,

Ταξίδια του νου

Ήξερε καλά πως τα παιδιά αγαπούν τα παραμύθια. Μα ‘κείνο το παιδί ήταν διαφορετικό από τ’ άλλα. Τους φόβους του τους ξόρκιζε με παραμύθια, την μοναξιά του την έδιωχνε με φίλους που έπλαθε το μυαλό του. Στα δύσκολα δραπέτευε με το νου, όπου λαχταρούσε η ψυχή του! Κάθε στιγμή μπορούσε να φτιάξει έναν δικό του κόσμο και να μπει μέσα σ’ αυτόν, να είναι όποιος διάλεγε εκείνος, να βλέπει ότι ήθελε να ακουμπά με το βλέμμα του και να νιώθει ξεχωριστός. Τα άσχημα δεν τα έδιωχνε, όχι. Τα κρατούσε. Μα στα παραμύθια του πάντα είχε τον τρόπο να τα αντιμετωπίσει, όλα λύνονταν πιο εύκολα εκεί. Όταν το είχε ανάγκη κλεινόταν στον δικό του κόσμο κι έβαζε χαμόγελα στην θλίψη του και φως στα σκοτάδια του. Με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Πάντα και παντού.

Και τα ζούσε έντονα τα παραμύθια του, τα αγαπούσε με όλη του την καρδιά, ώσπου πολλές φορές τα μπέρδευε με την πραγματικότητα. Και χρόνια μετά, τα κρατούσε ανακατεμένα με τις αναμνήσεις της ζωής του και στη θύμησή τους πάντα σχηματιζόταν ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του.

Δραπέτης το μυαλό του, πάντα έβρισκε τον τρόπο να ξεφεύγει, να ταξιδεύει. Δεν γινόταν να μένει σταθερό σ’ έναν τόπο, αδύνατον! Δεν είχε χαλινάρια, δεν δαμαζόταν. Έτσι, από μόνο του, χωρίς προσπάθεια, χωρίς σκέψη. Απλά ταξίδευε! Μα ήταν φορές που δεν έπρεπε και τότε θύμωνε με τον εαυτό του, γιατί τον πρόδιδε, τον δυσκόλευε. Και με τα χρόνια, μπήκε σε καλούπια που έφτιαξαν άλλοι για εκείνον, φόρεσε τα κοστούμια που του διάλεξαν και δέθηκε με τις αλυσίδες που τον ανάγκασαν. Δεν υπήρχε πια παραμύθι στην ζωή του. Μόνο πραγματικότητα, σκληρή, άγρια πραγματικότητα. Δεν υπήρχαν πια ζωηρά χρώματα. Μόνο γκρίζο, μουντό και θλιβερό. Δεν υπήρχαν πια όμορφες μελωδίες. Μόνο ενοχλητικός θόρυβος. Και κλείστηκε μόνος του έξω από τον δικό του κόσμο. Και υπέφερε… Ασφυκτιούσε. Ένιωθε μισός, άδειος. Ως που έπαψε να αναγνωρίζει τον εαυτό του. Τον μίσησε σαν να ‘ταν ξένος, εχθρός.

Μα τελικά, χρόνια αργότερα, κατάλαβε πως αυτό ήταν που αγαπούσε πιο πολύ: Να φτιάχνει ιστορίες! Το αποδέχτηκε. Δειλά δειλά στην αρχή άφησε μια χαραμάδα κι από εκεί ξεγλίστρησαν χρώματα, ήχοι, μυρωδιές. Και φωτίστηκε ο κόσμος του! Μα ύστερα σαν χείμαρος τον παρέσυρε σε μαγικούς κόσμους. Κι εκεί βρήκε ξανά τον εαυτό του. Και τον αγάπησε πιο πολύ από πριν. Και άρχισε πάλι να ταξιδεύει και να γεμίζει τα κενά του όπως μόνο εκείνος ήξερε. Και δεν ήταν ποτέ ξανά μόνος, ποτέ δεν φοβόταν πια! Ύψωνε τείχη στους φόβους, έδιωχνε μακριά τα σκοτάδια και γέμιζε παρέα την μοναξιά του…

«Όταν ήμουν παιδί είχα βρει έναν κήπο
για να κρύβομαι εκεί, απ’ τη ζωή όταν λείπω
όταν ήμουν παιδί είχα κρύψει έναν ήλιο
να ‘χει ο δρόμος μου φως κι η σιωπή μου έναν φίλο…»

*Για όλους εκείνους που αγαπούν τα ταξίδια του νου…

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: