Προηγούμενο

«Θα σέβεσαι;» αντήχησε η κραυγή του Βασίλη στο μυαλό της Έλενας. Καθόταν έξω από το νοσοκομείο και κάπνιζε με χέρια που έτρεμαν. Κοίταζε φοβισμένα προς τον δρόμο, περιμένοντας την Νάντια και τον Πάνο. Τους είχε ειδοποιήσει από ένα καρτοτηλέφωνο. Ούτε που φανταζόταν πως θα κατέληγε εκεί, όταν, δύο ώρες νωρίτερα, ξεκινούσε από το σπίτι της για έναν τυπικό κυριακάτικο καφέ.

Δεν μπορούσε να χωρέσει η λογική της τα όσα διαδραματίστηκαν, ούτε ο νους της μπορούσε να καταλάβει την αντίδραση του Βασίλη. Γυρνούσε εκείνη η εικόνα της εισβολής στο μυαλό της και την έκανε να ανατριχιάζει.

Δεν τον είχε δει να στέκεται έξω απ’ την καφετέρια και να την κοιτάζει οργισμένα καθώς κάπνιζε· και πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού εκείνη την στιγμή φιλιόταν με τον Χρήστο. Τον πήρε η άκρη του ματιού της την ώρα που έμπαινε μέσα. Στην αρχή δεν τον κατάλαβε. Φορούσε τα γυαλιά του κι αυτό την έκανε να αδιαφορήσει. Δεν τον έβλεπε συχνά με τα γυαλιά. Μέχρι να συνειδητοποιήσει πως ο τύπος με το κασκόλ και το κοντομάνικο ήταν ο Βασίλης, εκείνος είχε φτάσει μπροστά τους και τους κοίταζε με σταυρωμένα τα χέρια.

Δεν τον είχε για αγροίκο η Έλενα. Πίστευε πως ο Βασίλης μπορούσε να λύσει οποιοδήποτε πρόβλημα με πολιτισμένη συζήτηση. Ακόμη και τα χειρότερα, ακόμη και τα πιο ακραία. Ακόμη κι όλες τις φορές που έφτασε στο σημείο να βλαστημήσει ό,τι ιερό και όσιο υπήρχε, δεν είχε σηκώσει το χέρι του ούτε για αστείο. Όχι, όμως, εκείνη την ημέρα. Εκείνο το απόγευμα είχε αλλάξει κάτι.

«Τι έγινε ρε Λενάκι;» την είχε ρωτήσει κι εκείνη, μουδιασμένη, προσπάθησε να βρει κάτι για να απαντήσει μα δεν το κατάφερε. Γύρισε προς τον Χρήστο, κούνησε το κεφάλι του σαν να τον χαιρετούσε κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος της.

«Παίζει κάνα πρόβλημα ρε φιλαράκι;» του έκανε ο Χρήστος και σηκώθηκε απότομα όρθιος. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ακόμη η Έλενα πως θα έπεφτε ξύλο. Είχε δει τον καυγά να προδιαγράφεται, μα το ξύλο δεν το είχε προβλέψει.

«Κατ’ αρχάς, Βασίλης, χάρηκα» είπε ήρεμα κι έδωσε το χέρι του στον Χρήστο. Μαλάκωσε εκείνος. Πίστεψε πως ήδη είχε κερδηθεί η μάχη. Δεν γνώριζε τον Βασίλη, μιας κι ό,τι ήξερε για εκείνον, το ήξερε από την Έλενα.

«Παρομοίως» του απάντησε.

«Κατά δεύτερον…» συνέχισε ο Βασίλης σβήνοντας με μανία το τσιγάρο του στο τασάκι του τραπεζιού. «… έχω ένα πρόβλημα ρε Χρηστάρα. Ένα μικρό, σχεδόν αμελητέο, πρόβλημα».

«Να το λύσουμε ρε μεγάλε».

«Βεβαίως» απάντησε χαμογελώντας ο Βασίλης κι έπειτα τον έπιασε απ’ την πλάτη. Άρχισε να μιλάει ήρεμα, γαλήνια, σχεδόν ονειρικά. «Βλέπεις, Χρηστάρα, αμέτρητοι παίζει να ‘ναι οι ρουφιάνοι σε τούτη ‘δω την ζωή. Έναν πας να φας, δέκα γεννιούνται από το πουθενά. Με τους ρουφιάνους δεν έχω θέμα. Ίσα – ίσα, ορισμένες φορές, αυτοί οι καλοθελητές, μέσα στην προσπάθειά τους να βλάψουν, μια προσπάθεια που πηγάζει από την ανάγκη να δειχτούν, να νιώσουν ανώτεροι, καλύτεροι, περισσότερο περήφανοι ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να βάλει ο νους σου, καταφέρνουν και κάτι καλό» κατέληξε ο Βασίλης κι ύστερα, ένα περίεργο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.

Δεν κατάλαβε ο Χρήστος τα λόγια του, μα συμπέρανε, από αυτά που άκουσε, πως η καμπάνα δεν χτυπούσε γι αυτόν. Υπέθεσε πως κάποιος του μίλησε και πως πήγε εκεί για να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Για να χωρίσει την Έλενα με τον δικό του τρόπο και να φύγει. Άλλωστε, εκείνη του είχε πει πως ήταν ήρεμος τύπος. Πράος. Δεν μάλωνε ποτέ.

«Εδώ όμως έρχεται το πρόβλημα» συνέχισε ο Βασίλης.

«Το οποίο είναι;» τον ρώτησε κοφτά ο Χρήστος.

«Σεβασμού» απάντησε ήρεμα ο Βασίλης, χαμογελώντας και μισοκλείνοντας αυτάρεσκα τα μάτια του.

«Δηλαδή;» έκανε ο Χρήστος κι απ’ την στιγμή που έφυγαν τα λόγια από το στόμα του, μέχρι να φτάσουν στα αυτιά του Βασίλη, το σκηνικό άλλαξε απότομα. Αγρίεψε το πρόσωπο του Βασίλη. Σφίχτηκε ολόκληρος. Τον βούτηξε απότομα από το κεφάλι. «Θα σέβεσαι ρε;» πρόλαβε να ακούσει πριν σκάσει η μύτη του πάνω στο γόνατο του Βασίλη.

Πάγωσαν όλοι στην καφετέρια. Ούτε ο Βαγγέλης που στεκόταν πίσω του χωρίς να μιλάει, δεν πρόλαβε να κάνει κάτι. Ένιωθε πως τα έβλεπε όλα να συμβαίνουν σε αργή κίνηση. «Μαλάκα, θα τον σκοτώσει!» σκέφτηκε έντρομος ο Βαγγέλης και κινήθηκε προς το μέρος του Βασίλη.

«Θα σέβεσαι;» αντήχησε το ουρλιαχτό του Βασίλη μέσα στο μικρό καφέ, κι ύστερα άλλη μια γονατιά βρήκε τον Χρήστο στο πρόσωπο.

«Φευγάτε; Δειλός είσαι ρε!» φώναξε ο Βαγγέλης κι όταν τον είδε να γυρίζει προς το μέρος του και να αφήνει τον Χρήστο, έτρεξε για να βγει από την καφετέρια. Τρέχοντας τον ακολούθησε και ο Βασίλης. Καβάλησε το μηχανάκι ο Βαγγέλης, το έβαλε μπροστά και έφυγε κι ο Βασίλης τον πήρε με τα πόδια στο κυνήγι.

Ο Χρήστος σηκώθηκε με τα χίλια ζόρια από το πάτωμα. Μάτωνε ακατάσχετα η μύτη του. Η Έλενα ακόμη δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Πέταξε λεφτά πάνω στο τραπέζι, πήρε τον Χρήστο, βγήκαν από το καφέ και έψαξαν για ταξί. Τον πήγε στο νοσοκομείο. Φοβήθηκε για τα χειρότερα.

«Τι στο διάολο έγινε, μου λες;» άκουσε η Έλενα την φωνή του Πάνου που είχε φτάσει στο νοσοκομείο. Γύρισε και τον κοίταξε με φόβο και απορία. «Βασίλης έγινε» ψιθύρισε.

«Λέγε μου τέτοια τώρα» έκανε ο Πάνος πιάνοντας το κεφάλι του. «Πότε; Που; Τι έγινε;» συνέχισε με έναν απεγνωσμένο τόνο. «Άσε. Χαμός» απάντησε η Έλενα που δεν είχε καταφέρει να ηρεμήσει.

«Αμάν ρε Λένα, σας το είχα πει! Προσοχή! Θα με σταυρώσουν αν μάθουν κάτι!» της γύρισε ο Πάνος. «Τι σκατά έγινε; Πώς διάολο σας βρήκε;»

«Κάτσε να έρθει και η Νάντια και θα σας πω. Δεν μπορώ να τα πω δύο φορές. Ειλικρινά».

«Ο Χρήστος;»

«Καλά είναι».

«Μεγάλος σαματάς;»

«Θαρρείς πως κατάλαβα τι έγινε; Μία που μπήκε μέσα ο Βασίλης, μία που έπιασε κουβέντα στον Χρήστο, μία που του άνοιξε την μύτη, μία που έφυγε να κυνηγήσει τον Βαγγέλη. Αυτό».

«Τι;» φώναξε ο Πάνος.

«Τι, τι;»

«Ήρθε κι ο Βαγγέλης;»

«Ναι».

«Εντάξει… Εντάξει, μπράβο. Με σταύρωσαν ρε. Αυτό σου λέω μόνο. Μας σταύρωσαν. Μπράβο ρε. Μπράβο» μουρμούρισε απεγνωσμένα ο Πάνος και άρχισε να περπατάει πάνω – κάτω, μπροστά από την Έλενα.  «Μαλάκα… Τι να πω ρε… Ρε, δεν υπάρχετε. Δεν υπάρχετε πραγματικά…»

«Τι μουρμουράς ρε Πανούλη;»

«Κούκλα μου, δεν τα έβαλες με τον φευγάτο. Τα έβαλες με την παρέα του. Με την φαμίλια του. Θα περπατάς στον δρόμο και θα λένε «Να, η πουτάνα η πρώην του φευγάτου!». Εγώ, δεν θα ‘χω πρόσωπο να βγω έξω. Το ίδιο και ο Χρήστος…»

«Σώπα ρε Πανούλη. Τι είναι δηλαδή η παρέα του Βασίλη; Τίποτα μαφιόζοι;» τον διέκοψε η Έλενα.

«Όχι. Απλώς, τυχαίνει, αν το έχεις ξεχάσει, τον Βαγγέλη να τον γνωρίζει η μισή πόλη. Μάντεψε ποιανού κολλητός είναι ο Βαγγέλης; Μέσα έπεσες, του φευγάτου!»

«Άσε μας ρε Πανούλη» του απάντησε απαξιωτικά η Έλενα.

«Τον δικό σου θα τον εγαμήσω!» ακούστηκε η φωνή του Χρήστου στην απόσταση κι ο Πάνος γύρισε προς το μέρος του. «Μάντεψε ποιος θα γαμήσει ποιον» του απάντησε κοφτά.

«Άσε ρε με τον φλούφλη…»

«Ξέρεις, αγόρι μου, ποιος ήρθε μαζί του;» τον έκοψε ο Πάνος νευριασμένα.

«Ποιος ρε;»

«Ο μάστορας. Τον θυμάσαι τον Λαμπρόπουλο;»

«Ωωω γαμώτο μου!» αναφώνησε ο Χρήστος.

«Έτσι μπράβο. Ράβε τώρα μπας και σώσουμε τίποτα, γιατί απ’ την μαλακία που έκανες τότε, σ’ έχει στην μπούκα. Είσαι τυχερός που δεν σε ξέρει και που δεν εμφανίστηκες στην κόντρα…»

«Τι έγινε ρε παιδιά;» πετάχτηκε η Έλενα, κοιτάζοντας πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Ο Χρήστος έπιανε την μπανταρισμένη του μύτη και ο Πάνος γύρισε προς το δρόμο και αναστέναξε. «Έγινε… Μαλακίες έγινε» σχολίασε ο Πάνος.

«Έγινε, μωρό, πως κάποια στιγμή είπα σε κάποιον να κανονίσει κόντρα με τον μάστορα, πως θα τον πατήσω κάτω και τα σχετικά και μου ‘πε ο Πάνος να μην εμφανιστώ γιατί ο μάστορας έχει το γρηγορότερο στην πόλη. Όταν έκαναν το κονέ, λέγαμε για άδεια με άδεια. Έκανα πίσω για να μην χάσω το μηχανάκι και ιδού τα αποτελέσματα…» της απάντησε ο Χρήστος κι εκείνη πήγε και τον αγκάλιασε.

«Τώρα τι;» έκανε η Έλενα με παράπονο.

«Τώρα, κοιμηθείτε όπως στρώσατε» της απάντησε ο Πάνος.

«Είσαι χωμένος σ’ αυτό» του γύρισε ο Χρήστος.

«Δεν συμφώνησα σε τίποτα, νομίζω πως το θυμάσαι. Επειδή είσαι κολλητάρι σου έκανα πλάτες, όσο σου έκανα, όσο μπορούσα. Τώρα, απλά, δεν γίνεται. Μένω εκτός».

«Μαλάκα, σοβαρέψου. Θα μ’ αφήσεις ακάλυπτο;»

«Είσαι ακάλυπτος ρε! Σου ‘πα να προσέχεις;»

«Πανούλη, τις δικές σου τις μαλακίες τις έχω καλύψει».

«Ποιες μαλακίες;» αγρίεψε ο Πάνος.

«Τις μαλακίες με το κορίτσι που έρχεται. Αν φάω τα μούτρα μου εγώ, θα τα φας κι εσύ. Ξηγιέμαι, μην παρεξηγηθώ αργότερα» του απάντησε ο Χρήστος δείχνοντας την Νάντια που βάδιζε βιαστικά προς το μέρος τους.

«Θα με κάψεις;» τον ρώτησε ο Πάνος την στιγμή που τον έπαιρνε αγκαλιά η Νάντια κι ο Χρήστος του χαμογέλασε. «Αν χρειαστεί, ναι».

«Είσαι μαλάκας, το ξέρεις;»

«Εγώ; Εγώ ρε;»

«Ναι, ρε, εσύ!»

«Θες να το συζητήσουμε τώρα;»

«Άστο! Γάμα το! Θα κοιτάξω να δω τι σώζεται, αν σώζεται κάτι. ‘Νταξ’;» έκανε κοφτά ο Πάνος πριν πάρει την Νάντια και φύγουν αγκαλιασμένοι.

Κουνούσε το κεφάλι του ο Πάνος και μουρμούριζε σ’ όλη την διαδρομή μέχρι το σπίτι της Νάντιας. Το έκοβαν πάντοτε από τα στενά για να μην τους πάρει κανένα μάτι. Εκείνος δεν ήθελε να δώσει δικαίωμα στην παρέα του, πως είχε πάρε δώσε με την Έλενα και την Νάντια κι η Νάντια δεν ήθελε να τον δούν με τον Πάνο γιατί θεωρούσε πως δεν ήταν της τάξης της. Στα κρυφά πήγαινε αυτή η σχέση, είχε χρονίσει και συνέχιζε και σε αντίθεση με την παράλληλη σχέση της Έλενας, πίστευαν πως κανένας δεν είχε καταλάβει τίποτα.

«Τι έγινε;» τον ρώτησε με απορία όταν τον είδε να σταματάει μπροστά από ένα καρτοτηλέφωνο.

«Φάτσα, δώσε μου δύο λεπτά να πάρω τηλέφωνο τα παιδιά να δω τι έγινε και θα σου εξηγήσω» της απάντησε, κάνοντάς της νόημα να σταθεί παραπέρα. Έβαλε την κάρτα στο τηλέφωνο και κάλεσε βιαστικά ένα νούμερο. Έριχνε κλεφτές ματιές στην Νάντια καθώς περίμενε τον αποδέκτη εκείνης της κλήσης να σηκώσει το ακουστικό του.

«Λίνα; Μόλις έμαθα πως ο Μπίλ έπιασε την Έλενα με άλλο και του άνοιξε το κεφάλι. Με αυτόν τον ζουλού θα πας να μπλέξεις βρε κούκλα μου;» ρώτησε ο Πάνος στο τηλέφωνο για να ακούσει το κράκ του ακουστικού που έκλεινε. «Περίφημα» μουρμούρισε καθώς έβγαζε και ξαναέβαζε την κάρτα. Κάλεσε ξανά τον αριθμό. Περίμενε.

«Ναι;» ακούστηκε η φωνή της Νίκης.

«Λίνα;» έκανε ο Πάνος.

«Ποζερά; Άσε ήσυχη την φίλη μου γιατί εγώ δεν κάνω πλακίτσα. Θα σου μετρήσω τα παΐδια! Το κατάλαβες;» του φώναξε πριν του κλείσει το τηλέφωνο κατάμουτρα.

«Έ, ρε, λέμε σήμερα!» φώναξε ο Πάνος. Ίδια διαδικασία. Τρίτο τηλέφωνο. Στον Θανάση αυτή την φορά. Πίστευε πως θα τον έβρισκε σπίτι.

«Σάκη; Έλα ρε. Όλα καλά; Κανονίσατε τίποτα για σήμερα;»

«Μάζωξη στο καπιταλιστικό στις εννιά νταν. Αδιαπραγμάτευτο» του απάντησε εκείνος.

«Παίχτηκε τίποτα;» ρώτησε με δήθεν ανήσυχο τόνο ο Πάνος.

«Θα τα πούμε εκείνη την ώρα. Κι αν είσαι μακριά, λέω εγώ τώρα, στο νοσοκομείο φερ’ ειπείν, πάρε ταξί και θα στο βάλω εγώ» συνέχισε ο Θανάσης με ειρωνεία στον τόνο του.

«Ρε φίλε…»

«Είπα και ελάλησα. Έχω ειδοποιήσει και τους άλλους. Εννιά νταν» κατέληξε ο Θανάσης πριν κλείσει το τηλέφωνο.

«Πω!» αναφώνησε ο Πάνος βγάζοντας την τηλεκάρτα.

«Τι έγινε ρε μωρό;» τον ρώτησε η Νάντια.

«Σκέψου κάτι γρήγορα, σε…» έκανε κοιτάζοντας το ρολόι του, «… μία ώρα πρέπει να ‘μαι στο σπίτι του Σάκη. Την πήρανε είδηση. Ρίχνε ιδέες».

«Τι ιδέες;» απόρησε η Νάντια.

«Δεν ξέρω. Οτιδήποτε. Τι σκατά θα τους πω;» ρώτησε μέσα στην απόγνωσή του.

«Πες ότι δεν ήξερες. Πως είναι φίλος σου ο Χρήστος. Πως τον ξέρεις από κάπου. Πως από αυτόν το έμαθες. Πως…»

«Νάντια μου; Ψυχή μου; Δεν ξέρω τι ξέρουν. Αυτό είναι το πρόβλημα. Αυτή την στιγμή που μιλάμε, ο Βαγγέλης μπορεί να έχει βγει παγανιά και να ψάχνει. Να σκαλίζει. Τόσες φορές έχουμε βγει ζευγάρια. Όλο και κάποιος θα μας είδε μαζεμένους…»

«Γιατί τους φοβάσαι τόσο;» τον ρώτησε θλιμμένα η Νάντια.

«Δεν τους ξέρεις. Γι αυτούς, αυτή την στιγμή που μιλάμε, έχω διαπράξει κάποιου είδους έγκλημα προς την παρέα. Το να κάνω πλάτες στην κοπέλα του Βασίλη. Κανονικά, βάσει άγραφων κανόνων, θα έπρεπε να πιάσω τον Βασίλη και να του πω τι συμβαίνει από την στιγμή που το έμαθα. Είναι ικανοί να με σταυρώσουν, μόνο και μόνο επειδή δεν μίλησα. Με καταλαβαίνεις;» την ρώτησε με το ίδιο θλιμμένο ύφος κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Τι μπορεί να γίνει;»

«Θα μου κρεμάσουν κουδούνια ρε Νάντια μου. Έχω ένα όνομα και μια υπόληψη. Πάνε αυτά. Πέταξαν. Χάθηκαν».

«Και; Γιατί σε καίει τόσο πολύ;» συνέχισε εκείνη.

«Γιατί είναι φίλοι μου».

«Μα… Αφού…» έκανε μπερδεμένα η Νάντια.

«Ρε κορίτσι μου, ρουφιάνος δεν είμαι. Φίλος μου ο Χρήστος, φίλος μου και ο Βασίλης» της απάντησε και η Νάντια, που δεν είχε καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε το άφησε εκεί. Έφυγαν μαζί, την άφησε σπίτι της κι έπειτα ροβόλησε για το σπίτι του Θανάση. Το επονομαζόμενο, καπιταλιστικό.

Ο Θανάσης ήταν ο μεγαλύτερος απ’ τα παιδιά. Είχε χάσει χρονιά, είχε κλείσει τα δεκαοχτώ και μαζί με την ενηλικίωση, πήρε δώρο ένα αυτοκίνητο, ένα διαμέρισμα και την ευχή του πατέρα του. «Άιντε να ζήσεις μόνος σου, να ζήσουμε κι εμείς με την μάνα σου σαν άνθρωποι» του ‘χε πει στα γενέθλιά του. Τα λεφτά που έβγαζε απ’ την δουλειά τα σαββατοκύριακα του έφταναν και του περίσσευαν για να έχει μια άνετη ζωή. Κι όλα αυτά σε συνδυασμό με το σχολείο. Ήταν ένας από αυτούς που ‘χαν στρωμένο μέλλον και απέχθεια για τα γράμματα. Αναγκαστικά έβγαζε το λύκειο, για να κάνει την χάρη στον πατέρα του.

Το σπίτι του Θανάση ήταν το μέρος που μαζευόταν η παρέα όταν υπήρχε σοβαρό θέμα συζήτησης. Το ‘χαν ονομάσει «καπιταλιστικό» λόγω της βαριάς, βικτωριανής του διακόσμησης. Στην πραγματικότητα ήταν ένα διαμερισματάκι που ο πατέρας του Θανάση, χρησιμοποιούσε για πολλά χρόνια ως ησυχαστήριο, για να αποφορτίσει το κεφάλι του από την δουλειά πριν γυρίσει στο σπίτι. Ύστερα πέρασε σε αχρηστία μέχρι να βρει νέο ιδιοκτήτη.

Τελευταίος και καταϊδρωμένος έφτασε ο Πάνος στο καπιταλιστικό, κατά τις εννιά και δέκα. «Κι έλεγα πως δεν θα εμφανιστείς» σχολίασε ο Θανάσης καθώς του άνοιγε την πόρτα. Μπήκε μέσα ο Πάνος και έπιασε την θέση του. Τίποτα δεν άλλαζε σ’ εκείνο το σπίτι. Ούτε το τεράστιο γραφείο με την ασφυκτικά γεμάτη βιβλιοθήκη που καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του σαλονιού, ούτε ο τριθέσιος καναπές με τις δύο βαριές πολυθρόνες· μία του Θανάση, μία του Βασίλη· ούτε η μπάρα που χώριζε σαλόνι και κουζίνα, ούτε τα μπυροπότηρα που περίμεναν τους ιδιοκτήτες τους να τα γεμίσουν με φραπέ και να συζητήσουν.

Κάθισε ο Πάνος στον καναπέ και κοίταξε τους υπόλοιπους. Έπιασε ο Θανάσης την πολυθρόνα του και σταύρωσε τα χέρια του. «Ο φευγάτος;» μουρμούρισε ο Τάσος.

«Δεν είναι ανάγκη να είναι παρών απόψε» του απάντησε ο Βαγγέλης.

«Τι φάση;» έκανε με απορία ο Τάσος.

«Αφασία» είπε ο Θανάσης.

«Τι έγινε ρε παιδιά;» συνέχισε ο Τάσος.

«Κάποιος από εμάς κάνει πλάτες στην γκόμενα του φευγάτου» δήλωσε ο Θανάσης κι ο Τάσος γύρισε προς τον Βαγγέλη.

«Εγώ, βρε μαλάκα κοντέ;» φώναξε ο Βαγγέλης.

«Έλα… ‘Νταξει… Εγώ…» μουρμούρισε ο Πάνος.

«Μπορείς να μας εξηγήσεις τι, ακριβώς, σκατά κάνεις;» τον ρώτησε ήρεμα ο Θανάσης.

