Βλέμματα νωχελικά. Σπασμένα. Συγχρονισμένες ανάσες, σαν να ‘ταν καιρό δουλεμένες. Το ασημένιο σταυρουδάκι είχε κολλήσει στο δέρμα της. Τράβηξε τζούρα ο Τάσος και του ζήτησε κι εκείνη. Την κοίταξε μελαγχολικά πριν της πασάρει το μισοκαπνισμένο τσιγάρο. Σμπαράλια όλα στο μυαλό του. Ούτ’ ήξερε τι έκανε, ούτε και γιατί το έκανε. Μόνο γνώριζε πως έπρεπε να το ‘χει κάνει χρόνια νωρίτερα.

Γέλασαν εκείνο το βράδυ. Μίλησαν σοβαρά με λέξεις που δεν είχαν ξεστομίσει ποτέ τους. Δαγκώθηκαν. Μάτωσαν τα χείλη τους. Σα να έκαναν κάποιο συμβόλαιο αίματος έμοιαζε εκείνο το φιλί. Έπεσε η ταμπέλα κι έσπασε, έγινε χίλια κόμμάτια. Έπεσαν μαζί της τα «πρέπει» και τα «θέλω», διαλύθηκαν κι αυτά. Συντρίμμια άφησε πίσω της εκείνη η μέρα κι αυτή που χάραζε θα έφερνε ακόμη περισσότερα.

«Έφταιγ’ ο καυγάς» συλλογίστηκε ο Τάσος, μα ήξερε πως έλεγε ψέματα για να καθησυχάσει τους φόβους του. «Έπρεπε να βάλω φρένο» σκέφτηκε η Νίκη μα δεν της πήγαινε η καρδιά να το υλοποιήσει. Έπρεπε να ‘ρθει εκείνη η στιγμή και να φύγει. Έπρεπε να φτάσει εκείνο το χάραμα και να το ζήσουν. Το χρωστούσαν στους εαυτούς τους και στα χρόνια που έκαναν παρέα. Το χρωστούσαν ακόμη και στο πρώτο φιλί που έδωσαν κάποτε.

«Ίσως να ‘ναι κι ο στρατός…» είπε ο Τάσος στον εαυτό του, ψάχνοντας μια διέξοδο από εκείνη την κατάσταση που άφησε πίσω της η στιγμή. «Ίσως να ‘ν’ ακόμη ένα όνειρο» προσπάθησε να διαβεβαιώσει την καρδιά της η Νίκη, για να μην τρομάξει και φύγει. Του έσφιξε το χέρι. Της χάιδεψε το μάγουλο. Χαμογέλασαν ταυτόχρονα. «Είναι πολλές;» τον ρώτησε ψιθυρίζοντας.

«Διακόσιες εβδομήντα τέσσερεις και χάραξε» της απάντησε νωχελικά.

Κόκκινα ήταν τα μάτια του. Έγραφε είκοσι τέσσερεις ώρες στο πόδι. Με πρωινό εγερτήριο και φρουρά. Με λεωφορείο στους δρόμους. Με την επιστροφή στο σπίτι του, ίσα για λίγες μέρες. Με τις ετοιμασίες για την έξοδο. Με εκκλησία για την ανάσταση. Με επίσκεψη στο ξενυχτάδικο του φίλου του για την κατάνυξη. Με τον καυγά. Με τα νεύρα. Με το κυνήγι στους δρόμους. Με το «έχεις πεθάνει για μένα». Με την βόλτα και την πλάκα που τράβηξε μακριά. Με το παθιασμένο φιλί. Με όλα.

Κόκκινα και τα δικά της μάτια, από την θλίψη. Της έλειπε απίστευτα και γι αυτό δεν έφταιγε ο στρατός αλλά η ίδια. Του έβαζε πάντα φρένο, το είχε δει όταν ήρθε και πέρασε η στιγμή. Ήταν πάντα εκεί, δεν του το είχε πει ποτέ, ούτε το είχε δείξει. Η καρδιά της μόνο ήξερε τι περνούσε και δεν ήθελε να το μάθει. Δεν ήθελε να τον στενοχωρήσει.

Ταυτόχρονα έκλεισαν τα μάτια τους κι αποκοιμήθηκαν, γερμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Ξημέρωνε Κυριακή.

Ξύπνησε απ’ την μυρωδιά της τσίκνας και του κάρβουνου ο Τάσος. Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. Χαμογελούσε μέσα στον βαθύ της ύπνο. Της χάιδεψε απαλά το μάγουλο κι ένιωσε πως κρατούσε στα χέρια του όλο τον κόσμο. «Σ’ αγαπάω, κουφετάκι» ψιθύρισε.

«Πώς με είπες;» μουρμούρισε η Νίκη μέσα στον ύπνο της.

«Κουφετάκι» της απάντησε.

Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Χαμογελούσε. Είχε γαληνέψει το πρόσωπό του κι είχε ηρεμήσει η ύπαρξή του. Της έμοιαζαν όλα τόσο διαφορετικά. Δεν είχαν καμία σχέση με κάθε άλλη φορά που είχαν ξαπλώσει στο ίδιο κρεβάτι. Είχε ακόμη γεύση το στόμα της απ’ το ουίσκι που έπινε το προηγούμενο βράδυ ο Τάσος και καπνό απ’ τα τσιγάρα του. Την έπιασε πανικός. Θυμόταν το βράδυ τους, κάθε στιγμή του, κάθε λέξη του, κάθε άγγιγμα. Θυμόταν ακόμη που του ‘χε πει ότι τον αγαπάει, όταν ξάπλωσαν ιδρωμένοι και κουρασμένοι. «Δεν γίνεται. Δεν το έκανα» σκέφτηκε η Νίκη που ‘χε αρχίσει να τρέμει. Μαζεύτηκαν όλες οι φοβίες πάνω της, σαν αρπακτικά που περίμεναν το θύμα τους να εξασθενίσει πριν το κατασπαράξουν. Ο φόβος της απώλειας. Αυτός ήταν που της έδωσε την χαριστική βολή. Αυτό την έκανε να ουρλιάξει.

«ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ!» του φώναξε. Του έσπασε το χαμόγελο με εκείνα τα λόγια. Ούτε που το σκέφτηκε ο Τάσος. Καυγά δεν ήθελε. Πετάχτηκε όρθιος κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Δυο – δυο κούμπωνε τα κουμπιά του πουκαμίσου. Της έριξε μια κλεφτή ματιά. Έκλαιγε άηχα έχοντας πάρει αγκαλιά ένα μαξιλάρι. Δεν χαιρετισε. Βγήκε απ’ το δωμάτιο. Έβαλε την γραβάτα στο γιακά του και πήγε προς την πόρτα.

«Καλημέρα, Τάσο» του έκοψε τη φόρα η φωνή της Ντίνας.

«Χριστός ανέστη» απάντησε εκείνος σαστισμένα.

«Να χαίρεσαι το όνομα… Το οποίο χάρηκες δεόντος χθες» συνέχισε η Ντίνα κι έπειτα σηκώθηε απ’ την θέση της και πήγε μπροστά του. Του έδεσε την γραβάτα και τον κοίταξε στα μάτια. Έσκυψε το κεφάλι του.

«Τραβα μέσα, ρε χαλβά, πιάσ’ την απ’ το μαλλί, φέρ’ την δυο σβούρες και ρίξ’ της και δυο σφαλιάρες να στρώσει το μυαλουδάκι της, που νομίζει ότι μπορεί να σε διώξει κιόλας!» του φώναξε η Ντίνα με το αυστηρό της ύφος.

«Μαμά!» ούρλιαξε η Νίκη. Δεν πτοήθηκε η Ντίνα, ούτε σήκωσε το κεφάλι του ο Τάσος. «Τι ‘ν’ αυτό ρε; Ντρέπεσαι; Μας πήρε τα αυτιά χθες με τα «σ’ αγαπάω» και τα «τι μου κάνεις» και τα «μην γυρίσεις στην άλλη» και τα τοιαύτα και σήμερα το πρωί, «σήκω φύγε;» Τόσο απλά;» συνέχισε το παραλήρημά της η Ντίνα.

«Άφησέ το» της είπε θλιμμένα ο Τάσος κι έκανε να φύγει.

«Τι ν’ αφήσω ρε;» τον ρώτησε κοφτά πιάνοντας το πηγούνι του και σηκώνοντας το κεφάλι του του. «Είστε σοβαροί;»

«Δεν έχει νόημα…»

«Δεν έχει;»

«Δεν έχει»

«Όπως αγαπάς, Τάσαρα» του είπε παραμερίζοντας. «Θα μιλήσουμε» της απάντησε ο Τάσος πριν βγει από το σπίτι. Έλυσε την γραβάτα, την έχωσε στην τσέπη του σακακιού και το ‘κοψε με τα πόδια για το άγνωστο.

Καπνούς έβγαζε η Ντίνα. Ούτε το κλάμα της κόρης της την μαλάκωσε, ούτε οι λυγμοί της. Μπήκε με φόρα στο δωμάτιο και την είδε κουλουριασμένη να κλαίει πάνω στο μαξιλάρι που είχε αγκαλιά.

«Μωρή; Τι σου ‘χα πει; Δεν σου ‘χα πει να μην παίζεις με τα συναισθήματα των ανθρώπων;» άρχισε να φωνάζει η Ντίνα.

«Άσε με μαμά» τραύλισε η Νίκη μέσα στον οδυρμό της.

«Τον αγαπάς τον χαλβά;»

«Μην τον λες χαλβά!»

«Χαλβάς είναι! Έπρεπε να σου δώσει μία να γυρίσει το μυαλό στην θέση του. Ένα ρεπό είπα να πάρω η χριστιανή κι όλο το βράδυ δεν μ’ άφήσατε να κοιμηθώ. Είπα χαλάλι. Είπα θα σηκωθείτε και θα σας φτιάξω να φάτε. Να το χαρείτε, μερα πού ‘ναι σήμερα. Κι εσύ τον έδιωξες!»

«Φρίκαρα ρε μαμά… Φρίκαρα, πώς να στο πω ρε μαμά μου;»

Το γνώριζε καλά εκείνο το φοβισμένο βλέμμα η Ντίνα. Το είχε δει αμέτρητες φορές στην ζωή της. Συνειδητοποίησε πως η Νίκη έκανε σαν μικρό και φοβισμένο παιδί που δεν μπρούσε να εκλογικέυσει μόνη της έναν φόβο. Πήγε και κάθισε δίπλα της. «Συζήτηση μαμάς – κόρης, επεισόδιο έχω χάσει το μέτρημα. Πες» της είπε χαλήνια καθώς την αγκάλιαζε.

«Μαλακία έκανα… Είχε… Νευρίασε χθες, χώρισε…»

«Και το εκμεταλλεύτηκες» την συμπλήρωσε η Ντίνα.

«Δεν ήθελα να το φτάσω μέχρι εκεί»

«Την αλήθεια».

«Εντάξει… Ήθελα».

«Τρία χρόνια σας πήρε να κάνετε σεξ. Μ’ αυτό τον ρυθμό. Χμ…» έκανε σκεφτικά η Ντίνα. Την κοίταξε με απορία και παράπονο η Νίκη. «Στα διακόσια πενήντα σας θα παντρευτείτε» κατέληξε. Προσπάθησε να γελάσει μέσα στο κλάμα της η Νίκη και το αποτέλεσμα ήταν τόσο παράξενο που έβαλε τα γέλια η Ντίνα. «Δεν έχεις σκοπό να βάλεις μυαλό, κόρη μου…»

Με στρατιωτικό ρυθμό βάδιζε ο Τάσος ανάμεσα στις ψησταριές και τα κλαρίνα που ‘χαν στηθεί στους δρόμους. Σκεφτόταν πόσο στραβά είχε αρχίσει η πασχαλινή του άδεια. Πέρασε μια βόλτα απ’ το καπιταλιστικό για να αλλάξει, δεν μπορούσε να συνεχίσει να φοράει το κοστούμι. Του είχε δώσει τα κλειδιά το προηγούμενο βράδυ ο Θανάσης για να μείνει εκεί τις μέρες που θα διαρκούσε η άδειά του.

Πέταξε τα κλειδιά στο γραφείο, έφτιαξε καφέ, ανέσυρε μερικά ρούχα απ’ τον σάκο του κι άλλαξε. «Το χθεσινό βράδυ…» μουρμούρισε κλείνοντας το πατζούρι. Συσκοτίστηκε το δωμάτιο, όπως και το μυαλό του. Άναψε τσιγάρο. Άρχισε να τρώει τα νύχια του. «Ε, ρε, γλέντια…» είπε κουνώντας το κεφάλι με απαξίωση για τον ίδιο του τον εαυτό και την ιδιοσυγκρασία του.

Το λεωφορείο είχε φτάσει στις δέκα και τέταρτο. Με ταξί έφυγε για να βρει τον Θανάση, να του πάρει τα κλειδιά, να πάει στο σπίτι και να ντυθεί για την βραδινή έξοδο. Λίγο πριν τις δώδεκα ήταν στα μαχαιρώματα. Μόνο αυτός και ο Θανάσης. Οι υπάλληλοι θα μαζευόντουσαν κατά τις μία. Έβαλαν να πιούν και να μιλήσουν. Τελευταία στιγμή την είχε πάρει την άδεια ο Τάσος, λόγω της ονομαστικής του εορτής. Ήθελε να κάνει έκπληξή στην Αλεξάνδρα του, να πάει το πρωί απ’ το σπίτι της και να ψήσουν μαζί. Είχε αποφασίσει πως δεν θα κοιμόταν αργά, πως θα πήγαινε να βοηθήσει το πρωί τον πατέρα της με το ψήσιμο. Δεν της είχε πει τίποτα, ούτε είχε κάνει κάποια νύξη. Της έστειλε μάλιστα και χρόνια πολλά, λέγοντας πως είχε υπηρεσία το πρωί κι ότι θα κοιμόταν.

Το αδιαχώρητο επικρατούσε εκείνο το βράδυ στο μαγαζί. Είχαν πιάσει τα παιδιά το γνωστό τραπέζι. Βοηθούσε κι ο Τάσος τον Θανάση που έτρεχε συνέχεια. Μέχρι που, λίγο πριν τις δύο, είδε την Αλεξάνδρα στο μαγαζί με την κολλητή της την Ελπίδα. «Κάνε μαλάκα να μην μ’ είδαν» είπε βιαστικά στον Θανάση καθώς πήγαινε να κρυφτεί στο τραπέζι τους που ήταν αποκομμένο από την κοινή θεά.

«Κοιμάσαι;» την έγραψε και την κοίταξε από απόσταση. Κοίταξε το κινητό της η Αλεξάνδρα, είπε κάτι στην Ελπίδα και περίμενε για μερικές στιγμές. «Ναι, έχω ξαπλώσει. Καληνύχτα Τασούλη μου» του απάντησε η Αλεξάνδρα πριν αφήσει το κινητό στο τραπέζι.

Κόλλησε το μυαλό του Τάσου. Πρώτη φορά την έπιανε να του λέει ψέματα με τόσο απροκάλυπτο τρόπο. Σηκώθηκε όρθιος και ίσιαξε την γραβάτα του. Έφυγε για να πάει να της μιλήσει. Του έπιασε την πάρλα κάποιος πελάτης στην διαδρομή και τον αποσυντόνισε. Μέχρι να ξεμπερδέψει μαζί του ο Τάσος, η Αλεξάνδρα είχε φύγει από το μαγαζί.

«Σάκη! Δωσ’ μου τα κλειδιά του αυτοκινήτου!» φώναξε ο Τάσος ενώ έτρεχε προς τον Θανάση που μιλούσε μ’ ένα σερβιτόρο.

«Τι έγινε;»

«Δώσε ρε τα κλειδιά και καίγομαι! Έφυγε η Αλεξάνδρα».

«Άσ’ τη μωρέ»

«Ρε μαλάκα, δεν καταλαβαίνεις; Θέλω τα κλειδιά του αυτοκινήτου και τα θέλω τώρα!» βρυχήθηκε ο Τάσος μέσα στα μούτρα του Θανάση. Πήρε τα κλειδιά κι έτρεξε προς το παρκινγκ. Κοίταξε γύρω του. «Κέρατο… Έφυγαν…» μονολόγησε. Μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο, έβαλε μπροστά και έφυγε τινάζοντας σκόνη και χαλίκια πίσω του. Βγήκε από το παρκινγκ του μαγαζιού και είδε ένα κόκκινο αυτοκίνητο να απομακρύνεται αργά. Το αυτοκίνητο της Ελπίδας. Έκανε παρέα μαζί της όσο καιρό ήταν με την Αλεξάνδρα και το ήξερε το αυτοκίνητο.

Το μαύρο σπορ αυτοκίνητο με τα σκούρα τζάμια ακολουθούσε τις δύο κοπέλες από απόσταση. Στην αρχή, η Ελπίδα, το κοίταζε ύποπτα, μα λίγα λεπτά αργότερα το έβγαλε τελείως από το μυαλό της. «Ψέματα μου είπε, το ηλίθιο το παιδί πως έχει σκοπιά αύριο!» φώναξε η Αλεξάνδρα μέσα στο αυτοκίνητο και η Ελπίδα έβαλε τα γέλια.

«Δεν τον ξέρεις τον Τάσο; Το πιθανότερο είναι να ήθελε να σου κάνει έκπληξη» της απάντησε η Ελπίδα κι ο Τάσος, πενήντα μέτρα πίσω τους, κρατιόταν με νύχια και με δόντια για να μην κολλήσει το πόδι του στο γκάζι.

Είκοσι λεπτά αργότερα, το αυτοκίνητο της Ελπίδας σταμάτησε δίπλα από ένα συνοικιακό πάρκο στην άλλη άκρη της πόλης, σε μια γειτονιά που δεν υπήρχε κανένας γνωστός. Ο Τάσος πάρκαρε το αυτοκίνητο, έσβησε τα φώτα, κατέβηκε, άναψε τσιγάρο κι έκανε πως μιλάει στο τηλέφωνο. Η νύχτα με τις σκιές της δεν επέτρεπαν στην Αλεξάνδρα και στην Ελπίδα, που καθόταν μέσα στο υποφωτισμένο αυτοκίνητο, να τον δουν. «Δίπλα απ’ τον φανοστάτη, μηδέν μυαλό» μουρμούρισε ο Τάσος μέσα στο σκοτάδι, τινάζοντας την στάχτη του στην άσφαλτο.

Ακριβώς την ίδια στιγμή που τίναζε την στάχτη του, η Νίκη, κάθισε στο τραπέζι απέναντι από τον Θανάση. «Ο Σούλης;» ρώτησε η Νίκη και ο Θανάσης την στραβοκοίταξε. «Το ξέρεις ότι μου την δίνει στα νεύρα αυτό το πράγμα και ξέρεις πόσες φορές έχω βρίσει την πρώην του. Μην το κάνεις κι εσύ» γκρίνιαξε ο Θανάσης στην Νίκη κι εκείνη, ενστικτωδώς, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά.

«Πήρε το αυτοκίνητο κι εξαφανίστηκε ακόμη δεν ήρθε;» τον ρώτησε η Νίκη και ο Θανάσης απάντησε με ένα νεύμα. «Δεν βοηθάς» συνέχισε η Νίκη μα ο Θανάσης δεν είπε τίποτα. Παρέμεινε σιωπηλός.

«Θα σου πω κάτι, αλλά δεν θα του το πεις, στο λόγο σου» είπε η Νίκη στον Θανάση που αναστέναξε. «Αφού το ξέρεις, αυτή η παρέα είναι οικογένεια κι έχει τον τρόπο της να διαχειρίζεται τις καταστάσεις που προκύπτουν» της απάντησε ο Θανάσης κι έπειτα σκέφτηκε πως έπρεπε να ενημερώσει την Νίκη για την φυγή του Τάσου. Εξ’ άλλου, ήταν οικογένεια, «η μόνη πραγματική οικογένεια που έχουμε» αυτό ήταν το μότο τους.

«Πήρε από πίσω την Αλεξάνδρα, ήρθε με μια φίλη της και…» ξεκίνησε να λέει ο Θανάσης μα βλέποντας το τρομαγμένο ύφος της Νίκης σταμάτησε.

«Κοκκινομάλλα, με αλογοουρά, ελάχιστα πιο κοντή από την Αλεξάνδρα, αδύνατη, με πιασίματα και μικρό στήθος;» ρώτησε η Νίκη κι ο Θανάσης έγνεψε καταφατικά λέγοντας, «Ναι, η Ελπίδα».

«Μπλέξαμε!» αναφώνησε η Νίκη κι έπιασε το κινητό της για να πάρει τηλέφωνο τον Τάσο. Ο Θανάσης την κοίταξε ύποπτα και της έπιασε το χέρι. «Πες μου που μπλέξαμε πριν τον πάρεις τηλέφωνο» της είπε κι η Νίκη το έκλεισε, μα δεν το άφησε στο τραπέζι.

«Ποιο βράδυ ήταν; Δευτέρα ή Τρίτη, θα σε γελάσω, σχόλασα από την δουλειά και πήγα να πάρω και την μαμά που είχε σχολάσει, ξέρεις, ένα αυτοκίνητο…»

«Στο δια ταύτα, Νίκη!» φώναξε ο Θανάσης που ήξερε πως αν την άφηνε να μιλάει θα κατέληγε σε κάποιο τελείως άσχετο θέμα.

«Πέτυχα την Αλεξάνδρα μ’ αυτή την γκόμενα να φιλιούνται σ’ ένα αυτοκίνητο. Το αστείο είναι πως δεν έδωσα καν σημασία, η Ντίνα με σκούντηξε να κοιτάξω και άρχισε τα δικά της, ξέρεις, ερωτεύεται ο κόσμος…» συνέχισε να μιλάει η Νίκη μα ο Θανάσης δεν την άκουγε πια, όπως δεν άκουγε και την μουσική. Είχε παγώσει ο κόσμος γύρω του. Κοίταζε την Νίκη που ανοιγόκλεινε το στόμα, μα δεν έδινε σημασία στα λεγόμενά της. «Μπλέξαμε…» σκέφτηκε ο Θανάσης.

«Που τις είδες;» ρώτησε κοφτά την Νίκη που σταμάτησε το παραλήρημά της και μισόκλεισε τα μάτια. «Κάπου κοντά στην δουλειά της μαμάς» του απάντησε η Νίκη.

«Στα προσφυγικά…» μουρμούρισε ο Θανάσης κι έβαλε το χέρι του στην τσέπη για να πάρει τα κλειδιά του και να πάει να μαζέψει τον Τάσο. «Που τα έχω τα ρημάδια;» άρχισε να βλαστημάει ο Θανάσης και η Νίκη τον κοίταξε παράξενα. «Τι ψάχνεις ρε;» τον ρώτησε κι ακριβώς εκείνη την στιγμή, ο Θανάσης συνειδητοποίησε πως ο Τάσος είχε φύγει με το δικό του αυτοκίνητο.

«Με αυτοκίνητο είσαι;» ρώτησε ο Θανάσης την Νίκη, κι εκείνη, σαν να διάβασε το μυαλό του, έβγαλε τα κλειδιά από την τσάντα της και σηκώθηκε από το τραπέζι. «Πάμε» είπε επιτακτικά η Νίκη κι ο Θανάσης την άφησε να οδηγήσει μιας κι εκείνη ήξερε την συνοικία καλύτερα απ’ τον ίδιο.

Στον δρόμο προσπάθησαν να τον πάρουν τηλέφωνο μα ο Τάσος δεν το σήκωνε. Είχε βάλει το κινητό στο αθόρυβο και έβλεπε, από απόσταση, τη μουγκή, για κείνον, ταινία που παιζόταν μέσα στο αυτοκίνητο της Ελπίδας. «Τι σκατά λένε, μου λες;» ρώτησε ο Τάσος τον εαυτό του μα δεν πήρε απάντηση.

«Δεν το σηκώνει ο βλάκας και φοβάμαι» μουρμούρισε ο Θανάσης μέσα στο αυτοκίνητο της Νίκης που προσπαθούσε μάταια να επικοινωνήσει με τον Τάσο.

«Είναι γερό σκαρί ο κοντός, δεν παθαίνει τίποτα» τον καθησύχασε η Νίκη.

Όλα έγιναν μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ο Τάσος έσκυψε για μία στιγμή για να ανάψει τσιγάρο και όταν το βλέμμα του επέστρεψε στο αυτοκίνητο της Ελπίδας, είδε τις δύο κοπέλες που ήταν μέσα να φιλιούνται με πάθος. Ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια του, χαστούκισε τον εαυτό του, σιγουρεύτηκε πως δεν κοιμόταν κι έπειτα, τα πόδια του, τελείως μηχανικά, ξεκίνησαν να βαδίζουν προς το αυτοκίνητο. Ο Τάσος δεν έλεγχε τίποτα πια, τα συναισθήματά του είχαν επικρατήσει της λογικής και όλες οι πράξεις του ήταν μηχανικές. Κοφτό περπάτημα, το τσιγάρο σφηνωμένο στα δόντια, γροθιές σφιγμένες. Έφτασε δίπλα από το παράθυρο του συνοδηγού και χτύπησε απαλά το τζάμι. Το φιλί κόπηκε και η Αλεξάνδρα γύρισε για να δει την αγριεμένη όψη του Τάσου να χαμογελάει χαιρέκακα. «Φύγε! Φύγε! Φύγε!» φώναξε η Αλεξάνδρα στην Ελπίδα κι εκείνη έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο και ξεκίνησε απότομα.

«Σας τσάκισα» σκέφτηκε ο Τάσος την στιγμή που τις είδε να φεύγουν κι έτρεξε πίσω στο αυτοκίνητο του Θανάση. Το έβαλε μπροστά και για καλή του τύχη τις είδε να στρίβουν σ’ ένα στενό. Ξεκίνησε ήρεμα και χώθηκε μέσα σ’ εκείνο το στενό, μα είχαν εξαφανιστεί. Προσπάθησε να κάνει στο μυαλό του ένα πλάνο της συνοικίας, να φέρει με το μάτι της φαντασίας του ένα χάρτη των δρόμων για να τις βρει, αλλά δεν το κατάφερε. «Περιφερειακή ή κέντρο» είπε ο Τάσος στον εαυτό του και άνοιξε το ράδιο. «Περιφερειακή» μουρμούρισε ο Τάσος, ξέροντας την Ελπίδα, γνωρίζοντας πως δεν θα της πήγαινε στο μυαλό να χαθεί μέσα στα στενά. Βγήκε στην περιφερειακή και τις είδε μπροστά του. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, το μυαλό του Τάσου συγχρονίστηκε με τον εγκέφαλο του αυτοκινήτου, πάτησε το γκάζι όσο έπρεπε και κόλλησε πίσω από το αυτοκίνητο της Ελπίδας.

Εκείνο, το καημένο κόκκινο οικογενειακό αυτοκίνητο, δεν είχε καμία απολύτως τύχη μπροστά στο σπορ αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Τάσος. Η Ελπίδα επιτάχυνε και κοίταξε τον καθρέφτη. Ο Τάσος βγήκε στο αντίθετο ρεύμα και κοίταξε το αυτοκίνητο δίπλα του. «Τρένο θα σας πάω, κοριτσάκι!» φώναξε ο Τάσος μα ο μόνος που τον άκουσε ήταν ο κινητήρας του που ούρλιαζε στις εφτάμισι χιλιάδες στροφές.

Του πέρασε απ’ το μυαλό να τις βγάλει από τον δρόμο, να προσπαθήσει με αυτό τον τρόπο να γιατρέψει την πληγωμένη του αξιοπρέπεια και τον σακατεμένο εγωισμό του, αλλά το ξέχασε την ώρα που είδε φώτα μπροστά του. Πλακώθηκε στα φρένα και χώθηκε πίσω από το αυτοκίνητο της Ελπίδας. Τότε κατάλαβε ακριβώς τι έκανε. Άνοιξε το παράθυρο του συνοδηγού και φώναξε «έχεις πεθάνει για μένα!» ενώ προσπερνούσε την Ελπίδα και την Αλεξάνδρα κι έπειτα βάλθηκε να τρέχει σαν τον παλαβό, πιστεύοντας πως δεν υπήρχε κανένα νόημα πια.

«Στα κομμάτια όλοι ρε!» φώναξε ο Τάσος, άνοιξε τέρμα το ραδιόφωνο κι έσκισε την νύχτα με τους θορύβους του αυτοκινήτου και την υπερβολικά δυνατή μουσική. Μόνο όταν είδε το κοντέρ να γράφει διακόσια σαράντα, κατάλαβε πως ούτε η ταχύτητα θα τον βοηθούσε. Οδήγησε μέχρι την άλλη μεριά της πόλης, όσο γρηγορότερα μπορούσε, και χώθηκε σε μια γειτονιά, σ’ εκείνη που έμενε η Αλεξάνδρα. Πάρκαρε το αυτοκίνητο σ’ ένα κάθετο στενό, πήρε τα τσιγάρα του και πήγε και κάθισε στην πιλοτή μιας πολυκατοικίας, απέναντι από το σπίτι της Αλεξάνδρας.

«Νίκη, χτενίσαμε όλη την γειτονιά. Τηλέφωνο δεν σηκώνει. Άσ’ το, ας γυρίσουμε στο μαγαζί κι ας έρθει μας βρει εκεί» είπε ο Θανάσης στην Νίκη που οδηγούσε νευρικά και διπλοτσέκαρε κάθε στενό για να βρει τον Τάσο.

«Δεν ανησυχείς καθόλου;» ρώτησε φωνάζοντας η Νίκη κι ο Θανάσης της έπιασε το χέρι. Εκείνη φρέναρε απότομα και όταν τον κοίταξε τα μάτια της είχαν κοκκινίσει. «Ανησυχώ, κολλητός μου είναι. Αλλά, τον ξέρεις κι εσύ, ίσως και καλύτερα από μένα, όταν έχει τα νεύρα του, του αρέσει να χάνεται για λίγο για να αποφορτίζει το μυαλό του» της απάντησε ο Θανάσης.

«Έχεις δίκιο» είπε η Νίκη κι έφυγε, μαζί με τον Θανάση, για το μαγαζί.

Ο Τάσος καθόταν και κάπνιζε περιμένοντας την Αλεξάνδρα. Μέσα στο μυαλό του όλα είχαν πολτοποιηθεί. Όνειρα, σκέψεις, αναμνήσεις, συναισθήματα. Δεν υπήρχε πια ούτε εκείνο της προδοσίας, είχαν καλυφθεί όλα από ένα μαύρο σύννεφο οργής που τον κατέκλυζε και του έδινε δύναμη. Πέρασε αρκετή ώρα πριν ακούσει εκείνο τον χτύπο των τακουνιών να πλησιάζει. «Πίσω δεν γυρνάω» είπε ο Τάσος στον εαυτό του. Σηκώθηκε και βγήκε στον δρόμο.

Η Αλεξάνδρα μαρμάρωσε στην μέση του δρόμου, τον κοίταζε αλλά δεν μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Δεν μπορούσε να δει πίσω από κείνη την ατσαλένια μάσκα που είχε σηκώσει ο Τάσος. Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε χωρίς γραβάτα, με μαζεμένα μανίκια και ανοιχτά κουμπιά στο πουκάμισο, να στέκει μπροστά της με σφιγμένες γροθιές, σαν ταύρος που περιμένει το κόκκινο πανί για να ορμήσει.

«Να σου εξηγήσω» του είπε ήρεμα η Αλεξάνδρα που είχε καταφέρει να πάρει το πιο γαλήνιο ύφος στον κόσμο, εκείνο το ύφος που στον Τάσο έμοιαζε με το σπίρτο που ήρθε για να ανατινάξει το κεφάλι του, έναν χώρο γεμάτο με εύφλεκτα υλικά.

«ΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ;» βρυχήθηκε ο Τάσος. Η φωνή του, από τα νεύρα, είχε αλλοιωθεί σε τέτοιο σημείο που δεν την αναγνώρισε ούτε και ο ίδιος. Η Αλεξάνδρα πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε σταθερά προς το μέρος του. «ΑΥΤΗ ΗΤΑΝ Η ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ, ΡΕ;» συνέχισε ο Τάσος με απερίγραπτη οργή που τροφοδοτούνταν από οποιαδήποτε άσχημη ανάμνηση υπήρχε στο μυαλό του. Προσπάθησε να ηρεμήσει και πίστεψε πως τα κατάφερε, πως η φωνή του δεν ακουγόταν πια απόκοσμα, πως δεν θα φώναζε.

«Σήκω φύγε κοριτσάκι. Φύγε και μην με ξαναενοχλήσεις, δεν το περίμενα ποτέ από εσένα. Εξαφανίσου από την ζωή μου. Πάρε τις αγάπες και τα ψέματα και παράτα με. Ο Τάσος πέθανε. Το κατάλαβες;» είπε ο Τάσος που δεν είχε καταλάβει ότι συνέχιζε να φωνάζει και η Αλεξάνδρα, τρομαγμένη, κλαψουρίζοντας, πήγε να τον αγκαλιάσει.

«Σ’ αγαπάω Τάσο» είπε μέσα στο κλάμα της η Αλεξάνδρα και το χέρι του Τάσου, εντελώς ασυναίσθητα, έφυγε και την χαστούκισε με τόση φόρα που η Αλεξάνδρα έχασε την ισορροπία της. Τελευταία στιγμή πρόλαβε να την πιάσει από το πουκάμισο και να την αφήσει απαλά στην άσφαλτο, για να μην σωριαστεί με το κεφάλι. Το λευκό της πουκάμισο άρχισε να βάφεται κόκκινο από το αίμα που έτρεχε από την μύτη της και τα δάκρυα κυλούσαν σαν ποτάμια στα μάγουλά της. Όχι από τον πόνο του χαστουκιού, μα από τον πόνο της συνειδητοποίησης.

Ο Τάσος μπήκε στο αυτοκίνητο και την κοίταξε από τον καθρέφτη. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, Αλεξάνδρα» είπε με όση ψυχραιμία κατάφερε να μαζέψει, έβαλε μπροστά και χάθηκε μέσα στην νύχτα.

Μια πόρτα άνοιξε και μια γυναίκα βγήκε στον δρόμο. Η Αλεξάνδρα δεν έδωσε σημασία, κοίταζε τον άδειο δρόμο και μουρμούριζε «σ’ αγαπάω» χωρίς να έχει συναίσθηση της πραγματικότητας. «Ξύπνησε ο πατέρας σου απ’ τις φωνές. Ελπίζω να έχεις καλή δικαιολογία» ακούστηκε η φωνή της μητέρας της και η Αλεξάνδρα, τρομαγμένα, γύρισε και την κοίταξε. Το μυαλό της άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς για να σκεφτεί μια ιστορία μιας και ο πατέρας της δεν θα μπορούσε να καταλάβει την αλήθεια. Σηκώθηκε από το δρόμο και μπήκε μέσα στο σπίτι. Τον είδε να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας με τα μάτια μισάνοιχτα και να την κοιτάζει αυστηρά.

«Ακούω» είπε κοφτά ο Φώτης όταν είδε την Αλεξάνδρα κι εκείνη έβαλε τα κλάματα. «Δεν έφταιγε ο Τάσος, μπαμπά…» ψέλλισε η Αλεξάνδρα μέσα στους λυγμούς της και ο Φώτης κούνησε νευρικά το κεφάλι του. «Το κατάλαβα. Και τα δόντια να σου έσπαγε, πάλι δεν θα έφταιγε» συνέχισε ο Φώτης και η Αλεξάνδρα τρόμαξε μήπως ο πατέρας της ήξερε κάτι.

«Βασιλική!» φώναξε ο Φώτης και η γυναίκα του τον κοίταξε με απορία. «Πήγαινε την να σουλουπωθεί και φτιάξε μου έναν καφέ!» συνέχισε.

«Είναι τέσσερεις το χάραμα, Φώτη μου, δεν θα ‘χεις ύπνο» τον μάλωσε εκείνη.

«Μικρή, σουλουπώσου, καθαρίσου κι έλα να μου πεις τι έγινε» είπε ο Φώτης στην Αλεξάνδρα κι εκείνη κλείστηκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα πίσω της.

«Τι να πω;» μονολόγησε ο Φώτης και άναψε μια σκαλιστή πίπα που ήταν στο τραπέζι. Η γυναίκα του πήγε να φτιάξει καφέδες, μα ο Φώτης σηκώθηκε και της έκανε νόημα να κάτσει. «Άφησέ τα ρε γυναίκα, θα μας φτιάξω εγώ καφέδες» είπε ο Φώτης.

«Ανάποδο πλάσμα» άρχισε να μουρμουρίζει ο Φώτης καθώς ανακάτευε τον καφέ σ’ ένα μπρίκι. «Τόσα χρόνια με ρεμάλια κι αλήτες, μια φορά βρήκε ένα καλό παιδί κι εκεί αυτή, πείσμα, να τον πατήσει κάτω. Μάλαμα παιδί, δεν το λέω εγώ, όλη η γειτονιά το λέει. Να τρέξει, να βοηθήσει, με τον καλό λόγο στο στόμα. Σεβάσμιο παιδί, του απαιτείς να σου μιλάει στον ενικό και το κάνει λόγο σεβασμού. Παιδί με αρχές. Και το δικό μας, το ηλίθιο, εκεί, να το τσακίσει το παιδί» συνέχισε το ανάθεμά του ο Φώτης.

«Πάρε το παιδί ένα τηλέφωνο, Φώτη μου, να μάθουμε τι έγινε» του είπε η Βασιλική την ώρα που ο Φώτης έφερνε τους καφέδες στο τραπέζι.

«Και να του πω τι, ρε γυναίκα;» αρπάχτηκε εκείνος και η γυναίκα του έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ντράπηκα ποτέ στην ζωή μου και κοίτα με, έφτασα εξήντα, δεν μου έμεινε τρίχα στο κεφάλι, άσπρισε το μουστάκι μου και ντρέπομαι για την μικρή» συνέχισε κι έπειτα έκανε μια μικρή παύση για να ρουφήξει τον καφέ του. «Το ντρέπομαι το παιδί, γυναίκα. Έχει φερθεί άψογα, υποδειγματικά. Έχει τιμή αυτό το παιδί. Έχει μπέσα. Ποιος ξέρει τι του ‘κανε η δικιά μας και τον έβγαλε εκτός εαυτού» κατέληξε ο Φώτης αναστενάζοντας.

Η Αλεξάνδρα, κλεισμένη στο δωμάτιό της, είχε πάρει ένα αρκουδάκι αγκαλιά κι έκλαιγε κουλουριασμένη στο κρεβάτι. Αισθανόταν άσχημα για την συμπεριφορά της απέναντί στον Τάσο, μα αυτό που την τσάκιζε πραγματικά ήταν τα λόγια του πατέρα της που έρχονταν από την κουζίνα.

Ο Τάσος μπήκε με πολύ φόρα στο ξενυχτάδικο, κάθισε στο τραπέζι και έδωσε τα κλειδιά στον Θανάση. Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι, το κατέβασε με την μία και το ξαναγέμισε. «Τι έγινε;» τον ρώτησε η Νίκη και ο Τάσος την αγριοκοίταξε. «Χώρισες;» ρώτησε ο Θανάσης και το βλέμμα του τάσου έπεσε στο ποτήρι με το ουίσκι. «Αναπόφευκτα» απάντησε ο Τάσος πίνοντας το ποτό μονορούφι κι έπειτα στράφηκε προς τον Θανάση.

«Πήγαινέ το για μπουζί, παίρνει την ψυχή στα χέρια στις αλλαγές» του είπε ο Τάσος, προσπαθώντας να αποφύγει το θέμα της Αλεξάνδρας. Ο Θανάσης έβαλε τα γέλια και είπε να ελαφρύνει λίγο το κλίμα.

«Αν σε σταμάταγαν και σ’ έγραφαν…» άρχισε να λέει ο Θανάσης, γελώντας, «… θα δήλωνα κλοπή. Έτσι για να σε τρέξω λίγο, όπως έτρεξες και το αυτοκινητάκι μου!» κατέληξε κι έπειτα είδε ένα  πελάτη να του σηκώνει το χέρι. «Πάω εγώ» είπε ο Τάσος και πάνω που έκανε να σηκωθεί, ο Θανάσης είχε ήδη φύγει.

«Χάλια;» ρώτησε η Νίκη τον Τάσο και τον αγκάλιασε.

«Χάλια; Μόνο χάλια» της απάντησε κοφτά ο Τάσος.

«Θα στο φτιάξω εγώ το κέφι Τασούλη» είπε γλυκά η Νίκη και ο Τάσος την στραβοκοίταξε. «Δεν με παρατάς κι εσύ ρε Νίκη; Στο έχω ξαναπεί, είμαι αγοράκι, μην παίζεις με την φωτιά γιατί στο τέλος θα καείς και δεν θα φταίω εγώ!» της είπε νευριασμένα και ήπιε και τρίτο ποτό μονορούφι. Βούτηξε το σακάκι που είχε παρατήσει στην καρέκλα δίπλα του και σηκώθηκε από το τραπέζι.

«Που πας;» τον ρώτησε η Νίκη.

«Σπίτι. Να κοιμηθώ. Να ηρεμήσω» της απάντησε ο Τάσος.

«Να σε πάω; Έχω το αυτοκίνητο της μαμάς» συνέχισε η Νίκη και ο Τάσος της έδωσε το χέρι και την σήκωσε από την καρέκλα της. Βγήκαν μαζί έξω από το μαγαζί και μπήκαν στο αυτοκίνητο της Νίκης.

«Θέλεις να πάμε για φαγητό πρώτα;» τον ρώτησε η Νίκη καθώς οδηγούσε, μα το μυαλό του Τάσου δεν λειτουργούσε σωστά, δεν σκεφτόταν λογικά και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε καμία σκέψη, παρά μόνο στο φιλί της Αλεξάνδρας και την προδοσία που βίωσε.

«Όχι» μουρμούρισε ο Τάσος

«Θέλεις να πάμε για ένα ποτό, κάπου ήρεμα, να μου πεις τι έγινε;» συνέχισε η Νίκη.

«Όχι» απάντησε ξανά ο Τάσος.

«Θέλεις…» άρχισε η Νίκη, μα ο Τάσος είχε ήδη αγριέψει. «Τι θέλεις Νίκη;» την ρώτησε φωνάζοντας.

«Εγώ;» του φώναξε και η Νίκη.

«Ναι, εσύ!»

«Αν σου πω πως θέλω εσένα, θα μου πεις πως είσαι αγοράκι και τα τοιαύτα» του απάντησε η Νίκη, προσπαθώντας να του φτιάξει το κέφι κι ο Τάσος ζύγισε εκείνη την πρόταση στο μυαλό του. «Φωτιά στα πάντα» σκέφτηκε πριν απαντήσει στην Νίκη.

«Αν θέλεις εμένα, σήμερα με έχεις» της απάντησε ο Τάσος και η Νίκη γύρισε και τον κοίταξε με απορία. «Η Ντίνα δουλεύει. Σπίτι μου;» ρώτησε τον Τάσο κι εκείνος της έγνεψε καταφατικά. Έκανε αναστροφή κι έφυγε για το σπίτι της.

Κοιτάχτηκαν σε κάποιο φανάρι και περίμεναν, και οι δύο, πως ο άλλος θα έβαζε φρένο σ’ όλη αυτή την «πλάκα» που είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Μπερδεμένος ήταν ο λογισμός της Νίκης καθώς τον παρατηρούσε. Κοίταζε ευθεία μ’ ένα τσιγάρο σφηνωμένο στα δόντια του και την όλη εικόνα συμπληρωνε το κόκκινο του φαναριού που του έδινε μια απόκοσμη όψη. Ανοιγμένο πουκάμισο και μανίκια μαζεμένα μέχρι το μπράτσο, σαν να ‘ταν κάποιος άλλος, όχι εκείνος που γνώριζε. Έπιασε το τσιγάρο με τρία δάχτυλα και το εκσφεντόνισε έξω από το παράθυρο. «Φύγε» της είπε κοφτά όταν άλλαξε χρώμα ο σηματοδότης. Έτριψε το φρεσκοξυρισμένο πηγούνι του. Έβαλε ταχύτητα η Νίκη και ξεκίνησε. «Μπλέξαμε» συλλογίστηκε.

Στριφογύριζε τις εικόνες στο κεφάλι του ο Τάσος, μα δεν έβγαζε κάποια άκρη. Αδυνατούσε να καταλάβει την αλληλουχία των γεγονότων που τον είχαν φέρει σ’ εκείνη την θέση. Πώς απ’ το ξενυχτάδικο και τα «χρόνια πολλά», έφτασε να είναι συνοδηγός σ’ ένα όχημα με προορισμό το σπίτι της. Τεχνικά ήταν χωρισμένος. Πρακτικά, δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν, ούτε τι βίωνε, ούτε τι ένιωθε, ούτε τι ήθελε. Ήταν βέβαιος πως η Νίκη θα το έκοβε όταν έφταναν σπίτι της και πως θα έπιαναν την πάρλα ύστερα. Δεν την αδικούσε για εκείνη της την στάση. Εκείνο το βράδυ είχε υιοθετήσει την αντίληψή της. Οι φίλοι μένουν, οι σχέσεις διαλύονται.

Το ραδιόφωνο έπαιζε παράξενες μουσικές που δεν είχε ξανακούσει η Νίκη. Άνοιξε την ένταση ο Τάσος όταν έπαιξε το «πίσω δε γυρνάω». Του έριξε ένα βλέμμα κλεφτό. Τον είδε να σιγοτραγουδάει. Το είχε ακούσει στο στρατόπεδο, στο walkman ενός συναδέλφου του. «… σήμερα, θλίψη μου, γιορτάζω» μουρμούρισε ο Τάσος.

Μουδιασμένοι ήταν και οι δύο όταν κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Άνοιξε με προσοχή την αυλόπορτα που έτριζε η Νίκη. Χώθηκαν στο σπίτι. Έπαιζε βουβά η τηλεόραση στο σαλόνι και το έκανε να μοιάζει ακόμη πιο παράξενο απ’ όσο ήταν. Τον έπιασε από το χέρι η Νίκη και τον τράβηξε στο δωμάτιο. «Θα μου πει ότι κάνει πλάκα και θα το κόψει» είπε άηχα στον εαυτό της. Έκλεισε την πόρτα πίσω της κι απέμεινε να τον κοιτάζει. Πρώτα, κοίταξε το ρολόι του για μερικές στιγμές. Έπειτα το έβγαλε. Το άφησε πάνω στο γραφείο της μαζί με το σακάκι. Δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει το άδειο από συναισθήματα πρόσωπό του, η Νίκη. Άναψε το φωτιστικό δαπέδου. Μισόκλεισε τα μάτια ο Τάσος. «Σβήσ’ τη, τη μαλακία, με στράβωσε» είπε κοφτά καθώς έβγαζε το πουκάμισό του. Έλυσε κορδόνια, έβγαλε τα παπούτσια, άναψε τσιγάρο και κάθισε στο στρώμα. Αναμμένο παρέμεινε το φωτιστικό. Πήγε δίπλα του η Νίκη.

«Θέλεις να μιλήσουμε;» ρώτησε ψιθυριστά η Νίκη

«Και τι να πούμε;» της γύρισε μελαγχολικά, έχοντας στεριώσει το βλέμμα του στην κάφτρα του τσιγάρου.

«Οτιδήποτε…»

Άρχισε να τρώει το νύχι του αντίχειρα ο Τάσος. Της έριχνε κλεφτές ματιές. Αμφιταλαντευόταν. Δεν ήταν η Νίκη που ήξερε απέναντί του, μα κάποια άλλη. Ήταν εκείνη η κοπέλα που την χάζευε, γέρνοντας λίγο το κεφάλι και χαμογελώντας ανεπαίσθητα. Ήταν εκείνη που δεν του ‘χε διαλύσει ακόμη την διάθεση, κολλώντας την ταμπέλα της φιλίας πάνω τους. Ήταν εκείνη που είχε πάρει αμέτρητες φορές με την φαντασία του, μα δεν είχε το θάρρος να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Ήταν το καταφύγιό του. Εκείνη που, χωρίς να το γνωρίζει, τον έστηνε ξανά στα πόδια του, κάθε φορά που γκρέμιζε κάτι την ζωή του. Εκείνη που δεν είχε αδυναμίες. Εκείνη που φώτιζε τον δρόμο που βάδιζε μόνος. Εκείνη και η σιωπηλή κραυγή της κάθε φορά που τον κοίταζε με παράπονο, πριν της χαιδέψει την πλάτη, πριν αγγίξουν τα χείλη τους, πριν του πει «φίλοι ρε;»

«Τι να πουμε…» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Τάσος κι ύστερα έβαλε το χέρι του πάνω στο μπούτι της. Τράβηξε μια καυτή τζούρα κι έσβησε το τσιγάρο. «Σου βάζω χέρι» προσπάθησε να αστειευτεί, μα δεν του βγήκε. Ήταν πολύ σοβαρό το ύφος του και ο τόνος του για να τον εκλάβει σαν πλάκα η Νίκη. «Βάλε μου» του απάντησε στον ίδιο τόνο. Άρχισε να καλπάζει η καρδιά του Τάσου. Είχε ήδη αποφασίσει πως εκείνο το βράδυ δεν θα έβαζε φρένο πουθενά, πως θα πήγαινε όσο μακριά τον άφηνε εκείνη να πάει. Περίμενε να τον σταματήσει και δεν ανοιγόταν πολύ. Γύρισε προς το μέρος της. Του χτύπησε το χέρι για να σταματήσει να τρώει τα νύχια του με στοργή, αλλά το άλλο του χέρι, δεν το μετακίνησε καθόλου. Της άρεσε εκείνο το χάδι. Ζύγισε το βλέμμα της ο Τάσος, αλλά δεν μπόρεσε να το αποκρυπτογραφήσει. «Ένα βήμα κάθε φορά» θυμήθηκε κάποια παλιά λόγια του φευγάτου καθώς το ρολόι του δωματίου μετρούσε σπαστικά τα δευτερόλεπτα.

Με την Αλεξάνδρα του έβγαινε το ρομαντικό. Το έψαξε μέσα του, προσπάθησε να το βρει και να το ανασύρει στην επιφάνεια, αλλά δεν υπήρχε πουθενά. Του ξυπνούσε άλλα ένστικτα η Νίκη, άγρια, παθιασμένα, τα οποία δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν απόρροια του καυγά και των νεύρων του, ή αν έτσι έβλεπε πραγματικά την Νίκη. Πήγε να πει κάτι κι έκανε σαρδάμ. Άλλο ξεκίνησε να λέει, άλλο κάτεληξε να θέλει να πει. Γέλασε η Νίκη με την γκριμάτσα του. «Πες» του ψιθύρισε γλυκά.

Χαμογέλασε με την σκέψη του ο Τάσος. Έσκυψε το κεφάλι για μερικές στιγμές. «Σου έχω πει ποτέ…» άρχισε, χαμογελώντας ανεπαίσθητα, πριν γυρίσει να την κοτιάξει, «… ότι έχεις κωλάρα;»

Πήρε το σκεφτικό της ύφος η Νίκη και κοίταξε απ’ την άλλη πλευρά. «Καλύτερη απ’ της Αλεξάνδρας;» τον πείραξε. Ήθελε να δει πού είχε σκοπό να το φτάσει ο Τάσος.

«Μακράν».

«Αφού δεν την έχεις δει πότε» συνέχισε η Νίκη μ’ ένα προσποιητά αθώο ύφος.

«Κόβει το μάτι μου».

«Ναι, αλλά, η Αλεξάνδρα είναι…»

«Για μπουνιές και κλωτσιές» την διέκοψε ο Τάσος. Δεν άλλαξε το ύφος του, ούτε αγρίεψε, ήθελε να το κάνει εκείνο το σχόλιο γιατί αυτό ένιωθε εκείνη την στιγμή. Δεν άξιζε ούτε την σημασία του η Αλεξάνδρα και γι αυτό ήταν πεπεισμένος πως δεν έφταιγε ο καυγάς, αλλά η συγκεκριμένη στιγμή.

Σηκώθηκε όρθια η Νίκη. Ήθελε να την δαγκώσει ο Τάσος, μα το έπνιξε μέσα του. Την κοίταξε όπως την είχε κοιτάξει πολλές φορές στο παρελθόν, μα δεν το έκανε στα κλεφτά, ούτε έβριζε τον εαυτό του για τις σκέψεις του. «Για δες» ψιθύρισε χαρωπά, αλλά ο Τάσος ήδη κοιτούσε. «Απίστευτη» της είπε μ’ ένα ονειρικό ύφος που δεν παρατήρησε κανείς από τους δύο.

«Σίγουρα κερδίζω στην σύγκριση;»

«Απόλυτα» μουρμούρισε ο Τάσος που δεν είχε ακόμη καταλάβει πως η Νίκη ξεκούμπωνε το παντελόνι της.

«Τι ροζ είναι αυτό; Σαν κουφέτο είσαι ρε!» σχολίασε, γελώντας, για το χρώμα του εσωρούχου, όταν το παντελόνι είχε φτάσει στα γόνατά της.

«Δεν ήξερα ότι θα κάνω σεξ σήμερα» του απάντησε πριν αρχίσει να το ανεβάζει ξανά.

«Το τραβάς και θα καείς…»

«Άντε ρε βλάκα! Τι θα μου κάνεις;» τον ρώτησε μόλις κάθισε ξανά δίπλα του.

«Θα σε δαγκώσω» δήλωσε με τελεσίδικο ύφος ο Τάσος.

«Δάγκωσέ με» του απάντησε αδιάφορα.

«Κουφετάκι; Μην με προκαλείς…»

«Όλο λόγια είσαι».

«Πάρ’ το πίσω».

«Όχι».

«Ακούς τι σου λέω;»

«Όχι» του είπε κοφτά. Το χαμόγελο προσμονής που ‘χε σχηματιστεί στα χείλη της, άλλαζε. «Άντε μωρέ βλάκα, τελείωνε! Τι περιμένεις;» συλλογίστηκε παραπονεμένα. Αυτό άρχισε να αποτυπώνεται και στην όψη της.

Δεν το κατάλαβε ο Τάσος, που πίστεψε πως εκείνη η στιγμή ήταν ακόμη μια απ’ αυτές που κοντραριζόντουσαν. Τα όρια τα είχαν ξεπεράσει απ’ την στιγμή που η Νίκη κατέβασε το παντελόνι της. «Το πολύ – πολύ, να φάω σφαλιάρα, κι όχι τίποτα άλλο, βαράει άσχημα» σκέφτηκε αναστενάζοντας. Έσκυψε προς το μέρος της και την κοίταξε με σκανταλιάρικο ύφος. Πριν προλάβει να καταλάβει τι γίνεται η Νίκη, της δάγκωσε το στήθος απαλά. Τον τράβηξε πάνω της. Σάστισε ο Τάσος για μια στιγμή, μη γνωρίζοντας πως θα εξελισσόταν η κατάσταση. Πήρε θάρρος απ’ το τράβηγμά της και συνέχισε να παίζει με τα δόντια του. Την έπιασε από την μέση. Σήκωσε την μπλούζα της. Ανατρίχιασε. Ήξερε πως δεν υπήρχε πια επιστροφή. Η Νίκη είχε κλείσει τα μάτια και πάλευε με τον εαυτό της για να μην του ορμήσει. Έπρεπε να το αφήσει να εξελιχθεί ομαλά, να μην του κόψει την φόρα. Είχε αποφασίσει πως δεν θα του την χάριζε εκείνο το βράδυ. Από την ώρα που της είπε πως αν τον ήθελε, θα τον είχε, ξέχασε φιλία, συζητήσεις, εικόνες και αναμνήσεις. Δεν ήταν πια φίλοι. Ήταν κάτι απροσδιόριστο.

Μπερδευόταν ο Τάσος που δεν την έβλεπε να αντιδρά, αλλά να είναι ένας παθητικός αποδέκτης των θέλω του. «Νίκη…» ψιθύρισε όταν της έβγαλε την μπλούζα και τραβήχτηκε από το στήθος της. Έτρεμαν τα χέρια του. Υποσυνείδητα γνώριζαν πως είχαν περάσει το σημείο απ’ το οποίο δεν υπήρχε επιστροφή. Εκείνος περίμενε την κίνησή της κι εκείνη καρτερούσε την συνέχεια. «Έλα» του είπε άηχα. Την πλησίασε ο Τάσος. Είχε βαρύνει η ανάσα του. Ένιωθε πως κάθε φλέβα του χτυπούσε με τόση δύναμη που θα έσκαγε. Την φίλησε στο λαιμό. Έπαιξε μαζί της. Το κατάλαβε η Νίκη. Κοντράριζε τον εαυτό της, μα όσο περνούσε η ώρα έχανε την άνιση μάχη των πρέπει με τα θέλω. Του όρμησε.

Βαθύ φιλί. Εξερευνητικό. Έμοιαζε με το πρώτο που είχαν δώσει. Δαγκώθηκαν. Μάτωσαν. Άγγιξέ τα πλευρά της. Του κατέβασε το χέρι πιο κάτω ενώ προσπαθούσε να γδυθεί στα τυφλά. Πήρε θάρρος ο Τάσος και την γύρισε πάνω στο κρεβάτι. «Βγάζε» τον διέταξε. Εκσφενδονίστηκαν τα ρούχα που ‘χαν απομείνει πάνω τους μέσα στο δωμάτιο. Πήγε να τον φιλήσει μα δεν πρόλαβε. Της δάγκωσε το κόκκαλο της λεκάνης. «Ναι, Τασούλη! Ναι!» φώναξε καθώς έσπρωχνε το κεφάλι του πιο κάτω.

Γέμισε ο νους του με ανοησίες. Άρχισε να κάνει συγκρίσεις την χειρότερη στιγμή. Ένιωθε πως απατούσε την Αλεξάνδρα. Τον πείραζε και δεν τον πείραζε ταυτόχρονα. Ένα κομμάτι του εγκεφάλου του υπαγόρευε τις κινήσεις του σώματός του κι ένα άλλο έβλεπε τις τραγικές διαφορές μεταξύ Νίκης και Αλεξάνδρας. Πίστευε πως απ’ την Νίκη έλειπε το πάθος και από την Αλεξάνδρα η κατανόηση. Κατάλαβε πως η Νίκη έκατσε και τον έμαθε όπως κανένας άλλος, αλλά η Αλεξάνδρα δεν νοιάστηκε ποτέ. Είδε πως η Νίκη είχε αλύγιστο χαρακτήρα, μα της έλειπε εκείνο το δειλό και όμορφο χαμόγελο της Αλεξάνδρας. Σκέφτηκε να κάνει πίσω και να το βάλει στα πόδια, όμως δεν είχε που να πάει. Τον έτρωγαν οι ενοχές για όλα τα βράδια που ‘χε πλαγιάσει με την Αλεξάνδρα και έβλεπε μπροστά του την Νίκη, όταν έκλεινε τα μάτια του. Εκείνη την στιγμή βρήκαν να ξεσπάσουν.

Η Νίκη πίστευε ακράδαντα πως ο Τάσος είχε μελετήσει την κάθε κίνηση, πως εκμεταλλευόταν όλα όσα του είχε πει για εκείνη, πως δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει τίποτα στραβά. Αμέτρητες φορές του είχε μιλήσει, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, για όσα της άρεσαν και όσα την εκνεύριζαν στο κρεβάτι. Μόνο εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να καταλάβει πως του μιλούσε τις στιγμές που ζήλευε. Το ίδιο ακριβώς έκανε και ο Τάσος. Η ζήλια τροφοδοτούσε την κόντρα που είχαν από τότε που γνωρίστηκαν και τίποτα άλλο. Πετάχτηκε πάνω, τον βούτηξε και τον φίλησε με πάθος. Τον ξάπλωσε στο κρεβάτι και ανέβηκε πάνω του. Σταμάτησε να χτυπάει η καρδιά του Τάσου για ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο. Μούδιασε όλο του το είναι την στιγμή της διείσδυσης. Άδειασε το μυαλό του, έχασε τις συγκρίσεις, έχασε τις σκέψεις, έχασε τον κόσμο. Πετάρισε τα βλέφαρα. Ήταν σίγουρος πως το ζούσε πραγματικά εκείνη την φορά. Ήταν σίγουρος πως δεν ήταν η Αλεξάνδρα εκείνη που κοίταζε, αλλά η Νίκη. Πήρε μπροστά η καρδιά του κι άρχισε να βαράει στα όριά της. Εκείνη ακριβώς την στιγμή που η Νίκη τον κοίταξε με το πιο αγριεμένο και ταυτόχρονα γαλήνιο βλέμμα που ‘χε δει.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή, η Νίκη ένιωσε περισσότερο ζωντανή από ποτέ. Πάγωσε ο χρόνος γύρω της, άλλαξε η αντίληψή της, σα να ‘χε πάρει κάποιο ναρκωτικό που επιβράδυνε την ζωή. Ήθελε να μείνει εκεί, σε μία στιγμή, μέσα στο χρόνο, να μην φύγει ποτέ, να την ζει συνέχεια. «Μωρό μου, σ’ αγαπάω!» του φώναξε πριν πέσει πάνω του κι αρχίσει να τον φιλάει.

«Μαμά… Ήταν μαγικό… Μαγικό σου λέω» μουρμούρισε η Νίκη που ‘χε κουρνιάσει στην καρέκλα της κουζίνας, πίνοντας καφέ και προσπαθώντας να βγει από την στεναχώρια της.

«Το κάνουν τα συναισθήματα μαγικό. Δεν είναι από μόνο του, το ρημάδι».

«Φοβήθηκα ότι θα τον έχανα το πρωί. Ήταν τόσο όμορφος…»

«Ο Τασάρας; Όμορφος; Πάει, είσαι ερωτευμένο. Τόσα χρόνια στο έλεγα, αλλά που ν’ ακούσεις εσύ» την διέκοψε η Ντίνα.

«Ήρεμος… Γαλήνιος. Με κοιτούσε μ’ ένα τρόπο, απερίγραπτο. Τι θα κάνω ρε μαμά;» γκρίνιαξε η Νίκη που δεν είχε δώσει σημασία στα λόγια της μητέρας της.

«Θα τον πάρεις τηλέφωνο, θα του ζητήσεις συγγνώμη, θα του εξηγήσεις τι σε φόβισε και γιατί αντέδρασες έτσι. Δεν είναι χαζός, θα καταλάβει. Άντε, μπας και σταματήσετε να κοντράρεστε σαν καψουρεμένο ζευγαράκι. Που, δηλαδή, καψουρεμένοι είστε, ζευγαράκι δεν είστε. Ακόμα»

«Ούτε και θα γίνουμε. Χωρίζουν τα ζευγάρια, μαμά…»

«Και; Τι μ’ αυτό; Και οι φίλοι μαλώνουν. Πόσα χρόνια έχεις να μιλήσεις με τα κορίτσια από το σχολείο».

«Άλλο αυτό…»

«Δεν είναι άλλο. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Και να σου πω κάτι; Φταις! Μάλιστα, κυρία μου, φταις! Που χώρισε χθες, φταις! Ας μη του ‘κανες τη δύσκολη τόσα χρόνια κι ας μη τον ευνούχιζες τον χριστιανό, να ‘ταν δικός σου, να μην έσκαγες τώρα. Αλλά, πού εσύ; Και που θα γυρίσει πάλι στην άλλη κι εκεί θα φταις! Άντε, τελείωνε, παρ’ τον τηλέφωνο!» την μάλωσε η Ντίνα πριν αρχίσει να μουρμουράει μόνη της.

«Ηλίθιες, παιδί μου, τι περιμένεις; Ηλίθιες είσαστε οι περισσότερες και όλα αρχίζουν απ’ το σεξ… Ακούς την κάθε κάργια να έχει προβλήματα με τον σύζυγο και σου έρχεται να της πεις, «να μην τον παντρευόσουνα μωρή», αλλά δεν το λες. Σου λένε, «δε λέγονται αυτά». Οι ντροπές μας τρώνε. Οι ντροπές. Και ‘σενα η ντροπή σε τρώει τώρα. Τάχα μου σ’ είδε γυμνή και δεν μπορείτε να ‘στε φίλοι τώρα. Λες κι ήσασταν ποτέ φίλοι…»

«Ξεκαθάρισε τι θέλεις μέσα στο μυαλό σου και μίλα του. Τσακίστηκε που τσακίστηκε το παιδί, τον τσάκισες κι εσύ, άθελά σου μεν, αλλά τον διέλυσες το πρωί με τον τρόπο σου. Αυτός ήταν δίπλα σου όταν τον είχες ανάγκη. Του το χρωστάς, σαν φίλη» κατέληξε η Ντίνα.

Η Αλεξάνδρα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ξεκλείδωσε την πόρτα του δωματίου και βρήκε την μητέρα της, απ’ έξω, να την κοιτάζει χαμογελαστά. «Ξεκουράστηκες;» την ρώτησε η Βασιλική, μα η Αλεξάνδρα δεν αποκρίθηκε. Πήγε στο μπάνιο, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και γύρισε στο δωμάτιο. Πήρε το κινητό της στα χέρια για να στείλει το καθιερωμένο μήνυμα για καλημέρα στον Τάσο, μόνο που εκείνη την στιγμή πάγωσε. «Μπουζούκια. Φυγή. Πάρκο. Φιλί. Κυνήγι. Σφαλιάρα. Χωρίσαμε» είπε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας τον καθρέφτη και βούρκωσε. Το τηλέφωνο χτύπησε και η Αλεξάνδρα το σήκωσε σπασμωδικά πιστεύοντας πως είναι ο Τάσος.

«Τασούλη μου;» ρώτησε στο τηλέφωνο η Αλεξάνδρα.

«Εγώ είμαι» της απάντησε η Ελπίδα και μια μία στιγμή επικράτησε απόλυτη σιγή. «Μιλήσατε;» την ρώτησε η Ελπίδα και η Αλεξάνδρα κοίταξε το είδωλό της που δεν είχε σταματήσει να δακρύζει.

«Δεν πρόκειται να μου μιλήσει» της απάντησε.

«Κρίμα» είπε θλιμμένα η Ελπίδα.

«Δικό μου λάθος» συνέχισε η Αλεξάνδρα κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο. Ούτε που κατάλαβε το κουδούνι, ούτε που άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει. Κοίταξε το ρολόι και είδε πως ήταν περασμένες δύο. Παραξενεύτηκε. Δεν περίμεναν κανένα.

Ο Τάσος, με μαύρα μάτια από την θλίψη περισσότερο, παρά από την αϋπνία, βγήκε στον μπαλκόνι και είδε τον Φώτη να ρεμβάζει κοιτάζοντας τα λουλούδια του. «Τσιπουράκι, Τάσο;» ρώτησε ο Φώτης μόλις τον είδε να κάθεται και να ανάβει τσιγάρο.

«Ξέρω ‘γω; Δεν κατεβαίνει τίποτα…» του απάντησε σκεφτικά ο Τάσος.

«Μπορείς να μου πεις γιατί σηκώσατε όλη την γειτονιά στο πόδι εχθές;» μπήκε κατ’ ευθείαν στο θέμα ο Φώτης κι ο Τάσος που προσπαθούσε να ξεχάσει τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας, αναστέναξε.

«Κέρατο;» επέμεινε ο Φώτης. «Άστο, κυρ-Φώτη. Άστο. Τελειώσαμε με την Αλεξάνδρα. Εγώ τον λόγο μου τον τιμάω, ήρθα να πιούμε το τσιπουράκι μας κι αυτό είναι όλο. Αν δεν σ’ έδινα το λόγο μου, δεν θα με ξαναβλέπατε και το ξέρεις» του απάντησε ο Τάσος και έπιασε το τσίπουρο απ’ το τραπέζι. Γέμισε ένα ποτήρι και ήπιε λίγο. «Έτσι, για το καλό» είπε στον Φώτη που τον κοίταζε να πίνει τσίπουρο.

Η Αλεξάνδρα άκουσε την φωνή του Τάσου και το μυαλό της σταμάτησε να δουλεύει. «Αν τον ζορίσει ο μπαμπάς θα μιλήσει κι αν μιλήσει κάηκα!» σκέφτηκε η Αλεξάνδρα κι άρχισε να παραχώνει ρούχα σ’ ένα σάκο. Προσπάθησε να μαζέψει τα πράγματά της αθόρυβα, να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο και ταυτόχρονα πάλευε για να ακούσει την συζήτηση του πατέρα της με τον Τάσο.

Έξω στο μπαλκόνι, ο χαμένος στις σκέψεις του Τάσος, γύρισε και κοίταξε τον Φώτη. «Έχει σημασία ο λόγος που χωρίσαμε;» τον ρώτησε, γνωρίζοντας πολύ καλά τις απόψεις του Φώτη. Μεγαλωμένος μέσα στον ρατσισμό και την ξενοφοβία, φοβόταν τόσο πολύ το κάθε τι διαφορετικό που δεν το ανεχόταν. Ίσως να έφταιγαν και τα γηρατειά ή που ήταν μεγαλωμένος σ’ άλλη εποχή με άλλες αρχές. Μα ο Τάσος ήξερε πως αν μιλούσε θα γινόταν χαλασμός μέσα στο σπίτι.

«Έχει» του απάντησε ο Φώτης.

«Δεν έχει» επέμεινε ο Τάσος.

«Αλεξάνδρα!» φώναξε ο Φώτης και η Αλεξάνδρα έκλεισε τον σάκο και τον έβαλε πάνω στο κρεβάτι της. Βγήκε στην βεράντα, κοιτάζοντας υπεροπτικά τον Τάσο και τον πατέρα της. Όσο κι αν ήθελε να ζητήσει μια συγνώμη από τον Τάσο, τόσο δεν την άφηνε ο εγωισμός της. Ήθελε να αφήσει την κατάσταση να εξελιχθεί μόνη της μιας και μόνο έτσι υπήρχε μια μικρή πιθανότητα να μην γίνει τίποτα.

«Ορίστε» είπε η Αλεξάνδρα.

«Γιατί σηκώσατε την γειτονιά στο πόδι;» ρώτησε ο Φώτης ήρεμα.

«Να ρωτήσεις τον γαμπρούλη σου» του απάντησε η Αλεξάνδρα, βασιζόμενη στον Τάσο που δεν την είχε προδώσει ποτέ και της είχε δώσει τον λόγο του γι αυτό.

«Καλά είπα εγώ, και τα δόντια να της έσπαγες, δίκιο θα είχες. Δεν σέβεται τίποτα…» μουρμούρισε νευριασμένα ο Φώτης μόλις έφυγε η Αλεξάνδρα. Έπειτα στράφηκε προς τον Τάσο. «Είσαι άντρας ρε;» τον ρώτησε και ο Τάσος έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του.

Κρύος ιδρώτας έλουσε την Αλεξάνδρα που είχε επιστρέψει στο δωμάτιο. «Κατάπιε το και μην μιλήσεις, σε παρακαλώ, μην μιλήσεις» έλεγε από μέσα της η Αλεξάνδρα και προσευχόταν να μην ανοίξει το στόμα του ο Τάσος, μα η προσευχή της δεν εισακούστηκε. «Εμένα, κυρ-Φώτη, ο Θεός, μπορεί να μην μου έδωσε μπόι…» άκουσε η Αλεξάνδρα την μόνιμη ατάκα του Τάσου, την ατάκα που πέταγε κάθε φορά που κάποιος τον έθιγε για το ύψος του ή για τον ανδρισμό του.

«… αλλά αρχίδια μου ‘χει δώσει! Θες να μάθεις; Άκου τα κι εσύ!» φώναξε ο Τάσος και ήπιε μονοκοπανιά το τσίπουρό του. «Τώρα μιλάμε σαν άντρες» του απάντησε χαμογελαστά ο Φώτης κι άρχισε να ακούει την αφήγηση του Τάσου. Ξενυχτάδικο, καταδίωξη· ο Τάσος ήταν όσο πιο περιγραφικός γινόταν για να καταφέρει στο τέλος να αλλάξει την κατάσταση. Μόνο που, μέσα στα νεύρα του, δεν φρέναρε την τελευταία στιγμή, την στιγμή του φιλιού. «Φιλιόταν με κάποιον στο αυτοκίνητο» κατέληξε ο Τάσος κι ύστερα συνειδητοποίησε πως του είπε ότι το αυτοκίνητο ήταν της Ελπίδας. Ο Φώτης πήγε να τον διακόψει αλλά ο Τάσος συνέχισε.

«Το έσωσε» σκέφτηκε ανακουφισμένη η Αλεξάνδρα που άκουγε την συζήτηση στο δωμάτιό της.

«Ποιος ήταν στο αυτοκίνητο της Ελπίδας;» ρώτησε ο Φώτης στο τέλος της αφήγησης. «Δεν ξέρω» του απάντησε ο Τάσος και έκανε υπερπροσπάθεια για να βρει μια δικαιολογία, να πει κάτι για να σώσει την κατάσταση. «Ήμουν θολωμένος, δεν είδα, δεν άκουσες, κόντεψα να σκοτωθώ χθες» του είπε ο Τάσος κοφτά αλλά ο Φώτης δεν τον πίστεψε. Άρχισε να παίζει με το μουστάκι του και να ενώνει τα κομμάτια του πάζλ, τα κομμάτια της αφήγησης του Τάσου. Λίγο πριν καταλάβει τα πάντα ο Φώτης, ο Τάσος τον είδε να κοκκινίζει. «Την κάτσαμε» σκέφτηκε ο Τάσος, δευτερόλεπτα πριν σηκωθεί ο Φώτης από την θέση του.

«Γυναίκα!» ούρλιαξε ο Φώτης και ο Τάσος μπήκε μπροστά του. «Όχι, κυρ-Φώτη. Όχι! Χέρι σε γυναίκα όχι, σταυρό κουβαλάω από χθες!» του είπε ήρεμα ο Τάσος και τον έσπρωξε να καθίσει κάτω, αλλά ο Φώτης δεν είχε σκοπό να ηρεμήσει.

«Γυναίκα; Ποια γυναίκα; Γυναίκα είναι αυτή; Δεν είναι κόρη μου! Βασιλική! Να της πεις να φύγει τώρα!» συνέχισε ο Φώτης που προσπαθούσε να μπει μέσα στο σπίτι για να διώξει την Αλεξάνδρα, αλλά όλοι ήξεραν τι θα γινόταν όταν, αναπόφευκτα, η Αλεξάνδρα θα τον νευρίαζε περισσότερο.

Ο Φώτης έσπρωξε τον Τάσο μέσα στο σπίτι κι εκείνος στάθηκε σαν τοίχος μπροστά του. Γύρισε και κοίταξε για μια στιγμή την Αλεξάνδρα στα μάτια. «Σήκω φύγε, φύγε μέχρι να ηρεμήσει» σκέφτηκε ο Τάσος κοιτάζοντάς την κι έπειτα γύρισε στον Φώτη. «Ηρέμησε κυρ-Φώτη, ηρέμησε μην θα πάθεις τίποτα κι έχουμε κι άλλα!» του φώναξε ο Τάσος.

Η Αλεξάνδρα, σαν να άκουσε την φωνή του Τάσου μέσα στον χαμό, να της ψιθυρίζει στο αυτί «φύγε μέχρι να ηρεμήσει. Δεν μίλησε καθόλου, πήρε βιαστικά τον σάκο που είχε ετοιμάσει και έφυγε τρέχοντας από το σπίτι.

Τρεις ώρες του πήρε του Τάσου για να ηρεμήσει τον Φώτη που κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό από τα νεύρα του. «Τη χάσαμε τη μέρα» μουρμούρισε ο Τάσος και ο Φώτης έγνεψε καταφατικά. Συνέχισαν να πίνουν τσίπουρα μέχρι που σκοτείνιασε κι άναψαν τα πρώτα φώτα στα σπίτια.

«Ηρέμησες;» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του Φώτη που είχε βγει στον κήπο και τον κοίταζε. «Ηρέμησα, γυναίκα, ηρέμησα» της απάντησε ο Φώτης.

«Αλλοίμονό σου, Φώτη, αν πάθει κάτι το παιδί. Αυτό σου λέω μόνο. Αλλοίμονό σου. Ποντικοφάρμακο στο φαγητό θα σου ρίξω» απάντησε θυμωμένα η Βασιλική και μπήκε ξανά στο σπίτι.

«Θα φύγω, έχω διακόσια πράγματα να κάνω» μουρμούρισε ο Τάσος κοιτάζοντας το ρολόι του. «Είναι νωρίς ακόμα» του είπε ο Φώτης και ο Τάσος γέλασε. «Δεν φταις εσύ, Τάσο…»

«Κανένας δεν φταίει» τον διέκοψε ο Τάσος.

«Όλοι φταίμε» του απάντησε εκείνος

«Δεν πας για ύπνο, κυρ-Φώτη; Χάλια είσαι» του είπε κοφτά ο Τάσος και ο Φώτης σηκώθηκε από την καρέκλα κι έφυγε. «Έχει λίγο ακόμη, ας το πιώ» σκέφτηκε ο Τάσος και ξαναγέμισε το ποτήρι του. Κοίταζε τον ήλιο που έδυε και τις τριανταφυλλιές στο μπαλκόνι και προσπαθούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατό να εκτροχιαστεί η ζωή του σε μία και μόνη μέρα. Σε λιγότερο από εικοσιτέσσερις ώρες.

«Με πήρε η μπάλα και με κύλισε άσχημα» μουρμούρισε αναστενάζοντας ο Τάσος. Η Βασιλική πήγε κοντά του με έναν καφέ στα χέρια της. Τον άφησε μπροστά του κι έπειτα κάθισε δίπλα του.

«Τι θα κάνουμε μ’ αυτό το παιδί;» αναρωτήθηκε δυνατά η Βασιλική κι ο Τάσος κάγχασε. «Πες εσύ, κυρά-Βασιλική, γιατί εγώ δεν βγάζω άκρη» αποκρίθηκε.

«Δεν το σηκώνει το τηλέφωνο σε μένα. Νομίζει, και με το δίκιο της η κόρη μου, πως πήρα πάλι το μέρος του πατέρα της. Αν μιλήσεις, σε παρακαλώ, κάνε μου ένα τηλέφωνο, να μην ανησυχώ» του είπε κι ο Τάσος χαμογέλασε. «Μην ανησυχείς, κυρά-Βασιλική. Εγώ είμαι εδώ» της απάντησε ο Τάσος.

«Εγώ το ξέρω. Εσύ δεν το ξέρεις» του απάντησε εκείνη κι εκείνα λόγια ο Τάσος τα κατάλαβε κοιτάζοντας τον ορίζοντα μπροστά του.

Όταν χτύπησε το κουδούνι του Βασίλη, εκείνο το μεσημέρι, αναθεμάτισε πριν ανοίξει την πόρτα. Αντίκρισε την Αλεξάνδρα να κλαίει κρατώντας έναν σάκο κι απόρησε. Την έβαλε μέσα. Της είπε να καθίσει στον καναπέ. Της πήγε νερό. «Θα πάθεις αφυδάτωση, ηλίθια, σταμάτα πια να κλαις, εντάξει, χωρίσατε, δεν πέθανε και κανένας» της είπε όταν είδε κι απόειδε, ώρα αργότερα, επειδή δεν είχε καταφέρει να την ηρεμήσει.

«Η Χριστίνα;» ρώτησε δειλά η Αλεξάνδρα.

«Η Χριστίνα ας πιεί κανένα βυτίο ξύδι να ξεθυμώσει κι ύστερα θα τα ξαναπούμε. Όποτε θυμάται είναι εδώ κι όποτε θυμάται χωρίζει μόνη της.

«Βασίλη… Η Χριστίνα… Σ’ αγαπάει πολύ γι αυτό…»

«Δεν θέλω να το συζητήσω. Τι σκατά έγινε κι είσαι έτσι, μου λες;»

Έπιασε την αφήγηση η Αλεξάνδρα και του τα είπε περιληπτικά. Χτύπησαν κόκκινο τα νεύρα του Βασίλη όταν η Αλεξάνδρα χαρακτήρισε εκείνο το φιλί ως ένα ατυχές συμβάν.

«Ατυχές; Ξέρεις, κούκλα μου, τι σημαίνει ατυχές ή το είπες για να το πεις; Δηλαδή, εντάξει, ρε γαμώ την αμαρτία μου, πόσο ηλίθιοι είστε όλοι και γιατί σας κάνω ακόμη παρέα. Μπορείς να μου το εξηγήσεις αυτό;»

Έκανε να μιλήσει η Αλεξάνδρα μα δεν την άφησε ο Βασίλης. Βούτηξε το τηλέφωνο από το τραπεζάκι. «Έλα ρε, ρε, ρε, τι να σε πω ρε, ρε! Εδώ είναι. Δεν με νοιάζει, κοντέ. Κόψε το λαιμό σου. Έχω αρκετά δικά μου στο κεφάλι μου. Καλά. Καλά, ναι, σκάσε» κατέληξε πριν κλείσει το τηλέφωνο και γυρίσει προς το μέρος της. «Προσπαθεί να ηρεμήσει τον πατέρα σου.

«Ο καλός μου…»

«Ο μαλάκας σου, θέλεις να πεις!»

«Βασίλη…»

«Τι, Βασίλη;  Έχεις καταλάβει τι έχει γίνει; Γιατί, ο Τάσος, δεν το έχει πάρει χαμπάρι ακόμη και κάποια στιγμή θα το πάρει. Πώς στο διάολο συνάδουν οι παράλληλες σχέσεις με το «ο καλός μου;» Μπορείς να μου εξηγήσεις;» την ζόρισε ο Βασίλης που είχε αρχίσει να φορτώνει άσχημα, κυρίως με την συμπεριφορά της Αλεξάνδρας και τον τρόπο που έδειχνε πως αντιμετωπίζει τα πράγματα.

«Το τελείωσα σήμερα» είπε με απολογητικό τόνο.

«Αυτό πες το στον Τάσο. Όχι σε εμένα».

«Θα του το πω».

Χαμένος και σκεφτικός ήταν ο Βασίλης όταν άνοιξε την πόρτα στον Τάσο και του έκανε νόημα να μην μιλήσει. «Την έβαλα για ύπνο. Σερνόταν από την στεναχώρια» του ψιθύρισε. Έκλεισε την πόρτα του υπνοδωματίου κι ύστερα κάθισε μαζί με τον Τάσο στο σαλόνι. «Ακούω» έκανε κοφτά ο Βασίλης.

«Αύριο μπαίνω. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα δεν ξέρω τι να κάνω…»

«Στο «όπως ήρθαν», συμπεριλαμβάνεται και το σεξ με την Νίκη;»

«Που το ξέρεις αυτό;» ψιθύρισε νευριασμένα ο Τάσος.

«Αρκεί που το ξέρω. Δωσ’ της πόδι, Τάσο, και μείνε με την Νίκη».

«Δεν μπορώ»

«Γιατί; Την αγαπάς;»

«Ναι».

«Όχι ότι την λυπάσαι, ε;»

«Όχι».

«Ξέρεις τι ήταν το χθεσινοβραδινό, Τάσο; Ένα ατυχές συμβάν. Έτσι μου είπε το μεσημέρι. Κάτι που έγινε σε λάθος στιγμή ή με λάθος τρόπο. Συμβάν. Το αντιλαμβάνεσαι; Κάνε ό,τι θες, ούτε με νοιάζει, ούτε μ’ ενδιαφέρει. Την γνώμη μου την είπα. Τράβα ξύπνα την και πάτε όπου θέλετε» κατέληξε ο Βασίλης.

«Ρε συ, φευγάτε…»

«Ωχ…»

«Βόηθα ρε παλιόφιλε» τον παρακάλεσε ο Τάσος.

«Κοίτα μην τσακιστείς. Αυτό σου λέω μόνο» του απάντησε πριν αρχίσει να στρώνει ένα υποτυπώδες σχέδιο για τον τρόπο που έπρεπε να κινηθούν.

Ξετίναξε τις οικονομίες του ο Τάσος, πήρε και δανεικά απ’ τον Θανάση και νοίκιασε σπίτι. Για την ακρίβεια, του το νοίκιασε ο Βασίλης. Εγκαταστάθηκε εκεί η Αλεξάνδρα και έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα για να πάρει το πτυχίο της. Δεν τραβούσε η σχέση μα δεν ήθελε να το αποδεχτεί κανένας από τους δύο. Μέχρι που έφτασαν τα Χριστούγεννα κι έπρεπε να γραφτεί η τελευταία πράξη σ’ εκείνο το κακόγουστο αστείο που ‘χε κρατήσει ακριβώς ένα χρόνο.

Ο κυνισμός του Τάσου είχε φτάσει πια σε άλλα επίπεδα. Είχε άδεια απ’ τον στρατό και δούλευε τα βράδια στο ξενυχτάδικο εκείνα τα Χριστούγεννα. Μόνο ένα βράδυ πήρε ρεπό κι έμεινε σπίτι. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι μαζί με την Αλεξάνδρα. Τον αγκάλιασε κι εκείνος την στραβοκοίταξε χαμογελώντας χαιρέκακα. «Έχει ορεξούλες το μωρό μου; Να πας αλλού!» της έφτυσε κατάμουτρα και ο καυγάς φούντωσε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Η Αλεξάνδρα ούρλιαζε και ο Τάσος, αδιαφορώντας, ντύθηκε κι έφυγε από το σπίτι. Το έκοψε με τα πόδια για το μπαράκι που δούλευε η Νίκη κι άρχισε να πίνει μόνος του. Έπινε μέχρι την στιγμή που η Νίκη σχόλασε και μαζί κατέληξαν σπίτι της.

«Πως και δεν μ’ έδιωξες αυτή τη φορά;» την ρώτησε ο Τάσος λίγο πριν κοιμηθούν και η Νίκη έβαλε τα γέλια. «Θα μου το χτυπάς για χρόνια, ε;» τον ρώτησε κι εκείνος της χαμογέλασε. «Ίσως» απάντησε αόριστα και το μυαλό του γύριζε στην Αλεξάνδρα.

«Κάτι έχει καταλάβει ο Τάσος» μουρμούρισε η Ελπίδα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα στην Αλεξάνδρα.

«Μην είσαι χαζή, τίποτα δεν έχει καταλάβει. Απλά τον πιάνει το στραβό όποτε δεν έχει όρεξη και μου το χτυπάει» της απάντησε αδιάφορα, τσεκάροντας το κινητό που ήταν αφημένο στο κομοδίνο. «Δεν θα γυρίσω σπίτι το πρωί, θα πάω σε ξενοδοχείο» διάβασε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας στα μάτια την Ελπίδα.

«Ξέρει σου λέω» επέμεινε η Ελπίδα.

«Δεν ξέρει. Αν ήξερε θα έφευγε όπως έκανε και την προηγούμενη φορά» της απάντησε με πείσμα.

«Ωραία. Για πόσο δεν θα ξέρει;» συνέχισε η Ελπίδα.

«Για όσο» απάντησε η Αλεξάνδρα γελώντας.

«Μια χαρά είσαι. Έχεις τον Τασούλη για πλάτες, σε ποτίζει, σε φροντίζει, σε ταΐζει, επίπλωσε το σπίτι, σε πληρώνει…»

«Τι είπες;» την διέκοψε ουρλιάζοντας η Αλεξάνδρα και η Ελπίδα σηκώθηκε από το κρεβάτι κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά.

«Τα θες όλα δικά σου, Αλεξάνδρα» της απάντησε η Ελπίδα και η Αλεξάνδρα πήρε το ειρωνικό της ύφος. «Γιατί, μωρό μου, εσύ δεν τα θες όλα δικά σου;» την ρώτησε ειρωνικά.

«Κρατάω στα χέρια μου όσα αντέχουν να κρατήσω. Δεν προσπαθώ να βάλω πάνω τους όλο τον κόσμο!» της απάντησε η Ελπίδα. Η Αλεξάνδρα άρχισε να κοκκινίζει από τα νεύρα της και η Ελπίδα έφυγε από το σπίτι για να μην ξεσπάσει καυγάς. Εκείνη η ρήξη ήταν η πρώτη τους, η πρώτη ρωγμή σε ένα γυαλί που θα έσπαγε κάποια στιγμή. Η πρώτη πράξη ενός καυγά που, σαν τυφώνας, θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του.

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: