Έξι παρά τέσσερα έδειχναν οι φωσφορούχοι δείκτες του ρολογιού, που χτυπούσε ρυθμικά, πάνω στο γραφείο. Αμυδρά φωτιζόταν το δωμάτιο, από το τον μαύρο, προχειροβαμμένο, φανοστάτη, που προσπαθούσε να ρίξει το ασθενικό, κίτρινο φως του, στο περιβάλλον. Απόκοσμα φάνταζαν τα κλαδιά των δέντρων που σείονταν από τις ριπές του αέρα. Απόκοσμο ήταν και το βλέμμα του νεαρού, που ‘χε σκαρφαλώσει στο περβάζι του παραθύρου, που ‘χε κουρνιάσει στον τοίχο και κάπνιζε μελαγχολικά, κοιτάζοντας εκείνη την γυμνή φιγούρα που ήταν ξαπλωμένη στο κάτω κρεβάτι της κουκέτας.
Έγειρε το κεφάλι του, ίσα για να νιώσει το τσούξιμο στον λαιμό του, εκείνο που δημιουργούσαν οι πληγές που του ‘χε καταφέρει με τα νύχια της. Νωχελικές ήταν οι κινήσεις του. Όποτε καταλάβαινε πως θα του ‘φευγε η στάχτη, την τίναζε στο πάτωμα. Σκεφτική ήταν η όψη του. Σκυθρωπή, θα μπορούσες να πεις. Ούτε που σκεφτόταν το ραγισμένο τζάμι, που έφερνε τον ψυχρό και νοτισμένο απ’ τη βροχή, αέρα του Αυγούστου, μέσα στο δωμάτιο. Αναστέναξε όταν την είδε να γυρίζει ανάσκελα και να χαμογελάει στον ύπνο της. Ήταν πανέμορφη η εικόνα της κοπέλας με τα ανακατεμένα, κόκκινα μαλλιά, το μικρό στήθος και το σκουλαρίκι στη ρόγα, μα, ούτε κι εκείνη την ομορφιά, μπορούσε να αντιληφθεί. Έτριψε τις ελάχιστες τρίχες που υπήρχαν στο πηγούνι του, πριν ανοίξει το παράθυρο, για να πετάξει τη γόπα στον ρημαγμένο κήπο και ν’ ανάψει ακόμη ένα τσιγάρο.
«Τσουλάκι» την αποκαλούσε, όταν τον κράνιωνε κι εκείνη, αμέσως, άρχιζε να τρίβεται πάνω του. Την είχε μάθει. Να της χαλάσει χατίρι, δεν μπορούσε. Την άφηνε να τον νευριάσει, για να της βγάλει τα ρούχα με βία. Τον έλεγε «μικρό» για να τον τσαντίσει. Ήθελε να την δαγκώνει. Να της δαγκώνει τα πλευρά, τη λεκάνη, τα πόδια, τα χέρια κι ήξερε πως δεν θα της το έδινε, αν δεν τον έφτανε στα όριά του. Κι εκείνος, που δεν άντεχε να την βλέπει να στεναχωριέται, της έδινε πάντοτε ό,τι ήθελε, όντας ανίκανος να την κακοκαρδίσει.
Έτσι είχε γίνει κι εκείνο το βράδυ. Θα ‘χε γυρίσει στο σπίτι κατά τις δύο. Απροσάρμοστος, όπως πάντοτε, πέταξε τα παπούτσια απ’ τα πόδια, χωρίς να λύσει τα κορδόνια. Έπιασε εκείνη την ξεχαρβαλωμένη καρέκλα γραφείου. Την κοίταξε. Είχε ξαπλώσει κάθετα στο κρεβάτι, είχε βάλει τα πόδια της στον τοίχο, τα ακουστικά στ’ αυτιά της κι άκουγε μουσική, τόσο δυνατά, που μπορούσε κι εκείνος να ακούσει τον απόηχό της. Γυμνή ήταν. Γυμνή όπως πάντοτε. Γκρίνιαζε ότι ζεσταινόταν. Της έγνεψε πριν ανάψει τσιγάρο. Ούτε που τον κατάλαβε. Εκείνος νύσταζε κι εκείνη είχε κολλήσει το βλέμμα της στο μουχλιασμένο ταβάνι.
«Παμ παμ παμ…» έκανε εκείνος, με την μπάσα φωνή του, ακούγοντας, στη φαντασία του, ένα από τα κομμάτια που έβαζε τα βράδια, για να χαλαρώσει. «Cross over and turn…» άρχισε να τραγουδάει. Γύρισε και τον κοίταξε. Μέσα στο συνονθύλευμα που ασελγούσε στα αυτιά της, κατάφερε κι άκουσε τη φωνή του. Πέταξε τ’ ακουστικά. «Τι ώρα είν’ αυτή, μικρέ;» τον πείραξε, πριν καταλάβει πόσο κουρασμένος φαινόταν.
«Μυστήρια» της απάντησε κοφτά, τινάζοντας τη στάχτη του σ’ ένα πενταβρώμικο τασάκι.
«Δεν κόβεις τις μαλακίες, λέω εγώ, και να ‘ρθεις από ‘δώ…»
«Παραπαίω».
«Αχ, μωρέ, το μικρό μου, παραπαίει! Κουράστηκε!» έκανε εκείνη, με μια προσποιητά κοριτσίστικη και εκνευριστικά ειρωνική φωνή.
«Δε γαμιέσαι, νυχτιάτικο;»
«Δε γαμιέμαι!»
«Ναι, καλά, σάλτα γαμήσου και μαζέψου, θέλω να κοιμηθώ».
«Και θα τ’ αφήσεις έτσι, το τσουλάκι σου;»
«Ναι!» της είπε εκείνος, μέσα από τα δόντια του.
«Δε μ’ αγαπάς;» του γκρίνιαξε, κλαψουρίζοντας.
«Άντε πάλι…» μονολόγησε, πηγαίνοντας προς το μέρος της. Κάθισε δίπλα της. Πρόλαβε να την χαζέψει, για μερικές στιγμές, πριν τον χαστουκίσει. «Την έβαψες!»
Ούτε εκείνος κατάλαβε, για πότε την έφερε τούμπα στο κρεβάτι και της δάγκωσε τα πλευρά, μήτε κι εκείνη. Κατάφερε, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, να συγκρατήσει τον αναστεναγμό της, δαγκώνοντας το στραπατσαρισμένο μαξιλάρι. Βιαστικά ανέβηκε ψηλότερα, στο στέρνο της, στον λαιμό της, στα αυτιά της. «Τελείωνε, μικρέ, στάζω!» κατάφερε να ψελλίσει, πριν ξανακρύψει το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, για να πνίξει τα αγκομαχητά της. Κάγχασε εκείνος. «Τσουλάκι μου» συλλάβισε στο αυτί της, ψιθυριστά και παιχνιδιάρικα. Τον βούτηξε απ’ τα μαλλιά. «Μη με κάνεις έτσι» του απάντησε, παρακλητικά.
«Δεν σου κάνω τίποτα» της απάντησε, χαμογελώντας με σατανικό ύφος.
«Θα σε χτυπήσω, μικρέ! Γλείψε με!»
«Γύρνα».
Με μια σβέλτη κίνηση, γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι. Υγρά ήταν τα μάτια της, που προσπαθούσαν να συνηθίσουν το μυστήριο ημίφως του δωματίου. Τον είδε να την κοιτάζει με γερμένο κεφάλι και άδειο βλέμμα. «Αργείς!»
Χαμογέλασε ανεπαίσθητα, πριν της κλείσει το μάτι. Γύρισε απ’ την άλλη πλευρά. Της δάγκωσε τη λεκάνη. «Μαλακισμένο!» ψιθύρισε, μουγκρίζοντας. «Βιάζεσαι;» ρώτησε εκείνος, βγάζοντας την μπλούζα του.
«Ναι, βιάζομαι!»
«Patience is a virtue» απάντησε αόριστα, πριν αρχίσει να της φιλάει το μέσα μέρος των μηρών. Δεν την άκουσε να ξαναμιλάει. Ήξερε πως είχε μπει σε μια μη αναστρέψιμη τροχιά κι ότι έπρεπε να κάνει υπομονή. Ήξερε τις κινήσεις του. Η ίδια του είχε πει, καιρό πριν, τι, ακριβώς, ήθελε και πώς. Πάντα έβρισκε κάτι καινούριο για να την εκπλήξει. Όπως εκείνο το βράδυ, που της ρούφηξε τα χείλη και την ανάγκασε να δαγκώσει τον καρπό της, για να μην αντηχήσει το ουρλιαχτό της, μέσα στο στενό δωμάτιο. «Εκεί» ψιθύρισε, όταν κατάφερε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, οδηγώντας το κεφάλι του, εκεί που η ίδια ήθελε. Δεν κατάφερε να διακρίνει το σκανταλιάρικο του βλέμμα, μόνο ένιωσε την καυτή του γλώσσα, να εισβάλει απότομα μέσα της.
«…You’re getting shot down, you’re getting pushed in, a little by little…» ακούστηκε σαν ψίθυρος η μουσική, από τα πεταμένα ακουστικά της, κι εκείνος δούλευε την γλώσσα του πάνω στο beat του κομματιού. Η μύτη του ακουμπούσε στην κλειτορίδα της, η οποία, από το μουγκρητό του, σείονταν. Την κοίταξε για μία στιγμή. Δάκρυζε. Είκασε πως ήταν από τον πόνο που ένιωθε, καθώς δάγκωνε το χέρι της. Δεν είχε σκοπό να της την χαρίσει, εκείνο το βράδυ. Θα την βασάνιζε, όπως τον βασάνιζε, κι εκείνη, με τα καπρίτσια της. Έσφιξε την παλάμη του, γύρω απ’ το λαιμό της, στιγμές, πριν βγάλει τη γλώσσα του από μέσα της και την οδηγήσει πιο κάτω.
Στιγμές αργότερα, ένιωσε όλο το σώμα της να τρέμει. Άνοιξε τα μάτια του και την είδε να σπαρταράει πάνω στο κρεβάτι. Δεν πρόλαβε να κουνηθεί. Τον άρπαξε με τα μπούτια της. Τον έσφιξε όσο δυνατότερα μπορούσε, για να μην τον αφήσει να κουνηθεί. «Κι άλ-» κατάφερε να πει, κι ύστερα του τράβηξε τα μαλλιά. Γύρισε απότομα. Έπεσαν και οι δύο στο πάτωμα. Εκείνη δάκρυζε κι εκείνος χαμογελούσε.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε κι η μόνη απάντηση που πήρε, ήταν ένας λαχανιασμένος ρόγχος. «Σ’ έπνιξα πολύ;» συνέχισε κι εκείνη τον κοίταξε με στοργή και αγαλλίαση, πριν του γνέψει αρνητικά. «Εντάξει είσαι, τσουλάκι μου;»
«Ναι» του ψιθύρισε.
«Θα κοιμηθείς;»
«Εσύ;»
«Βράζει το κεφάλι μου. Θα αράξω λίγο».
«Θα με πάρεις μια αγκαλιά;»
«Θα σε πάρω» της απάντησε, σηκώνοντάς την από το πάτωμα και βοηθώντας την να ξαπλώσει. Ξάπλωσε κι εκείνος. Κούρνιασε δίπλα του. Δεν είχε σταματήσει να δακρύζει. «Σε πόνεσα;» την ρώτησε, ανέκφραστα κι εκείνη, χαμογελώντας πλατιά, του έγνεψε αρνητικά. «Θα μου το ξανακάνεις;» τον ρώτησε.
«Ποιο;»
«Ξέρεις…»
«Μας έπιασαν οι ντροπές; Όταν γαμιέσαι, μόνη σου, με τα δάχτυλά μου, μια χαρά μιλάς!» της γύρισε εκείνος, σ’ ένα μισοαστείο και μισοσοβαρό τόνο.
«Θα… Αμάν μωρέ μικρέ. Όλο με ζορίζεις» παραπονέθηκε.
«Πες το».
«Θα μου γλείψεις τον κώλο;» είπε με μια ανάσα εκείνη. Γύρισε και την κοίταξε. Παρέμενε ανέκφραστος, ακόμη κι όταν συνειδητοποίησε πως είχε κοκκινήσει κι ότι δεν τον κοίταζε στα μάτια. Έβγαλε το στραπατσαρισμένο του πακέτο από την τσέπη και ψάρεψε ένα τσιγάρο. Πλατάγιασε τη γλώσσα του. «Μπα, γάμησέ το, δεν τ’ ανάβω, έχει καλή γεύση» μονολόγησε, περιπαικτικά, στιγμές αργότερα, πριν τη βουτήξει από το πηγούνι για να της σηκώσει το κεφάλι και ν’ αντικρίσουν οι ματιές τους. «Στήσου» της είπε κοφτά, κι εκείνη υπάκουσε αμέσως. Δεν είχε πια όρεξη να παίξει μαζί της. Έχωσε δύο δάχτυλα μέσα στον κόλπο της και την γλώσσα του στον κώλο της. Γούρλωσε τα μάτια της. Δαγκώθηκε για να μην ακουστεί. Μάτωσε. Ένιωθε να μην μπορεί ν’ ανασάνει. Δεν όριζε πια το σώμα της. Σκοτείνιασαν όλα.
«Πουτάνα το ‘κανες το κρεβάτι, τσουλάκι! Να δω πού θα κοιμηθούμε» άκουσε τη φωνή του, σα να ερχόταν από κάποιο πολύ μακρινό κι ονειρικό μέρος. Είχε μουδιάσει ολόκληρη. Ούτε τους σπασμούς της ένιωθε, ούτε και το ελαφρύ του χάδι, στο μάγουλό της.
«Σ’ αγαπώ…» κατάφερε να τραυλίσει, πριν την πάρει ο ύπνος.
Λίγο μετά τις έξι κατάφερε ν’ αποσυρθεί κι εκείνος. Ξάπλωσε δίπλα της, πάνω στο στρώμα που ‘χε ποτίσει απ’ τα υγρά της. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε με παράπονο. Το έργο το είχαν ξαναπαίξει. Τις ατάκες, τις γνώριζαν καλά και οι δύο. «Έλα» της ψιθύρισε κι εκείνη έριξε το κεφάλι της στο στέρνο του.
«Lullaby… Was not supposed to make you cry…» ξεκίνησε να της τραγουδάει, πριν του πει τ’ οτιδήποτε. Την είδε να κλείνει τα μάτια της κι έπειτα ένιωσε την ανάσα της να χαλαρώνει. Χαλάρωσε κι εκείνος. Αναστέναξε. Κατσούφιασε. Θυμήθηκε τα όσα του είχε, κάποτε, υποσχεθεί.
«Δε γαμιέται;» μουρμούρισε, πριν κλείσει τα μάτια του κι αποκοιμηθεί.