«Μπλέχτηκε ρε φίλε η φάση… Μπλέχτηκε… Βασικά δεν μπλέχτηκε…»

«Βασικά εσύ την έμπλεξες» του είπε ο Βαγγέλης.

«Όχι, μάστορα, εγώ δεν…»

«Δεν ήξερες;» πετάχτηκε ο Θανάσης.

«Ρε μαλάκες! Θα τον αφήσετε να μιλήσει;» φώναξε ο Τάσος κι ύστερα σώπασαν όλοι. Τεταμένο ήταν το κλίμα μέσα στο σαλόνι του σπιτιού κι ο Πάνος προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να βρει μια δικαιολογία για να ξεγλιστρήσει από εκείνο το χαμό που είχε δημιουργηθεί.

«Να τα πάρω απ’ την αρχή; Έμπλεξε η Έλενα μ’ ένα παλικάρι. Με τον Χρήστο. Τον ξέρω. Κάναμε παρέα ένα διάστημα. Κάπου χαθήκαμε. Στην κούφα τους πέτυχα μια μέρα, καθίσαμε να πιούμε ένα καφέ. Ήταν καλό φιλαράκι κάποτε. Ειλικρινά, μαλάκες, δεν ήξερα τι παίζει. Σταυρό κάνω ρε. Στην ζωή της μάνας μου σας το ορκίζομαι. Τώρα, αυτές τις μέρες το έμαθα…»

«Γιατί δεν μας το είπες ρε;» τον ρώτησε νευριασμένα ο Βαγγέλης.

«Τι να σας πω ρε φίλε; Σε ποιον να πω και τι να πω; Θεώρησα ότι δεν ήταν τίποτα… Δεν ξέρω, πραγματικά, δεν ξέρω τι να πω…» μουρμούρισε θλιμμένα ο Πάνος.

«Ποζερά, εγώ, σε είδα στο νοσοκομείο. Με το αυτοκίνητο ήμουνα. Μιλούσες με την Έλενα» του είπε ο Θανάσης που είχε αρχίσει να αρπάζεται.

«Ρε φίλε… Με πήρε στο σπίτι τηλέφωνο, με ξεσήκωσε να πάω στο νοσοκομείο, μου ‘πε πως έδειρε ο Βασίλης τον Χρήστο. Σαν τον τρελό πήγα και δεν έμαθα και τι έγινε».

Σταύρωσε τα χέρια ο Θανάσης και κοίταξε τον Τάσο. Κούνησε το κεφάλι του εκείνος και στράφηκε προς τον Βαγγέλης. «Σάκη, μίλα» είπε ο Βαγγέλης αδιάφορα.

«Τι να πω;» του απάντησε εκείνος.

«Ότι δεν τον κόβει!» φώναξε ο Βαγγέλης.

«Ή ότι μας δουλεύει» σχολίασε ο Τάσος.

«Ρε παιδιά…» έκανε ο Πάνος μα άφησε την πρότασή του μισή, βλέποντας τον Θανάση να σηκώνει το χέρι του. «Αν ήταν εδώ ο φευγάτος… Για να ‘χουμε καλό ρώτημα, ο φευγάτος, που είναι;»

«Δεν ξέρω, ήθελε να μείνει μόνος του» απάντησε ανήσυχα ο Βαγγέλης.

«Καλά, βρε μαλακαρά μάστορα, τον άφησες να μείνει μόνος του μετά το πατατράκ;» φώναξε ο Τάσος.

«Λες και δεν ξέρεις τον Βασίλη και πώς είναι όταν έχουν χτυπήσει κόκκινο τα νεύρα του!» απάντησε στην ίδια ένταση ο Βαγγέλης.

«Άπαντες ηλίθιοι κι εγώ μαζί» μουρμούρισε ο Θανάσης κοιτάζοντας την τριάδα απέναντί του.

«Άστο, μην το σκαλίζουμε πολύ» είπε ο Βαγγέλης πριν στραφεί προς τον Πάνο. «Πιάσ’ τον και μίλα του, ‘ξηγήσου. Του το χρωστάς» συνέχισε.

«Θα τα βάλει μαζί μου ρε» μουρμούρισε δακρύζοντας ο Πάνος.

«Δεν πρόκειται να τα βάλει με κανέναν. Άμα του μιλήσεις μπέσα, δεν θα κάνει τίποτα. Τον ξέρεις πως είναι. Φορτώνει και βρίζει όταν θυμώνει, μα το δίκαιο το αναγνωρίζει» σχολίασε ο Θανάσης ήρεμα.

«Ρε μαλάκες…» συνέχισε ο Πάνος.

«Το ρολόι μετράει αντίστροφα, ποζερά. Εφτά και νύχτωσε. Μια βδομάδα σου φτάνει για να τον πιάσεις και να του εξηγήσεις ορισμένα πράγματα…» έκανε ο Βαγγέλης μα τον διέκοψε ο Πάνος.

«Τι να του πω ρε… Θα τα βάλει μαζί μου ρε αν του μιλήσω. Θα τα χρεώσει σε μένα. Όχι ρε φίλε, δεν μιλάω. Να σας πω τι παίζει να τον πιάσετε και να του τα εξηγήσετε, ναι, αυτό το δέχομαι. Δεν γουστάρω όμως να τα βάλει μαζί μου» δήλωσε ο Πάνος κλαψουρίζοντας.

«Ρε μαλάκα, είσαι σοβαρός τώρα; Ακούς τι λες; Τι θα κάνει; Θα σου πάρει το κεφάλι; Θα τον πιάσεις και θα του πεις, ένα, δύο, τρια, όσα πράγματα, για να του ανοίξεις τα μάτια και να μην σκάει. Αυτό είναι όλο. Άντε, να σου κρατήσει μούτρα για μια – δυο μέρες, όπως θα κρατήσει, φυσικά, σε όλους. Αφού αυτός είναι. Του πάει κάτι στραβά και τα βάζει με όλο τον κόσμο»  σχολίασε ήρεμα ο Τάσος.

«Δεν είναι έτσι…» μουρμούρισε ο Πάνος.

«Ποζερά, τι ξέρεις που δεν ξέρουμε;» ρώτησε ο Θανάσης ανήσυχα.

«Μαλάκες, ειλικρινά, δεν του το λέω» δήλωσε κοφτά ο Πάνος.

«Ρε, λέγε ρε!» επέμεινε ο Τάσος.

«Η Έλενα…» έκανε ο Πάνος δισταχτικά.

«Ναι, η Έλενα, τι;» τον παρότρυνε ο Βαγγέλης.

«Ρε… Τέλος πάντων… Η Έλενα τον παραμυθιάζει ότι είναι παρθένα… Αυτό» δήλωσε ο Πάνος κι ύστερα σηκώθηκε να φύγει. Του έκοψε την φόρα ο Τάσος.  «Άφησέ τον» πετάχτηκε ο Θανάσης. «Θα του το πω εγώ» συνέχισε, κοιτάζοντας τον Πάνο θλιμμένα.

«Όχι, φίλε μου, όχι! Όχι και πάλι όχι! Θα του το πει ο Πάνος!» φώναξε ο Βαγγέλης.

«Τάσο;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Δεν τον πιστεύω. Θέλει να εξιλεωθεί; Ας του το πει» απάντησε ο Τάσος κι ύστερα παραμέρισε για να περάσει ο Πάνος.

«Δύο εναντίων ενός, ποζερά. Λυπάμαι» είπε ο Θανάσης κουνώντας το κεφάλι του σκεφτικά.

«Ρε παιδιά…» παρακάλεσε τραυλίζοντας ο Πάνος κι ο Βαγγέλης σηκώθηκε όρθιος και τον έπιασε απ’ τον γιακά.

«Πιασ’ τον, κωλόπαιδο, και πες του το! Του χρωστάς ρε! Το καταλαβαίνεις αυτό; Το χρωστάς σε αυτή την παρέα που κάνουμε τους μαλάκες εδώ και δυόμισι χρόνια για την Μελίνα και δεν δίνουμε το πράσινο φως στον Βασίλη να κάνει κάτι! Έκανε και κάνει πίσω για την πάρτη σου και μόνο! Του το χρωστάς, αγόρι μου, μπορεί να το αντιληφθεί αυτό η κούφια σου η γκλάβα; Για σένα, σ’ αυτήν εδώ την παρέα, εγγυήθηκε ο φευγάτος! Όχι εγώ, ούτε ο κοντός, ούτε ο μουγκός! Ο φευγάτος! Κανόνισε την πορεία σου, μαλάκα! Εφτά και νύχτωσε! Αν δεν το έχει μάθει μέχρι το πρωί της επόμενης δευτέρας, πάρτε φτυάρια και σκάψτε λαγούμια να κρυφτείτε! Και εσύ και το φιλαράκι σου και το τσουλί η Λένα και όποιος άλλος είναι ανακατεμένος σ’ αυτό! Το εμπέδωσες;» φώναξε ο Βαγγέλης κι ύστερα σηκώθηκαν οι άλλοι δύο για να τους χωρίσουν.

«Εντάξει» απάντησε ο Πάνος σκύβοντας το κεφάλι

«Το λομπού, τώρα!» φώναξε ο Βαγγέλης. Τον τράβηξε ο Τάσος στον καναπέ. «Έλα ρε φίλε, κάλμα λίγο τα νεύρα σου κι εσύ…»

«Φύγε να τον ηρεμήσουμε, ποζερά» είπε κοφτά ο Θανάσης κι εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι και έφυγε από το σπίτι. Βγήκε στο δρόμο κι έπιασε το κεφάλι του. «Ώρε που μπλέξαμε…» μουρμούρισε κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά τον άδειο δρόμο. Προσπαθούσε να αποφασίσει αν θα πήγαινε σπίτι του ή αν θα μιλούσε στην Νάντια για τα όσα διαδραματίστηκαν στο καπιταλιστικό. Αμφιταλαντευόταν. Γνώριζε πως είχε δώσει στεγνά την Έλενα στα παιδιά και πως ο κακός χαμός δεν θα αργούσε να έρθει. Ήξερε πως είχε καταφέρει να ξεκλέψει χρόνο για να κάνει αυτά που είχε κατά νου, πριν μαθαινόταν, αναπόφευκτα, η αλήθεια.

«Πυρ και μανία θα γίνει ο άλλος» σχολίασε ο Θανάσης από την πολυθρόνα του. Είχε ανοίξει μια μπύρα και είχε κεράσει και τους άλλους δύο από μία. Ο Τάσος είχε αράξει στον καναπέ και ο Βαγγέλης περιφερόταν άσκοπα στο σαλόνι.

«Πυρ και μανία; Πυρ και μανία ρε; Αν του ‘χει σκαρώσει τέτοια ιστορία η Έλενα, θα μετρήσει δόντια. Αν όχι απ’ τον Βασίλη, από εμένα!» δήλωσε φωνάζοντας.

«Έλα, ναι, όπα, άραξε τα κυβικά σου τα εκατόν είκοσι πέντε εσύ!» του απάντησε ο Τάσος.

«Ακούω προτάσεις, κύριοι. Τι κάνουμε;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Υπομονή» είπε ο Τάσος.

«Ψηφίζω υπέρ της υπομονής» συμφώνησε και ο Βαγγέλης.

«Μετά;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Θα του κάνω εγώ ένα κονέ με την Μελίνα, που θα ‘ν’ όλο δικό του» είπε γελώντας σατανικά ο Βαγγέλης.

«Καλά, αυτό εξυπακούεται, αυτό και διώξιμο απ’ την παρέα» τον συμπλήρωσε ο Τάσος.

«Κοντέ; Τσάκω’ ρε τρεις μπύρες απ’ το ψυγείο να πάμε στο πάρκο να τις πιούμε. Δεν μπορώ άλλο σπίτι» σχολίασε ο Θανάσης και τα παιδιά τον κοίταξαν με απορία. «Τι κοιτάτε ρε, πνίγομαι. Πάμε. Μπορεί να είναι κι ο χαζός εκεί».

Έφυγαν τα παιδιά απ’ το σπίτι με τις μπύρες και πήγανε στο πάρκο. Δεν βρήκαν τον Βασίλη εκεί, αλλά τον Πάνο που είχε πιάσει το παγκάκι τους και ρέμβαζε σαν τον χαμένο. Έκανε να φύγει χωρίς να μιλήσει, αλλά τα παιδιά χαμογέλασαν κι ο Βαγγέλης, σε ένδειξη συμφιλίωσης, του έδωσε την μπύρα του. Αποφάσισαν να μην αγγίξουν καθόλου το θέμα του Βασίλη και της Έλενας πριν πιάσουν την ψιλοκουβέντα. Είχε πάει δέκα και δεν είχαν πολλή ώρα στην διάθεσή τους. Έπρεπε να μαζευτούν και στα σπίτια τους μιας και η επόμενη, ήταν η πρώτη ημέρα μαθημάτων μετά τις διακοπές των Χριστουγέννων.

«Ταμάμ… Η μουρλή…» σχολίασε ο Βαγγέλης κάνοντας νόημα με το κεφάλι στα παιδιά να κοιτάξουν την Νίκη που διέσχιζε το πάρκο.

«Ήταν που ήταν, κούρεψε και το μαλλί και παραπήρε αέρα το κεφάλι της» σχολίασε γελώντας ο Τάσος.

Κάτι πήγε να πει ο Πάνος, αλλά θυμήθηκε αυτό που του είχε πει στο τηλέφωνο και λούφαξε. «Άντε ρε, πες το» του είπε ο Βαγγέλης που τον είχε καταλάβει.

«Τίποτα» μουρμούρισε ο Πάνος.

«Νταλτον! Που ρε;» τους φώναξε η Νίκη από απόσταση, προσπαθώντας να πικάρει τον Πάνο που ήταν ο πιο ψηλός της παρέας.

«Γιατί μας λέει Ντάλτον, ρε;» ρώτησε ο Βαγγέλης.

«Γιατί καθίσαμε κατά ύψος» σχολίασε ατάραχα ο Θανάσης.

«Που ρε μουρλή;» της φώναξε κι ο Τάσος.

«Στον αγώνα, Τζο!» του απάντησε εκείνη γελώντας.

«Μαλάκα, είναι χαζή η γκόμενα» σχολίασε ο Βαγγέλης χαμηλόφωνα.

«Στον αγώνα κι εμείς!» της απάντησε ο Τάσος.

«Τι έγινε; Βγάλατε βόλτα τον τρελό- Άβερελ;» συνέχισε η Νίκη για να δει τον Πάνο να σηκώνεται όρθιος. «Ω, ρε μαλάκα, φυρί – φυρί το πάει η μουρλή…» έκανε ο Βαγγέλης και έκανε να σηκωθεί για να μαζέψει τον Πάνο, μα τον τράβηξε πίσω ο Τάσος. «Άσε να πάω εγώ, γιατί κάνουμε μαζί kick boxing» του είπε χαμηλόφωνα πριν σηκωθεί από το παγκάκι για να πάει προς το μέρος του Πάνου.

«Τραβάς κανένα ζόρι;» την ρώτησε ο Πάνος και η Νίκη του χαμογέλασε πριν του κλείσει το μάτι. «Ψηλέ, αυτά εκεί που σε παίρνει, όχι σε μένα» του απάντησε κοφτά. Πήγε και στάθηκε μπροστά του. Τους χώριζαν τουλάχιστον είκοσι πόντοι, μα η Νίκη δεν είχε συνηθίσει να κάνει πίσω. Χώθηκε στην μέση ο Τάσος για να τους χωρίσει πριν αρχίσει τίποτα. Κοίταξε πρώτα τον Πάνο και μετά την Νίκη. Δεν μίλησε. Περίμενε να δει πως θα εξελισσόταν η κατάσταση.

«Σώπα ρε κοριτσάκι…» της είπε περιπαικτικά ο Πάνος. «Νίκη, σπάσε» έκανε κοφτά ο Τάσος, μα εκείνη δεν πτοήθηκε.

«Όπα ρε γατάκι. Άραξε λίγο. Τρώγεσαι για κλωτσιές; Αφού σου είπα, κλωτσιές θα φας αν ξαναενοχλήσεις την φίλη μου» του είπε χωρίς να αλλάξει τον χαμογελαστό της τόνο η Νίκη.

«Σιγά μωρέ… Σε  φοβήθηκα τώρα. Ανατρίχιασα, δεν βλέπεις;».

«Εμένα, ίσως, όχι. Τον φευγάτο όμως; Ε;» αγρίεψε η Νίκη.

«Κάνε τίποτα και θα ‘χουμε κακά ξεμπερδέματα εμείς οι δύο!» φώναξε ο Πάνος σφίγγοντας τις γροθιές του.

«Αγοράκια σαν κι εσένα, τα μασάω και τα φτύνω!» του είπε η Νίκη κι ύστερα κόλλησε πάνω του. Προσπάθησε ο Τάσος να τους χωρίσει μα δεν το κατάφερε. Έπρεπε να χτυπήσει έναν από τους δύο και δεν ήθελε να το κάνει αν δεν έφταναν τα πράγματα στα άκρα.

Έσπρωξε ο Πάνος την Νίκη κι ο Τάσος τον Πάνο, όμως αυτό, για την Νίκη, ήταν αιτία πολέμου. Όρμηξε προς τον Πάνο, μα την πρόλαβε ο Τάσος και την βούτηξε από την μέση. Σηκώθηκαν τα παιδιά απ’ το παγκάκι για να κρατήσουν τον Πάνο και να μην γίνει συμπλοκή.

«Κοιτάχτ’ ένα μάγκα, ρε, που τρέμει το φυλλοκάρδι του!» φώναξε η Νίκη που πάλευε να ξεφύγει από τον Τάσο. «Έλα τώρα που θα δώσεις σημασία στον Πάνο. Άφησέ το. Πάμε» της ψιθύρισε εκείνος καθώς την τραβούσε προς την άκρη του πάρκου.

«Δεν τρέμω κανέναν! Δεν είμαι δειλός σαν τον Βασίλη!» της φώναξε ο Πάνος.

«Α! Ναι; Κότα ρε να του πεις πως η Έλενα τον παραμύθιαζε ότι ήτανε παρθένα και πηδιότανε με τον άλλον κι ότι εσύ την κάλυπτες! Τι φοβάσαι ρε μπινέ; Μην σε χορτάσει κλωτσοπατινάδα ο φευγάτος;» ούρλιαξε η Νίκη. «Έλα, Νίκη, ηρέμησε, δεν αξίζει» της ψιθύρισε στο αυτί, μα ούτε εκείνη, ούτε ο Πάνος είχαν διάθεση να αφήσουν τον καυγά στην μέση.

«Κοίτα ποια μιλάει! Της πουτάνας η κόρη!» συνέχισε να ρίχνει λάδι στην φωτιά ο Πάνος κι εκείνη την στιγμή, τον βούτηξε απ τον λαιμό ο Βαγγέλης. «Κάτσε κάτω και μην το χοντραίνεις! Δεν σε παίρνει!» του φώναξε.

«Κοίτα έναν άντρα ρε! Άντρας, αγόρι μου, είν’ αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε κι απ’ ότι βλέπω, για κωλομπαράς δεν κάνεις!» συνέχισε η Νίκη που είχε βάλει τα κλάματα.

Λούφαξε ο Πάνος στο παγκάκι και σώπασε όταν τον βούτηξαν και τον κάθισαν κάτω, με το έτσι θέλω, οι φίλοι του. Ο Τάσος, με μια σβέλτη κίνηση γύρισε την Νίκη απ’ την άλλη πλευρά για να μην βλέπει τον Πάνο, την αγκάλιασε σφιχτά απ’ την μέση για να μην φύγει και ορμήσει και απομακρύνθηκε μαζί της από το πάρκο. «Έλα, που κάθεσαι και δίνεις σημασία στον ποζερά. Μισή σφαλιάρα άνθρωπος είναι» της είπε ήρεμα ο Τάσος.

Γύρισε η Νίκη και τον κοίταξε θλιμμένα. «Μην κλαίς ρε» της είπε χαμογελώντας ο Τάσος, χαϊδεύοντας της δειλά την πλάτη κι εκείνη έριξε το κεφάλι της στον ώμο του.

«Φαρμάκι το στοματάκι σου, αδερφούλα μου» σχολίασε ο Τάσος, προσπαθώντας να την κάνει να γελάσει, μα δεν το κατάφερε. Απ’ όλα τα λόγια της κράτησε μόνο εκείνο για την Έλενα. Το ίδιο που κράτησαν και οι υπόλοιποι.

«Ποζερά, είσαι μόνος σου. Μαθεύτηκε, μαλάκα, και το μαθαίνουμε τελευταίοι!» του είπε ο Βαγγέλης που είχε νευριάσει άσχημα και στεκόταν από πάνω του. «Άστο, μάστορα, τα είπαμε. Την διορία του την έχει» πετάχτηκε ο Θανάσης για να ηρεμήσει τα πνεύματα.

Περπατούσε ο Τάσος με την Νίκη, στην αγκαλιά του, που δεν ηρεμούσε με τίποτα και είχε ράψει το στόμα της. Προσπάθησε και να την ηρεμήσει και να συζητήσει μαζί της, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Δεν του πήγαινε η καρδιά να την αφήσει μόνη σε τέτοια κατάσταση. Τελείωσαν και τα τσιγάρα του κάποια στιγμή κι έβαλε πλώρη, μαζί της, για το ψιλικατζίδικο του πατέρα του. Ανεφοδιάστηκε με τσιγάρα, πήρε κι ένα φτηνό κρασί, και πήρε την αμίλητη Νίκη για να καθίσουν κάπου μακριά απ’ την παρέα του.

Πέρασαν την παλιά πεζογέφυρα βουβοί και τότε κατέβηκε η ιδέα στο κεφάλι της Νίκης. «Βάζω τον χώρο. Βάζεις την παρέα;» τον ρώτησε μ’ ένα ανεξήγητο και θλιμμένο ύφος. «Μέσα» της απάντησε αδιάφορα ο Τάσος που δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη να γυρίσει στην παρέα του ή να επιστρέψει στο σπίτι μιας και ήταν ακόμη έντεκα. Έκαναν επιτόπου αναστροφή, περπάτησαν μέχρι την γέφυρα και πέντε λεπτά αργότερα άνοιγαν την αυλόπορτα του σπιτιού της Νίκης

«Παλιοπράγματα που τρίζουν» μουρμούρισε η Νίκη μπαίνοντας στο σπίτι. Ο Τάσος κοίταξε το σαλόνι και του φάνηκε πάρα πολύ μοντέρνο. Αν και υποφωτισμένο, από μια τηλεόραση που έπαιζε βουβά, έμοιαζε πολύ όμορφο. Δεν είχε όμως καμία σχέση με το δωμάτιο της Νίκης που ήταν άδειο. Δύο διπλά στρώματα στο πάτωμα, μια κρεμαστή βιβλιοθήκη και ένα φουτουριστικό φωτιστικό δαπέδου ήταν τα μόνα της υπάρχοντα. «Μην το κοιτάς, το θέλω μίνιμαλ» μουρμούρισε η Νίκη που είχε ξεχάσει τον καυγά με την μητέρα της, τον καυγά με τον Πάνο και την κακή της διάθεση.

Κάθισαν στο στρώμα, άνοιξαν το κρασί κι έπιασαν την κουβέντα. Ο Τάσος της είπε εκείνη την ιστορία με την παρέα που έγινε οικογένεια και η Νίκη κατάφερε να καταλάβει τις συμπεριφορές εκείνων τον παιδιών που πάντοτε την προβλημάτιζαν. Ζέστανε το κλίμα μέσα στο δωμάτιο και η κουβέντα άρχισε να γίνεται περισσότερο χαρούμενη όσο περνούσε η ώρα και όσο τελείωνε το κρασί.

Μεθυσμένοι και κουρασμένοι, ο Τάσος με την Νίκη, είχαν ξαπλώσει και προσπαθούσαν να συνεχίσουν την συζήτηση, μόνο που δεν τα κατάφερναν. Πείραζαν ο ένας τον άλλο και γελούσαν συνέχεια. Κάποια στιγμή, πολύ πριν χαράξει, αποκοιμήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν στον ύπνο τους. Γι αυτούς τους δύο, θα ξημέρωνε η πιο παράξενη Δευτέρα στις μέχρι τότε ζωές τους.

Σχεδόν ταυτόχρονα άνοιξαν τα μάτια τους και προσπάθησαν να θυμηθούν τι έγινε το προηγούμενο βράδυ, μιας κι είχαν καταφέρει να μεθύσουν. Ο Τάσος κοίταξε την Νίκη φοβισμένα κι εκείνη κοίταξε τον Τάσο σκεφτικά. «Φοράμε ακόμα ρούχα. Το κεφάλι μου με τσακίζει» μουρμούρισε η Νίκη και το βλέμμα της έπεσε σε ένα φορτωμένο δίσκο που ήταν πάνω στο γραφείο. Μαρμελάδες, βούτυρα, καφέδες και πορτοκαλάδες την κοίταζαν από τον δίσκο.

«Τι ώρα είναι ρε φίλε;» ρώτησε ο Τάσος ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος.

«Εφτά» απάντησε η Νίκη κοιτάζοντας το ρολόι της.

«Εφτά;» αναφώνησε ο Τάσος. «Τι εφτά; Εφτά το πρωί; Θα με σκοτώσει η Φρόσω!»

«Πω… Μπήκε η μαμά στο δωμάτιο…» μουρμούρισε η Νίκη.

«Και τώρα; Πως φεύγω τώρα;» ρώτησε μέσα στην ταραχή του ο Τάσος.

«Τάσο, μην φωνάζεις… Απ’ την πόρτα. Δεν πρόκειται να πει η Ντίνα κάτι. Πιο πιθανό είναι να γκρινιάξει αν δεν φάμε, παρά που κοιμήθηκες εδώ» του απάντησε μισοκλείνοντας τα μάτια της κι ύστερα σηκώθηκε και πήρε την μία πορτοκαλάδα.

«Φεύγω, θα με περιμένει η μάνα μου με κανένα σκουπόξυλο στα χέρια πίσω απ’ την πόρτα!» δήλωσε ο Τάσος ενώ έβαζε βιαστικά τα παπούτσια του.

«Θα τα πούμε στο σχολείο;» τον ρώτησε χαμογελώντας.

«Ναι» είπε κοφτά εκείνος πριν βγεί από το δωμάτιο. Ούτε καλημέρα είπε, ούτε καν παρατήρησε την γυναίκα που καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς την εξώπορτα και παρακολουθούσε τις πρωινές εκπομπές στην τηλεόραση. Βγήκε από το σπίτι και τράβηξε την εξώπορτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και η Ντίνα, η μητέρα της Νίκης, έβαλε τα γέλια.

«Πες του να λέει και μια καλημέρα, δεν δαγκώνω!» φώναξε η Ντίνα.

«Μπήκες στο δωμάτιο;» την ρώτησε η Νίκη που είχε πάει στο σαλόνι και η Ντίνα, χωρίς να πάρει το βλέμμα της από την τηλεόραση, της απάντησε με ένα κοφτό «ναι».

«Δεν σου έχω πει…» ξεκίνησε να λέει η Νίκη και η μητέρα της την διέκοψε.

«Θα σε ρωτούσα αν προσέξατε γιατί είμαι πολύ μικρή για να γίνω γιαγιά, αλλά τζάμπα ο κόπος, τίποτα δεν έκανες. Κι είναι και καλό παιδί, του ψιλικατζή ο γιος» σχολίασε η Ντίνα κι εκείνη, απηυδισμένη, αναθεμάτισε άηχα προς το ταβάνι και γύρισε πίσω στο δωμάτιό της.

«Α! Όχι κυρία μου! Δεν θα φεύγεις έτσι από τις συζητήσεις!» φώναξε η Ντίνα κι ύστερα πήγε στο δωμάτιο της Νίκης. «Τι τρέχει;» την ρώτησε κοφτά.

«Μαμά, δεν έχω όρεξη, με πονάει το κεφάλι μου».

«Άλλα πράγματα έπρεπε να σε πονάνε…» άρχισε η Ντίνα.

«Ρε μαμά!» φώναξε η Νίκη.

«Δεν είναι κακό, ξέρεις! Εγώ στην ηλικία σου είχα παιδί!»

«Φίλος μου είναι ο Τάσος!»

«Κι εγώ με τον πατέρα σου, φίλοι ήμασταν!»

«Μην το πιάσουμε αυτό το θέμα!»

«Κορίτσι μου, αν είσαι λεσβία, πες το μου. Δεν έχω τέτοια κολλήματα…»

«Τι λες ρε μαμά πρωί – πρωί; Πας καλά;» ούρλιαξε η Νίκη.

«Αυτό που άκουσες, λέω!»

«Μαμά, σήκω φύγε γιατί θα μαλώσουμε!»

Βγήκε από το δωμάτιο η Ντίνα και άρχισε την μουρμούρα για την συμπεριφορά της κόρης της, τις παρέες της, τα θέλω της, τον τρόπο ζωής της, το ότι οι γυναίκες δεν μαθαίνουν να βαράνε και δεν κόβουν το μαλλί τους σαν άντρες και όλα αυτά που την εκνεύριζαν πάνω στην Νίκη.

«Ναι, ναι, λέγε, λέγε» της είπε η Νίκη αντί για καλημέρα όταν βγήκε από το σπίτι για να φύγει για το σχολείο.

Αφού κατάλαβαν όλοι πως ο Βασίλης είχε φορτώσει άσχημα, δεν τον πλησίασε κανείς. Μόνο η Μελίνα πήγε και του μίλησε και έφυγε μαζί του πριν καν χτυπήσει το κουδούνι. Έμεινε μόνη της η Νίκη που δεν είχε άλλη συντροφιά. Βαριόταν ανελέητα στο μάθημα κι άκουγε την ψιλή κουβέντα που είχαν στησει στο μπροστινό θρανίο η Έλενα με την Νάντια. Έπιανε τα περισσότερα. Κυρίως την χολή της Έλενας προς την Μελίνα. Ήθελε να την βουτήξει και να κάνει φασαρία, ήξερε όμως πως δεν θα ωφελούσε κανέναν αυτό.

Στο πρώτο διάλειμμα κάθισε μόνη της. Πήγε και την βρήκε ο Τάσος. «Την σκαπουλάρισες;» τον ρώτησε γελώντας κι εκείνος κούνησε νυσταγμένα το κεφάλι του. «Άσε, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο τυχερός ήμουν» της απάντησε.

«Κάτσε. Λέγε» του είπε χαμογελώντας.

«Μπήκα σπίτι και της είπα ότι κοιμήθηκα στου Σάκη, μένει μόνος του, ξέρεις. Άρχισε να φωνάζει γιατί δεν πήρα τηλέφωνο και τα τοιαύτα πριν θυμηθεί ότι δεν δουλεύει το τηλέφωνο. Το γύρισα κι εγώ στην αντεπίθεση, και καλά, έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνε κανείς, το βούλωσε η κυρά-Φρόσω, πήρα τσάντα κι ήρθα» της είπε με φούρια κι εκείνη έβαλε τα γέλια.

«Ο Βασίλης έφυγε με την Μελίνα…» σχολίασε αδιάφορα η Νίκη.

«Τους είδαμε. Ο άλλος έχει φορτώσει άσχημα».

«Τι τον κρατάτε στην παρέα τον πατίφλωρο;»

«Ρώτα τον Βασίλη. Δεν ξέρω. Προς το παρόν, παίζουμε βάσει κανόνων».

«Πως το βλέπεις;»

«Που ήξερες πως η Έλενα…» έκανε ο Τάσος και η Νίκη του χαμογέλασε.

«Ξέρω κάτι ακόμη που δεν θ’ αρέσει σε κανένα» μουρμούρισε νωχελικά η Νίκη.

«Τι;» ρώτησε ο Τάσος.

«Τάσο…» έκανε αναστενάζοντας κι ύστερα κατέβασε το κεφάλι της. «Μην το σκέφτεσαι. Πες ότι δεν το ανέφερα ποτέ» κατέληξε.

«Γιατί ρε συ; Τι έγινε;» την ρώτησε. Του έπιασε το χέρι η Νίκη πικρογελώντας. «Δεν θέλω να ανοίξω παρτίδες με τους δικούς σου. Τον Πάνο και τον Βαγγέλη δεν τους πάω ούτε με σφαίρες. Τον Βασίλη δε… Θέλω να του πατήσω μια μπουνιά ανάμεσα απ’ τα μάτια, να είναι όλη δική του. Ο ξερόλας. Άμα σου πω, θα σκοτωθείτε και θα πάρει κι εμένα η μπάλα».

«Πες μου που έμαθες για την Έλενα».

«Αρκεί που το ξέρω»

«Πώς;»

«Το ξέρεις ότι στο λέω για να τους το μεταφέρεις;»

«Με χρησιμοποιείς;» την ρώτησε γελώντας.

«Φυσικά. Δεν συμμερίζομαι τις απόψεις σας».

«Τι; Γιατί;» ρώτησε με έκπληξη ο Τάσος.

«Γιατί η Μελίνα, κόβει φλέβες για τον Βασίλη. Αυτό το ξέρετε. Ο Βασίλης κόβει φλέβες για την Μελίνα. Αυτό, αν δεν το ξέρετε, φαίνεται. Δεν είναι δυνατό να απειλεί θεούς και δαίμονες, να μην τον κάνει καλά κανείς και τόσο απλά, να τον παίρνει από το χέρι η Μελίνα και να φεύγουν. Δεν στέκει. Απλή λογική» απάντησε η Νίκη.

«Πάλι δεν σε πιάνω. Με ποιες απόψεις είσαι αντίθετη;»

«Τι είναι αυτό το, «την είδε πρώτος ο Πάνος»; Του ανήκει; Τι είναι η Μελίνα; Τρόπαιο; Καρέκλα; Πακέτο τσιγάρα; Πίστεψέ με, αυτή είναι που θα διαλέξει. Και, πίστεψέ με, μέχρι τέλος της βδομάδας θα είναι μαζί με τον Βασίλη. Όσο και να χτυπιέται το παρεάκι σου για το αντίθετο» κατέληξε η Νίκη την ώρα που χτύπησε το κουδούνι. Την παρατηρούσε ο Τάσος όταν σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από αυτόν. Σκεφτόταν πώς ήταν αδύνατο να έχουν πέσει τόσο έξω και να έχουν κάνει τόσο μεγάλα λάθη. Δεν ήθελε να τα συζητήσει με τους φίλους του, μα με την Νίκη που ήταν έξω από τον χορό και είχε μια διαφορετική προοπτική για την όλη κατάσταση.

Πανικός επικρατούσε στο στρατόπεδο Πάνου – Έλενας – Νάντιας κι αυτό φαινόταν στα πρόσωπά τους, εκείνο το απόγευμα της Δευτέρας που βγήκαν για καφέ. «Αν με πάρει κανένα μάτι μαζί σας, ό,τι μαλακία τους είπα μέχρι τώρα, πήγε στράφι» είχε πει ο Πάνος μόλις τις συνάντησε.

«Πανούλη μου; Πιάσε τον Βασίλη και μίλα του. Δεν έχει νόημα αυτή η φαγωμάρα» του είπε η Νάντια κι εκείνος αναστέναξε. Δεν του έβγαινε το σχέδιο όπως το ήθελε.

«Τι να του πω ρε; Αφήστε το, κορίτσια. Δεν βγάζει κάπου».

«Ήδη τους είπες για εμένα. Αυτό δεν τους αρκεί;» τον ρώτησε νευριασμένα η Έλενα.

«Λενάκι, αν καθίσω και μιλήσω και πω τι γίνεται όλο αυτό το διάστημα, δεν πρόκειται να μου ξαναμιλήσει κανένας. Θα το αφήσω να ξεφουσκώσει».

«Κάνε υπομονή να ρίξει την Μελίνα. Θα ξεχαστεί μετά» του είπε γλυκά η Νάντια. Έκλεισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του. «Είναι κι αυτό» μουρμούρισε πριν αρχίσει να ανακατεύει τον καφέ του.

Έφτανε η βδομάδα στο τέλος της και η κατάσταση δεν είχε ξεκαθαρίσει. Είχαν κανονίσει τα παιδιά να βγούνε το βράδυ της Παρασκευής. Η παρέα του Βασίλη θα πήγαινε, όπως κάθε Παρασκευή, στο ξενυχτάδικο του πατέρα του Θανάση. Εκείνο το βράδυ θα έλειπε ο Βασίλης που ήταν απλησίαστος και ο Τάσος που ήταν άφραγκος.

Η Έλενα και η Νάντια είχαν κανονίσει να βγούν με τον Χρήστο και την παρέα του. Είχε κλείσει ο Χρήστος τραπέζι στα μπουζούκια για κείνη την Παρασκευή. Στα ίδια ακριβώς μπουζούκια που θα πήγαινε η παρέα του Βασίλη.

Η Νίκη την έβγαλε στο ψιλικατζίδικο του Τάσου μέχρι τις έντεκα που το έκλεισε. Πήραν ένα κρασί και πήγαν να αράξουν στο σπίτι της. Να συζητήσουν την όλη κατάσταση και να δουν τι έπρεπε να κάνουν. Πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους φίλους τους.

«Σήμερα θα γίνει το σκηνικό» του είπε η Νίκη όταν κάθισαν στο κρεβάτι της και άνοιξαν το κρασί.

«Μακάρι. Όχι τίποτ’ άλλο, το έχω βάλει στοίχημα με τον Σάκη…»

«Τι;» τον διέκοψε εκείνη.

«Ότι ο φευγάτος έχει μπέσα».

«Ναι, αν ήξερε τι έπαιζε πίσω απ’ την πλάτη του, θα σου ‘λεγα εγώ».

«Εγώ, όμως, ξέρω. Έχω inside information. Αν, μέχρι το απόγευμα της Δευτέρας, αυτοί οι δύο είναι μαζί, έχω βγάλει ένα κατοστάρικο» δήλωσε θριαμβευτικά ο Τάσος και η Νίκη λύθηκε στο γέλιο. «Κουβαρντά μου εσύ! Στοιχηματάρα για εκατό δραχμές!» του είπε σκουντώντας τον μέσα στο γέλιο της.

«Δεν κατάλαβες. Εκατό χιλιάρικα» της απάντησε με προσποιητά σοβαρό ύφος.

«Έλα ρε! Σοβαρά; Ποιος είναι τόσο βλάκας να βάλει τέτοιο στοίχημα; Να πάω να βάλω κι εγώ μαζί του».

«Ο Σάκης που θεωρεί τον Βασίλη ατσαλάκωτο».

«Θες να βάλουμε και μαζί ένα στοίχημα;» τον ρώτησε περιπαικτικά.

«Ακούω».

«Τι χάνεις;»

«Την παρθενιά μου, λέγε».

«Σοβαρά;»

«Σοβαρά».

«Είσαι κωλόπαιδο, είμαι σίγουρη ότι το ξέρεις και ότι θα χάσω» σχολίασε γελώντας η Νίκη κι ύστερα αναστέναξε.

«Πες».

«Χωρίς στοίχημα».

«Χωρίς» συμφώνησε ο Τάσος χαμογελώντας.

«Η Νάντια πηδιέται με τον Πάνο» του είπε η Νίκη και το ύφος του Τάσου, σε μία μόνο στιγμή άλλαξε. Γούρλωσε τα μάτια του, άνοιξε το στόμα του και την κοίταξε με απορία. «Ω, ναι! Άκου και το καλύτερο! Το κονέ στη Έλενα, το έκανε ο Πάνος!» συνέχισε η Νίκη γελώντας.

Πνίγηκε με το σάλιο του ο Τάσος. Άρχισε να βήχει και βούτηξε το μπουκάλι με το κρασί. Ήπιε, έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και σηκώθηκε από το στρώμα. Πήγε και κάθισε στο γραφείο. Αναστέναξε. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε ανήσυχα η Νίκη.

«Όχι» απάντησε κοφτά ο Τάσος.

«Θέλεις να το συζητήσουμε;»

«Θέλω να μου πεις πού τα έμαθες».

«Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει… Άστο. Στο ακριβώς πίσω θρανίο κάθομαι μωρέ Τασούλη. Συζητάνε. Ακούω».

«Γι αυτό… Η Μελίνα… Πωπω… Αν γίνει κάτι… Θα μιλήσει στον Βασίλη… Ω ρε φίλε…» έκανε ο Τάσος χτυπώντας το κεφάλι με την παλάμη του.

«Δεν θα πει τίποτα. Είναι σκατοχαρακτήρας μωρέ, σαν τον Βασίλη κι αυτή. Δεν γουστάρει να χρησιμοποιήσει δόλια μέσα. Έτσι λέει. Τι είναι η Μελίνα; Σαν κι εμάς;» του είπε χαμογελαστά κι ύστερα πήγε και κάθισε, μαζί με το κρασί, πάνω στο γραφείο, ακριβώς δίπλα του.

«Τώρα;» αναστέναξε ο Τάσος.

«Τώρα άφησέ το έτσι. Θα μάθουμε αύριο τι έγινε. Της Μελίνας, μια φορά, δεν της ξεφεύγει κάτι. Εσένα μη σου ξεφύγει τίποτα και γίνει χαλασμός» του απάντησε κι ύστερα άρχισε να του χαϊδεύει το κεφάλι.

«Μ’ αρέσει» δήλωσε ο Τάσος.

«Κι εμένα» απάντησε η Νίκη.

«Τι φάση;»

«Τίποτα ρε. Έτσι. Μού ‘ρθε».

«Ζωάρα κάνουμε. Παρασκευή βράδυ με κρασί, αραχτοί, ενώ γύρω γίνεται χαμός» σχολίασε ο Τάσος με μισόκλειστα μάτια.

«Οι δικοί σου;»

«Στα μαχαιρώματα»

«Ποια μαχαιρώματα;» απόρησε η Νίκη.

«Στο σκυλάδικο μωρέ. Του πατέρα του Θανάση είναι. Εγώ δεν έχω ούτε για μισό ποτό απόψε…»

«Ωωωχ…» έκανε η Νίκη.

«Τι;»

«Μάντεψε ποιες θα είναι εκεί απόψε;»

«Ωχ» έκανε και ο Τάσος.

Ο Θανάσης έφτασε αργοπορημένος στο μαγαζί κατά τις δώδεκα και κάτι, όταν ήδη είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα. Το μπουκάλι του και η παρέα του τον περίμεναν στο κλασσικό τραπέζι που έπιαναν πάντα. Χαιρέτισε μερικούς γνωστούς, μίλησε για λίγο με κάποιους, εκλεκτούς, πελάτες κι ύστερα πήγε και κάθισε με τα φιλαράκια του.

«Πως είμαστε;» πέταξε την ατάκα του και τα παιδιά έβαλαν τα γέλια.

«Σκόρπιοι» απάντησε ο Βαγγέλης.

«Καλά, για τον κοντό ξέρω, πάλι άφραγκος είναι. Ειλικρινά, ώρες – ώρες, μου ‘ρχεται να του δίνω εγώ λεφτά. Κρατάει το μαγαζί όποτε μπορεί και ο δερβέναγας, η κυρά-Φρόσω, δεν του δίνει τίποτα. Ο άλλος, ο βλαμμένος, που είναι;»

«Δεν έχω ιδέα, Σάκη. Έχει κατεβάσει ρολά» απάντησε ο Βαγγέλης κι ύστερα του έδειξε με τα μάτια μια παρέα που καθόταν στην πίστα. Γύρισε ο Πάνος το κεφάλι του από την άλλη. «Αυτός είναι;» ρώτησε ο Θανάσης τον Πάνο.

«Ο καστανός με το γαλάζιο πουκάμισο» συνέχισε ο Βαγγέλης.

«Κύριοι, με συγχωρείτε. Με καλεί το καθήκον» είπε σοβαρά ο Θανάσης πριν σηκωθεί από το τραπέζι. Σηκώθηκε κι ο Βαγγέλης. Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Πάνο. «Επειδή αυτό, παλιέ, καλέ μου φίλε, λέγεται θράσος. Δύο και νύχτωσε» του είπε πριν ακολουθήσει τον Θανάση.

«Πως είμαστε;» ρώτησε ο Θανάσης με τον αέρα του μαγαζάτορα που ‘χε από χρόνια κατακτήσει κι ο Χρήστος γύρισε και τον κοίταξε. «Μια χαρά» είπε πριν διασταυρωθεί το βλέμμα του με του Βαγγέλη. Μουδιασμένες τους κοίταζαν η Έλενα με την Νάντια. Φόρεσε το καλό του χαμόγελο ο Θανάσης πριν συνεχίσει να μιλάει.

«Κύριοι, θα σας σταναχωρήσω, αλλά είμαστε γεμάτοι απόψε και το τραπέζι το χρειάζομαι» είπε κοφτά ο Θανάσης κι έπειτα έκανε νόημα σε δύο σερβιτόρους να έρθουν προς το μέρος τους.

«Όπα ρε φίλε. Το έχω κλείσει από την Τρίτη το τραπέζι…» έκανε ο Χρήστος.

«Πολύ λυπάμαι, αλλά θα έχει γίνει σίγουρα κάποιο λάθος» συνέχισε ο Θανάσης που κοίταζε μία από ‘δω και μια από εκεί. Μια γυναικοπαρέα μπήκε στο μαγαζί κι ο Θανάσης έκανε νόημα στον μέτρ να τις φέρει. Ένας χαμός με νοήματα και συννενοήσεις έτρεχε μπροστά στα μάτια μιας παρέας που δεν είχαν καταλάβει ακόμη τον λόγο που έπρεπε να σηκωθούν.

«Εσένα, σε θυμάμαι» είπε ο Χρήστος στον Βαγγέλη.

«Και το φιλαράκι μου, την μύτη σου» του απάντησε εκείνος

«Φώναξε μου το αφεντικό» είπε ο Χρήστος στον Θανάση.

«Είμαι το αφεντικό» απάντησε.

«Μεγάλε, δεν κανω πλάκα…» άρχισε ο Χρήστος μα ο Θανάσης δεν είχε όρεξη για ευγένειες εκείνο το βράδυ. «Εδώ μέσα είσαι ανεπιθύμητος. Μάζεψε την παρέα σου και σήκω φύγε. Στο λέω μία φορά και με πάρα πολύ όμορφο τρόπο».

«Τις πουτάνες σου και το λομπού» του είπε ο Βαγγέλης.

«Άκου να σου πω…» ξεκίνησε ο Χρήστος.

«Θες ν’ αρχίσουμε καυγά; Έχω το μαγαζί με το μέρος μου» τον διέκοψε ο Βαγγέλης.

«Δεν ξέρω τι ζόρι τραβάτε…»

«Τελείωνε ρε μεγάλε που θα σου δώσουμε και λογαριασμό τώρα!» αρπάχτηκε ο Θανάσης. «Περάστε πάρτε παλτά και πάτε αλλού να το συνεχίσετε. Κερασμένο απ’ το μαγαζί ό,τι έχετε μέχρι τώρα!»

«Πάμε» είπε ο Χρήστος στην παρέα του και σηκώθηκαν όλοι πλην της Έλενας. «Έλα, Λένα, σήκω» συνέχισε μα εκείνη σταύρωσε τα χέρια της και παρέμεινε στην θέση της. Άρχισε να φορτώνει ο Θανάσης, το ίδιο και ο Βαγγέλης. «Έλενα! Τελείωνε!» φώναξε ο Χρήστος. Τίποτα εκείνη. Ούτε τα μάτια της δεν πετάρισε.

«Λενάκι; Να σου κάνω μια ερώτηση;» της είπε ο Βαγγέλης, αλλά δεν περίμενε απάντηση. «Ξέρεις τι θα γίνει αν, λέμε τώρα, μου φύγει κάπου ότι σε ξεπαρθένιασε αυτός ο χαλβάς ενώ ήσουν με τον φευγάτο;»

Νευρίασε ο Χρήστος και πήγε προς το μέρος του. «Ποιον είπες χαλβά, ρε!» του φώναξε βουτώντας τον απ’ το πέτο. Τσούγκρισε ο Βαγγέλης το κούτελό του με το δικό του. «Άκου να σου πω. Χάρη στον φίλο μου κάνω που την πνίγω και δεν μιλάω. Αν του πω ότι απειλείς να τον χαρακώσεις, δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει κι αυτή τη φορά δεν θα είμαι εκεί για να τον μαζέψω. Το κατάλαβες τώρα, μαλάκα; Δεν ήξερες ότι η καριόλα είναι μ’ άλλον; Δε στο ‘πε; Θα βγεις κι από πάνω τώρα; Ε; Θα συνεχίσεις να μου κρατάς το πέτο ή θα πάρεις τις πουτάνες που τρέχουν πίσω απ’ το μπαγιόκο και θα γίνεις μπουχός; Γιατί για φάπες δεν σε βλέπω, σε κοιτάει όλο το μαγαζί» του ‘πε ο Βαγγέλης όσο πιο ήρεμα μπορούσε.

«Λένα, πάμε!» είπε ο Χρήστος κι εκείνη σηκώθηκε.

«Έτσι μπράβο» μουρμούρισε ο Βαγγέλης.

«Κυρίες μου! Πρώτο τραπέζι απόψε για σας! Μήτσο! Βάλε ένα μπουκάλι από μένα για τα κορίτσια!» είπε ο Θανάσης στον ένα σερβιτόρο καθώς έβαζε την νέα παρέα στο τραπέζι. Γύρισε και κοίταξε τον Βαγγέλη που έφτιαχνε το πουκάμισό του κι έπειτα τον Πάνο που παρακολουθούσε την σκηνή από μακριά.

«Τι ξεφτιλίκι ήταν αυτό;» ρώτησε η Έλενα την Νάντια όταν βγήκαν απ’ το μαγαζί κι ύστερα γύρισε προς τον Χρήστο. «Άστο, αγάπη, θα πάω σπίτι. Μου χάλασαν την διάθεση».

«Σίγουρα;» την ρώτησε εκείνος.

«Ναι. Με την γκαντεμιά που μας δέρνει μπορεί να πετύχουμε τον άλλο στο επόμενο και να γίνει τίποτα χειρότερο. Άστο που σου λέω. Θα μιλήσουμε αύριο».

«Φιλάκι;»

«Παραπονιάρη».

«Αμάν μωρέ σαλιάρηδες! Είμαι κι εγώ εδώ!» παραπονέθηκε η Νάντια.

«Εσένα, κυρία μου, ο δικός σου, ούτε να κουνηθεί» της απάντησε η Έλενα.

«Αφού ξέρεις».

«Ξέρω» της είπε πριν χαιρετήσουν και μπουν σε ταξί. Έδωσαν την διεύθυνση στον ταξιτζή και έφυγαν για το σπίτι της Έλενας που ούτως ή άλλως θα διανυκτέρευαν μαζί μετα την βραδινή τους έξοδο. «Τι γκαντεμιά είναι αυτή;» μουρμούρισε η Έλενα.

«Δεν είναι γκαντεμιά».

«Τότε;»

«Έβαλε το χέρι του ο Βασίλης. Είμαι σίγουρη» δήλωσε η Νάντια.

«Ο Βασίλης, θα βάλει το χέρι του στην Μελίνα και θα του το κόψω».

«Ρε φιλενάδα, αφού χωρίσατε. Δεν χωρίσατε;»

«Κι αυτό τι σημαίνει;»

«Παραλογίζεσαι»

«Νάντια, θα γυρίσει ο Βασίλης. Νερά μου κάνει»

«Αφού ρε Έλενα…» πήγε να πει, μα σταμάτησε όταν την σκούντηξε η Έλενα. Τις κοίταζε παράξενα ο ταξιζτής μέσα από τον καθρέφτη. Δεν μίλησαν μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της Έλενας και να αρχίζουν να αλλάζουν για να ξαπλώσουν.

«Τασούλη; Θα κοιμηθείς εδώ απόψε;» ρώτησε η Νίκη τον Τάσο που ‘χε ξαπλώσει, δίπλα της, στο στρώμα και κοίταζε το ταβάνι

«Τρελή είσαι; Θα φύγω. Όχι τώρα, άλλα θα πάω σπίτι».

«Γιατί δεν κάθεσαι;»

«Δεν έχω δικαιολογία σήμερα. Τι θα τους πω; Α! Ναι! Τελικά πήγα στον Θανάση και το σπάσαμε μεσημέρι ξέρω ‘γω;» της γκρίνιαξε.

«Κάτσε» του ‘πε εκείνη με παρακλητικό ύφος.

«Τι φάση;»

«Έχω μοναξιές».

«Κι εγώ» είπε εκείνος αναστενάζοντας.

«Τότε κάτσε».

«Θα κάτσω, μωρέ. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσω σπίτι».

«Ξέρεις τι;»

«Τι;»

«Θα με πάρεις μια αγκαλιά;»

«Τζάμπα δεν είναι;» της απάντησε καθώς την αγκάλιαζε.

«Εντελώς» του απάντησε γελώντας.

«Τι να κάνουν οι άλλοι;»

«Τι ώρα είναι;»

«Μία».

«Θα μπεκροπίνουν».

«Καλά είναι. Εμείς δεν θα μπεκροπιούμε άλλο;»

«Αν μου δώσεις το άλλο μπουκάλι για να το ανοίξω, ναι».

«Θα με ξεβολέψεις;»

«Όχι».

Βυθίστηκαν για λίγο στη σιωπή. Η Νίκη του έπιασε το χερι και το έβαλε πάνω στο δικό της. Άρχισε να το χαιδεύει ο Τάσος. Γύρισε και τον κοίταξε. «Τασουλη;» τον ρώτησε γλυκά κι εκείνος της έκλεισε το μάτι.

«Φίλοι ρε;» έκανε η Νίκη.

«Φίλοι» της απάντησε πριν τεντωθεί για να πιάσει το δεύτερο μπουκάλι.

Την Νίκη την πήρε ο ύπνος κατά τις πέντε κι ο Τάσος, πατώντας στις μύτες των ποδιών, έφυγε από το σπίτι της. Βγήκε στο δρόμο. Τον χτύπησε το κρύο κι άρχισε να συνέρχεται από την ζάλη του κρασιού. Άναψε τσιγάρο και βάδισε με τα χέρια στις τσέπες προς το σπίτι του. Γύριζαν πολλά στο μυαλό του. Κυρίως οι συζητήσεις που είχε κάνει με την Νίκη. Ένα τεράστιο μπαχαλο ήταν όλα και αυτός που βρισκόταν στην μέση, ο Βασίλης, δεν ήξερε τίποτα. «Έπρεπε να την αφήσω να του ανοίξει το κεφάλι» μονολόγησε όταν κατάλαβε ποιος πραγματικά ήταν ο Πάνος και πόσα είχε κάνει.

Απόρησε με τον εαυτό του. Πίστευε πως είχε το χάρισμα να βλέπει μέσα και πίσω από τις καταστάσεις, μα εκείνη την κατάσταση δεν την είχε δει, ούτε την είχε προβλέψει. «Τέτοιο θέατρο και τόση καψούρα για την Μελίνα και να είναι αλλού;» μουρμούρισε, πριν καταλήξει μόνος του στα πιθανά συμπεράσματα. Ο Πάνος είτε ήθελε να μπει στο μάτι του Βασίλη, ή, απλούστατα, ήθελε να έχει τα πάντα δικά του.

«Εμ, μεγάλε, δεν πάει έτσι» συνέχισε τον συλλογισμό του καθώς έστριβε στο στενό που έμενε. Δεν κατάφερε να κοιμηθεί παρά μόνο αφού χάραξε. Ξύπνησε σχεδόν μεσημέρι και πήγε στο ψιλικατζίδικο. Εκεί την έβγαλε όλη την ημέρα. Ήρθε και η Νίκη και του έκανε παρέα για μερικές ώρες. Του ‘πε πως είχε μαλώσει με την μάνα της και πως είχε φύγει από το σπίτι. Της είπε κι εκείνος πως το ζούσε συνέχεια αυτό το πράγμα. Ήταν πάντα ο μικρότερος, χαζότερος και πιο άχρηστος γιος, εκείνος που ήταν μεγαλωμένος στην σκιά του μεγαλύτερού του αδερφού. Έκλεισαν μαζί το μαγαζί και περασαν μια βόλτα από το σπίτι του. Άφησε την είσπραξη κι ένα μήνυμα στην μάνα του, τάχα πως θα πήγαινε απ’ του Θανάση και μπορεί να έμενε εκεί.

«Μαλάκα, είναι χαζοί. Απλά ακατάλληλοι» σχολίασε η Νίκη όταν άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της.

«Εντελώς» συμφώνησε ο Τάσος.

«Καλά, οι δικοί σου, τουλάχιστον, είναι μαζί» του είπε.

«Ναι, για τα μάτια του κόσμου. Μωρέ, αν είχε λίγο τσαγανό ο πατέρας μου, θα την είχε δώσει σούτ την κυρά-Φρόσω, χρόνια τώρα»,

«Αλκοολικοί θα καταλήξουμε» αστειεύτηκε η Νίκη όταν της έδειξε ο Τάσος πώς να ανοίγει το κρασί με τον αναπτήρα.

«Όχι ρε».

«Μην μιλάς καθόλου. Λείπει η Ντίνα σήμερα, θα είμαστε χαλαροί» είπε εκείνη καθώς έβγαζε τα παπούτσια της και ξάπλωνε στο στρώμα.

«Έχουμε λιώσει στο μέσα, αυτό το χειμώνα» μουρμούρισε ο Τάσος που έκανε το ίδιο.

«Έχω νέα» του είπε χαμογελώντας πονηρά.

«Λέγε».

«Βασίλης – Μελίνα. Μπήκε το νερό στ’ αυλάκι» είπε διατηρώντας το χαμόγελό της η Νίκη κι ο Τάσος την κοίταξε με απορία. «Δηλαδή;»

«Πως το λένε ρε παιδί μου; Το κάνανε!»

«Φευγάτε, θεότητα, είσαι μορφή! Άιντε μωρέ όνειρο! Το πήραμε το κατοστάρικο!» αναφώνησε ο Τάσος σηκώνοντας το κρασί στον αέρα.

«Καλά, αυτό σε νοιάζει εσένα;» τον πείραξε η Νίκη βουτώντας το μπουκάλι από τα χέρια του.

«Τι έπρεπε να με νοιάξει;»

«Το κάνανε σου λέω!»

«Ναι, αυτοί το κάνανε, όχι εγώ».

«Εσύ…»

«Εγώ τι; Δεν κατάλαβα;» σχολίασε ο Τάσος με δήθεν θιγμένο ύφος.

«Εσύ, έχε χάρη που είμαστε φίλοι, αλλιώς θα σου έλεγα εγώ τι» τον πείραξε η Νίκη.

«Όπα, femme fatale, όπα!»

«Δεν κατάλαβα; Λίγη σου πέφτω;»

«Τρώγεσαι» σχολίασε ο Τάσος σηκώνοντας το φρύδι, αλλά δεν κρατήθηκε. Έβαλε τα γέλια και μαζί του τα έβαλε και η Νίκη. «Πολύ το γουστάρω αυτό που δεν παρεξηγούμαστε» του είπε εκείνη κι ύστερα του έδωσε πίσω το κρασί.

«Εγώ γουστάρω να δω στραπατσαρισμένες φάτσες την Δευτέρα».

«Φίλε, θα λιώσουμε!»

«Ω ναι!»

«Γουστάρεις φάτσα ποζερά;»

«Με τα χίλια. Βασικά γουστάρω την στιγμή που θα του το πει ο Βασίλης, γιατί αυτός είναι ο σκατοχαρακτήρας του, να είμαι μπροστά και να βλέπω αντιδράσεις» κατέληξε ο Τάσος μα εκείνη η ευχή του δεν εισακούθσηκε. Πήγαινε στο σπίτι της Μελίνας, ο Βασίλης, την Κυριακή το απόγευμα και πέτυχε τον Θανάση στο πάρκο. Κάθισε δίπλα του και άναψε τσιγάρο. Αποφάσισε να μιλήσει στον Θανάση και να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με την παρέα, να μην μπει στην διαδικασία να τους πει ψέματα. «Σάκη… Είμαι με την Μελίνα ρε φίλε. Εγώ τους έσπασα τους κανόνες κι εγώ θα πληρώσω το τίμημα. Ο φευγάτος, πες τους, δεν ανήκει πια σ’ αυτή την οικογένεια» μουρμούρισε ο Βασίλης λυπημένα κι έκανε να φύγει, όταν τον έπιασε ο Θανάσης απ’ τον ώμο. «Κάτσε κάτω ρε τεθλιμμένε» του πέταξε κι ο Βασίλης τον κοίταξε απορημένα. «Θα περιμένεις τον ποζερά να το συζητήσουμε» συνέχισε κοφτά ο Θανάσης, μα ο τόνος του δεν ήταν αρνητικός ή επιθετικός, κάτι που παραξένεψε τον Βασίλη.

Συμφώνησε με τον Θανάση κι πήγε να πάρει την Μελίνα από το σπίτι της. Ντύθηκε χοντρά η Μελίνα και βγήκαν μαζί με προορισμό το πάρκο. «Καλωσόρισες στην παρέα του φευγάτου» την χαιρέτησε χαρωπά ο Θανάσης και ο Βασίλης τον στραβοκοίταξε. «Τι λες ρε Σάκη;» τον ρώτησε ο Βασίλης ήρεμα. Ο Θανάσης χαμογέλασε και πέταξε μία απ τις ατάκες της παρέας. «Υπάρχει σχέδιο, φευγάτε».

Μισή ώρα έκαναν για να εμφανιστούν ο Βαγγέλης με τον Πάνο. Κατέβηκαν μαζί απ’ το μηχανάκι του Βαγγέλη κι όταν ο Πάνος είδε τον Βασίλη να κρατάει αγκαλιά την Μελίνα θόλωσε. «Τον έφαγα» μουρμούρισε ο Πάνος μα δεν πρόλαβε να κουνηθεί. Τον βούτηξε ο Βαγγέλης απ’ το μπουφάν. «Καμία και σήμερα» του είπε αγριεμένα ο Βαγγέλης πριν πάνε προς το μέρος της υπόλοιπης παρέας.

«Σάκη, μίλα!» είπε δυνατά ο Πάνος. Ο Θανάσης σηκώθηκε απ’ το παγκάκι και σταύρωσε τα χέρια του. «Έχεις κάτι να δηλώσεις;» ρώτησε τον Πάνο μα εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει. «Καμία και σήμερα, ποζερά» του ψιθύρισε ο Βαγγέλης που στεκόταν πίσω του.

Ο Βασίλης γύρισε προς το αυτί της Μελίνας και της ψιθύρισε «ότι κι αν δεις, ότι κι αν ακούσεις, ότι κι αν κάνω, σου ζητάω συγνώμη από τώρα». Ύστερα, σηκώθηκε και πήγε και στάθηκε απέναντι από τον Πάνο. «Με την Μελίνα είμαστε μαζί, ποζερά» δήλωσε ήρεμα ο Βασίλης. Ο Βαγγέλης βούτηξε τον Πάνο και τον τράβηξε πίσω. «Έλα εδώ ρε χάλι που θες να χτυπήσεις κιόλας» του φώναξε κι ο Θανάσης έβαλε τα γέλια.

«Ο φευγάτος άνοιξε τα χαρτιά του. Τα δικά σου, Πανούλη; Έχεις σκοπό να τα ανοίξεις;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Φευγάτε, να το θυμάσαι, θα σε φάω! Παρ’ την πουτάνα σου…» έκανε ο Πάνος κι ύστερα το μυαλό του Βασίλη σκοτείνιασε και δεν άκουσε την υπόλοιπη φράση. Σφίχτηκαν όλοι του οι μύες απότομα. Η καρδιά του επιτάχυνε σε τέτοιο βαθμό που δεν ήξερε πλέον αν χτυπούσε η αν πάλλονταν. Δεν κατάλαβε ούτε πότε κουνήθηκαν τα πόδια του, ούτε πως έπεσαν πάνω του ο Βαγγέλης και ο Θανάσης.

«Ποζερά, τρέχα!» φώναξε ο Βαγγέλης που πάλευε με νύχια και με δόντια να κρατήσει τον Βασίλη.

«Εγώ έκανα πλάτες, ρε δειλέ, στην Έλενα!» φώναξε ο Πάνος, ρίχνοντας περισσότερο λάδι στην φωτιά. Τσάκισε το μυαλό του Βασίλη. Διαλύθηκαν όλα όσα υπήρχαν μέσα του. «Εγώ κάθομαι και σκάω για τον Πάνο κι εκείνος μου πουλούσε τέτοιο παραμύθι;» ήταν η τελευταία του σκέψη, πριν ρίξει κάτω τον Θανάση και τον Βαγγέλη και πάρει τον Πάνο στο κυνήγι.

«Μαλάκα, θα τον σκοτώσει!» αναφώνησε ο Θανάσης.

Η Μελίνα σηκώθηκε από το παγκάκι κι έδωσε το χέρι της στον Βαγγέλη για να σηκωθεί. «Μελίνα; Δεν μιλάς;» ρώτησε ο Βαγγέλης ενώ κοίταζε το χέρι του που μάτωνε. Το είχε γρατζουνίσει πέφτοντας κι άρχισε να τον τσούζει. Τον στραβοκοίταξε η Μελίνα αλλά δεν μίλησε. Αν δεν ορμούσε ο Βασίλης, θα ορμούσε εκείνη πάνω στον Πάνο.

«Τρέχα ρε με το παπί να τον προλάβεις» είπε ο Θανάσης. «Όχι!» φώναξε η Μελίνα και δύο ζευγάρια μάτια καρφώθηκαν πάνω της. «Δεν θα με αποκαλέσει πουτάνα ο ποζεράς γιατί του έριξα δέκα άκυρα!» συνέχισε την σκέψη της.

«Εκατόν πέντε, για την ακρίβεια» της είπε ο Θανάσης προσπαθώντας να διακωμωδήσει την κατάσταση. «Πάω ρε» είπε ο Βαγγέλης μα δεν χρειάστηκε να κουνηθεί. Ο Βασίλης γύριζε πίσω, περπατώντας γρήγορα και κρατώντας στα χέρια του το πακέτο με τα τσιγάρα του. Προσπέρασε τους φίλους του αγνοώντας τους και πήγε και αγκάλιασε σφιχτά την Μελίνα.

«Μωρό… Συγνώμη ρε μπέμπα, αλλά μου γύρισε το μυαλό…» απολογήθηκε ο Βασίλης στην Μελίνα που δεν είχε καταφέρει να ηρεμήσει. «Αυτό σου έλειπε, μπέμπη! Να μην σου γύριζε το μυαλό!» του απάντησε η Μελίνα πριν τον φιλήσει.

«Εδώ δες!» σχολίασε ο Βαγγέλης δείχνοντας το ζευγάρι δίπλα του. Έβαλαν τα γέλια ο Βασίλης και η Μελίνα μ’ εκείνο το σχόλιο και κάθισαν στο παγκάκι. Στην απόσταση, ο Τάσος ερχόταν τρέχοντας πιο γρήγορα απ’ όσο μπορούσε και λίγο έλειψε να πέσει κάτω όταν σταμάτησε απότομα μπροστά στην παρέα.

«Μέχρι το μαγαζί ακουστήκατε! Τι έγινε;» ρώτησε λαχανιασμένα ο Τάσος.

«Αρπάχτηκε ο ποζεράς» είπε ο Βαγγέλης δείχνοντας τον Βασίλη και την Μελίνα.

«Μου κόψατε το αίμα! Παράτησα την Νίκη στο μαγαζί για να έρθω να δω τι έγινε» είπε ο Τάσος καθώς πήγαινε να φύγει.

«Την Νίκη;» του πέταξε η Μελίνα με μια περίεργα γλυκιά φωνή κι ο Τάσος, χωρίς να γυρίσει απάντησε «φίλοι είμαστε». Ο Βασίλης και η Μελίνα κοίταξαν τον Θανάση με απορία. «Ναι ρε, φίλοι είναι, δεν τρέχει κάτι» τους απάντησε ήρεμα, μα ο Βασίλης δεν έδωσε σημασία σ’ εκείνο το σχόλιο. Είδε τον Βαγγέλη να βγάζει το κινητό του απ’ την τσέπη και να αρχίζει τα τηλέφωνα. Σηκώθηκε, πήγε δίπλα του, του βούτηξε το κινητό απ’ το χέρι και το έκλεισε. «Όχι, παλιόφιλε» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Δεν κατάλαβες, Βασίλη. Δεν θα αφήσω τον Πάνο να λέει πως θα σε φάει και τον φιλαράκο του να απειλεί πως θα σε χαρακώσει. Θα τους σταυρώσω» δήλωσε ο Βαγγέλης πριν αρχίσει για τα καλά τα τηλέφωνα.

Το επόμενο πρωί, τα μόνα άτομα που μιλούσαν ακόμη στον Πάνο, ήταν η Έλενα με την Νάντια. Οι υπόλοιποι επέλεξαν να του γυρίσουν την πλάτη για την στάση που κράτησε σ’ εκείνη την υπόθεση με τον Βασίλη, η οποία διαδόθηκε με απίστευτους ρυθμούς από τον Βαγγέλη.

«Το είχα πει πως θα μας τσακίσει ο Βασίλης» σχολίασε θλιμμένα η Νάντια στην Έλενα που κοίταζε τον Βασίλη και την Μελίνα στην απόσταση.

«Μ’ αρέσει που ήσουν σίγουρος ότι δεν θα τα κατάφερνες» είπε η Έλενα στον Πάνο που καθόταν δίπλα τους βουρκωμένος. «Τι κατάλαβες που αρπάχτηκες χθες; Μας πήρε κι εμάς η μπάλα» συνέχισε η Έλενα.

Στο τελευταίο διάλλειμα, ο Βασίλης, πήγε μόνος του για να μιλήσει με τον Πάνο. Έφτασε μπροστά στην τριάδα, έκανε νόημα με τα μάτια στην Έλενα και την Νάντια να φύγουν, αλλά η Έλενα δεν κουνήθηκε. «Λενάκι, εξαφανίσου!» αγρίεψε ο Βασίλης. Η Νάντια την τράβηξε απ’ το χέρι και ο Βασίλης έμεινε με σταυρωμένα χέρια να κοιτάζει τον Πάνο που είχε σκύψει το κεφάλι του.

«Ψυχή βαθιά, Πάνο;» ρώτησε ο Βασίλης προτάσσοντας το χέρι του.

«Ψυχή βαθιά» του απάντησε κι εκείνο καθώς έσφιγγε το χέρι του.

«Τι σκατά σκεφτόσουν, μπορείς να μου εξηγήσεις;» ρώτησε ο Βασίλης κι έπειτα κάθισε δίπλα του και άναψε τσιγάρο. «Δεν σκεφτόμουν. Αυτό είναι το πρόβλημα» μουρμούρισε ο Πάνος.

«Θα μείνω εκτός, αν μείνεις εκτός. Τις επιλογές σου τις έκανες, τις επιλογές μου τις έκανα. Διαγράφω και τις πλάτες, και τον χθεσινό καυγά, και τ’ ότι δεν μου είπατε λέξη για την Μελίνα, μόνο και μόνο για να μην ανοίξουμε βεντέτα» απάντησε ο Βασίλης με πολύ ήρεμο τρόπο. Ο Πάνος σήκωσε το κεφάλι του, τον κοίταξε για μία στιγμή και ύστερα συμφώνησε.

«Με τους άλλους;» ρώτησε κοφτά ο Πάνος.

«Αυτό δεν είναι δικό μου θέμα και δεν μπορώ να επέμβω» απάντησε ο Βασίλης. «Δεν τα έβαλες μαζί μου, Πάνο. Τα έβαλες μ’ όλη την φαμίλια. Μην περιμένεις επιείκεια απ’ τα παιδιά»

«Φευγάτε, είμαστε εντάξει;» ρώτησε ο Πάνος όταν ο Βασίλης σηκώθηκε. «Όχι. Δεν είμαστε εντάξει. Ούτε θα ‘μαστε εντάξει. Όταν κάτι αρχίσει να καταρρέει δεν σταματάει μέχρι να γκρεμιστεί τελείως. Ο δρόμος σου κι ο δρόμος μου, ποζερά. Αυτό να το βάλεις καλά στο μυαλό σου» απάντησε καθώς απομακρυνόταν.

«Βασίλη; Πρέπει να μαλώσουμε;» ρώτησε ο Πάνος.

«Πάνο; Θες ν’ ανοίξουμε βεντέτα;» ρώτησε κι ο Βασίλης από απόσταση.

«Όχι».

«Καλό θα ήταν, λοιπόν, να μην ξεκινήσει αυτή η κατάρρευση. Το ‘χεις;»

«Το ‘χω»

«Ο δρόμος σου κι ο δρόμος μου, ποζερά…»

Κατεβάστε το ebook εδώ ή διαβάστε το επόμενο μέρος της ιστορίας

 

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading