«Περίμενες ποτέ πως θα φτάναμε ως εδώ, Αίγλη;» μουρμούρισε ο Μάρκος στην χαμογελαστή πιτσιρίκα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Μυστήριο το ύφος της• έμοιαζε να ‘ναι βιασμένο το χαμόγελό της. Παράξενο σαν τα ράμματα στο φρύδι της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πια αν ήταν τρία ή τέσσερα. Όμως ήταν σίγουρος πως τα σπασμένα δόντια ήταν οχτώ. Όσο σίγουρος ήταν πως την μέρα που τραβήχτηκε η φωτογραφία, η Αίγλη φορούσε γύψο στο χέρι. Αναστέναξε κι άφησε την κορνίζα στην θέση της• πάνω απ’ το τζάκι που έκαιγε δυνατά. «Γυναικάρα ήσουν κάποτε» ψιθύρισε ο Μάρκος κι έκανε δυο βήματα προς το παράθυρο. Σουρούπωνε και η βροχή έδερνε τα χώματα που μεγάλωσε κι έπαιξε μαζί τους.
Ένας εργάτης κοίταξε το παράθυρο του παλιού πετρόχτιστου οντά κι έγνεψε στον Μάρκο που είχε χαθεί στις σκέψεις του. Αφεντικό και φίλος για όλους, σωστός με τους σωστούς, σκληρός με τους λάθος. Πήγαιναν δυο χρόνια που ‘χε πάρει το παλιό αρχοντικό μαζί με την γη. Τον ήξεραν στο χωριό εξ’ ακοής. Πιο μικρός, σπούδαζε έξω και κατέβαινε σε πορείες και σε διαδηλώσεις. Φώναζε για όλο τον κόσμο. Τον γνώρισαν από κοντά. Του αναγνώρισαν πως δεν φοβόταν να λερώσει τα χέρια του. Σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους γι αυτόν. Αναρωτιόντουσαν από πούθε κρατούσε η γενιά του. Τους είχε πει πως ήταν από κείνα τα μέρη, μα ούτ’ ο παπάς που χε καβατζάρει τα ενενήντα δεν τον θυμόταν. Κοντός άνθρωπος. Γεροδεμένος. Αεικίνητος. Επιβλητικός.
Καμιά φορά ροβόλαγε για τον καφενέ για να πιεί ένα ουζάκι. Άνοιγε κουβέντες. Ποτέ πολιτικά. Ήταν διαβασμένος ο Μάρκος και δεν τον έκανε κανένας ζάφτι στα πολιτικά. «Κυρ-Μάρκο, πως τα βλέπεις; Απ’ το κακό στο χειρότερο πάμε;» ρωτούσε κάποιος για να ανοίξει συζήτηση στον δυσπρόσιτο Μάρκο που πάντοτε απαντούσε με υπεκφυγές. Εκ φύσεως αναρχικό στοιχείο. «Μηδενιστής μ’ αξίες» δήλωνε και απαξίωνε οτιδήποτε είχε σχέση με την πολιτική. «Κυρ-Μάρκο, έχω θέμα με τις ροδιές…» έκανε κάποιος άλλος κι εκείνος χαμογελούσε. «Σάκια, έχω πει, όποτε έχετε θέμα με τα δέντρα, πάρτε με τηλέφωνο. Ακόμη κι αν δεν υπάρχουν λεφτά. Ακόμη κι αν πνίγομαι. Την πονάω την γη. Την αγάπησα και την σπούδασα». Ο γεωπόνος της περιοχής που δούλευε αμισθί.
Κάποιος τον είχε ρωτήσει γιατί ήταν μόνος, γιατί δεν παντρευόταν, γιατί δεν έκανε παιδιά. Τους είχε πει μια ιστορία που δεν πίστεψε κανείς. Κάποτε• «παλιά» όπως είχε πει• ήτανε με μια κοπέλα. Όταν την έχασε, έχασε και τον κόσμο. Έκτοτε αποφάσισε να μείνει μόνος. Τον προξένεψαν με μια – δυο πιτσιρίκες κάποιοι κωλοπετσωμένοι, αρνήθηκε εκείνος. Τον κοζάριζαν και μερικές γυναίκες στο χωριό, μα όσο καλός και τυπικός ήταν μαζί τους, τόσο δεν τους έδινε δικαίωμα.
Τα βράδια του τα περνούσε πίνοντας κρασί απ’ το δικό του. Τα δούλευε μόνος του τ’ αμπέλια, όλο τον χρόνο, ακούραστα. Κλαδέματα, λιπάσματα, περιποίηση, μάζεμα, πάτημα. Άριστος αμπελουργός και έμπορος, πλάσαρε τα αψεγάδιαστα κρασιά που με τόση επιμέλεια έφτιαχνε, με απλό τρόπο. Είχε σταματήσει να κυνηγάει το χρήμα. Τον ενδιέφερε μόνο να περνάνε οι μέρες του και να ‘ναι γεμάτες. Ήξερε πως οι νύχτες δεν θα γέμιζαν ποτέ.
Είχε σκαλισμένο ένα «absit invidia» στο στήθος με μια παράξενη και καλλιγραφική γραμματοσειρά. Το είχαν πάρει μάτι μερικοί αλλά δεν ρώτησαν. Προτιμούσαν να ρωτήσουν τις πέτρες του αρχοντικού για τον Μάρκο, παρά τον ίδιο. Ήξεραν πως ποτέ δεν μιλούσε για το παρελθόν του. Το είχε αφήσει πίσω του. Για κάποιο λόγο που μόνο ο ίδιος ήξερε και δεν ήθελε να αποκαλύψει σε κανένα.
Αξημέρωτα σηκωνόταν για να κάνει την τσάρκα του στους αμπελώνες. Ντύνονταν, έψην’ έναν ελληνικό, τον πέταγε σε πλαστικό ποτήρι, τιγκάριζε ξύλα το τζάκι κι έφευγε απ’ το σπίτι. Ένα τέτοιο πρωινό που η πάχνη σκέπαζε τα πάντα κι η ομίχλη δεν σ’ άφηνε να δεις, κίνησε για το γνωστό δρομολόγιο στ’ αμπέλια. Αθόρυβα πήγαινε, λες και δεν περπατούσε στα βρεγμένα χώματα και στις λάσπες. Σαν να αιωρούνταν πάνω απ’ την γη. Σταματούσε που και που για να κοιτάξει κάτι. Μουρμούριζε άηχα μισοκλείνοντας τα μάτια. Σημείωνε κάτι στην άκρη του νου του κι έφευγε ξανά. Κόντευε να φτάσει στην στροφή, εκεί που ‘ταν η μάντρα που χώριζε τα χτήματα, όταν άκουσε τους ψίθυρους. Ούτε που πετάρισε τα βλέφαρα. Ακόμη θυμόταν τις ασκήσεις στον στρατό. Ούτε η ανάσα του δεν ακουγόταν καθώς πλησίαζε τους ψίθυρους, διαβαίνοντας μέσα απ’ τα αμπέλια και την πυκνή ομίχλη.
Πικρογέλασε ο Μάρκος όταν αντίκρισε τους δύο άντρες στον παλιό πέτρινο τοίχο. Δεν του πήγε η καρδιά να τους το χαλάσει, μα είχε πια χαράξει και τα κοκόρια λαλούσαν υστερικά προ πολλού. Γύρισε κι έκανε να φύγει όταν τον πήραν χαμπάρι. Όρμησε ο ένας πάνω του, μα ο Μάρκος δεν αστειευόταν. Τον άκουσε και τον βούτηξε στον αέρα, καθώς βρισκόταν εν κινήσει. «Καλά ρε, το δικό μου τ’ αμπέλι βρήκατε; Να σας πάρει και κανένα μάτι και να ‘χουμε άλλα;» ρώτησε ήρεμα ο Μάρκος καθώς άφηνε τον λαχανιασμένο άντρα στο έδαφος.
«Κυρ-Μάρκο…» τραύλισε ο άλλος.
«Μαζευτείτε και ‘ξαφανιστείτε. Είπα και ελάλησα» δήλωσε κοφτά ο Μάρκος.
«Κυρ-Μάρκο, μην μας κάψεις… Έχουμε παιδιά… Έχουμε φαμίλιες…» έκανε ο πρώτος.
«Γιατί; Θα σας λυντσάρουν;» κάγχασε εκείνος κι έπειτα το πρόσωπό του πάγωσε ξαφνικά. Σκοτείνιασε το βλέμμα του. Σφίχτηκαν τα χείλη του κι η καρδιά του άρχισε να βαράει δυνατά. «Όπως έκαναν, κάποτε, στην Αίγλη;» συνέχισε με μένος, μα δεν περίμενε απάντηση. Έκανε αναστροφή κι έφυγε. Έβραζε το κεφάλι του που γέμισε μ’ ανοησίες. Στιγμές του πήρε για να χαθεί μέσα στην καταχνιά απ’ τα μάτια των τρομαγμένων και ντροπιασμένων αντρών, που ακόμη έστεκαν μαρμαρωμένοι στον μαντρότοιχο.
Φλόγες πέταγαν τα μάτια του Μάρκου, έβραζαν, σαν την παραστιά που έκαιγε δυνατά, όταν μπήκε μέσα στον οντά. Κοφτό το βήμα του μέχρι το τζάκι και την φωτογραφία της Αίγλης. «Αφού δεν σ’ άνοιξαν εκείνο το μεσημέρι και το κεφάλι, κούκλα μου, τυχερή ήσουν» ψιθύρισε στην φωτογραφία κι έπειτα έριξε το βλέμμα του στα πυρωμένα κούτσουρα που στρίγγλιζαν απ’ την φωτιά και την ζέστη. Ασπρόμαυρος ο λογισμός του. Σαν την φωτογραφία. Σαν κάποια παλιά ελληνική ταινία που ‘χε χρόνια να δει.
Πεντακάθαρη η εικόνα της Αίγλης στις αναμνήσεις του. Όμορφο κορίτσι, λίγο ατσούμπαλο, μ’ εκείνη την τεράστια κοτσίδα που έδινε κάτι μυστηριώδες στην όλη της κοψιά. Δεν θύμωνε ποτέ, πάντα ήταν χαμογελαστή. Ακόμη και με εκείνους που την πείραζαν για το κοφτό της βάδισμα. Ακόμη και μ’ όσους την έλεγαν αγοροκόριτσο όταν την έβλεπαν να δουλεύει στα χωράφια.
Ακόμη, την θυμόταν να διαβάζει με μανία τα βιβλία της και να γράφει με ευλάβεια στα μπλε της τετράδια. Αποτύπωνε με παράξενες και δυσνόητες λέξεις τα όσα ζούσε κι όσα είχε μέσα της. Λιγομίλητη με όλους, μα πάντα χαμογελαστή.
Μέχρι και τ’ απόγευμα στην ρεματιά θυμόταν, που ήταν μόνη και πετούσε πέτρες στο νερό που έτρεχε μπροστά της. Δεν μπορούσε να το σβήσει απ’ την μνήμη του, ούτε να το καταλάβει εκείνο το απόγευμα. Έλεγαν• κι έλεγαν πολλά στο χωριό για την Αίγλη. Πως δεν ήταν για σπίτι. Πως ήταν αγρίμι. Πως κάτ’ απ’ το χαμόγελό της έκρυβε πολλά. Πως ήταν τσαμπουκαλού. Πως κάπνιζε χασίς. Φήμες• φήμες ανυπόστατες που έφτιαχνε ο κόσμος για κείνη. Ψέματα που ποτέ δεν τροφοδότησε η ίδια.
Ένα βαρύ χτύπημα στην πόρτα έκοψε το νοερό ταξίδι του Μάρκου. Πήγε κι άνοιξε για να δει τους δυο άντρες από πριν να στέκουν σαν πληγωμένα ζαρκάδια στο κατώφλι του. «Μπείτε μέσα» τους έκανε κοφτά ο Μάρκος καθώς παραμέριζε για να περάσουν. Τους πήγε στο σαλόνι και τους έβαλε να κάτσουν. Άνοιξε κόκκινο κρασί, γλυκό, απ’ το δικό του. Αμίλητοι εκείνοι όσο ο Μάρκος έφερνε γύρες στον χώρο. Ώσπου κάθισε μαζί τους, γέμισε τα ποτήρια κι αποφάσισε να τους αφήσει να σπάσουν εκείνοι την σιωπή.
«Αφεντικό… Θα ‘χεις σχηματίσει την χειρότερη γνώμη για μας…» μουρμούρισε ο ένας κομπιάζοντας.
«Καμία γνώμη δεν σχημάτισα» αποκρίθηκε κοφτά ο Μάρκος.
«Ήρθαμε να σε παρακαλέσουμε…» έκαν’ ο άλλος με σκυμμένο κεφάλι μα τον διέκοψε ο Μάρκος πριν τελειώσει τον συλλογισμό του. «Να μην γίνει θέμα στο χωριό. Δεν θα γίνει θέμα. Στο λόγο της τιμής μου».
«Είσαι μεγάλη καρδιά κυρ-Μάρκο…» είπε ο πρώτος ξεσπώντας σε κλάματα.
«Δεν είμαι εκδικητικός άνθρωπος, Γιώργη. Ποτέ δεν υπήρξα. Όσο κι αν αυτό ήθελε να πιστεύει ο κόσμος για εμένα. Σας σέβομαι, όπως σέβομαι κάθε άνθρωπο και τις επιθυμίες του. Είναι επιθυμία σας να μην γίνει γνωστό και δεν θα γίνει. Και στην πόλη να ‘σασταν τα ίδια θα γινόταν. Έτσι είναι ο κόσμος».
«Την ήξερες την Αίγλη, αφεντικό;» έκανε ο άλλος. Χαμογέλασε παράξενα ο Μάρκος. «Ήξερα την ιστορία της, κάποτε, παλιά. Τώρα είναι απλά μια ιστορία ξεχασμένη που την θυμάμαι καλά. Κι είμαι και μια δεκαετία πιο μικρός από σας».
«Άρα δεν την γνώρισες…»
«Την γνώρισα την Αίγλη».
«Ζει;» τραύλισε ο Γιώργης.
«Και βασιλεύει. Έχει τσαγανό αυτή η ψυχή» αποκρίθηκε ο Μάρκος.
«Ωραία μαντάτα, χαρούμενα. Έλεγαν, τότε, πως το ‘χασε και πήρε τα βουνά και χάθηκε. Μακάρι να ‘ναι καλά η κοπέλα» είπε ο άλλος σκεφτικά.
«Πρέπει να ‘στε συνομήλικοι ε;» ρώτησε ο Γιώργης.
«Ναι. Μια ηλικία πάνω – κάτω» απάντησε αδιάφορα ο Μάρκος.
«Κοντά σαράντα πρέπει να ‘ναι…»
«Τριάντα έξι» έκανε σκεφτικά ο Μάρκος πριν γελάσει δυνατά. «Μισή ζωή στην κόλαση η Αίγλη κι εσείς… Μία ζωή και βλέπουμε;»
«Εμείς, κυρ-Μάρκο…»
«Οι κακές οι γλώσσες λένε…» διέκοψε ο Μάρκος αναστενάζοντας, «… πως ο πατέρας της Αίγλης ήταν ομοφυλόφιλος…»
«Αποκλείεται!» πετάχτηκε ο Γιώργης. «Ο κυρ-Μελέτης; Με τις καλύτερες κυκλοφορούσε! Βουλγάρες, Ρουμάνες, Σέρβες…»
«Κάθε χρόνο και λιγότερα χωράφια…» συνέχισε ακάθεκτος ο Μάρκος. «Του τα μασούσε ένας πιτσιρικάς στην πόλη. Μάλιστα, λέγεται πως τα λιοχώραφα τα δυο που ‘χε πάνω στο λόγγο, του τα έγραψε κανονικά. Εκατόν δέκα στρέμματα προίκα πήρε όταν παντρεύτηκε και δεν του ‘μειναν ούτε τριάντα…»
«Που τα ξέρεις αυτά αφεντικό;»
«Την μια την κόρη, την μεγάλη, την πάντρεψε νωρίς. Στα δεκαεφτά της. Την ξαπόστειλε απ’ το σπίτι. Καλός άνθρωπος ο Σάκιας. Παλεύει με τα λίγα. Με την γη. Με το χαλάζι και τα χιόνια. Καλή κι η Δήμητρα που ‘ναι στήριγμα, πάντα δίπλα του. Ακόμη και στα δυσκολότερά τους. Περήφανοι άνθρωποι. Κλειστοί. Σαν να ξέρουν κάτι και να μην μιλάνε• όχι από φόβο, μα από ντροπή» συνέχισε ο Μάρκος κι όταν δεν είδε κανέναν απ’ τους άλλους να μιλάει, ήπιε λίγο απ’ το κρασί του για να βρέξει το λαιμό του που είχε στεγνώσει επικίνδυνα.
«Η μικρή, όμως, ήταν διαφορετική. Παράξενη κοπέλα…»
«Αγοροκόριτσο την θυμάμαι…»
«Έστω. Αγοροκόριτσο. Αεικίνητο πνεύμα που δεν μπορούσε να τιθασεύσει τον λογισμό της. Αυτή ήταν η Αίγλη. Λιγομίλητη με τους άλλους, χειμαρρώδης με τον εαυτό της. Έγραφε στα ημερολόγιά της για τα πάντα. Στοίβες είχε από δαύτα. Μέχρι που διάβασε ένα ο πατέρας της και της άλλαξε τον αδόξαστο. Στο νοσοκομείο είπε πως έπεσε από κάποιο δέντρο μαζεύοντας ελιές. Δεν μιλούσε τότ’ ο κόσμος. Δεν ήθελε μπλεξίματα. Δεν ρώτησε κανένας γιατί της έλειπαν τόσα δόντια».
Βάρυνε το κλίμα στο δωμάτιο, από τις ακαταλαβίστικες λέξεις του Μάρκου. Πήρε να συννεφιάσει έξω• ακόμη μια φθινοπωρινή μπόρα θα έκανε την εμφάνισή της για να ποτίσει τα δουλεμένα χώματα. Βάρυνε κι ο νους του Μάρκου. Τον βασάνιζαν εκείνες οι αναμνήσεις ακόμη κι αν δεν το παραδεχόταν στον εαυτό του.
Πριν ακόμη βγάλει τον γύψο, η Αίγλη, βρήκε καταφύγιο στη ρεματιά. Εκεί την έβρισκες όταν δεν ήταν στο σχολείο. Όλο το χωριό μιλούσε για το ξύλο που έφαγε απ’ τον πατέρα της κι όλοι ήξεραν τον λόγο• διακόσιες ψυχές έμεναν τότε εκεί, διακόσιοι διαφορετικοί λόγοι υπήρχαν για εκείνο το βρωμόξυλο. «Την ξεπαρθένιασαν» έλεγε ο ένας, «την έπιασε ο πατέρας της να καπνίζει» συνέχιζε ο άλλος. Τα άκουγε η Αίγλη αλλά δεν έδινε σημασία. Είχε μάθει να βουλώνει τα αυτιά της και να μην δίνει σημασία στην κριτική του κόσμου. Πήγαινε κι άραζε στην ρεματιά, να αδειάσει το μυαλό της στο τρεχούμενο νερό και στα σχέδια που σχημάτιζαν οι πέτρες που έριχνε μέσα του. Μία φίλη είχε μόνο. Μια κοπέλα που έμενε στο δίπλα χωριό και πολλές φορές περπατούσε τέσσερα χιλιόμετρα κατά μήκος της ρεματιάς για να βρει την Αίγλη και να καθίσουν μαζί. Εξοστρακισμένη και η Άρτεμις που ‘χε άσχημο στόμα και τους έβαζε όλους στην θέση τους. Έμπλεκε και σε καυγάδες κι έδερνε. Μια φορά της την έπεσαν τρεις και τους σακάτεψε στο ξύλο. Δεν χάριζε κάστανα η Άρτεμις. Θα περνούσε το δικό της με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Δεκάξι τότε η Αίγλη, δεκαοχτώ η Άρτεμις. Η Αίγλη μετρούσε τις μέρες μία προς μία για να τελειώσει το σχολείο και να φύγει απ’ το χωριό κι η Άρτεμις ήδη είχε περάσει σε μια σχολή στην πόλη κι ετοιμαζόταν να φύγει. Τέλη Αυγούστου, συννεφιασμένο μεσημέρι με απίστευτη ζέστη. Έμπλεξε η Άρτεμις σε καυγά στο καφενείο κι έφυγε αναψοκοκκινισμένη για το σπίτι της. Βούτηξε τα κλειδιά απ’ τ’ αγροτικό του πατέρα της κι έφυγε για την ρεματιά. Δεν ήθελε ν’ αργήσει στο ραντεβού της με την Αίγλη.
Κοίταζε η Άρτεμις μέσ’ απ’ τ’ αυτοκίνητο καθώς πλησίαζε στον πεσμένο κορμό που πάντοτε καθόντουσαν μα δεν έβλεπε την Αίγλη. Απόρησε. Παράτησε τ’ αγροτικό και βγήκε να την ψάξει. Την φώναξε και την ξαναφώναξε μα δεν πήρε απάντηση. Έψαξε γύρω – γύρω. Ήξερε πως η «μικρή», όπως χαϊδευτικά την αποκαλούσε, δεν θα την έστηνε ποτέ. Τυχαία έπεσε το μάτι της στην ρίζα του θεόρατου, γέρικου πλάτανου και είδε κάτι που έμοιαζε με άνθρωπο. Πήγε κοντά και την είδε. Χτυπημένη, ματωμένη, βιασμένη, μισοπεθαμένη.
Δεν είχε κλάψει ποτέ στην ζωή της η Άρτεμις μέχρι εκείνη την μέρα. Με τα χίλια ζόρια σήκωσε την Αίγλη και την έσυρε μέχρι το αγροτικό. Την έβαλε στην θέση του συνοδηγού κι έφυγε για το νοσοκομείο. Έτρεμαν τα χέρια της και η φωνή της. Φωτιά είχε πάρει το μυαλό της κι ορκιζόταν εκδίκηση. Ορκίστηκε πως θα τους έβρισκε όσους της το έκαναν αυτό και θα τους πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα.
Έκατσε κι έψαξε. Σκάλισε τα πάντα. Έμαθε. Πήγε και βούτηξε μια μέρα τον πατέρα της Αίγλης μέσα σ’ ένα κωλόμπαρο της εθνικής• σκυλάδικο απογευματινό με κονσομασιόν• και τον έβγαλε σχεδόν σηκωτό έξω. «Είτε το θες, είτε όχι, η μικρή, μόλις βγει απ’ το νοσοκομείο, θα ‘ρθει μαζί μου. Αλλιώς, θα βγάλω βρώμα στο κωλοχώρι σας πόσα δίνεις στις αλλοδαπές για να σε πηδάνε. Το κατάλαβες πορνόγερε;»
Κάταπιε την γλώσσα του ο Μελέτης βλέποντας εκείνο το παρανοϊκό βλέμμα και ακούγοντας τον χαμηλό μα γεμάτο μίσος τόνο της πιτσιρίκας που στεκόταν απέναντί του. «Αιμομίκτες! Σιχάματα! Δεν κοιτάτε που παντρεύετε πρωτοξάδερφα για να μην χαθεί η γη σας, το κοριτσάκι που αγάπησε σας έφταιξε!»
Της πήρε καιρό της Αίγλης για να συνέλθει απ’ το σοκ. Έχασε μια χρονιά στο σχολείο, μα όταν πήρε τα πάνω της, έβαλε μπροστά για να καταφέρει. Εκείνη στο σχολείο το πρωί και κάποια απογεύματα κρατούσε ένα ψιλικατζίδικο. Η Άρτεμις στην σχολή και τα βράδια δούλευε μπαρ για να ζουν. Είχαν λίγο χρόνο μα ποιοτικό. Πίστευαν πως τα πράγματα γι αυτές θα ήταν καλύτερα στην ανωνυμία της πόλης, μόνο που δεν είχαν μάθει ακόμη πως τα σκατά, ό,τι και να τα κάνεις, σκατά θα παραμείνουν. Και πως η «σκατένια κοινωνία» που έλεγε και ξανάλεγε η Άρτεμις πως υπήρχε στα χωριά τους, υπήρχε και στην πόλη.
Καμία απ’ τις δύο δεν θυμόταν πόσες φορές είχαν ακούσει σχόλια και πόσες φορές είχαν φάει γιουχάισμα. Δύο φορές πιάστηκαν στα χέρια, την μία κατέληξαν στο τμήμα. Μια παρέα πιτσιρικάδων, άκυροι τύποι που περνούσαν από μπροστά τους, τους κόλλησαν. Άρχισαν τα αισχρά σχόλια, νευρίασε η Άρτεμις που δεν σήκωνε πολλά – πολλά, κάποιος έβγαλε σουγιά και η Άρτεμις του τον έχωσε στον μηρό πριν πάρει τους άλλους στο κυνήγι. Είχε κουραστεί η Αίγλη με την όλη κατάσταση μα την υπέμενε. «Αυτή είσαι και δεν θ’ αλλάξεις για κανέναν! Άμα δεν γουστάρουν ας κοιτάνε αλλού!» έλεγε συχνά – πυκνά η Άρτεμις και μόνο η Αίγλη το πίστευε. Συνέχισε να θέλει να βγαίνει έξω και να κάθεται σε παγκάκια, μόνο που η Άρτεμις είχε σιχαθεί τον κόσμο.
Πέρασ’ ο καιρός και η Αίγλη έβγαλε το σχολείο. Αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την γεωπονία. Λάτρευε την γη. Μπήκε στην σχολή και το πάλεψε. Ίσως να ζορίστηκαν εκείνη την εποχή οικονομικά μα είχαν ή μία την άλλη και αυτό, τουλάχιστον στην Άρτεμις έφτανε. Την πείραζε κάποιες φορές που η Αίγλη δεν μιλούσε, μα είχε καταλήξει πως αυτός ήταν ο χαρακτήρας της. Ίσως την εσωστρέφειά της να την είχαν επιδεινώσει οι βάναυσες εμπειρίες της. Μα όσο έφυγαν τα χρόνια και μεγάλωναν, τόσο δυσκολότερη γινόταν για την Άρτεμις αυτή η σχέση. Ήρθε ο πρώτος καυγάς στα πέντε χρόνια συμβίωσης. Ο πρώτος μικρός χωρισμός. Η πρώτη ρωγμή σ’ αυτό που είχαν. Έφυγε για δυο μέρες απ’ το σπίτι η Αίγλη. Μάταια την έψαχνε η Άρτεμις για να ζητήσει συγνώμη.
Απόγευμα Σαββάτου. Η Άρτεμις λαγοκοιμόταν στον καναπέ και την ξύπνησε ο ήχος των κλειδιών στην πόρτα. Γύρισε χαμογελώντας μα απέναντί της δεν ήταν η Αίγλη. «Πίσω μαλάκα και σ’ έφαγα!» ούρλιαξε μέσα στην νύστα της. Είδε το αμυδρό χαμόγελο. Το αναγνώρισε από ένστικτό. «Ρε κορίτσι μου, τι έκανες στα μαλλάκια σου;»
«Τα έκοψα. Κόντευαν να φτάσουν μέχρι το γόνατο» απάντησε η Αίγλη που είχε κουρευτεί σαν να επρόκειτο να παρουσιαστεί φαντάρος.
«Κι αυτά τα τσουβάλια γιατί τα φοράς;» ρώτησε αναφερόμενη στα φαρδιά ρούχα που φορούσε.
«Τα είδα σε μια βιτρίνα, μ’ άρεσαν και τ’ αγόρασα».
«Άμα σε κάνουν χαρούμενη…» είπε κρυφογελώντας η Άρτεμις και έτρεξε να την αγκαλιάσει.
Εκτός απ’ τα ρούχα και το κούρεμα, η Αίγλη έφερε μαζί της κι όλα της τα ημερολόγια. Είχε πάει κρυφά μέχρι το πατρικό της και τα σούφρωσε. Τα έδωσε στην Άρτεμις και της είπε να τα μελετήσει. Πως σίγουρα θα καταλάβαινε όσα δεν μπορούσε να καταλάβει και πως θα έβρισκε απαντήσει για κάθε ερώτηση που της είχε κάνει όλα αυτά τα χρόνια.
«Μετά έβγαλε την σχολή κι έφυγε στο εξωτερικό» μουρμούρισε ο Μάρκος σκεφτικά πριν κατεβάσει μονορούφι το κρασί του. Γύρισε και τους κοίταξε. Μυστήριες οι φάτσες τους, που γνώριζαν την ιστορία, μα την απώθησαν για να μην τους πονάει. «Άντε τώρα. Έχετε και δουλειές» έκανε ο Μάρκος και οι άντρες έφυγαν σκυφτοί χωρίς να χαιρετήσουν.
Άρχισε το σούσουρο στο χωριό απ’ το ίδιο κιόλας πρωί. Επανεμφανίστηκε στις συζητήσεις εκείνη η παλιά και ξεχασμένη ιστορία. Πήραν κι έδωσαν οι φήμες για το τι έγινε τότε και το που μπορεί να βρισκόταν η Αίγλη. Μαχαίρι κοβόντουσαν οι κουβέντες σαν εμφανιζόταν κάπου ο Μάρκος που μιλούσε πια λιγότερο. Μόνο για την δουλειά του. Ούτε για τ’ αγροτικά, ούτε για τα πολιτικά.
«Σάκια! Άσε ορέ το τάβλι να πά’ να δούμε τα δέντρα!» φώναξε γελώντας ένα πρωί, τέλη Οκτώβρη, ο Μάρκος καθώς έμπαινε στον καφενέ.
«Διδάσκει ο πρόεδρος, κυρ-Μάρκο, μην μας τον παίρνεις τώρα» του γκρίνιαξαν μερικοί καθώς παρακολουθούσαν την υψηλή τεχνική που απαιτούσε εκείνη η παρτίδα να εξελίσσεται μπροστά τους.
«Ας διδάξει αργότερα» αστειεύτηκε ο Μάρκος κι έκανε νόημα στον καφετζή να του ψήσει ένα καφέ για τον δρόμο. Έφυγαν μαζί, πεζοί, για το κτήμα με τις ροδιές, κρατώντας από ένα καφέ στο χέρι. Σιωπηλοί, μιας κι ο Σάκιας δεν ήξερε πως ν’ ανοίξει κουβέντα στον Μάρκο.
Έφτασαν στο χωράφι κι ο Μάρκος άρχισε την διάλεξη. Ούτε τα μισά δεν κατάλαβε ο Σάκιας που τον κοίταζε και κούναγε το κεφάλι. Ούτε τους μύκητες κατάλαβε, ούτε τα φάρμακα, ούτε τις λέξεις. «Εμείς, κυρ-Μάρκο, τα κλαδεύουμε… Τώρα, αν γίνεται κάτι άλλο…»
«Θα τα κλαδέψουμε μαζί και τώρα αν θες. Τριάντα δέντρα είναι άρρωστα. Θα σου φέρω και φάρμακο να ρίξεις» μουρμούρισε χαμογελώντας ο Μάρκος.
Πιάστηκαν στην δουλειά χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Κλάδευαν μέχρι το σούρουπο και τους είχαν μείνει κι άλλα. Είπαν να τα αφήσουν για την άλλη μέρα. «Λεφτά δεν θες, έλα απ’ το σπίτι να κεράσω ένα μεζέ κι ένα ούζο τουλάχιστον. Να μου φύγει η υποχρέωση»
Με τα πολλά και τα λίγα ο Μάρκος πείσθηκε. Έφτασαν στο σπίτι και κάθισαν στο παλιό τραπέζι της κουζίνας. Τρία δωμάτια όλα κι όλα είχε εκείνο το παράπηγμα. Ετοίμασε τους μεζέδες η γυναίκα του σπιτιού κι έκανε να φύγει. «Κάτσε μαζί μας, κυρά-Δήμητρα» παρακάλεσε ο Μάρκος.
«Τι να κάνω με τους άντρες, κύριε Κασσιμάτη;»
«Ό,τι θα έκανες και με τις γυναίκες. Συζήτηση»
«Τι να συζητήσω;» συνέχισε εκείνη.
«Παιδιά γιατί δεν κάνετε; Βάλτε το μπρος, νέοι είστε ακόμη»
«Εδώ δεν φτάνουν καλά –καλά να ταΐσουν εμάς τα όσα βγάζουμε, κυρ-Μάρκο… Με τι θα τα ταΐσουμε τα παιδιά; Με ρόδια;» απάντησε θλιμμένα ο Σάκιας. «Κι ο κόσμος έχει και λέει πως είμαστε στείροι…» τον συμπλήρωσε η γυναίκα του που είχε πιάσει θέση στο τραπέζι.
«Έτσι είναι ο κόσμος» δήλωσε ο Μάρκος. «Λέει… Λέει πολλά για να καλύψει τα δικά του τα κουσούρια. Για να γίνει ένα με την μάζα, να είναι αποδεχτός απ’ την κοινωνία, να μην του κρεμάσουν κουδούνια. Και για μένα λένε, μετά από κάθε προξενιό που μου κάνουν με τις τσούπρες τους. Εγώ κοντεύω να πατήσω τα σαράντα και με προξενεύουν με δεκάξι χρονώ κορίτσια. Κι οι κυράδες λένε. Μουρμουράν κάποιες απ’ αυτές. Δεν είμαι, λένε, αρκετά άντρας για να τους βάλω χέρι. Οι παντρεμένες…»
«Να τις αφήσεις να λένε, κύριε Κασσιμάτη. Μόνο να φάνε λεφτά κοιτάνε οι σουσουράδες. Έτσι κάνανε και τον πατέρα μου…»
«Το ξέρεις πως τ’ αρχοντικό που μένεις, κυρ-Μάρκο, ήταν προίκα της Δημητρούλας μου;» ρώτησε ο Σάκιας κι ο Μάρκος έγνεψε. «Το ξέρω. Όπως ξέρω πως και τον παππού της τον έλεγαν Μάρκο κι εκείνον. Τις έχω ακούσει τις ιστορίες…»
«Τίποτα δεν έχεις ακούσει κύριε Κασσιμάτη. Τίποτα. Δεν τις ξέρεις τις λάμιες…»
«Πάνε αυτά, κυρά-Δήμητρα. Πέρασαν. Μην τα σκέφτεσαι. Να κοιτάς να δεις τι θα κάνεις από δω και μπρός».
«Τίποτα δεν περνάει κυρ-Μάρκο. Είχε μια αδερφή η Δήμητρα. Πολύ καλό παιδί. Την έφαγαν ζωντανή γιατί ήταν διαφορετική. Πάει καμιά εικοσαετία που χάθηκε το κορίτσι. Κρίμα…»
«Γιατί, Σάκια; Τα ίδια δεν έκαναν κι αυτές πίσ’ απ’ τις κλειστές πόρτες; Το ‘χανε και καμάρι μετά. Πως έδιωξαν την ανώμαλη απ’ το χωριό» μουρμούρισε με μένος η Δήμητρα.
«Μην την παρεξηγάς κυρ-Μάρκο. Δεν συγχωρεί κανέναν. Ούτε τον παπά που τους έδωσε άφεση».
«Δεν παρεξηγώ κανέναν, ούτε και κρίνω» δήλωσε ο Μάρκος πριν αλλάξει την κουβέντα σε κάτι λιγότερο επώδυνο για όλους.
Το μάτι του έπεσε πάνω στους δείχτες του ρολογιού κατά τις δέκα και μισή. Ευχαρίστησε βιαστικά το ζευγάρι κι έφυγε για το σπίτι του. Γυρνούσαν οι αναμνήσεις και οι εξιστορήσεις στο μυαλό του για πολλά χρόνια. Αντί να μπει στο σπίτι, μπήκε στ’ αυτοκίνητο. Το έβαλε μπροστά και κίνησε για την πόλη. Δεν τον χωρούσε ούτε το σπίτι ούτε ο εαυτός του εκείνο το βράδυ.
Βρέθηκε έξω από μια παλιά πολυκατοικία με μεταλλικές τέντες και τρύπια πατζούρια απ’ το χαλάζι που συχνά – πυκνά έδερνε εκείνα τα μέρη. Έψαξε τα ονόματα στα θυροτηλέφωνα με τα μάτια. Χτύπησε ένα κι η πόρτα άνοιξε χωρίς ν’ απαντήσει κάποιος. Ανέβηκε το στενό κλιμακοστάσιο καθώς η καρδιά του έτρεχε. Χτύπησε το ξεχαρβαλωμένο κουδούνι χωρίς όνομα κι άκουσε τον θόρυβο που έκαναν οι παντόφλες καθώς σβαρνιόντουσαν στο πάτωμα.
«Χρόνια πολλά. Να χαίρεσαι τ’ όνομα. Να μπω;» ρώτησε εκείνος και η μελαχρινή γυναίκα που στεκόταν απέναντί του, του έδειξε με τα μάτια τον καναπέ. «Σε τι οφείλουμε αυτή την τιμή, κύριε Κασσιμάτη;»
«Έμαθα να μιλάω, κυρία Κασσιμάτη. Μάθατε, επιτέλους, ν’ ακούτε;»
«Ό,τι είχα ν’ ακούσω, το άκουσα πριν δύο χρόνια. Τζιν όπως κάποτε;»
«Θα προτιμούσα κρασί. Όπως πάντοτε» της απάντησε. Εκείνη έφυγε για την κουζίνα και ο Μάρκος βολεύτηκε στον καναπέ. «Επίσης, πριν δύο χρόνια, δεν άκουσες τίποτα. Με έδιωξες μία φορά και έπρεπε να με διώξεις και δεύτερη» συνέχισε με μυστήριο ύφος.
«Δεν σας έδιωξα ποτέ κύριε Κασσιμάτη. Δικές σας ήταν οι επιλογές που μονομερώς υλοποιήσατε» απάντησε εκείνη κρυφογελώντας, λίγο πριν επιστρέψει στο υποφωτισμένο σαλόνι με ένα μπουκάλι κρασί και δύο ποτήρια.
«Δεν κόβεις το δούλεμα ρε Άρτεμις να μιλήσουμε σαν άνθρωποι;» αρπάχτηκε ο Μάρκος.
«Ωραία. ‘Ντάξει. Κομμένο το δούλεμα. Πες μου, σε παρακαλώ, πότε διάολο σ’ έδιωξα»
«Πότε μ’ έδιωξες; Χμ… Για να θυμηθώ» έκανε περιπαικτικά ο Μάρκος καθώς γέμιζε με κρασί τα ποτήρια. «Μήπως τότε που μου είπες ότι εγκληματώ κατά της φύσης; Μήπως τότε που με χαρακτήρισες ανίκανο για να αγαπήσω και να αισθανθώ το οποιοδήποτε πράγμα; Μήπως τότε που έψαχνα μια λύση για να συμβιβάσω τα θέλω μας κι εσύ δεν είχες διάθεση να κάνεις πίσω σε τίποτα; Μήπως τότε που σταμάτησες να παλεύεις για εμάς; Ή όταν άλλαξες τροπάρι κι έκανες όλα όσα μισούσες να σου κάνουν;»
«Εγώ δεν κατέβαινα σε πορείες να μ’ ανοίγουν το κεφάλι για του κάθε πικραμένου τον χαβά…»
«Εσύ χώθηκες στο καβούκι σου και απομονώθηκες…»
«Κι εσύ πήγες κι εγκαταστάθηκες στο κωλοχώρι, που να πέσει μετεωρίτης πάνω του και να το ισοπεδώσει, ενώ ξέρεις πόσα έχουν κάνει!»
«Ξέρεις πολύ καλά γιατί εγκαταστάθηκα εκεί…»
«Κι εσύ, ξέρεις πολύ καλά, ότι τους αγράμματους τους χωρικούς δεν τους πάω ούτε με σφαίρες!»
«Δηλαδή, θέλεις να μου πεις, πως το πρόβλημά παρουσιάστηκε όταν πήρα την απόφαση να μείνω σε χωριό κι όχι από τα όσα, κατά καιρούς, μου έσερνες;»
Δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει η Άρτεμις. Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα και η συζήτηση διακόπηκε απότομα. Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν την κοπέλα που μπήκε στο σπίτι. «Η Αγάπη» μουρμούρισε η Άρτεμις χαμογελαστά.
«Δεν το πιστεύω!» έκανε εκείνη με έκπληξη πριν βγάλει το κλειδί απ’ την πόρτα. «Δεν περίμενα ποτέ πως θα σας γνώριζα!» συνέχισε μέσα στον ενθουσιασμό της. Άρχισε να εξυμνεί το ιστορικό του Μάρκου, τις πορείες, τις διαδηλώσεις, τις καταλήψεις, τα κυνηγητά, τις ομιλίες που έκανε κάποτε, πριν προλάβει να αρθρώσει ένα τυπικό «χάρηκα» ο Μάρκος.
«Η Άρτεμις με δίδαξε να παλεύω» σχολίασε κάποια στιγμή ο Μάρκος ενώ η λαχανιασμένη Αγάπη προσπαθούσε να πνίξει την λογοδιάρροιά της. «Αν και, εκείνη, βολεύτηκε σ’ ένα καναπέ και δεν φώναξε ποτέ».
«Γνωρίζεστε καιρό;»
«Όχι» απάντησε η Άρτεμις. «Ναι» ο Μάρκος. Μπερδεύτηκε η Αγάπη και κοίταζε μία τον ένα και μία τον άλλο. «Ναι ή όχι;»
«Είκοσι χρόνια;» έκανε ο Μάρκος.
«Εφτά» του έφτυσε η Άρτεμις.
«Κι όμως» συνέχισε εκείνος.
«Πάρ’ το χαμπάρι, ρε φίλε, επιτέλους! Δεν είσαι η Αίγλη! Η Αίγλη που αγάπησα πέθανε πριν από εφτά χρόνια! Τι δεν μπορείς να καταλάβεις;» ούρλιαξε η Άρτεμις.
«Ένα πράγμα» μουρμούρισε ο Μάρκος ενώ σηκωνόταν από τον καναπέ. «Πως γίνεται να πετάς πέτρες εσύ, που κάποτε μου έλεγες πως αν δεν αρέσει αυτό που βλέπουν όσοι μας πετροβολούν, να κλείσουν τα μάτια τους; Αυτό και μόνο αυτό».
«Μάρκο, φύγε τώρα απ’ το σπίτι μου!»
Έκανε μια υπόκλιση ο Μάρκος κι έπειτα στράφηκε προς την Αγάπη που κοίταζε σαστισμένη εκείνον τον παράξενο καυγά. «Κούκλα μου, χάρηκα πολύ. Ελπίζω να τα ξαναπούμε κάποια στιγμή, χωρίς τις υστερίες της Αρτέμιδος»
«Αίγλη;» τραύλισε η Αγάπη.
«Το ίδιο άτομο είμαστε. Όσο κι αν κάποιοι αρνούνται πεισματικά να το αποδεχτούν» μουρμούρισε εκείνος κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι του, στιγμές πριν βγει απ’ το διαμέρισμα και κοντοσταθεί αναστενάζοντας στον διάδρομο. «Άρτεμις, absit invidia, είσαι ανίκανη να αγαπήσεις τον οποιοδήποτε άνθρωπο γι αυτό που είναι» μουρμούρισε πριν κλείσει πίσω του την πόρτα.
«Ο μαλάκας! Κάθε χρόνο τα ίδια!» ούρλιαξε η Άρτεμις στο άκουσμα εκείνης της πρότασης.
«Τι σημαίνει…»
«Χωρίς φθόνο. Το έχει μπερδέψει ο μαλάκας στο μυαλό του με το no offence και το κοτσάρει παντού…»
«Κι όμως. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά σου, μωρό μου. Ο φθόνος. Η Αίγλη έκανε όλα αυτά που ποτέ δεν τόλμησες εσύ να κάνεις» απάντησε η Αγάπη πριν φύγει βιαστικά απ’ το σπίτι για να προλάβει τον Μάρκο. Για να ανταλλάξει μερικές κουβέντες μαζί του. Για να μάθει όσα ποτέ δεν ήξερε.
Επόμενο: O tempora! O mores! (II)