Κόκκινο το φανάρι, αχνό, χαμένο μέσα στις αναθυμιάσεις των καυσαερίων. Χτυπάς το τιμόνι ρυθμικά, πάνω στο ρυθμό του Rory. Σπαστικές οι κινήσεις του κεφαλιού. Η παραφωνία σου, ευτυχώς, ακούγεται μόνο στο στενό κουβούκλιο του αυτοκινήτου. Κοιτάς το ρολόι. Νύχτα. Νύχτα έφυγες, νύχτα γυρίζεις. «Αναθεματισμένος χειμώνας» σκέφτεσαι, κορνάροντας, στιγμές πριν αλλάξει χρώμα ο σηματοδότης. Τα ‘χες χρονομετρήσει τα φανάρια, κάποτε, τότε που προσπαθούσες να σταματήσεις τον νου σου απ’ το να σκέφτεται.
Πίσω στο σπίτι. Πέταμα τα κλειδιά σ’ εκείνο το χιλιογδαρμένο τραπεζάκι απ’ το ΙΚΕΑ, πέταμα και τα τακούνια· όπου φύγουν μέσα στο σαλόνι, δε σε νοιάζει πιά. Ανοίγεις τηλεόραση. «Σκουπίδια» μουρμουράς, πριν την κλείσεις βιαστικά. Δεν σε γεμίζει πια ούτε και η μουσική. Κλεφτή ματιά στο διάδρομο. Αναμμένο το φως του μπάνιου. «Θα βγεις;» ρωτάς, μα την απάντηση την έχεις από χρόνια πάρει. «Και τι να κάτσει να κάνει μέσα στο σπίτι;» αναρωτιέσαι, πριν σηκώσεις το κουφάρι σου απ’ τον καναπέ.
Άδειο είναι το ψυγείο που κοιτάζεις με το ένα μάτι, καθώς το άλλο τρέχει στην οθόνη του smartphone, διαβάζοντας τα email που έρχονται σωρηδόν. «Πάλι απ’ έξω;» μονολογείς. «Ρε μωρό; Δεν πήγες για ψώνια;»
«Δεν είχα όρεξη».
Κάπου το χάσατε. Κάπου στα δικά σου δεκατετράωρα και στην δική του χαμαλίκα. Σταυρώνεις τα χέρια. Βγαίνει από το μπάνιο. Κοιτάζεστε. Κάτι πάει να σου πει. Χτυπάει το κινητό. Το στραβοκοιτάς. Αθόρυβο. «Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει;»
«Εγώ;» σου απαντάει, σηκώνοντας το φρύδι. Πόσα χρόνια τον ξέρεις; Έχεις ξεχάσει πια και τις στιγμές και τα χρόνια. Είναι έτοιμος ν’ αρχίσει τους εξάψαλμους. Κάπου, βαθιά μέσα σου, ξέρεις ότι έχει δίκιο. Ξαναχτυπάει το κινητό. Παράταιρος μοιάζει εκείνος ο καυγάς, μεταξύ πανάκριβης κουζίνας και πλουμιστών πλακιδίων του μπάνιου. «Εγώ;» συνεχίζει.
Σου βγαίνει ο εγωισμός. «Ναι, εσύ!»
«Άσε με κουκλίτσα μου, να πάω να πιώ καμιά μπύρα!»
«Δεν θα πας πουθενά!»
«Διατάζεις κιόλας, ρε;» αρπάζει.
«Ό,τι γουστάρω κάνω!» φωνάζεις.
«Δε γαμιέσαι ρε Ιφιγένεια;»
«Μασ’ τα και στη μάνα σου!» ουρλιάζεις, σε τέτοιο σημείο που η φωνή σου ακούγεται παραμορφωμένα μέσα στο παραφορτωμένο διαμέρισμα.
«Τσάο» σου απαντάει, χαμογελαστά και αεράτα, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση, πριν βάλει το πέτσινο μπουφάν του και εξαφανιστεί από το σπίτι.
Αργείς να συνειδητοποιήσεις τι έγινε. Δουλεύει στον κόφτη το μυαλό σου. Πεταρίζεις τα βλέφαρα. Το ασανσέρ έχει ήδη φτάσει στο ισόγειο. «Γύρνα πίσω ρε παλιομαλάκα!» τσιρίζεις, σαν μικρό παιδί που του πήραν το παιχνίδι του. Μάταια. Οι σταγόνες που κάποτε ξεχείλιζαν το ποτήρι, τώρα πιά έχουν γίνει ένας ορμητικός χείμαρρος που διέλυσε το γυαλί και το ξέρασε πάνω σ’ ότι είχατε ζήσει μαζί.
***
Παραπαίεις. Σαν ζόμπι πας στη δουλειά, χειρότερα γυρνάς. Γρυλίζεις στο τηλέφωνο. Γράφεις τεράστια κατεβατά για να απαντήσεις σε απλές ερωτήσεις. Το κινητό, που ήταν ήδη προέκταση του χεριού σου, θαρρείς ότι έχει συγχωνευθεί πια μαζί σου· δεν πατάς τα κουμπιά, το νευρικό σου σύστημα διατάζει τον κεντρικό του επεξεργαστή. Ξεσπάς στους υφισταμένους σου. «Ιφιγένεια; Κορίτσι μου; Μήπως να έπαιρνες μια άδεια;» σε ρωτάει το μπος, μα γνέφεις αρνητικά. Δε γυρνάς σπίτι, για να μη σκέφτεσαι. Κοιμάσαι δύο βράδια στο αυτοκίνητο. Σκας μύτη στο γραφείο άπλυτη, με λιγδιασμένο μαλλί, με τρέμουλο και συνάχι. Οι συνάδελφοι δεν σε ζορίζουν. Ο CTO σου χώνεται απροκάλυπτα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάσαι, ήταν εκείνη η κλωτσιά στ’ αχαμνά, που σε γέμισε ικανοποίηση.
Κρύο. Ανελέητο κρύο. Φωνές. Κλάματα παιδιών. Βογγητά. Οδυρμός. Σου διέλυε τα ρουθούνια η δυσωδία της απλυσιάς. Κάποιος, παραδίπλα, τραύλιζε. Λίγο πιο κάτω, ουρλιαχτά. Τα βλέφαρα είναι βαριά και δεν ανοίγουν. Τα πόδια σου έχουν ξυλιάσει. Αργοκουνιέσαι. Η αποφορά του νοσοκομείου είναι χαρακτηριστική. Σου κάνουν ερωτήσεις που αρνείσαι ν’ απαντήσεις.
Η χαραυγή σε βρίσκει να περιφέρεσαι άσκοπα στο τοπικό νοσοκομείο, τυλιγμένη με μια παλιά και τρύπια κουβέρτα, που σέρνεις πίσω σου, σαν μανδύα. Ο καυτός καφές που κουβαλάς στα χέρια, δεν μπορεί να ζεστάνει το μέσα σου. Υπερκόπωση.
«Τσιγάρο;»
«Όχι».
«Ποτό;»
«Όχι».
«Ναρκωτικά;»
«Μακάρι…»
Χαμογελάει μαζί σου εκείνος ο γιατρός με τα χοντρά γυαλιά. «Όμορφο πράγμα τα ναρκωτικά, όμορφο κι επικίνδυνο…» σε πειράζει. Κάπως έτσι σε καμάκωνε κι εκείνος. Συνοφρυώνεσαι. Το καταλαβαίνει. Σου χαμογελάει. «Burn out». Ούτε που καταλαβαίνεις τι είναι αυτό. Αναρρωτική άδεια. «Όχι, όχι, όχι, γιατρέ, όχι…» ξεκινάς.
«Δεν έχω πρόβλημα αν δεν θέλεις. Θα σε κρατήσω μέσα».
«Όχι».
«Συγγενείς δεν έχεις;»
«Είχα» ψευδίζεις.
«Είχες;»
Θυμάσαι λόγια. «Σύζυγος, είναι εκείνος που φέρετε, μαζί, τον ίδιο ζυγό. Δεν χρειάζεται να είμαστε παντρεμένοι για να είμαστε σύζυγοι». Είχες δακρύσει, τότε, από χαρά. Δακρύζεις και τώρα, από θλίψη. Από σύζυγοι, συγκάτοικοι κι από ‘κει, άγνωστοι στο ίδιο σπίτι. «Υπαιτιότητα τρίτων» έλεγες, για να παραμυθιάσεις τον εαυτό σου. Και δώσε αγορές. Και δώσε ανακαίνιση. Και δώσε ρούχα. Και δώσε αυτοκίνητο. Και δώσε κι εκείνη την κιθάρα που σου κόστισε τέσσερα μηνιάτικα, για να μην την παίξεις ποτέ. Και…
Κοιτάζεις τον γιατρό. «Άδεια, λοιπόν» απαντάς, ψιθυριστά.
«Άδεια και θα σε συμβούλευα να δεις κάποιον συνάδελφο».
«Εντάξει».
«Θα πάρεις εξιτήριο το πρωί».
«Ευχαριστώ».
«Για ποιο πράγμα;» απορεί.
«Για όλα» μουρμουράς, χαμογελαστά
***
Σαν παρτάλι πηγαίνεις στη δουλειά. Άρβυλο, κολάν σκισμένο, φαρδιά μπλούζα με στάμπα Sabaton. Αδιαφορείς για τους ψίθυρους. Καρφί πας στο λογιστήριο. «Αναρρωτική» μουρμουράς, σ’ εκείνη τη δόλια τη λογίστρια, που στόλιζες απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ.
«Είστε καλά, κυρία Ιφιγένεια;»
«Όχι» πετάς, πριν κάνεις απότομα μεταβολή και βγεις απ’ το γραφείο.
Βολτάρεις για λίγο άσκοπα στην πόλη. Καφέ απ’ το συνοικιακό, σε χάρτινο ποτήρι. Πίσω στο σπίτι. Άδειο είναι. Βουλιάζει η ψυχή σου. Πιάνεσαι να κάνεις δουλειές, μα δεν αντέχεις. «Για ποιον; Για μένα;» αναρωτιέσαι πριν την πέσεις στον καναπέ.
Βαθύς ύπνος μα και ταραγμένος. Οι δειλές ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου δεν επαρκούν για να ζεστάνουν το παγερά άδειο δωμάτιο. Πέφτει το μάτι σου σ’ εκείνη την κιθάρα που δεν είχες πιάσει ποτέ στα χέρια σου. Διστάζεις. Έχεις καιρό να παίξεις και φοβάσαι πως έχουν ξυλιάσει τα δάχτυλά σου. Με τα πολλά και τα λίγα την βουτάς. Χώσιμο τα καλώδια από δω κι από κει. Παράξενος ήχος. Μεταλλικός. Καλτ η απόχρωσή του, βγαλμένη απ’ ευθείας απ’ τη δεκαετία του εβδομήντα. Παίζεις ότι σου ‘ρχεται πρώτο στο μυαλό. Στη διαπασών. Γιατί μπορείς. Αναρρωτική, δεν είπαμε;
«Now ain’t it strange that I feel like Philby / there’s a stranger in my soul…» ακούς μια γνώριμη φωνή να τραγουδάει πάνω από την γρεζαριστή μουσική σου, μα δεν δίνεις σημασία.
«…I’m lost in transit in a lonesome city / I can’t come in from the cold…»
«Τα φαντάζεσαι, Ιφιγένεια, έφυγε» προσπαθείς να καθησυχάσεις τον εαυτό σου, ενώ εκείνη η φωνή συνεχίζει να τραγουδάει ολοένα και πιο δυνατά.
«Yeah, yeah, yeah…» προλαβαίνεις ν’ ακούσεις πριν νιώσεις εκείνο το ζεστό φιλί στο λαιμό. Πριν να καταλάβεις ότι, ξαφνικά, το δωμάτιο ζεστάθηκε. Πριν ν’ ανοίξεις τα μάτια και αντικρύσεις ένα πολύχρωμο χώρο κι όχι εκείνο το ασπρόμαυρο συνονθύλευμα που αντάμωνες κάθε μέρα. «…yeah, yeah, yeah…» ψιθυρίζεις, χαμογελώντας γλυκά. Θυμάσαι λόγια. «Όσο θα παίζεις, θα τραγουδάω μαζί σου». Γυρνάς και τον αντικρύζεις. Μέσα στο γράσο και στο λάδι είναι. «Πάω να πλυθώ» προλαβαίνει να πει, πριν πετάξεις την κιθάρα στον καναπέ και ορμήσεις στην αγκαλιά του…
Αλέξανδρος Κουτρούλης