Προηγούμενο

Κανείς δεν πήρε χαμπάρι πότε έφυγε ο Βασίλης. Την μία μέρα τον πήρε το μάτι κάποιου να σουλατσάρει μόνος στην γειτονιά, την άλλη είχε εξαφανιστεί. Δεν τον έψαξε η παρέα του. Ήξεραν ότι ήθελε να μείνει μόνος. Ήθελε χρόνο για τον εαυτό του, χρόνο να σκεφτεί, να δει πως θα πράξει στο μέλλον. Τότε, εκείνο το καλοκαίρι του ’97, ο Βασίλης ξεκίνησε να βαδίζει ένα δικό του μονοπάτι. Τον δρόμο του φευγάτου. Του ανθρώπου που έπρεπε να φεύγει από καταστάσεις για να μην βάλει φωτιά στα πάντα. Κάτι που άργησαν όλοι να το καταλάβουν.

Ταξίδευε για μια άγνωστη πόλη και μια άγνωστη ζωή και αναπολούσε τον χειμώνα που πέρασε. Μέσα σε έξι μήνες είχαν έρθει τα πάνω – κάτω στις ζωές όλων. Έπιασε βροχή. Σήκωσε η μπόρα του Ιουλίου όλη την κάψα της γης και την ανέβασε στην ατμόσφαιρα. Ο Βασίλης, μέσα στο τραίνο, έβλεπε το νερό που έδερνε την γη και μελαγχολούσε. Κοίταζε τα μαύρα σύννεφα που είχαν απλωθεί στον ουρανό και τα παρατηρούσε να μετακινούνται. Ήταν αργά. Είχε αποφασίσει να ταξιδέψει με το βραδινό για να μην χρειαστεί να χαιρετίσει κανένα.

«Αστράφτει» παρατήρησε ο Τάσος που είχε πιάσει ένα παγκάκι με την Νίκη, δίπλα από έναν καμένο φανοστάτη. «Δε πα’ να χιονίσει κιόλας» του απάντησε εκείνη αδιάφορα. Είχαν φτάσει και οι δύο στο «αμήν» και το είχαν ξεπεράσει. Έλεγαν να καθίσουν να συζητήσουν εκείνο το βράδυ, μα κανείς από τους δύο δεν είχε την απαιτούμενη διάθεση για να εξωτερικεύσει τα όσα βίωνε μέσα του. Πήρε να φυσάει και σηκώθηκε σκόνη. Έπιασε ψύχρα. «Θα βρέξει» μουρμούρισε ο Τάσος. «Και δε πα’ να βρέξει;» συνέχισε η Νίκη μελαγχολικά.

«Να φύγουμε ρε».

«Και πού να πάμε;»

«Δεν ξέρω»

«Κάτσε ρε Τάσο. Καλά είμαστε και εδώ».

Οι πρώτες ψιχάλες χτύπησαν το χέρι του Τάσου. Σηκώθηκε από το παγκάκι και της έδωσε το χέρι για να την σηκώσει. «Πάμε» της είπε κοφτά κι εκείνη συμφώνησε. Βγήκαν στο δρόμο. Κοίταξαν αριστερά και δεξιά, προσπάθησαν βουβά να συνεννοηθούν, να βρουν ένα σημείο να αράξουν που δεν θα τους άγγιζε η βροχή. Ξαφνικά ξέσπασε η μπόρα. «Πάμε σε μένα» είπε κοφτά η Νίκη πριν αρχίσουν να τρέχουν προς το σπίτι της μέσα στον χαλασμό.

Στα τυφλά του έπιασε το χέρι η Νίκη που δεν μπορούσε να δει από την άγρια βροχή που έπεφτε γύρω τους. Πάγωσαν για μία στιγμή μόλις αντάμωσαν τα βλέμματά τους. «Τρέξε!» φώναξε ο Τάσος πριν αρχίσουν πάλι το τρέξιμο στους άδειους δρόμους της πόλης που άρχιζαν να μετατρέπονται σε ποτάμια.

Είχαν μουσκέψει μέχρι το κόκαλο και η βροχή δυνάμωνε. Έσταζαν από πάνω ως κάτω όταν μπήκαν στο σπίτι της Νίκης. Η τηλεόραση έπαιζε αθόρυβα στο σαλόνι, φωτίζοντας παράξενα τον χώρο. «Έλα» είπε η Νίκη τραβώντας τον προς το δωμάτιο. Άνοιξε μια ντουλάπα, έβγαλε πετσέτες, κράτησε μία για εκείνη κι έδωσε μία στον Τάσο.

«Έχεις τίποτα να βάλω;»

«Φορεματάκι;» τον πείραξε η Νίκη.

«Σοβαρέψου, έχουν μουσκέψει…» άρχισε νευριασμένα εκείνος.

«Καλά! Καλά! Περίμενε!» του απάντησε πριν αρχίσει να ψάχνει μέσα στην ευλαβικά τακτοποιημένη ντουλάπα. «Φόρμα γυμναστικής;» ρώτησε.

«Φερ’ την».

«Πάω να αλλάξω».

Σκουπίστηκε ο Τάσος, έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα, έβαλε την φόρμα της Νίκης κι ύστερα παράτησε τα βρεγμένα πάνω στο καλοριφέρ για να στεγνώσουν. Μέχρι και οι κάλτσες του είχαν γίνει μούσκεμα από το τρέξιμο στους πλημμυρισμένους δρόμους. Κάθισε στο στρώμα και χάζεψε την καταιγίδα που είχε ξεσπάσει, από το παράθυρο του δωματίου. Τον είχε πιάσει μελαγχολία απ’ την ώρα που έκλεισε το μαγαζί και πήγε την είσπραξη στο σπίτι του. Ούτε φαγητό είχε μείνει, ούτε ζεστό νερό για να κάνει μπάνιο. Είχε κουραστεί να μαλώνει με την μάνα του για αυτά, τα καθημερινά του προβλήματα. Απλά της έδωσε τα λεφτά κι έφυγε χωρίς καν να χαιρετίσει. Τα σκεφτόταν και τα ξανασκεφτόταν και δεν έβγαζε κάποια άκρη.

Τα είχε συζητήσει κάποτε με τον Βασίλη που περνούσε περίπου τα ίδια ζόρια. «Τους έχω σκοτώσει, παλιόφιλε. Τελειώνει το σχολείο, μπαίνω κάπου, όπου μπω, βγάζω το στρατιωτικό να φύγει από πάνω μου κι εξαφανίζομαι. Όχι, θα καθίσω να μου φάει την ψυχή η κυρά-Γιάννα που κόβεται μόνο για την κορούλα της κι ο Φάνης που ζει στο δικό του κόσμο. Άσε ρε Τάσο» είχε απαντήσει με θλιμμένο ύφος εκείνο το απόγευμα που μίλησαν.

«‘Σ’ ωραίος, φευγάτε…» μουρμούρισε ο Τάσος σκεφτικά. Δεν παρατήρησε πως η Νίκη είχε γυρίσει στο δωμάτιο, μόνο άναψε τσιγάρο κι έπιασε στα χέρια του το άδειο σταχτοδοχείο που ήταν μόνιμα παρατημένο στο πάτωμα.

«Πόσο νερό ρίχνει ρε φίλε!» αναφώνησε με δέος η Νίκη κοιτάζοντας τον χαλασμό.

«Άπειρο» της απάντησε αδιάφορα ο Τάσος.

«Καλά είσαι;» τον ρώτησε καθώς καθόταν δίπλα του.

«Κουράστηκα» της είπε φυσώντας τον καπνό του προς το ταβάνι.

«Κι εγώ ρε Τάσο. Κι εγώ κουράστηκα».

«Εσύ, γιατί;»

«Γιατί δεν με καταλαβαίνει η Ντίνα. Όσο κι αν έχω προσπαθήσει…»

«Νίκη; Η Ντίνα είναι μια χαρά άνθρωπος. Δε λέω, έχει τις παραξενιές της, όπως όλοι μας. Αλλά, ρε φίλε, την έχεις συνέχεια στην κόντρα κι εσύ. Άραξε λίγο» της απάντησε σκεφτικά.

«Τι έχεις;»

«Τι θες να έχω;»

«Πες ρε Τασούλη».

«Έχω ότι μ’ έχει φάει το γαμωμάγαζο όλη μέρα, γυρνάω σπίτι στις έντεκα και φαγητό δεν έχει. Νερό για να κάνω μπάνιο, δεν έχει. Την Φρόσω, να μου ζαλίζει τα αρχίδια γιατί ήταν τόσο λίγο το ταμείο, είχα μόνο. Θα την πατήσω καμιά μέρα μπουνιά και θα ‘ναι όλη δικιά της. Έχω και τον άλλο τον μαλακοκάβλη που δεν κάνει απολύτως τίποτα. Ούτε μιλάει, ούτε λαλάει. Θα πω τον Σάκη να πει τον πατέρα του να με πάρει για δουλειά. Κουράστηκα ρε φίλε, πως το λένε;»

«Έχεις ένα τσιγάρο; Δεν πήρα λεφτά απ’ την Ντίνα, ξέμεινα κιόλας…» έκανε η Νίκη δισταχτικά.

«Πάρε» της απάντησε δείχνοντας το πακέτο.

«Ευχαριστώ ρε» του είπε γλυκά πριν ανάψει το τσιγάρο κι αρχίσει να μιλάει. «Ό,τι και να κάνεις, εκεί καταλήγουμε…»

«Πρέπει να φύγω από το σπίτι, Νίκη! Καταστρέφομαι εκεί μέσα! Θέλω μια μέρα να τους δω να τρέχουν ρε φίλε! Να τρέχουν και να μην φτάνουν» την διέκοψε. Έβγαζε μίσος και οργή η φωνή του. Πήγε να πει κάτι η Νίκη, μα τον είδε που ήταν έτοιμος να μιλήσει και σώπασε.

Έσκυψε το κεφάλι ο Τάσος κι άρχισε να αφηγείται. Ήταν πάντοτε ο μικρότερος, ο χαζότερος, ο πιο αδικημένος αδερφός, μεγαλωμένος στην σκιά του αδερφού του. Μια απλή μικροαστική οικογένεια με δύο παιδιά που πάντοτε προσπαθούσαν να καλύψουν τις ανάγκες μόνο του ενός. Έζησαν κάποια χρόνια στο εξωτερικό σαν οικονομικοί μετανάστες, μάζεψαν όσα λεφτά μπόρεσαν, επέστρεψαν στην Ελλάδα και άνοιξαν το ψιλικατζίδικο. Απ’ το γυμνάσιο το κρατούσε ο Τάσος όποτε μπορούσε. Ο αδερφός του ήταν ο έξυπνος της οικογένειας, ο επιστήμονας. Έβγαλε την σχολή κι ύστερα έφυγε στο εξωτερικό, δεν ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ελλάδα.

Όσο πίσω κι αν γύριζε ο Τάσος, τόσο δεν έβρισκε μια στιγμή που να μην προσπαθούσε να αποδείξει πως κι εκείνος ήταν καλό σε κάτι. Είχε νευριάσει ένα απόγευμα και γράφτηκε γυμναστήριο. Ξέκλεβε λεφτά απ’ το μαγαζί, όποτε κι όσα μπορούσε για να το πληρώνει. Η λογική της μάνας του, της υπαγόρευε ότι μπορούσε να πάρει από εκεί τα τσιγάρα του, τις τσίχλες του ή οτιδήποτε άλλο ήθελε κι έτσι, δεν θα χρειαζόταν ποτέ μετρητά.

Με τον καιρό έμαθε τα κόλπα της δουλειάς και βρήκε τρόπους να βγάζει τα όσα είχε ανάγκη, χωρίς να φαίνεται πουθενά ότι έκλεβε χρήματα απ’ το ταμείο. Με τον καιρό το συνήθισε και δεν έτρεμε το φυλλοκάρδι του κάθε φορά που έκανε τον λογαριασμό. Κατάλαβε πως ήταν αναγκαίο για να επιβιώσει. Ξέκλεβε ψιλά από ‘δω κι από ‘κει, τα έγραφε, τα έπαιρνε. Μετρημένα κουκιά ήταν. Κάποιες φορές περισσότερα, άλλες λιγότερα.

Δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν ο Τάσος. Δεν άφηνε ποτέ λεφτά στο σπίτι ή στα ρούχα του. Τα κουβαλούσε πάντοτε επάνω του. Κέρματα και χαρτονομίσματα παραχωμένα στις τσέπες. Είχε βρει μια φορά η μάνα του κάποια ψιλά σ’ ένα παντελόνι και κόντεψε να γκρεμίσει το σπίτι με τις φωνές της. Ακόμη κι όταν κοιμόταν τα παράχωνε μέσα στην μαξιλαροθήκη. Είχε σκεφτεί πολλές φορές να τα παρατήσει όλα και να φύγει, μα δεν του πήγαινε η καρδιά. Δεν ήθελε να τους αφήσει μόνους του. Εκεί που έλεγε να πιάσει μια οποιαδήποτε δουλειά και να πει «αντίο», εκεί κολλούσε κι έμενε στο σπίτι. Μέχρι και το σχολείο είχε σκεφτεί να παρατήσει. Μετά του κόλλησε να γίνει λογιστής. Ήξερε πως δεν τον έπαιρνε για παραπάνω. Είχε φροντίσει να του το εντυπώσει το μήνυμα η μάνα του από μικρό παιδί. Χαζό κι ανεπρόκοπο τον ανεβοκατέβαζε κι εκείνος πάσχιζε όσο μπορούσε για να αποδείξει το αντίθετο.

Γύρισε και κοίταξε για μια στιγμή την Νίκη. «Ξέρεις γιατί κολλήσαμε με τα παιδιά;» την ρώτησε κοφτά. «Γιατί;» έκανε εκείνη ψιθυριστά.

«Γιατί, όλοι, λίγο ως πολύ, ζήσαμε την ίδια ακριβώς ιστορία. Μεγαλώσαμε με ανθρώπους που δεν έχουν ακόμη μεγαλώσει και θεωρούν πως η ζωή είναι παιχνίδι. Αναλάβαμε τις ευθύνες τους. Είν’ αυτό που λέει ο φευγάτος και τον δουλεύουμε. Λέει πως μεγάλωσε στο δρόμο. Να σου πω την αμαρτία μου; Σήμερα τον πιστεύω. Ακόμη κι αν δεν πέρασα τα δικά του δύσκολα…»¨

«Τι πέρασε ο Βασίλης;» ρώτησε με ενδιαφέρον η Νίκη.

«Η μάνα του είναι σαν την μάνα μου. Ακαμάτρες…»

«Χα! Σαν τον πατέρα μου» κάγχασε εκείνη.

«Μεγάλη ιστορία που καλύτερο θα ‘ταν να στην πει μόνος του» συνέχισε ο Τάσος σβήνοντας το τσιγάρο του.

«Πες ρε…» τον παρακάλεσε εκείνη.

«Την αδερφή του, την έχεις δει;» ρώτησε ο Τάσος κι ύστερα ξάπλωσε στο στρώμα.

«Την θυμάμαι από το σχολείο. Είναι μεγαλύτερη. Αρκετά μεγαλύτερη» απάντησε καθώς ξάπλωνε δίπλα του. Έβαλε τα γέλια ο Τάσος όταν παρατήρησε πως φορούσε μόνο μια μακριά κοντομάνικη μπλούζα. Τον στραβοκοίταξε η Νίκη. Περίμενε πως το γέλιο θα συνοδευόταν από κάποιο σχόλιο, μα ο Τάσος δεν είπε τίποτα.

Μισόκλεισε τα μάτια του και θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα στην γέφυρα που ‘χαν μαζευτεί να ανοίξουν τις καρδιές τους. Πρώτος είχε μιλήσει ο Βασίλης.

Ο πατέρας του Βασίλη, ο Φάνης, ήταν ένα ανθρωπάκι λιγομίλητο. Εργάτης σε φάμπρικα που κάποτε ονειρευόταν να μπαρκάρει και να γυρίσει τον κόσμο. Απ’ τον γιακά τον έπιασαν και τον πάντρεψαν με προξενιό· το πώς, ούτε ο ίδιος το είχε καταλάβει. Εκεί που την μία μέρα ήταν ένας ονειροπόλος νέος, την άλλη βρέθηκε οικογενειάρχης με ευθύνες. Γκρεμίστηκαν τα όνειρα κι έπιασε δουλειά για να συντηρήσει το σπιτικό του. Του τριβέλιζαν το μυαλό για ατελείωτες μέρες μέχρι να πάρει απόφαση να μην μπαρκάρει.

Η Γιάννα, η μάνα του Βασίλη, ήταν μια αθεράπευτη γλωσσού που δεν δούλεψε ποτέ της. Ο πατέρας της την έδωσε στον Φάνη μαζί μ’ ένα σπίτι, το σπίτι που θα τους στέγαζε κι έπειτα την ξέγραψε.

Έτσι, δύο άνθρωποι που δεν αγαπήθηκαν ποτέ, χρεώθηκαν ο ένας στον άλλο για να ξεφορτωθούν οι οικογένειες τα μαύρα τους πρόβατα. Τον Φάνη που ήθελε να ταξιδεύει και την Γιάννα που ερωτεύτηκε κάποιον κι έγινε η ντροπή της οικογένειας.

Ποτέ τους δεν τα πήγαν καλά. Έφτασαν, μάλιστα, στο σημείο να συζητήσουν για διαζύγιο, μόνο που έπεσαν πάνω τους οι οικογένειες. «Κάνε ότι χωρίζεις και σ’ έσφαξα στο γόνατο» είχε πει ο κυρ-Βασίλης, ο πατέρας του Φάνη, σε μια τέτοια συζήτηση.

Έπειτα ήρθε και το πρώτο τους παιδί, η Βικτωρία. Πανικός στο σπίτι για το όνομα. Ο πατέρας του Φάνη πίστεψε ότι η συμπεθέρα του πήρε τα πρωτεία και μόνο που δεν έβγαλαν μαχαίρια για να το λύσουν. Σ’ εκείνο το τραπέζι ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ο Φάνης χτύπησε το χέρι και φώναξε. «Δικό μας είναι το παιδί κι όπως θέλουμε θα το πούμε!» φώναξε ο Φάνης και η Γιάννα, για πρώτη και τελευταία φορά στον κοινό τους βίο, στάθηκε δίπλα του σαν κυρία. «Εμείς, κυρ-Βασίλη, το ‘χουμε σε κακό να βγάζουμε τ’ όνομα στους ζωντανούς. Βικτωρία θα το πούμε το κορίτσι στην μνήμη της μητέρας μου που πήγε από φυματίωση» φώναξε κι η Γιάννα.

Έπεσαν όλοι να πεθάνουν απ’ το κακό τους. Ακόμη κι ο πεθερός του Φάνη πήρε το μέρος του συμπέθερου. «Έτσι είν’ το έθιμο, γαμπρέ κι έτσι θα κάνετε» του έλεγε, μα ο Φάνης ανένδοτος. Με τα λίγα και τα πολλά τους τούμπαραν, μα δεν υπολόγιζαν το πολυμήχανο μυαλό της Γιάννας.

«Όταν σε ρωτήσει ο παπάς, Βικτωρία θα πεις» είπε η Γιάννα στην νονά της μικρής, λίγο πριν αρχίσει το μυστήριο. Μπάχαλο στην εκκλησία όταν ακούστηκε το όνομα. Φόρτωσε ο παπά-Νικόλας που έκανε την βάφτιση κι άρχισε τις φωνές. «Είστε χριστιανοί εσείς, μωρέ, που θα σφαχτείτε για ένα όνομα; Καθίστε κάτω μη βγάλω το κουμπούρι από μέσα!»

Έτσι βγήκε το όνομα της Βικτωρίας, με μια μικρή ιστορία που ο Φάνης την διηγούταν πάντοτε με γέλια. Όμως κάπου εκεί σκοτεινιάζουν οι αναμνήσεις, γιατί ποτέ δεν τις αφηγήθηκε κανένας στον Βασίλη. Ήταν οι σκόρπιες φράσεις που έπιανε στους καυγάδες που ξεκινούσε η Γιάννα.

Όσο κι αν προσπάθησε να καταλάβει τι ακριβώς είχε γίνει, τόσο δεν το κατάφερε. Ήξερε πως η μάνα του είχε στείλει τον πατέρα του στον καναπέ μετά την γέννηση της Βικτωρίας, ήξερε πως ο πατέρας του άρχισε να την απατάει με κάποια άλλη γυναίκα κι ετοιμαζόταν να μπαρκάρει για να υπάρχει κάποια οικονομική άνεση στο σπίτι. Αλλά, η κουβέντα κοβόταν πάντα σ’ εκείνο το σημείο και συνέχιζε με τα γεγονότα μετά την γέννηση του Βασίλη, που ήταν τρεισήμισι χρόνια μικρότερος απ’ την αδερφή του.

Είχε καταλάβει απ’ τα γεννοφάσκια του ο Βασίλης πως θα ζούσε μέσα σ’ ένα παγωμένο περιβάλλον. Περισσότερο νοιαζόταν για εκείνον η αδερφή του παρά η μάνα του. Κάποια στιγμή, λίγο πριν τα πέντε του, αποστασιοποιήθηκε και ο πατέρας του κι έτσι, μαμά και μπαμπάς για τον Βασίλη, ήταν η Βικτωρία. Το μόνο άτομο που μπορούσε να του αλλάξει γνώμη και να τον κάνει καλά όταν τον έπιανε τ’ ανάποδό του. Και, πραγματικά, ήταν πολύ ανάποδος.

Μεγαλώνοντας, ο Βασίλης έγινε ένας θλιμμένος πιτσιρικάς, με λίγους φίλους, χωρίς πολλές συναναστροφές και έναν ξεχωριστό τρόπο σκέψης. Κάπου στα δεκατρία του ήρθε και το παρατσούκλι κι έγινε ο «φευγάτος».

Την ιστορία την θυμόταν πολύ αμυδρά, περισσότερο σαν αφήγηση παρά σαν εικόνες. Κάποιο απόγευμα της πρώτης του χρονιάς στο γυμνάσιο έπαιζε μπάσκετ μαζί με την παρέα του. Η Βικτωρία σκέφτηκε να του σκαρώσει μια πλάκα κι έστειλε μια φίλη της να τον φιλήσει στο στόμα για να γελάσουν. Αυτό ακριβώς έγινε. Η κοπέλα πήγε και τον φίλησε κι ο Βασίλης, που τρόμαξε με το φιλί, το έβαλε στα πόδια. Ίσως να έφταιγε που η κοπέλα ήταν είκοσι πόντους πιο ψηλή από εκείνον και αρκετά γεροδεμένη. Εξαφανίστηκε ο Βασίλης απ’ όλους και όλα και γύρισε στο σπίτι αργά το βράδυ. Η Βικτωρία μπήκε γελώντας στο δωμάτιό τους κι ο Βασίλης την στραβοκοίταξε. «Μην σκας μικρέ. Του φευγάτου η μάνα, δεν έκλαψε ποτέ» του είχε πει γελώντας για να της πετάξει ο Βασίλης ένα μαξιλάρι. Ύστερα απ’ αυτό, όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν η Βικτωρία, φώναζε τον Βασίλη «φευγάτο». Δεν χρειάστηκε πολύ για να του κολλήσει.

Στα δεκατρία του, η προσφώνηση «φευγάτος», δήλωνε την δειλία του, κάτι που ο Βασίλης μίσησε και σιχάθηκε. Του άρεσε η λέξη, δεν είχε πρόβλημα να τον φωνάζουν έτσι, μα όποτε τον αποκαλούσε κάποιος δειλό, ξεκινούσε τσαμπουκάς. Στα δεκαπέντε του έγινε πραγματικά φευγάτος. Άλλαξε τον τρόπο σκέψης του και το στυλ του. Ντυνόταν παράξενα, «επιμελώς ατημέλητος» έλεγε ο ίδιος κι έδινε ύφος στα παλιά και σακατεμένα του ρούχα. Κι από φευγάτος – δειλός, έγινε φευγάτος – ιδιότροπος.

«Ύστερα ήρθε το καλοκαίρι του ’95… Σαν να πέρασαν αιώνες μου φαίνεται…» μουρμούρισε ο Τάσος μελαγχολικά πριν συνεχίσει την αφήγηση.

Ύστερα ήρθε το καλοκαίρι του ’95. Η χρονιά που θα άρχιζαν το λύκειο. Τελευταίες μέρες του Αυγούστου και το μυαλό του Βασίλη ταξίδευε πολύ μακριά. Είχε κουραστεί με την υπομονή και την ανοχή, πίστευε πως δεν είχε άλλη αντοχή για να συνεχίσει να ζει σ’ ένα αδιάφορο περιβάλλον. Είχε περάσει η αδερφή του σε μια σχολή και σκεφτόταν να φύγει μαζί της για να τελειώσει το σχολείο σε κάποια άλλη πόλη. Έφταιγε που την έβλεπε περισσότερο σαν την μητέρα του παρά σαν την αδερφή του.

Ένα τέτοιο σούρουπο περισυλλογής, η παρέα μαζεύτηκε στην γέφυρα για να αράξουν. Ήταν όλοι φίλοι απ’ το δημοτικό, άτομα μεγαλωμένα σε τελείως διαφορετικές καταστάσεις, με αντιλήψεις που απείχαν έτη φωτός. Μα εκείνα τα πέντε παιδιά ήταν δεμένα από την έννοια της απώλειας που είναι απόλυτη. Είτε υπάρχει, είτε δεν υπάρχει.

Ο Βαγγέλης ο «μάστορας», ο Τάσος ο «κοντός», ο Πάνος ο «ποζεράς» κι ο Θανάσης ο «μουγκός» ήταν εκείνα τα άτομα που έμοιαζαν περισσότερο με συμμορία παρά με παρέα. Όλοι καπνιστές εκτός του Πάνου. Έπιναν καμία μπύρα στα κρυφά και αντέγραφαν τις συμπεριφορές των μεγαλυτέρων. Ο κάθε ένας με το παρατσούκλι του και τις ιδιαιτερότητές του, απάρτιζε ένα γρανάζι σε μια μηχανή που δούλευε αρμονικά. Εκείνο το απόγευμα έδωσαν την υπόσχεση. Εκείνη η παρέα σταμάτησε να είναι μια απλή παρέα και αναβαθμίστηκε σε οικογένεια.

Ο Βαγγέλης ήταν εκείνος που έπιαναν τα χέρια του με τα πάντα. Ήταν απίστευτα κοινωνικός και ήξερε σχεδόν την μισή πόλη. Αν δεν τον πετύχαινες στην γέφυρα ή στο συνοικιακό πάρκο με την παρέα του, θα τον έβλεπες να ταράζει την πόλη με το φασαριόζικο παπί του. Είχε χάσει τους γονείς του και τα δύο του αδέρφια σε αυτοκινητιστικό, μεγάλωνε με την γιαγιά του που δεν του χαλούσε ποτέ χατίρι και περίμενε την ενηλικίωση για να αναλάβει την διαχείριση της μικρής περιουσίας που είχε περιέλθει στην κατοχή του μετά τον θάνατο των γονιών του.

Ο Τάσος, ο νευρικός και αεικίνητος. Όποτε δεν τον φώναζαν κοντό, τον αποκαλούσαν «Τζό» μιας κι έμοιαζε πολύ στον χαρακτήρα του μεγαλύτερου και πιο κοντού αδερφού Ντάλτον απ’ το κόμικ που άρεσε πολύ στα παιδιά. Μεγαλωμένος στην σκιά ενός μεγαλύτερου, καλύτερου κι εξυπνότερου αδερφού, ο Τάσος ένιωθε πως ότι κι αν κατάφερνε να κάνει στην ζωή του, πάντα επισκιαζόταν από τα λόγια των γονιών του που τον είχαν βάλει σε δεύτερη μοίρα.

Ο Πάνος ήταν τ’ ομορφόπαιδο της παρέας. Τον κυνηγούσαν πολλές, ακόμη και μεγαλύτερες κοπέλες κι εκείνος, έχοντας χάρισμα στο να μιλάει, έπαιζε με τα συναισθήματά τους, χωρίς να δίνει και πολλή σημασία. Μοναγοχιός ενός μεσίτη που μεγάλωσε μέσα σ’ ένα υπερπροστατευτικό και απαγορευτικό περιβάλλον· συχνά αστειευόταν λέγοντας πως η πρώτη λέξη που έμαθε ήταν το «μη». Για κείνον η παρέα ήταν η διέξοδος στην ζωή· του επέτρεπε να βγαίνει απ’ το σπίτι και ν’ αλητεύει όπως ο ίδιος ήθελε, χωρίς την γκρίνια και την απαγόρευση που βίωνε στο σπίτι. Ήταν ο μόνος που δεν έφερε ποτέ αντιρρήσεις στις αποφάσεις της παρέας.

Ο Θανάσης μετρούσε πάντα τα λόγια του. Ήταν ο μεγαλύτερος, είχε χάσει μια χρονιά στο σχολείο, μα ποτέ δεν ανέλαβε τον ρόλο του αρχηγού. Το μότο του ήταν το «άκου, βλέπε, σώπαινε» και όταν έπαιρνε το λόγο, όλοι τον άκουγαν με προσοχή. Του άρεσε το «ο Σάκης ο μουγκός» και πολλές φορές έτσι συστηνόταν. Ήταν ο μόνος που μεγάλωσε μέσα σε μια ψεύτικη πολυτέλεια και μισούσε το χρήμα, αν και είχε τα περισσότερα για ξόδεμα χρήματα. Από μικρός στο μεροκάματο, προτίμησε να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα του και στο σχολείο πήγαινε απλώς γιατί έπρεπε.

Και τέλος ο Βασίλης, ο φευγάτος, εκείνος που τα παιδιά του έδωσαν τον ρόλο του πρώτου μεταξύ ίσων, έναν ρόλο που αναλάμβανε μόνο όταν έπρεπε να το κάνει. Όταν δεν τον αποκαλούσαν «φευγάτο», ήταν ο «οικογενειάρχης», εκείνος που με την παράξενη θεωρία του κι έναν μονόλογο που δεν θυμάται κανείς, κατάφερε κι ένωσε κάτω από μια ιδέα και μια υπόσχεση, άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους.

Καρικατούρες βγαλμένες από μια τελείως διαφορετική εποχή, από εκείνα τα χρόνια που τα σούρουπα είχαν χρώμα και τα δέντρα ήταν ακόμη πράσινα, παρέμειναν οικογένεια και όσο περνούσε ο καιρός, εκείνο το δέσιμο δυνάμωνε. Μα, όπως όλα στην ζωή, όπως άρχισαν, έτσι, κάποια στιγμή, πρέπει και να τελειώσουν.

Αν και η Νίκη είχε γίνει μέλος της παρέας και άτυπα είχε πάρει την θέση του Βασίλη, δεν είχε μάθει ποτέ τις ιστορίες των παιδιών. Ούτε και του Τάσου που έκαναν τόσο καιρό παρέα. Εκείνο το βράδυ τα έμαθε όλα μαζί. Εκείνο το βράδυ συνειδητοποίησε πως μερικοί άνθρωποι επέλεξαν να ακολουθήσουν τον χειρότερο δυνατό δρόμο και αρκέστηκαν στο να κάνουν τις χειρότερες επιλογές.

«Γιατί ρε Τάσο;» τον ρώτησε θλιμμένα, ώρες αργότερα, αφού είχε τελειώσει με τις αφηγήσεις του.

«Που ξέρω;»

«Δεν στέκουν όλα αυτά… Δεν έχουν λογική… Γιατί έκαναν παιδιά όλοι αυτοί;» ψέλλισε πριν θυμηθεί την μία και κυριότερη αιτία καυγά με την μητέρα της. Δεν ήθελε να του την πει γιατί ήξερε πως θα την πιάσει το παράπονο. Έριξε το κεφάλι της στον ώμο του και κοίταξε την βροχή που συνέχιζε να πέφτει. «Ξέρεις τι;» ψιθύρισε.

«Τι;»

«Κάτι τέτοιες στιγμές νιώθω πως η Ντίνα έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Που έδιωξε τον μπαμπά εννοώ» κατέληξε δακρύζοντας. Τον αγκάλιασε, μα εκείνος δεν κουνήθηκε. Έπιασε το χέρι του και το έβαλε στην μέση της. Κόλλησε πάνω του. Ξεφύσηξε. Έψαχνε το κουράγιο να βγάλει κάποια πράγματα από μέσα της, μα δεν το έβρισκε πουθενά. Δεν ήθελε να τον φορτώσει με περισσότερα απ’ όσα ήδη είχε στο κεφάλι του.

«Γιατί τον έδιωξε;» την ρώτησε κι εκείνη γύρισε πλευρό. Δεν ήθελε να την δει να κλαίει. Το κατάλαβε ο Τάσος και δεν ξαναμίλησε μέχρι που τους πήρε ο ύπνος.

Η Ντίνα μπήκε αθόρυβα στο σπίτι όπως κάθε πρωί. Άφησε τα κλειδιά και την τσάντα της στο σαλόνι και πήγε προς το δωμάτιο της Νίκης. Κοίταξε μέσα κι όταν είδε τα παιδιά να είναι αγκαλιασμένα, χαμογέλασε. «Φίλοι και θα σας έλεγα» συλλογίστηκε πριν κλείσει την πόρτα και πιάσει την τηλεόραση.

Ένα ράδιο που έπαιζε λαϊκά ξύπνησε τον Τάσο. Μισάνοιξε τα μάτια του και κοίταξε έξω. Είχε λιακάδα. Ούτε που μπορούσε να καταλάβει τι ώρα ήταν. Είχε κολλήσει πάνω του η Νίκη κι είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του. «Τι παίζει ρε φίλε;» αναρωτήθηκε ο Τάσος ακούγοντας το ράδιο. Σκούντηξε την Νίκη, μα εκείνη δεν σάλεψε. «Ψιτ… Ψιτ;» έκανε ο Τάσος.

«Μην με ξυπνάς μωρέ» του παραπονέθηκε εκείνη.

«Κατουριέμαι. Πεθαίνω. Σήκω από πάνω μου» της απάντησε.

«Λίγο ακόμα…» τον παρακάλεσε.

«Έλα ρε βλαμμένο, θα σκάσω σου λέω» της είπε επιτακτικά. Άνοιξε τα μάτια της, τον κοίταξε με βλοσυρό ύφος κι ύστερα γύρισε πλευρό και ξανακοιμήθηκε. Τρέχοντας πήγε μέχρι την τουαλέτα ο Τάσος. Έριξε νερό στο πρόσωπό του για να συνέλθει. Του φαινόταν πως δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Έσυρε τα πόδια του μέχρι την κουζίνα.

«Πώς είσαι έτσι ρε Τασάρα;» του ρώτησε η Ντίνα μόλις τον αντίκρισε κι έπειτα σηκώθηκε για να του φτιάξει καφέ.

«Δεν κοιμήθηκα καλά» της απάντησε μουρμουρίζοντας.

«Κάτσε. Κάτσε να σου φτιάξω καφέ να τα πούμε. Καιρό έχεις να μας ξεμείνεις».

«Όντως» παρατήρησε ο Τάσος.

«Το καμάρι μου κοιμάται ακόμα; Την ξενύχτησες χθες;» συνέχισε με έναν προσποιητά αδιάφορο τόνο εκείνη κι ο Τάσος, που δεν είχε καταλάβει τι του είπε, απάντησε με ένα ξερό «ε;»

«Χαϊβάνι είσαι μωρέ παιδί μου. Του δώσατε και κατάλαβε χθες;» συνέχισε η Ντίνα. Έβαλε τα γέλια ο Τάσος. Την είχαν ξανακάνει την συζήτηση στο παρελθόν και δεν είχαν καταλήξει πουθενά. Η Ντίνα επέμενε πως όλα αυτά τα σούρτα – φέρτα, οι αγκαλιές, οι αμέτρητες ώρες που περνούσαν μαζί και τα πειράγματα, ήταν ερωτικά, τα παιδιά της έλεγαν συνέχεια πως ήταν απλώς φίλοι.

«Ναι. Συζητούσαμε μέχρι αργά».

«Εχω ρεπό σήμερα και αύριο. Θα έρθεις να φτιάξουμε τον κήπο; Άντε, μπας και καθίσει και το καμάρι μου λιγο στο σπίτι, γιατί όλη μέρα μαζί σου τριγυρνάει» άλλαξε το θέμα η Ντίνα.

«Θα έρθω».

«Νωρίς να έρθεις, να μην μας πιάσει η ζέστη» του είπε αυστηρά.

«Νωρίς θα έρθω».

«Τα άπλωσα έξω τα ρούχα σου, να στεγνώσουν».

«Να ‘σαι καλά ρε Ντίνα».

Ήπιε τον καφέ ο Τάσος συζητώντας με την Ντίνα για τον κήπο κι ύστερα έφυγε χωρίς να ξυπνήσει την Νίκη ή να της μιλήσει. Έπρεπε να πάει απ’ το σπίτι, να δώσει το παρόν και να κρατήσει το ψιλικατζίδικο. Είχε στηθεί η μάνα του στο σαλόνι και τον περίμενε με σταυρωμένα χέρια. «Ήρθα και φεύγω» δήλωσε ο Τάσος.

«Ελα ‘δω ρε!» του φώναξε. Γύρισε και την αγριοκοίταξε μα δεν μίλησε. «Που στο διάολο ξημεροβραδιάζεσαι, μου λες;» συνέχισε να φωνάζει η Φρόσω που ‘χε πάρει ένα κόκκινο χρώμα.

«Μάνα, μην με ζαλίζεις μεσημεριάτικο. Είπα, φεύγω».

«Τι ώρα είν’ αυτή; Έφυγες χθες στις έντεκα και γύρισες μεσημέρι; Τι νομίζεις πως είμαστε εδώ πέρα; Κάνα μπουρδέλο; Ό,τι ώρα γουστάρει ο καθείς φεύγει, ό,τι ώρα του καπνίσει έρχεται;»

«Θες, ρε, να μαλώσουμε;» της φώναξε κι εκείνος.

«Τασούλη; Δεν μας τα λες καλά. Δεν μας τα λες καθόλου καλά. Άντε μην σε κλειδώσω σε κανένα δωμάτιο για καμιά βδομάδα να στρώσεις!».

«Καλά, καλά, λέγε. Λέγε να δω τι θα καταλάβεις. Φεύγω, πάω στο μαγαζί» της είπε ανοίγοντας την πόρτα. Άρχισε να φωνάζει πάλι η μάνα του μα δεν της έδωσε σημασία. Πήγε στο ψιλικατζίδικο, έδιωξε τον πατέρα του και κάθισε μόνος. «Ρε άντε μου στο διάολο! Να δω ποια μέρα θα σας αφήσω και θα φύγω!» φώναξε ο Τάσος όταν είχε φύγει πια ο πατέρας του και πιάστηκε να γεμίσει τα ράφια.

«Μαμά, μου ‘χει σπάσει την μύτη το φαγητό!» είπε πρόσχαρα η Νίκη μπαίνοντας στην κουζίνα.

«Μωρή! Έτσι κοιμήθηκες;» της φώναξε όταν την είδε.

«Ναι. Γιατί; Τι έχω;» απόρησε η Νίκη κοιτάζοντας τον εαυτό της από πάνω ως κάτω.

«Ρωτάει κιόλας!» αναφώνησε η Ντίνα.

«Αμάν ρε μαμά!»

«Φοράς τίποτα από κάτω μωρή, ή τον έστειλες αδιάβαστο τον χριστιανό; Αχ, θα με πεθάνετε! Φίλοι σου λέει μετά! Ο ένας μόνο με το παντελόνι, ή άλλη μόνο με μια μπλούζα και τον μισό κώλο απ’ έξω! Έτσι είναι οι φίλοι;»

Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της η Νίκη για να μην μιλήσει, έκανε αναστροφή, μπήκε στο δωμάτιό της και ντύθηκε βιαστικά. «Καλύτερα τώρα;» ρώτησε όταν επέστρεψε ντυμένη στην κουζίνα.

«Τζάμπα σάλιο χαλάω» της είπε η Ντίνα νευριασμένα.

«Αμάν ρε μαμά! Ζεσταινόμουν!» απάντησε με αγανάκτηση η Νίκη.

«Ή ο Τάσος είναι αδερφή, ή εσύ είσαι λεσβία. Τέρμα και τελείωσε! Άλλη εξήγηση δεν μπορώ να δώσω!» έβγαλε το συμπέρασμα η Ντίνα και την Νίκη την έπιασε νευρικό γέλιο. Έφτιαξε καφέ, τον πήρε μαζί της και πήγε να καθίσει μόνη, γνωρίζοντας πως το κήρυγμα από την μητέρα της θα συνεχιζόταν μέχρι που θα έφευγε για δουλειά.

Έξω βράδιαζε, η ζέστη ήταν αφόρητη και η Νίκη ήταν ακόμη κλεισμένη στο δωμάτιό της και διάβαζε. Ποτέ δεν τα πήγε καλά με τα μαθήματα γιατί δεν της κινούσαν το ενδιαφέρον. Της άρεσε όμως η ποίηση και της άρεσε να περνάει χρόνο, μόνη, διαβάζοντας. Γύρω στις οχτώ μπήκε η Ντίνα στο δωμάτιό της για να της πει πως το επόμενο πρωί περίμενε τον Τάσο για να ασχοληθούν με τον κήπο. «Κοίτα μόνο μην κυκλοφορείς με το στρινγκ αύριο! Ικανή σ’ έχω!»

«Μαμά!» είπε με προειδοποιητικό τόνο η Νίκη.

«Άσε τα μάμα. Να καθίσεις να φας. Ούτε που τα άγγιξες τα γεμιστά».

«Δεν μπορώ, ζεσταίνομαι».

«Θα βγεις;»

«Πιο μετά. Θα πάω στον Τάσο».

«Όχι, που δεν θα πήγαινες»

«Μπορείς να μου πεις γιατί το κάνεις τόσο θέμα;» της γύρισε νευριασμένα η Νίκη, κλείνοντας το βιβλίο της. Αναστέναξε η Ντίνα. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και την κοίταξε σκεφτικά. «Με δικά σου λόγια» την παρότρυνε να μιλήσει η Νίκη.

«Αν τα πω με δικά μου λόγια, θα με βρίσεις» της απάντησε εκείνη μ’ ένα ίχνος παραπόνου στην φωνή της. Χαμογέλασε η Νίκη. «Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβεις;»

«Νίκη μου; Εγώ καταλαβαίνω πολλά περισσότερα από εσάς. Κόρη μου είσαι, σε ξέρω, όσο κι αν δεν θέλεις να το πιστέψεις. Τόσες φορές στα είπα, δεν μ’ άκουσες. Κοίτα, μόνο, μην βρει καμιά γκόμενα ο Τασάρας και χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο» αποκρίθηκε η Ντίνα.

«Δεν πρόκειται» την καθησύχασε η Νίκη.

«Μην πεις ότι δεν σου το είπα» συνέχισε η Ντίνα πριν σηκωθεί από την καρέκλα και φύγει από το δωμάτιο της κόρης της.

Στις δέκα έφυγε από το σπίτι η Νίκη για να βρει τον Τάσο. Ήταν δροσερό εκείνο το βράδυ και σκεφτόταν να του πει να αράξουν έξω μετά την δουλειά. Ήταν όλη την ημέρα κλεισμένη στο σπίτι και δεν ήθελε να καθίσει άλλο εκεί. «Τις μαύρες σου έχεις;» τον ρώτησε όταν μπήκε στο ψιλικατζίδικο κι εκείνος έγνεψε. «Αρπάχτηκα με την Φρόσω».

«Τι πρωτότυπο!» αναφώνησε χαμογελώντας η Νίκη.

«Δεν ξέρω ποια μέρα θα την βαρέσω» συνέχισε ο Τάσος.

«Σταμάτα να δίνεις σημασία».

«Εύκολο το ‘χεις; Δεν την ξέρεις την Φρόσω».

«Αμάν ρε Τάσο! Έτσι όπως την περιγράφεις την γυναίκα, δεν είναι με τίποτα. Υπερβάλλεις»

«Πάμε μετά απ’ το σπίτι να στην γνωρίσω» της είπε κοφτά. Συμφώνησε η Νίκη. Έκλεισαν μαζί το ψιλικατζίδικο κι έφυγαν για το σπίτι του. Συνήθως, η Νίκη, τον περίμενε στο πάρκο μέχρι να φάει, να κάνει μπάνιο, ή να κάνει οτιδήποτε άλλο ήθελε. Εκείνη την μέρα, όμως, μπήκαν μαζί στο σαλόνι του. «Μάνα! Ήρθα!» φώναξε ο Τάσος.

«Μπα; Θυμήθηκες πως έχεις και σπίτι;» ξεκίνησε η Φρόσω που ήταν στην κουζίνα.

«Έλεος ρε μάνα! Στο μαγαζί ήμουν!» συνέχισε ο Τάσος. Έκανε νόημα στην Νίκη να καθίσει και πήγε στην κουζίνα να δώσει τα λεφτά στην μάνα του. «Φαγητό έχει;» την ρώτησε ήρεμα μα δεν πήρε απάντηση. Γύρισε στο σαλόνι και κάθισε δίπλα από την Νίκη. «Κάτσε τώρα… Μετράει τα λεφτά ο κέρβερος» της ψιθύρισε.

«Τι με ρώτησες;» έκανε η Φρόσω μετά από δύο λεπτά κι ο Τάσος ξεφύσηξε αγανακτισμένα πριν την ξαναρωτήσει. «Φαγητό, λέω, έχει;».

«Δεν ήξερα αν θα έρθεις και δεν σου κράτησα» απάντησε κοφτά η Φρόσω.

«Καλά, θα φάω έξω. Ζεστό νερό, τουλάχιστον, να κάνω ένα μπάνιο, έχει;» συνέχισε.

«Το τελείωσε ο πατέρας σου».

«Βρε γαμώ το σπίτι μου!» έκανε νευριασμένα ο Τάσος. Βγήκε η Φρόσω από την κουζίνα και κοίταξε πρώτα την Νίκη κι ύστερα εκείνον.

Ποτέ δεν θα κατάφερνε να φτιάξει η Νίκη μια εικόνα για την μάνα του Τάσου, αν δεν την έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια. Είχαν το ίδιο ύψος και την ίδια κοψιά, μόνο που η μάνα του είχε πολλά παραπανίσια κιλά. Είχε φουντώσει και είχε κοκκινίσει. «Θα εκραγεί!» συλλογίστηκε η Νίκη προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο της.

«Χάνεσαι όλη τη μέρα και βρίζεις κι από πάνω; Να ‘σουν εδώ, να ‘χε νερό!» του φώναξε.

«Ρε! Με δουλεύεις; Από τις δύο είμαι στο μαγαζί!» απάντησε στον ίδιο τόνο ο Τάσος.

«Κωλοβαράς στο μαγαζί και κάτι κάνεις!»

«Πα’ να φύγουμε ρε!» έκανε ο Τάσος στην Νίκη και μόνο τότε την παρατήρησε η Φρόσω. Την έκοψε από πάνω μέχρι κάτω, στράβωσε λίγο τα χείλη της και έγειρε το κεφάλι. «Εσύ, πάλι, ποια είσαι;»

«Η Νίκη είμαι, κυρία Φρόσω, φίλη του Τάσου» απάντησε πολύ ήρεμα. Σηκώθηκε για να της δώσει το χέρι. Δεν είχε προλάβει να κάνει ούτε δυο βήματα όταν άρχισε να φωνάζει η Φρόσω στον Τάσο. «Φέρνεις και τις γκόμενες στο σπίτι ρε;»

«Μάνα, σκάσε γιατί θα γίνει Βοσνία – Ερζεγοβίνη εδώ μέσα!»

«Αμ γι αυτό άλλαξες εσύ κι έγινες έτσι. Τα ίδια σκατά με την κόρη της πουτάνας!» του απάντησε με ένα ανεξιχνίαστο ύφος.

«Μη! Τάσο! Όχι!» ούρλιαξε η Νίκη όταν τον είδε να ορμάει στην μάνα του. Τον έπιασε απ’ την μπλούζα και τον τράβηξε πίσω. «Άσε με γιατί θα την πληρώσεις εσύ για την κωλόγρια» της είπε μέσα από τα δόντια του. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε έξω από το σπίτι ενώ η Φρόσω καταριόταν θεούς και δαίμονες για την συμπεριφορά του γιου της.

«Μπράβο! Ναι! Φύγε με την πουτάνα!» του φώναξε η Φρόσω απ’ το σπίτι και εκείνη ακριβώς την στιγμή η Νίκη δεν κατάφερε να τον συγκρατήσει. Την έσπρωξε μέσα κι έκανε να κλείσει την πόρτα πίσω του. Πρόλαβε η Νίκη και την κράτησε ανοιχτή. «Σήκω φύγε» της είπε ο Τάσος.

«Άνοιξε την πόρτα» του απάντησε η Νίκη.

«Φύγε είπα»

«Τάσο θα χτυπηθούμε» συνέχισε εκείνη ήρεμα.

«Έλα ρε! Βάρα!» της είπε εκείνος ανοίγοντας την πόρτα.

«Άφησε την. Πάμε» του είπε ψύχραιμα η Νίκη. Γύρισε ο Τάσος προς την μάνα του, αλλά αυτή την φορά δεν πήγε να ορμήσει. Τον άφησε η Νίκη για να δει τι θα κάνει.

«Μαλακισμένη σκατόγρια, έχεις πεθάνει για μένα!» φώναξε ο Τάσος πριν πετάξει τα κλειδιά του μέσα στο σπίτι και φύγει τρέχοντας. Τον πήρε στο κυνήγι η Νίκη, μα δεν τον προλάβαινε. Χάθηκε μέσα στα στενά ο Τάσος κι εκείνη δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γυρίσει πίσω, αν έπρεπε να τον περιμένει, αν έπρεπε να τον ψάξει. Πήγε και κάθισε στο πάρκο και τον περίμενε εκεί. Δεν εμφανίστηκε ο Τάσος. Περνούσε η ώρα και η Νίκη άρχισε να ανησυχεί. Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της και να πάρει τηλέφωνο την υπόλοιπη παρέα, να βγουν στην γύρα και να τον ψάξουν. Για καλή της τύχη τον βρήκε να κάθεται στην πεζογέφυρα. Κάθισε απέναντί του και τον κοίταξε. «Είσαι καλά;» του ψιθύρισε.

«Πάρα πολύ καλά» της απάντησε ο Τάσος ενώ δάκρυζε από τα νεύρα του.

«Δεν ήταν ανάγκη…»

«Ήταν. Όπως ήταν ανάγκη να την αρχίσω στα μπουκέτα την γαμημένη την σκατόγρια του ελέους, γαμώ τα πεθαμένα και τα ζωντανά της κι όλα τα ιερά και όσιά της για τα τόσα χρόνια που την έφαγα στο κεφάλι!» συνέχισε με οργή ο Τάσος. Χτυπούσαν τα δόντια του και τα χέρια του έτρεμαν. Έβαλε τα κλάματα από τα νεύρα κι άρχισε να ρίχνει μπουνιές στο μεταλλικό πάτωμα. Πήγε και κάθισε δίπλα του η Νίκη και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Πέρασε» του ψιθύρισε.

«Τίποτα δεν πέρασε!»

«Θέλεις να περπατήσουμε να ηρεμήσεις;» συνέχισε γαλήνια η Νίκη.

«Δεν θέλω να περπατήσω. Τίποτα δεν θέλω» απάντησε ο Τάσος προσπαθώντας να ανακτήσει την χαμένη ψυχραιμία του.

«Δεν θέλεις να πάμε να καθίσουμε σε εμένα, να αράξουμε στον κήπο, να πιούμε και καμία μπύρα παγωμένη, να χαλαρώσει το κεφάλι σου;»

«Πάμε. Έχω υποσχεθεί στην μάνα σου πως θα φτιάξουμε τον κήπο αύριο» απάντησε κοφτά εκείνος κι όταν πήγε να σηκωθεί, η Νίκη τον έβαλε να καθίσει κάτω. «Δεν θα πάμε για την μάνα μου. Για σένα θα πάμε. Άμα είναι να πάμε για την Ντίνα, άστο, μένουμε και εδώ».

«Της έδωσα το λόγο μου…»

«Όχι, Τάσο. Δεν καταλαβαίνεις…»

«Τι δεν καταλαβαίνω πάλι; Μια ζωή δεν καταλαβαίνω. Όλο δεν καταλαβαίνω εγώ. Τίποτα δεν καταλαβαίνω…» της είπε με παράπονο κι έβαλε πάλι τα κλάματα. Σκίστηκε η καρδιά της Νίκης που δεν τον είχε ξαναδεί σε τέτοια κατάσταση. Τον σήκωσε, τον πήρε αγκαλιά και τον πήγε μέχρι το σπίτι της.

Η Ντίνα κατάλαβε ότι είχε γίνει κάτι προτού μπουν τα παιδιά στο σπίτι. Ούτε που γύρισε να κοιτάξει, μήτε χαιρέτισε όταν μπήκαν μέσα. Παρέμεινε στην θέση της, παρακολουθώντας τηλεόραση, καθώς η Νίκη με τον Τάσο πήγαιναν να καθίσουν στον κήπο. Τον άφησε η Νίκη μέσα στα σκοτάδια και πήγε βιαστικά στο σαλόνι. «Σκοτώθηκε με την μάνα του. Έλα να του μιλήσεις, σε παρακαλώ» ψιθύρισε στην Ντίνα βιαστικά.

«Τασάρα; Τι έγινε, παλικάρι μου;» ρώτησε η Ντίνα μόλις βγήκε στον κήπο. Δεν μίλησε ο Τάσος, μόνο κάπνιζε με μανία το τσιγάρο του κι έπιανε το κεφάλι του που τον διέλυε. «Τσακίζει, παιδί μου, το μυαλό. Υπάρχουν στιγμές, όχι περισσότερο, που τσακίζει. Εκείνες τις στιγμές φαίνεται ποιοι ήμαστε και τι γίναμε στην ζωή μας…» άρχισε να λέει η Ντίνα. Την κοίταξε για μια στιγμή ο Τάσος κι έπειτα αναστέναξε.

«Κι εγώ μαλώνω με την Νίκη. Για μία στιγμή που τσάκισε το μυαλό μου, πριν από δεκαπέντε χρόνια. Μία στιγμή ήταν. Όμως… Για να φτάσω σ’ αυτή την στιγμή, έπρεπε να ανεχτώ πολλά. Πάρα πολλά. Όποιος σας ειρωνευτεί για όσα περάσατε μέχρι τα δεκαοχτώ σας, είν’ άξιος της μοίρας του. Δεν θέλουν να καταλάβουν οι άνθρωποι. Γι αυτό και δεν χρειάζεται να τους δίνεις σημασία».

«Μάμα…» ψιθύρισε η Νίκη μα την έκοψε η Ντίνα μ’ ένα της βλέμμα. Ήταν έτοιμος να πει κάτι ο Τάσος. Το ζύγιζε στο μυαλό του. «Έβρισε την Νίκη, γι αυτό αρπάχτηκα» μουρμούρισε.

«Αφορμή έψαχνες».

«Μαμά!» πετάχτηκε η Νίκη.

«Αφορμή δεν έψαχνες;» συνέχισε ακάθεκτη η Ντίνα.

«Ναι» την επιβεβαίωσε ο Τάσος.

«Φόρτωσες πολλά, πέρασες το όριο, λύγισες, ξέσπασες. Συμβαίνει».

«Δεν γυρνάω εκεί» είπε ο Τάσος που ‘χε μαντέψει τι θα του έλεγε η Ντίνα στην συνέχεια.

«Θα την πιάσω εγώ την μάνα σου και θα της εξηγήσω πέντε πραγματάκια. Γιατί εγώ είμαι πουτάνα, Τασάρα. Αναγκάστηκα να γίνω όταν μ’ έβγαλε ο άντρας μου στο κλαρί στα δεκάξι. Με την Νίκη, τότε, μωρό…»

«Μαμά!» φώναξε η Νίκη μα η Ντίνα δεν ήταν διατεθειμένη να σταματήσει.

«Μαμά, τι; Θα ντραπώ για αυτό που είμαι; Όχι, κορίτσι μου. Αυτή είμαι και σ’ όποιον αρέσω. Τον πατέρα σου τον αγάπησα. Μάλιστα, κυρία μου! Τον αγάπησα. Κλεφτήκαμε κι ήρθαμε εδώ. Τόσο μου έκοβε, τόσο έκανα κι εγώ! Δεκαπέντε ήμουν όταν έφυγα απ’ το χωριό κι εκείνος δεκαεννιά. Μ’ έβγαλε, το καθίκι, ο ακαμάτης, ο άχρηστος ο άντρας, στο κλαρί, για να πίνει, να χαρτοπαίζει και να ξενοπηδάει! Κατάλαβες, κυρία μου; Ήθελε να πληρώνουν για να του πηδάνε την γυναίκα, για να πηδάει από δω κι από εκεί. Κάτσε κάτω, δεν θα πας πουθενά, μ’ έχεις φάει το συκώτι με τον πατέρα σου και που τον έδιωξα, κάτσε κι αποδέξου τα επιτέλους!»

Πήγε να φύγει η Νίκη μα την έπιασε ο Τάσος απ’ το χέρι. «Μείνε» έγραφε το βλέμμα του. Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο η Νίκη κι έκατσε στα πόδια του. Έσφιξε τα χέρια του γύρω της και κοίταξε την Ντίνα βλοσυρά. «Πες».

«Το βράδυ που έφυγε, το θυμάσαι;» την ρώτησε κοφτά εκείνη.

«Ναι» απάντησε με μισή καρδιά η Νίκη.

«Το ότι έφυγε μ’ ένα σουγιά καρφωμένο στο μπούτι, το θυμάσαι;»

«Τι;» έκανε η Νίκη ταραγμένα.

«Το ότι με έκανε τόπι στο ξύλο και δεν μπορούσα να μαζέψω τα πόδια μου και δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω για μέρες, το θυμάσαι;»

«Όχι» ψιθύρισε εκείνη βουρκώνοντας.

«Το ότι σ’ έπαιρνα μαζί μου στην δουλειά, γιατί δεν είχα που να σε αφήσω, γιατί δεν έμεναν λεφτά να πάρω γυναίκα, το θυμάσαι;» συνέχισε η Ντίνα μελαγχολικά κι έπειτα τράκαρε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του Τάσου.

«Ναι».

«Με άκουσες ποτέ να κάνω παράπονα; Να βαρυγκωμώ; Να βλαστημάω που σε γέννησα και που σε μεγαλώνω; Να σε βρίζω επειδή μου κάπνισε; Σου έλειψε ποτέ τίποτα;» ρώτησε η Ντίνα την Νίκη κι όταν την είδε να γνέφει αρνητικά, σηκώθηκε όρθια. «Ρώτα αυτόν τον πιτσιρικά που τα ‘ζησε, να σου πει πώς νιώθει» της είπε. Την κοίταζε με απορία ο Τάσος κι εκείνη του χαμογέλασε. «Δεν έχει μόνωση το σπίτι, παιδιά μου, και σας άκουσα. Δεν το έκανα επίτηδες» απολογήθηκε πριν τους αφήσει μόνους στον κήπο.

«Τώρα ξέρεις» ψιθύρισε η Νίκη, ώρα αργότερα, αφού χώνεψε για πολλοστή φορά όσα είπε η Ντίνα.

«Δεν το χωράει το μυαλό μου…» τραύλισε ο Τάσος. «Πώς… Πώς είναι δυνατό να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι ρε φίλε;»

«Υπάρχουν» απάντησε αναστενάζοντας η Νίκη, πριν βυθιστούν και πάλι στην σιωπή. Έπρεπε να περάσει ώρα για να τον ρωτήσει η Νίκη τι είχε σκοπό να κάνει και περιμένει ακόμη τόση ώρα για να πάρει μια απάντηση. «Θα δω».

«Θέλεις να ξαπλώσουμε;»

«Πάμε».

«Σίγουρα;»

«Ναι».

Ξάπλωσαν μαζί και απέμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο χωρίς να θέλουν να πουν τίποτα. Έβραζε το κεφάλι του Τάσου απ’ τα νεύρα κι ήταν χάλια η διάθεση της Νίκης από το όλο σκηνικό. Ένιωθε πως έφταιγε εκείνη για τον καυγά του Τάσου με την μάνα του. Του ζήτησε συγγνώμη κι εκείνος της χαμογέλασε. «Θα μάλωνα, ούτως ή άλλως, με την κωλόγρια. Τα έχω περάσει τα όριά μου εδώ και πολύ καιρό. Καλό λόγο δεν άκουσα ποτέ. Καλύτερα που έγινε τώρα, να ηρεμήσω και να δω τι θα κάνω».

«Γιατί την λες έτσι;» ρώτησε γελώντας η Νίκη. Σηκώθηκε ο Τάσος απ’ το στρώμα και πήγε κι άραξε στο περβάζι του παραθύρου. «Η Φρόσω έχει σχεδόν τα διπλά χρόνια από την Ντίνα. Άσε που της Ντίνας δεν της φαίνεται πως είναι τριάντα τέσσερα…»

«Ναι, μας περνάνε για αδερφές» συνέχισε την σκέψη του Τάσου η Νίκη.

«Η Φρόσω κοντεύει τα εξήντα. Τι να μην πω; Μπεμπέκα;»

«Αμάν μωρέ Τάσο!» του είπε γελώντας.

«Περιμένω την μέρα που θα μου ανακοινώσουν πως είμαι υιοθετημένος»

«Δεν παίζει! Ίδιοι είστε!»

«Τι καλή που είσαι! Κι εγώ σ’ αγαπάω» της είπε ειρωνικά. Έβαλε τα γέλια η Νίκη. Σηκώθηκε κι εκείνη και πήγε δίπλα του. Του πήρε το τσιγάρο απ’ το χέρι κι έκανε μια μικρή τζούρα. «Μ’ αγαπάς;» τον ρώτησε με ένα πνιχτό γελάκι.

«Σ’ αγαπάω» της απάντησε αδιάφορα.

«Θα μου δώσεις ένα φιλί;» τον ρώτησε με νάζι κι εκείνος, γελώντας, την φίλησε στο μάγουλο.

«Όχι τέτοιο ρε απατεώνα! Κανονικό φιλί!» του είπε ψιθυριστά για να μην την ακούσει η Ντίνα που κοιμόταν στον καναπέ, μπροστά στην τηλεόραση.

«Αν μου δώσεις οδηγίες» της απάντησε κοκκινίζοντας. Ανακουφίστηκε όταν κατάλαβε ότι δεν θα τον έβλεπε έτσι, μέσα στο σκοτάδι που υπήρχε στο δωμάτιο.

«Όλοι έχουν κάνει σεξ κι εμείς ούτε άνθρωπο δεν έχουμε φιλήσει» σχολίασε θλιμμένα η Νίκη.

«Εμείς… Εννοείς εμένα κι εσένα, ή εμείς, γενικά;»

«Εμείς… Και τα δύο».

«Το σκέφτομαι» απάντησε ο Τάσος πριν της πάρει το τσιγάρο από το χέρι.

«Σοβαρά;»

«Δηλαδή… Πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;»

«Μήπως να πετάξεις το τσιγάρο;»

«Σοβαρά τώρα, χωρίς πλάκα» της είπε κοφτά.

«Σοβαρά» του απάντησε κι εκείνη.

«Μη με δουλεύεις» συνέχισε ο Τάσος.

«Ψήσου να το δοκιμάσουμε» του είπε η Νίκη.

«Έλα ‘δω».

«Έλα στο κρεβάτι»

«Μη με σηκώνεις ρε…»

«Εγώ το πρότεινα!»

«Ωωω… Καλά!» της απάντησε, πετώντας το τσιγάρο στον κήπο. Κατέβηκε από το περβάζι. Ξάπλωσε στο στρώμα και η Νίκη τον κοίταξε με απορία. «Σοβαρά;» τον ρώτησε γελώντας πνιχτά.

«Εσύ τι λες;» είπε κι εκείνη έπεσε δίπλα του. «Ωραία. Τώρα;»είπε ο Τάσος με απορία στην Νίκη που συνέχιζε να χαμογελάει.

«Κλείσε τα μάτια».

«Γιατί;»

«Έτσι δεν κάνουν όλοι;»

«Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό».

«Ούτε εγώ, αλλά για να το κάνουν κάτι ξέρουν».

«Ωραία. Τώρα;» είπε ο Τάσος αφού έκλεισε τα μάτια και η Νίκη έβαλε τα γέλια. «Μη μιλάς ρε, το χαλάς» τον μάλωσε ψιθυριστά.

«Καλά, δεν ξαναλέω τίποτα» της είπε.

Στις πρώτες δύο προσπάθειες τσούγκρισαν τις μύτες τους και έβαλαν μαζί τα γέλια. Στην τρίτη κάτι κατάφεραν. Περίεργη και πρωτόγνωρη αίσθηση και για τους δύο. Γύρισε η Νίκη και ανέβηκε πάνω του. Γύρισε κι ο Τάσος και βρέθηκαν στο πάτωμα, να γελάνε υστερικά.

«Σουτ ρε! Θα ξυπνήσουμε την Ντίνα!» της είπε  ενώ προσπαθούσε να πνίξει το γέλιο του και η Νίκη, που ήταν πια κάτω απ’ αυτόν, δάγκωνε τα χείλη της αλλά δεν τα κατάφερνε. «Μαλάκα… Είμαστε οι χειρότεροι…» σχολίασε ο Τάσος προτού σηκωθεί.

«Πως το καταφέραμε;» τον ρώτησε εκείνη, που ‘χε δακρύσει απ’ το νευρικό γέλιο.

«Δεν… Δεν υπολόγισα… Πω… Νόμιζα ότι είχε κι άλλο στρώμα» είπε ο Τάσος και το γέλιο τους δυνάμωσε.

Τους πήρε αρκετή ώρα για να συνέλθουν και να σταματήσουν να γελάνε, μέσα στην οποία, κάποιος απ’ τους δύο, έκανε κάποιο σχόλιο για το φιλί ή την πτώση και το γέλιο αναζωπυρωνόταν.

«Σ’ άρεσε;» τον ρώτησε όταν είχαν πια ηρεμήσει.

«Νίκη…» ξεκίνησε δειλά ο Τάσος.

«Φίλοι ρε;» τον ρώτησε χαμογελαστά και του έκοψε την φόρα. «Φίλοι» της απάντησε σηκώνοντας τους ώμους αδιάφορα.

«Να το ξαναδοκιμάσουμε;» συνέχισε η Νίκη.

«Για να ξαναπέσουμε;» της είπε ο Τάσος.

«Όχι ρε, εντάξει. Θα το υπολογίσουμε αυτή τη φορά».

«Όχι ρε, άστο» της είπε σκεφτικά.

«Δηλαδή, δεν σ’ άρεσε» έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα η Νίκη.

«Δεν είπα αυτό».

«Τότε;» απόρησε η Νίκη.

«Τότε τίποτα» της απάντησε με αγανάκτηση.

«Πες μου ένα λόγο που δεν θες και θα το αφήσω» του είπε κοφτά εκείνη.

«Ωραία. Έλα» της είπε ο Τάσος.

«Σίγουρα;»

«Ναι, λέμε, σίγ-» πρόλαβε να πει πριν τον φιλήσει ξανά η Νίκη κι όλα πήγαιναν καλά μέχρι που της χάιδεψε την ραχοκοκαλιά κι εκείνη τραβήχτηκε. «Ένα φιλί είπαμε να δώσουμε ρε βλάκα, όχι να μου βάλεις και χέρι!» του ψιθύρισε νευριασμένα.

«Δεν σου έβαλα χέρι!» της απάντησε στον ίδιο τόνο.

«Θα μου έβαζες!»

«Εντάξει ρε Νίκη. Εντάξει» της είπε. Σηκώθηκε και πήγε πάλι στο περβάζι. Άναψε τσιγάρο. Κάπνιζε κοιτάζοντας έξω. Πάλευε η Νίκη να ανταμώσει το βλέμμα της με το δικό του μα είχε θυμώσει ο Τάσος και δεν ήθελε ούτε να την κοιτάξει, ούτε και να της μιλήσει. Σκεφτόταν να φύγει, να περάσει μια βόλτα απ’ το καπιταλιστικό για να δει αν ήταν εκεί ο Θανάσης κι αν δεν ήταν θα πήγαινε απ’ το μαγαζί. Σκεφτόταν, επίσης, πως δεν είχε λεφτά πάνω του και δεν ήξερε που θα έβγαζε το βράδυ αν έφευγε. Σπίτι του, μια φορά, ήταν αποφασισμένος να μην γυρίσει.

Σκεφτόταν και η Νίκη, πολλά και διάφορα, αλλά το μυαλό της γύριζε συνέχεια στο φιλί με τον Τάσο και στο πόσο της άρεσε. Από εκείνο το σημείο και μετά, όλα ήταν μπερδεμένα μέσα στο κεφάλι της. Δεν την ένοιαζε να χάσει τον οποιονδήποτε, ούτε την πονούσε που μάλωνε με κόσμο και δεν τους ξανάβλεπε. Δεν την ενοχλούσε στο παραμικρό που είχε να μιλήσει τόσο καιρό με την Μελίνα επειδή της κρατούσε μούτρα. Αλλά, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, ένιωθε πως δεν θα άντεχε το να μαλώσει με τον Τάσο και να μην μιλάνε. Ύστερα η επαγωγική λογική της έκανε αόρατα άλματα και της υπαγόρευε πως οι σχέσεις τελειώνουν και πως οι φίλοι παραμένουν.

Είχε σπαστεί ο Τάσος, κυρίως με την δική του συμπεριφορά και όχι με της Νίκης. Είχε καιρό που ένιωθε τσιμπημένος μαζί της, μα δεν της το έλεγε γιατί φοβόταν. Όχι τόσο το να του ρίξει άκυρο, αλλά το να μην σπάσει η παρέα ξανά. Ίσως να φοβόταν κι εκείνος πως θα την έχανε, πως θα σταματούσε να την βλέπει, πως δεν θα μιλούσαν πια κι ούτε θα του διάβαζε εκείνα τα καταθλιπτικά και πανέμορφα ποιήματα. Ήταν έτοιμος να της πει πως νιώθει κι εκείνη του πέταξε εκείνο το «φίλοι;» και του έκοψε την φόρα. «Ναι, αλλά, γιατί δεν το είπα μετά;» ρώτησε τον εαυτό του και απάντηση δεν πήρε. «Γιατί δεν το λέω τώρα;» συνέχισε τον συλλογισμό του και γύρισε να την κοιτάξει. Αναστέναξε όταν είδε το θλιμμένο πρόσωπό της να ‘ναι γεμάτο προσμονή.

«Μου θύμωσες;» ψιθύρισε η Νίκη.

«Όχι. Ούτε χέρι πήγα να σου βάλω» της απάντησε εκείνος.

«Το ξέρω μωρέ. Απλά…»

«Απλά;» την παρότρυνε, μα η Νίκη, που δεν μπορούσε να ψυχολογήσει ούτε τον ίδιο της τον εαυτό εκείνη την στιγμή, δεν ήθελε να του πει πως τρόμαξε ότι όλο αυτό θα κατέληγε εκεί που ήθελε αλλά το αρνιόταν. «Δεν ξέρω…»

«Σ’ άρεσε;» ρώτησε ο Τάσος με ανεξιχνίαστο ύφος.

«Ωραίο ήταν. Νόστιμο» αστειεύτηκε η Νίκη. «Εσένα;» ρώτησε ύστερα από λίγο κι εκείνος της χαμογέλασε. «Κι εμένα».

«Θα έρθεις να κοιμηθούμε;»

«Μόλις κάνω το τσιγάρο».

«Σίγουρα δεν μου θύμωσες;»

«Σίγουρα» απάντησε ο Τάσος.

Ξάπλωσε δίπλα της κι εκείνη κούρνιασε πάνω του. Τον παραξένευε η συμπεριφορά της το τελευταίο διάστημα, αλλά δεν ήθελε να το συζητήσουν. Ένιωθε πως τον γυρόφερνε, μα κάθε φορά που πήγαινε να μιλήσει ή να δείξει κάτι, πεταγόταν απ’ το πουθενά η ταμπέλα της φιλίας τους και του έκοβε την φόρα. Άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Πήρε το χέρι του και το έβαλε στα πλευρά της. «Σου βάζω χέρι» την πείραξε.

«Βάλε μου» του απάντησε.

Δεν το σκέφτηκε καθόλου ο Τάσος γιατί πίστευε πως θα κατέληγαν μαλωμένοι. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, να ηρεμήσει τον ταραγμένο του νου.

Πετάχτηκε μέσα στον ύπνο του ο Τάσος, λίγο μετά τις έξι, όταν το πρωινό φως μπήκε στο δωμάτιο. Γύρισε απότομα η Νίκη και τον κοίταξε φοβισμένα. «Τι;»

«Εφιάλτη είδα» της απάντησε βραχνιασμένα.

«Τρόμαξα».

«Κοιμήσου. Πάω να δω αν ξύπνησε η Ντίνα να πιάσουμε με τον κήπο» της απάντησε ενώ σηκωνόταν απ’ το στρώμα. Τον κοίταξε με παράπονο γιατί δεν ήθελε να φύγει ακόμη, αλλά ο Τάσος δεν το κατάλαβε. Είχε διαγράψει από την μνήμη του το προηγούμενο βράδυ γιατί ήταν εξαιρετικά επώδυνο.

Έφτιαξε καφέ ο Τάσος, ξύπνησε την Ντίνα, έφαγαν μαζί και πιάστηκαν με το σκάλισμα και το ξεχορτάριασμα για να μπουν τα καινούρια της λουλούδια. Προσπάθησε η Νίκη να κοιμηθεί ξανά, αλλά δεν το κατάφερε. Βγήκε και κάθισε στην αυλή. Παρατηρούσε τον Τάσο που έσκαβε κι αναθεμάτιζε γελώντας. Κατάλαβε πως η Ντίνα την κοίταζε περίεργα και προσπάθησε να μην δώσει στόχο. Έφαγαν όλοι μαζί το μεσημέρι κι έπειτα ο Τάσος έφυγε. Δεν άκουσε την Νίκη που του είπε να κάνει μπάνιο εκεί και να πάει στα κρυφά να φέρει μερικά ρούχα από το σπίτι του. «Θα πάω στον Σάκη μωρέ και θα δούμε τι θα γίνει» της είπε φεύγοντας.

«Για πες, κυρία μου, τι συνέβη;» την ρώτησε η Ντίνα. Σηκώθηκε να πάει στο δωμάτιό της η Νίκη, αλλά δεν πρόλαβε. Την σταμάτησε το αγριεμένο βλέμμα της μητέρας της. «Ακούω».

«Φιληθήκαμε» μουρμούρισε ντροπαλά η Νίκη.

«Και;»

«Τι και ρε μαμά;»

«Καλό ήταν;»

«Καλό… Ναι…» είπε με έναν προσποιητά αδιάφορο τόνο η Νίκη.

Πήρε το αυστηρό της βλέμμα η Ντίνα και η Νίκη μαζεύτηκε στην καρέκλα. «Θα σου πω ένα πράγμα και να το βάλεις καλά μέσα στο κεφάλι σου. Παίξε με ό,τι θέλεις, ακόμη και με την φωτιά, αλλά ποτέ μην παίξεις με τα συναισθήματα των ανθρώπων. Θα πληγώσεις και, πάνω απ’ όλα, θα πληγωθείς πολύ άσχημα. Ένα φιλί δεν είναι μια υπόθεση αστεία, ούτε είναι κάποιο είδος πλάκας. Καλύτερα να κάνετε ένα περιστασιακό σεξ, παρά αυτό».

«Ρε μαμά…» άρχισε με παράπονο η Νίκη.

«Κορίτσι μου; Τα φιλιά κρύβουν τα λόγια που δεν μπορούμε να πούμε σ’ έναν άνθρωπο και είναι οι επιβεβαιώσεις των όσων έχουμε υποσχεθεί. Είναι οι κοινές μας αναμνήσεις και κομμάτια από τα όνειρά μας. Τα φιλιά είναι ανάσες που άλλες φορές τις κλέβουμε, άλλες τις χαρίζουμε κι άλλες τις ανταλλάζουμε. Είναι πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορούμε να κατανοήσουμε» κατέληξε σκεφτικά η Ντίνα. Είχε καταφέρει να κάνει την Νίκη να μελαγχολήσει με εκείνα τα λόγια. Λέξεις που κατάλαβε απόλυτα, που βίωσε, αλλά που δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να αποκτήσει όσα ήθελε χωρίς να τα χάσει ποτέ.

«Σαν παλιάτσος είμαι μ’ αυτά ρε» σχολίασε ο Τάσος για τα φαρδιά ρούχα που φορούσε και ο Θανάσης έβαλε τα γέλια. «Δεν έχω τίποτα στο νούμερό σου. Ακούω. Τι έχεις σκοπό να κάνεις» του είπε από την θέση του.

«Δουλειά στο μαγαζί, παίζει;» ρώτησε ο Τάσος.

«Παίζει».

«Δανεικά, παίζουν;»

«Εννοείται».

«Σε δώδεκα μέρες κλείνω τα δεκαοχτώ. Γεια σας από τώρα» του απάντησε ο Τάσος πριν σηκωθεί να φτιάξει καφέδες. Κούνησε σκεφτικά το κεφάλι ο Θανάσης που ‘χε πολλά στο μυαλό του εκείνη την περίοδο. Ξημεροβραδιαζόταν στο μαγαζί και πατούσε στο καπιταλιστικό ίσα για ένα μπάνιο κι έναν ύπνο. Αχούρι ήταν το σπίτι που δεν κατοικούταν κανονικά.

«Δεν έχεις σκοπό να γυρίσεις;» ρώτησε ο Θανάσης.

«Που ρε; Στο μπάχαλο; Για κανένα απολύτως λόγο».

«Σε τρώει όμως».

«Δεν με τρώει αυτό»

«Τι έγινε ρε Τάσο; Όλοι στα χαμένα είστε αυτό το διάστημα. Ο μάστορας τρέχει πίσω από τις γκόμενες. Ο φευγάτος είναι εξαφανισμένος. Η Μελίνα με τον ποζερά, άλλο αυτό, δεν μας έφταναν τα χίλια μύρια όσια, ήρθε κι αυτό. Τώρα εσύ. Τι διάολο έχει γίνει; Διαλυόμαστε και δεν το πήραμε πρέφα;» είπε ο Θανάσης μ’ έναν απορημένο τόνο. Κάγχασε ο Τάσος. Πέταξε δυο καλαμάκια στους καφέδες και τους πήγε στο τραπέζι. Έπιασε την θέση του, όπως πάντοτε. «Σάκη… Είμαστε ακόμα οικογένεια. Δεν διαλυόμαστε. Διάλειμμα κάνουμε» του απάντησε κοφτά.

«Ο χωρισμός του φευγάτου μας αποδεκάτισε» επέμεινε ο Θανάσης.

«Δεν χώρισαν αυτοί» απάντησε σκεφτικά ο Τάσος, πριν ρίξει ένα δειλό χαμόγελο στον καφέ και τον αρπάξει στο χέρι του. «Αντιθέτως. Πείσματα κάνουν. Μαλακίες και των δύο…»

«Γιατί την χώρισε, μάθαμε;» τον διέκοψε ο Θανάσης.

«Ο φευγάτος την άφησε έγκυο κι εκείνη πήγε κι έριξε το παιδί χωρίς καν να το συζητήσει μαζί του. Τα πήρε κρανίο και την είπε όπως το αποφάσισε μόνη της, ας ζήσει και μόνη της. Εμπιστευτικά στο λέω, το έμαθα απ’ την Νίκη. Μη σου ξεφύγει τίποτα και το μάθει ο Βασίλης, θα γίνει χαμός» απάντησε εκείνος.

«Η Μελίνα γιατί τα έμπλεξε με τον ποζερά;»

«Είδε τον Βασίλη με την αδερφή του ένα απόγευμα και νόμιζε πως βρήκε άλλη…»

«Επίσης εμπιστευτικά από την Νίκη;»

«Ναι. Γι αυτό είναι σκοτωμένες. Θύμωσε η Μελίνα επειδή πίστεψε ότι η Νίκη κάνει πλάτες στον Βασίλη, τα πήρε κρανίο η Νίκη και της έκοψε την καλημέρα».

«Και μετά έρχεσαι και μου λες ότι δεν διαλυόμαστε…» μουρμούρισε ο Θανάσης.

«Ξέρεις τι θέλω ρε φίλε; Να τους δω να τρέχουν. Πραγματικά. Να τρέχουν και να μην φτάνουν. Μέχρι να καταλάβουν που έχουν κάνει λάθος και να μονοιάσουν…»

«Ξεκίνα να λαχανιάζεις από τώρα, Τάσο» τον διέκοψε ο Θανάσης. «Αν αρχίσουν να τρέχουν αυτοί, θα τρέξουμε κι εμείς μαζί τους».

«Αυτό φοβάμαι, Σάκη» μονολόγησε ο Τάσος κι ύστερα πέρασε καιρός. Ήρθε η πρώτη άδεια του Βασίλη και μαζεύτηκαν στο καπιταλιστικό. Τέλη Σεπτέμβρη. Η Νίκη είχε πιάσει την θέση του κι ο Βασίλης το αποδέχτηκε. Η παρέα, πλέον, αριθμούσε τέσσερα μέλη. Όσους άντεξαν στο χρόνο. Όσους αποφάσισαν να τρέξουν την ζωή τους και να μην την αφήσουν στάσιμη.

Εκείνο το βράδυ το γιόρτασαν με μπύρες. Ο Τάσος κοιμήθηκε στης Νίκης κι ο Βασίλης με τον Θανάσης βγήκαν έξω. «Αγγλική φιλολογία ρε; Καλά τα κατάφερες;» σχολίασε ο Θανάσης όταν έπιασαν τραπέζι στο μαγαζί του κι ο Βασίλης κάγχασε. «Καλά τα πήγα μωρέ. Ο κοντός μπήκε λογιστική. Κομπλέ. Εσύ; Τι σκοπεύεις να κάνεις; Μαγαζάτορας κι έτσι;»

«Δεν μ’ απασχολεί».

«Ακούω νέα» μουρμούρισε ο Βασίλης.

«Ακούω σχέδιο» του είπε ο Θανάσης.

«Δόκιμος. Πέντε μήνες ακόμη στο κεφάλι. Μισθός. Καβάτζα. Άδειες για τις εξεταστικές, όσο γίνεται. Τίποτα άλλο δεν με νοιάζει αυτή την στιγμή. Να φύγουν από πάνω μού όσα περισσότερα γίνεται μαζί με τον στρατό. Ζόρι; Αμέτρητο. Τόσα χρόνια στο ζόρι ήμουν, το συνήθισα. Νέα;»

«Όπως τα ξέρεις».

«Η Μελίνα;»

«Με τον ποζερά».

«Καλά είναι;» ρώτησε αναστενάζοντας ο Βασίλης.

«Δεν μιλάει κανένας μαζί της».

«Μ’ αρέσει που σας είπα να μου την προσέχετε».

«Μόνη της έκοψε».

«Λογικό. Η Έλενα;»

«Έφυγε Σαράγεβο για σπουδές. Βιολογία; Βιοχημεία; Βιοτεχνολογία; Βιοκαύσιμα; θα σε γελάσω» απάντησε γελώντας ο Θανάσης.

«Υπέροχα. Ο άλλος ο χαμάλης, ο μάστορας;»

«Εξαφανισμένος. Αραιά και που κάνει κι από καμία εμφάνιση, αλλά μην φανταστείς τίποτα ιδιαίτερο. Ξεκομμένος κι αυτός».

«Αναμενόμενο. Η Νάντια;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Βασίλης.

«Ιδέα δεν έχω».

«Καλά, για τους άλλους δεν ρωτάω, δεν με νοιάζει κιόλας».

«Εσύ;» ρώτησε ο Θανάσης μα την απάντηση την ήξερε.

«Φευγάτος, παλιόφιλε. Φευγάτος».

Κατεβάστε το ebook εδώ ή διαβάστε το επόμενο μέρος της ιστορίας

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: