,

Ναυάγιο

Καταραμένη νύχτα η αποψινή. Φαινότανε από νωρίς πως δε θα ‘ταν εύκολη μα τώρα πια δεν ξέρω αν θα ξημερωθούμε. Η καταιγίδα έχει θεριέψει για τα καλά, τρέχει ξωπίσω μας, χτυπάει με μανία το σκαρί μας, το ‘χει σακατέψει. Το καράβι ήθελε επισκευές δεν ήταν ώρα του να ταξιδέψει. Ο καπετάνιος τό ‘ξερε, όλοι το ξέραμε μα κάναμε τα στραβά μάτια. Τα λεφτά είναι πολλά κι η εταιρεία δε μας μετρά για ανθρώπους. Ένα σακί με χώμα θά ‘χε πιότερη αξία για δαύτους.

Το πρωί πιαστήκαμε στα χέρια με τον Γιώργη. Για μια σαχλαμάρα, μια στραβή κουβέντα. Μα ‘κείνη δεν ήταν η αιτία. Ήτανε η ανησυχία που έτρωγε το μέσα μας, φαινότανε το πράμα, το περιμέναμε. Είπαμε λόγια βαριά. Από κείνη την ώρα καπνίζει μονάχος του στη γέφυρα και δε μιλεί σε κανένα. Μπουκιά δεν έβαλε στο στόμα του το μεσημέρι. Μα δεν είμαι εγώ ή αιτία. Η γυναίκα του και τα παιδιά του είναι, που δεν ξέρει αν θα τους ξαναδεί. Ο μεγάλος του θα πάει στο γυμνάσιο φέτος. Θέλει να μάθει κιθάρα λέει κι ο Γιώργης του αγόρασε μια για να του κάνει έκπληξη. Θα τη δει άραγε ποτέ ο πιτσιρικάς του; Κι η μικρή του πάει στο μπαλέτο. Το καλοκαίρι θα κάμουνε και παράσταση και θέλει οπωσδήποτε τον πατέρα της να τη δει να χορεύει.
Κι εγώ δεν τα ‘χω μαζί του. Τη Μαρία μου έχω στο νου μου, μη και δεν προλάβω να της δώσω το δαχτυλίδι που της πήρα. Τον όρκο μου δεν τον επάτησα ποτές. Κι ορκίστηκα στο Μαριώ μου πως θα την παντρευτώ και θα την έχω αρχόντισσα! Άτιμη θάλασσα μη με βγάλεις ψεύτη!

Μα τώρα τι νά ‘γινε ξαφνικά; Ο άνεμος γύρισε κόντρα. Μας σπρώχνει πίσω, μας διώχνει μακριά, μα το σάπιο σκαρί δεν υπακούει. Παλεύει με τα κύματα που έχουνε αγριέψει πιο πολύ τώρα. Η θάλασσα μπήγει τα νύχια της στην κοιλιά του κι εκείνο πότε σκύβει λαβωμένο, πότε σηκώνεται ψηλά αγέρωχο. Ο Γιώργης άραγε να πρόλαβε να φύγει από τη γέφυρα; Νά ‘βαλε σωσίβιο; Ο αέρας δυναμώνει κι άλλο. Το καράβι παραδίνεται σιγά σιγά. Χάνει τη μάχη. Κι εγώ ορκίζομαι πως είδα τον Ποσειδώνα ν’ ανακατεύει τη θάλασσα με την τρίαινα οργισμένος. Τι του κάμαμε; Ποιος τον εβλαστήμησε;

Καταραμένη νύχτα η αποψινή. Φαίνεται το μελλούμενο τώρα καθαρά. Ακόμα και να γενεί το θαύμα και ξημερώσει εγώ τα’χω χάσει όλα, έπιασα πάτο. Έπαθα το χειρότερο… Φοβήθηκα τη θάλασσα! Απόψε με τρομάζει. Δεν υπάρχει πιο χαμένο πλάσμα από τον θαλασσινό που φοβάται τη θάλασσα. Εγώ γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα. Με θρέφει από παιδί, μ’ ανασταίνει. Τώρα τι; Με κορόιδεψε η αλλοτινή μου αγαπημένη; Ο παππούς μου μού ‘λεγε «Αγάπα τη, μα μην κάνεις το λάθος να την εμπιστευτείς ποτέ, δεν έχει μπέσα, θα σε τιμωρήσει!» Τό καμα το λάθος ο ανόητος.

Πίσσα μαύρο το σκοτάδι. Δεν τις ξεχωρίζω τις μορφές που στέκουνε σιμά μου. Κι αυτοί δε μιλούνε δε φωνάζουνε. Κανείς μας δεν ακούγεται. Σα να ξέραμε πως έρχεται το τέλος, σα να το περιμέναμε. Δώσαμε S.O.S. από ώρα μα κάθε ελπίδα φαίνεται νά ‘χει χαθεί. Η θάλασσα σιγά σιγά μας καταπίνει θαρρείς κι ο βυθός μας αναζητά. Σταυροκοπιόμαστε όλοι αμίλητοι και πέφτουμε στα νερά. Κουνώ τα χέρια και τα πόδια μ’ όλη μου τη δύναμη μα η ζάλη είναι βαριά και με νικάει γοργά. Οι φιγούρες μακραίνουν, χάνονται. Οι σκέψεις σβήνουν. Το Μαριώ μου… Ξεθωριάζουνε τα μάτια της από τη μνήμη μου. Κρυώνω. Παγώνω. Τα πόδια δεν κουνάνε πια, δεν υπακούνε. Μένω ανάσκελα κι αφήνω τα κύματα να με πετάνε πέρα και να με μαστιγώνουν. Το σωσίβιο με κρατά στον αφρό. Τα χέρια μένουν ανοιχτά κι ακίνητα σα να καλούν το θαύμα να γενεί και να σωθούμε. Μα γω καρτερώ στωικά το τέλος.

Και ξαφνικά η τρικυμία κοπάζει! Τα κύματα μαλακώνουν γλυκαίνουν. Ο άνεμος έσβησε στο λεφτό. Μα εγώ δεν αντιδρώ. Από δίπλα μου περνούνε οι άντρες. Ζωντανοί; Πεθαμένοι; Ποιος ξέρει… Το νερό ποτίζει τα σωθικά μου. Τα βλέφαρά μου γίνονται βαριά, οι εικόνες αργές, θολές… Κι αυτό το φως που πλησιάζει νά ‘ναι άραγε το τέλος; Παραδίνομαι Μαρία μου! Σχώρα με που σε πρόδωσα! Μάρτυς μου ο Θεός δεν έχω άλλη δύναμη. Δείλιασα Μαριώ μου, σχώρα με! Το φως δυναμώνει, δε βρίσκω πια ανάσα… Μα τ’ όνομά μου ποιος το καλεί; Από το φως έρχεται η φωνή; Λες; Έτσι μοιάζει! Όχι όχι, δεν πρέπει να παραδοθώ τώρα, πρέπει να παλέψω. Τα χέρια κουνάνε πάλι, λίγο λίγο και τα πόδια σαλεύουνε. Το φως φτάνει πλάι μου, μπορώ να τ’ αγγίξω.

«Νάτος Γιώργη, τον εβρήκαμε, ζωντανός είναι!» ακούω και παλεύω να πιάσω το σκοινί.
Τα μάτια σου Μαριώ μου, έρχομαι να τα ξαναντικρύσω!

2 απαντήσεις στο “Ναυάγιο”

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: