διαφορετική τροπή με την εμπλοκή της Μαντώς. Από τη μια είχε χαρεί πολύ, από την άλλη, η δικλείδα ασφαλείας της είχε πάει περίπατο. Έπειτα όλα ‘γίναν τόσο γρήγορα. Η ασθένεια της Μαντώς, με αποτέλεσμα να πέσει όλο το βάρος σχεδόν της φροντίδας της Φώτως πάνω της και μετά ο γάμος της. Δεν έβρισκε ποτέ την κατάλληλη ευκαιρία για να μιλήσει με τη Μαντώ και το βασικότερο, δεν έβρισκε πώς να της πει ότι είναι αδερφές, ώστε να μην καταρρεύσει και να μπορέσει να την ακούσει ως το τέλος. Πώς θα μπορούσε να της το πει, όταν η μικρή της αδερφούλα ήταν τόσο ευτυχισμένη που ετοίμαζε το γάμο της με τον αδερφό του άντρα της αδερφής της; Κι αν αποφάσιζε να ακολουθήσει τους κανόνες της εκκλησίας και δεν έκανε τον γάμο; Στην ουσία θα της είχε καταστρέψει τη ζωή. Ήδη το είχε κάνει, με το να κρατήσει για τον εαυτό της την κληρονομιά που είχε αφήσει ο πατέρας της στην Μαντώ, όμως αυτό κατά κάποιο τρόπο διορθώθηκε, αφού παντρεύτηκε τον Μάρκο που είχε οικονομική ευχέρεια. Όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο δύσκολο της φαινόταν να της αποκαλύψει την αλήθεια και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο το ανέβαλε. Θα μπορούσε να της είχε πει τουλάχιστον για το παιδί κι όμως, ούτε αυτό θέλησε να το μοιραστεί μαζί της. Αυτό που δεν σκέφτηκε ήταν ότι η Μαντώ θα θεωρούσε, και όχι άδικα, ότι είναι του Μάρκου. Εκείνο το απόγευμα στο νοσοκομείο κατάφεραν άραγε να την ηρεμήσουν, όταν έμαθε τον πραγματικό πατέρα; Από πού άραγε έμαθε για το παιδί; Από τη Φώτω που της παραπονιόταν ότι η Μαντώ την είχε εγκαταλείψει; Η καρδιά της βούλιαξε. Είχε πετύχει ακριβώς αυτό που ήθελε να αποφύγει. Σήμερα η Μαντώ γυρνούσε. Πώς να ΄ταν άραγε με τον Μάρκο, είχαν παρατείνει το ταξίδι τους δύο ακόμα ΄βδομάδες,  αυτό δε σήμαινε ότι τα πήγαιναν καλά; Αναρωτήθηκε η Έρση.

Η βόλτα στη θάλασσα σίγουρα την είχε ωφελήσει, τα μάγουλα της Έρσης είχαν πάρει ένα όμορφο ροδαλό χρώμα κι ένιωθε τρομερά ευδιάθετη. Ο Ανδρέας έτρεξε να της ανοίξει την πόρτα από τη μεγάλη λευκή σεβρολέτ με τα κόκκινα δερμάτινα καθίσματα. Η Έρση του χαμογέλασε γλυκά και στάθηκε αναποφάσιστη μπροστά στον ψηλό μαντρότοιχο με τις μεγάλες μεταλλικές πόρτες σ΄ έντονο βυσσινί χρώμα διακοσμημένες με τα κεφαλάκια δύο παχυλών ερωτιδέων.  Ο Ανδρέας άνοιγε τις βαριές πόρτες του κήπου, την ώρα που στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας του δίπατου νεοκλασικού αρχοντικού άνοιγε διάπλατα, η λιτή βυσσινί δίφυλλη εξώπορτα με τα μακρόστενα τζαμάκια που καλύπτονταν από μια περίτεχνη σιδεριά, ο Νίκος ξεπρόβαλε στο άνοιγμα της και κάλυψε σχεδόν όλο το πλάτος της πόρτας με την ευτραφή κορμοστασιά του. Πίσω του, ίσα που διακρινόταν η Ελένη, η οικονόμος,  μ΄αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και τα χέρια της κρεμασμένα άτονα στο πλάι. Η Έρση κοντοστάθηκε για δευτερόλεπτα, τόσο όσο χρειάστηκε ο Ανδρέας να της πιάσει σφιχτά το χέρι και ν΄αρχίσουν ν’ ανεβαίνουν μαζί τα σκαλιά. Ο Νίκος τους έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και με το κορμί του συνέχισε να τους φράζει την είσοδο. Σαν έφτασαν μπροστά του, η Έρση, που είχε εν τω μεταξύ ανακτήσει την ψυχραιμία της, τον κοίταξε παγερά. 

«Αυτός είναι;» τη ρώτησε εκείνος με πάγο στη φωνή, μα τα μάτια του έκαιγαν.

«Ποιος αυτός;» τον ρώτησε τάχα αδιάφορα η Έρση και έκανε να τον προσπεράσει καθώς έβγαζε το καπέλο της. 

«Αυτός είναι ο πατέρας;» μούγκρισε ο Νίκος.

Έφερε το πρόσωπό της πολύ κοντά στο δικό του και κύρτωσε τα χείλη της ειρωνικά. 

«Εσύ, πάντως δεν είσαι. Κάνε στην άκρη!» του είπε συγκρατώντας με δυσκολία τον τόνο της, μα όχι και την ειρωνεία που ξεχείλιζε στα λόγια της. 

«Πώς τολμάς γύναιο και μου μιλάς έτσι;» έκρωξε ο Νίκος ανασηκώνοντας την παλάμη του, ενώ το πρόσωπο του βάφτηκε άλικο και η αναπνοή του έγινε δύσκολη και κοφτή.

Ο Ανδρέας μπήκε όμως στη μέση και συγκράτησε το χέρι του Νίκου στον αέρα.

«Καλύτερα να πηγαίνεις» του είπε άγρια μέσα από τα δόντια του, ενώ τα μελιά μάτια του είχαν γίνει δυο μικρές κουμπότρυπες.

Ο Νίκος δεν ήταν ανόητος, ήξερε ότι ο Ανδρέας αν και αδύνατος και όχι ιδιαίτερα γυμνασμένος μπορούσε να του καταφέρει μερικά καλά χτυπήματα κι όση ευχαρίστηση και αν του έδινε να προκαλεί πόνο στους άλλους, ο ίδιος δεν του άρεσε να πονά καθόλου. Όχι, δεν ήταν η ώρα και ο τόπος για να λογαριαστεί με την Έρση. Σύντομα, όμως, πολύ σύντομα, σκέφτηκε κι ένα μισό διαβολικό χαμόγελο έσκισε τα χείλη του. Κούνησε το κεφάλι του προς τα κάτω εν είδη χαιρετισμού κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Ανόητη, κάγχασε από μέσα του, νομίζεις ότι νίκησες, όμως σε λίγο καιρό θα είσαι πιο ευάλωτη από ποτέ και μόνη… σκέφτηκε καθώς διέσχιζε τον δρόμο ως το παρκαρισμένο νοικιασμένο αυτοκίνητο του. Δε θα υπάρχει κανείς να σε προστατεύει, κανείς! Και θα φροντίσω εγώ γι’αυτό, ξεκινώντας από ΄κείνη την παλιόγρια στο νησί. Πριν απελευθερώσει το χειρόφρενο έριξε μια τελευταία ματιά προς το αρχοντικό με το έντονο κίτρινο χρώμα και τα λευκά γύψινα που πλαισίωναν τα μεγάλα παράθυρα. Διέκρινε τον Ανδρέα Παύλου με το μαύρο γένι του και το καρό σακάκι του να τον κοιτά βλοσυρά από ένα από αυτά. 

«Τς τς τς, αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρει να ντύνεται…», μουρμούρισε επιτιμητικά.

Παρόλα αυτά η Έρση έβγαλε τα μάτια της μαζί του, γιατί έτσι όπως τους είδε μαζί, δεν είχε πια καμία αμφιβολία. Τον είχαν βέβαια πληροφορήσει για τις συχνές επισκέψεις του γιατρού στο σπίτι και για τη διάλυση του αρραβώνα του, μόλις ήρθε στην Αθήνα, μα στην αρχή θεώρησε ότι ήταν επειδή απλά η Έρση ένιωθε ανασφαλής και τον καλούσε συχνά, μιας και την κουράριζε από το Παρίσι. Όμως σαν την είδε στον δικηγόρο δεν είχε καμία αμφιβολία ότι δεν μπορούσε να την είχε κάνει τη δουλειά ο Μάρκος. Δεν είχε βέβαια και καμιά αμφιβολία ότι η Έρση είχε πάει και μ΄ αυτόν, αυτόν τον αχάριστο, υποκριτή που είχε τολμήσει να σηκώσει το χέρι του απάνω του και να τον αφήσει με ψίχουλα… Ο Παύλου λοιπόν… Άλλος ένας στη λίστα, σκέφτηκε και χαμογέλασε σαρδόνια καθώς απομακρυνόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κοίταξε τ’ αφράτα συννεφάκια που κυνηγιόντουσαν στον ουρανό μουτρώνοντας. Ελπίζω να μην έχει πολύ κύμα στο ταξίδι, σκέφτηκε.

***

«Καλό ταξίδι», μουρμούρισε η  Μαντώ έχοντας στυλώσει το βλέμμα πάνω στο μικρό φρεσκοσκαμμένο βουναλάκι από νωπό κιτρινωπό χώμα που βρισκόταν μπροστά στα πόδια της. Ένιωθε μουδιασμένη, δεν μπορούσε να κουνηθεί, απλά στεκόταν εκεί κοιτώντας το σβολιασμένο χώμα. Χοντρές σταγόνες σχηματίστηκαν στην άκρη των ματιών της και στάθηκαν εκεί, μετέωρες. Όχι, δε θα τις άφηνε να κυλήσουν, πρόσταξε τον εαυτό της, δεν ήθελε να κλάψει, να ουρλιάξει ήθελε, να ορμήσει πάνω σ΄ αυτό το βουναλάκι και ν’ αρχίσει να το σκάβει με τα χέρια της ώσπου να τη βρει και να την ελευθερώσει. Γιατί το ΄κάναν αυτό; Γιατί; Η Φώτω δεν αντέχει ούτε λεπτό την ακαταστασία και τη σκόνη κι αυτοί! Δυο δυνατά χέρια αγκάλιασαν τους ώμους της. 

«Γιατί δε με περίμενε;» ψέλλισε κι η φωνή της έσπασε.

«Τι θ΄ άλλαζε;» 

«Θα ΄χα προλάβει… να της ζητήσω συγνώμη…» ψιθύρισε η Μαντώ, και γυρνώντας απότομα έχωσε το κεφάλι της στον κόρφο του Μάρκου κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. 

«Όταν οι άνθρωποι αγαπιούνται, οι συγνώμες είναι περιττές» της ψιθύρισε απαλά στο αυτί. 

«Όχι, η συγνώμη δεν είναι ποτέ περιττή, είναι η κόλλα που κρατά μαζί τα κομμάτια σαν σπάσουν κι όλα κάποτε σπάνε. Αργά ή γρήγορα σπάνε, μα αν κολλήσουν γερά, μπορούν να μείνουν για πάντα μαζί!» 

«Και ΄μεις σπάσαμε, πριν καλά καλά ξεκινήσουμε την κοινή μας πορεία…» μονολόγησε ο Μάρκος, αγκαλιάζοντας τη σφιχτά.

Τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια.

«Δε σπάσαμε, μια μικρή μικρή χαραγματιά ήταν. Τώρα ξέρουμε, θα ΄μαστε πιο προσεκτικοί»

«Ναι, θα ΄μαστε πιο προσεκτικοί» συμφώνησε ο Μάρκος και τη φίλησε στο μέτωπο. 

«Και δε θα ΄χουμε μυστικά μεταξύ μας…» είπε η Μαντώ και συνέχισε να τον κοιτά έντονα καθώς καυτά δάκρυα κυλούσαν στα χλωμά μάγουλα της. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα του ξαφνιασμένος κι απέστρεψε το βλέμμα του. 

«Καλύτερα να πηγαίνουμε, νυχτώνει…» της είπε. Η Μαντώ συμφώνησε βουβά και τον ακολούθησε έξω από το μικρό νεκροταφείο με τους περιποιημένους, λουλουδιασμένους τάφους. Τα καντηλάκια τρεμόπαιζαν στο άγγιγμα του φθινοπωρινού αγέρα, μα αντιστέκονταν με σθένος να μη σβήσουν κι αφήσουν μόνους, στο σκοτάδι, τους νεκρούς. 

Πήραν τα φιδωτά δρομάκια που οδηγούσαν στο αρχοντικό των Γιαβόγλου, όπως επέμενε να το λέει ο Μάρκος. Άλλωστε το σπίτι ήταν προικώο της Ανθής Γιαβόγλου, της μητέρας του, πρόσθετε τάχα αδιάφορα. Εκεί είχε μεγαλώσει και περάσει τα παιδικά της χρόνια, σ΄ αυτό το σπίτι που έγινε κατά κάποιο τρόπο και η φυλακή της μέχρι τον θάνατο της, συμπλήρωνε με τις σκέψεις του. Η διαδρομή τους πήρε πολλή περισσότερη ώρα απ΄ότι συνήθως, οι άνθρωποι τους σταματούσαν για να τους συλλυπηθούν και κάποιες φορές για να τους κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις. Η Μαντώ κατέλαβε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατηθεί και να μην μπήξει τις φωνές ή τα κλάματα. Όταν επιτέλους έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, ένιωσαν ανακουφισμένοι. Στάθηκαν στην πόρτα αναποφάσιστοι και κοίταξαν γύρω τους το μελαγχολικό μεγάλο σαλόνι με τα βαριά έπιπλα που οι απλίκες περιτριγυρισμένες από λευκές γύψινες μπορντούρες προσπαθούσαν μάταια να φωτίσουν τους τοίχους με τα τεράστια, μουντά πορτρέτα πεθαμένων.  

«Νομίζω ότι κάτι πρέπει να κάνεις…», έσπασε τη σιωπή ο Μάρκος.

«Για τι πράγμα;» 

«Για το σπίτι, πρέπει να βάλεις τη δική σου πινελιά, είναι πολύ… πένθιμο…». Η Μαντώ κοίταξε το μεγάλο χώρο με τις σκληρές σκιές, έπειτα προχώρησε προς τα μεγάλα παράθυρα, τράβηξε στην άκρη τις σκούρες μπορντό, φθαρμένες κουρτίνες κι άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα, η μυρωδιά της αλμύρας μαζί με την υγρασία την έκανε να ριγήσει από συγκίνηση. 

«Καλύτερα τώρα…» είπε ο Μάρκος και απέθεσε το σακάκι του στην κρεμάστρα. Το επίμονο χτύπημα στο ρόπτρο τους έκανε να κοιταχτούν σαστισμένοι. 

«Οι βαλίτσες θα ΄ναι. Θα τις έφερε ο κυρ΄ Θύμιος», της είπε καθώς πήγαινε να ανοίξει κι εκείνη του ‘γνέψε καταφατικά και ξεκίνησε να πηγαίνει προς το μέρος του, μα κοντοστάθηκε σαστισμένη, όταν στο άνοιγμα της πόρτας πρόβαλε η αδύνατη φιγούρα του γιατρού με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά πράγμα που έκανε να γερακίσια μύτη του να εξέχει πιο πολύ. 

«Καλώς ήρθατε» τους είπε με νευρική φωνή και τα χείλη του τραβήχτηκαν σ΄ ένα αμήχανο χαμόγελο. 

«Καλώς σας βρήκαμε…» αντιχαιρέτησε ο Μάρκος προσπαθώντας να κρύψει το σάστισμα του, όχι, με μεγάλη επιτυχία. 

«Με συγχωρείτε, το ξέρω ότι μόλις ήρθατε και… αλλά…» τραύλισε ο γιατρός. «Πρέπει να σας μιλήσω… είναι σοβαρό… Πολύ σοβαρό θέμα» είπε και φάνηκε να χάνει το θάρρος του. 

«Παρακαλώ περάστε…» είπε η Μαντώ καθώς αντάλλασσε σαστισμένες ματιές με τον Μάρκο.

 

Επόμενο

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading