,

Συρματόπλεγμα

Εσύ είκοσι έξι. Εκείνος σαράντα πέντε. Στο ίδιο μαγαζί, δύο πάσα παραπέρα. Γοητευτικός κυριούλης, με γκρίζους κροτάφους, κιμπάρης, με το αυτοκινητάκι του, το σπίτι και το εξοχικό, τα κοστούμια και τις γραβάτες. Σ’ ενοχλεί το πούρο, αλλά τι να τον κάνεις, που τον καψουρεύτηκες. Σου έλεγαν ότι θα φας τα μούρα σου, μα δεν άκουσες κανέναν. «Ζησ’ το» έλεγες στον εαυτό σου, ξανά και ξανά κι ύστερα το έζησες, το δάγκωσες κι ήθελες κι άλλο. Τρία χρόνια βουτηγμένη στην καψούρα*…

Θυμάσαι, ακόμα και τώρα, πώς γνωριστήκατε. Κάποιο μυστήριο βράδυ, γυναικοπαρέα, στο πιο in καφέ – μπαρ – χωρισμενάδικο της πόλης. Ψιλοχιόνιζε έξω. Γιορτάζατε τον χωρισμό κάποιας φίλης, υπό τους ήχους του Τερζή και του Χριστοδουλόπουλου. «Δικαίωμά σου, κοριτσάρα μου» λέγατε όλες στη χωρισμένη. Σας κυαλάριζαν κάτι μαγκούφια, με τα οποία γελάσατε υστερικά, αφού παίξατε μαζί τους. Σου ‘κανε εντύπωση εκείνος ο μουσάτος με το κοστούμι, που κατέβαζε ποτά μονάχος, από ένα μπουκάλι που ‘χε στημένο μπροστά του. Μάρλμπορο στο μάρλμπορο, μισόλογα πάνω στα τραγούδια, μυστήριες κινήσεις, χαμένο βλέμμα, μελαγχολικό, σκυθρωπό ύφος, σκαμμένο θαρρείς, από κάποια ανεξιχνίαστη στεναχώρια.

Μια στιγμή, μέσα στο χρόνο και στη δίνη της μουσικής και της χαρτοπετσέτας, σας πήρε για να κοιταχτείτε στα μάτια. Ύστερα φύγατε μαζί· παράτησες παρέα, παράτησε μπουκάλι. Ξημερώσατε σε κάποιο πάρκινγκ της περιφερειακής, συζητώντας. Στις εφτά τον κάλεσες για καφέ. Στις έντεκα σου ‘πε ότι ήταν παντρεμένος με τρία παιδιά. Ούτε που σ’ ένοιαξε· και γιατί άλλωστε να σε νοιάξει, τα ήξερες κι από ‘σένα. «Σιγά και μην τον ξαναδώ» συλλογίστηκες πριν κουρνιάσεις στην αγκαλιά του κι αποκοιμηθείς.

Τρία χρόνια στην καψούρα. Τρία χρόνια στο κρυφό. Τρία χρόνια στο σπίτι σου, σε κάποιο αλσάκι ή σε κάποιο στενό και σκοτεινό σοκάκι. Τρία χρόνια έξοδοι στα χειρότερα της πόλης· «μη σε δει κανένα μάτι Τάκη μου κι έχεις τον δερβέναγα να ζητάει διατροφές». Τρία χρόνια σούρτα – φέρτα. Έφευγες για το πατρικό, για διακοπές, Πάσχα – Χριστούγεννα και καλοκαίρια, προφασιζόταν ταξίδια με τη δουλειά για να ζήσετε, για ν’ ανασάνετε λίγη ελευθερία, για να κυκλοφορήσετε αγκαλιασμένοι μέσα σε κάποια πόλη.

Ο γάμος του, ήταν από χρόνια τελειωμένος. Τα παιδιά τα είχε κάνει μικρός, πιστεύοντας, εν αγνοία του, ότι θα βελτιώσουν την κατάσταση. «Μάταια» γύρισε και σου είπε, κάποιο βράδυ που είχε πιει, δακρύζοντας. Η σχέση σας; Μεταξύ του όλα και του τίποτα· ποτέ δεν έπιανε κανένα άκρο. Κάποιες φορές ήταν κοντά στο «όλα» κι άλλες, στο «τίποτα».

Τρία χρόνια κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό, ενώ το άλλο προσπαθεί να εστιάσει στο κινητό, περιμένοντας κάποιο σημάδι. Τρία χρόνια με σπασμένες καληνύχτες, τρία χρόνια αναβολές, τρία χρόνια με μια καρδιά που τη μια στιγμή βρισκόταν στον παράδεισο και την άλλη στην κόλαση. Τρία χρόνια μ’ ένα «μη φεύγεις» στο στόμα. Η καψούρα, όμως, καψούρα.

Το «Τάκη, δεν πάει άλλο, παράτα την κι έλα να σ’ έχω εγώ πασά», μυριάδες φορές το είχες σκεφτεί. Δεν σου πήγαινε να το ξεστομίσεις. Ήταν και τα παιδιά στη μέση. Ακόμα κρατούσες κακία στη θύμηση της μάνας σου, που σας παράτησε για μια καψούρα κι ύστερα προσπάθησε να γυρίσει, τέσσερα χρόνια αργότερα, μετανιωμένη. Δεν μπορούσες να το κάνεις αυτό. Όση καψούρα κι αν τραβούσες.

Δύο πάσα παραπέρα στέκεται και γελάει δυνατά μ’ εκείνη την πιτσιρίκα συμφοιτήτριά σου, που έσυρε μαζί του. Φωτιές βγάζουν τα μάτια σου. Σε κοιτάζει χωρίς ίχνος ντροπής. Είσαι έτοιμη να γυρίσεις το μαγαζί ανάποδα. Φεύγει η μικρή για τουαλέτα. Πας να κάνεις κίνηση. Χτυπάει το κινητό. «Η κόρη μου είναι, ζηλιάρικο πλάσμα» διαβάζεις. Χαμογελάς σαν ηλίθια. Σου κάνει νόημα να πας προς το μέρος του. Κωλώνεις. Δεν μπορείς ν’ αφήσεις πίσω την παρέα. «Τελείωνε!» σου γράφει. Βλέπεις το επιτακτικό ύφος που έχει σχηματιστεί στο πρόσωπό του και δεν μπορείς να αρνηθείς. Μόνα τους σε πάνε τα πόδια σου. «Τα τυπικά» σκέφτεσαι, στιγμές πριν φτάσεις μπροστά του.

Τα τυπικά. Τρία χρόνια, τα τυπικά. Εσύ μιλούσες στον πληθυντικό κι εκείνος σαν τον πατέρα σου. «Η κόρη κάποιου παλιόφιλου απ’ το στρατό» σε είχε συστήσει σε μια παρέα γνωστών του, όταν σας τράκαραν κι ένιωσες πως κάποιος σου έχωσε ένα μαχαίρι, τόσο βαθιά στην ψυχή, που την έσκισε πέρα ως πέρα.

Νάντια. Όλγα. Χαρήκατε και οι δύο. Αυτή η κόρη του κι εσύ η κόρη κάποιου άλλου. «Και τι θα πει στο παιδί; Η παράνομη; Η γκόμενα; Η καψούρα;» διαμαρτυρήθηκε το μυαλό σου, όταν η καρδιά σου βούλιαξε στα τάρταρα.
Ανάβει το κινητό σου. «Συνδέστε φορτιστή». Το αγνοείς, μα το μάτι σου πέφτει στην ώρα. Τέσσερεις και δέκα. Κοιτάζεις, υπνωτισμένη την ημερομηνία. Δεκαεννιά Οκτωβρίου. «Επέτειος!» αρχίζουν να βαράνε διάφορα καμπανάκια μέσα στο μυαλό σου. Η μικρή έχει πιεί πολύ· είναι εκτός πραγματικότητας και χορεύει μόνη με μισόκλειστα μάτια. Σκύβεις να τον φιλήσεις. Σε σπρώχνει απαλά. «Χρόνια μας πολλά» σου ψιθυρίζει. Ανάμεικτα τα συναισθήματα. Νιώθεις ασφαλής, μα συνάμα πληγωμένη. Λες και σ’ έχει τυλίξει ένα αόρατο συρματόπλεγμα, που ενώ σε προστατεύει απ’ τα πάντα, σ’ αγκυλώνει σε κάθε σου κίνηση.

Δύο ποτά αργότερα, φεύγετε. Η μικρή μισομουρμουράει σκυλοτράγουδα με κλειστά μάτια, έχοντας γείρει το κεφάλι της στο τζάμι του συνοδηγού. Εσύ τον κοιτάζεις μέσα απ’ τον καθρέφτη. Σου ρίχνει κλεφτές ματιές. Του κάνεις νόημα να κοιτάξει πιο κάτω. Φρενάρει απότομα. Σε στραβοκοιτάζει. Μέχρι να καταλάβει τι έγινε, έχεις ανοίξει την πόρτα, έχεις βγει έξω από το αυτοκίνητο κι έχεις ανάψει τσιγάρο.

«Πας καλά;» τον ακούς να λέει και συλλογιέσαι ότι ίσως και να μην πας καλά. Είναι εκείνος ο εθισμός που, πολλές φορές, σε ωθεί στο να κάνεις διάφορα ώστε να του τραβήξεις το ενδιαφέρον. Τον αγκαλιάζεις. Βουρκώνεις. «Για πόσο ακόμα;» ψιθυρίζεις μέσα στους αναστεναγμούς σου. Δεν παίρνεις απάντηση. Θλίβεσαι που δεν θα κοιμηθείς για ακόμη ένα βράδυ, που θα ξενυχτήσεις στη σκέψη του, που θα περιμένεις ένα μήνυμα για καληνύχτα, που δεν θα τον δεις το επόμενο πρωί να ξυπνάει δίπλα σου, αλλά, το ξέρεις, καλύτερα από τον καθένα, πως έτσι είναι η καψούρα…
* Crushing your expectations: Η καψούρα δεν είναι συναίσθημα, αλλά το αποτέλεσμα ενός κοκτέιλ ουσιών που εκλύονται στον εγκέφαλό σου, στα πρώτα στάδια του έρωτα – αυτό είναι το συναίσθημα. Τα υπόλοιπα τα αφήνω για ψυχιάτρους, βιολόγους και χημικούς, πλην ενός: Η καψούρα, συνήθως, καταστρέφει το άτομο καθώς προέρχεται από ένα άγουρο συναίσθημα ή ένα ανώριμο συναισθηματικά άτομο.

Αλέξανδρος Κουτρούλης

Απάντηση


Discover more from Thebluez

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading