,

Ώρα Μηδέν

Ώρα 18:20
«Περνάτε καλά με τον παππού και την γιαγιά; Μπράβο μωρά μου. Σας αγαπώ. Θα σας πάρω μετά την δουλειά.»
Η Μαρία κλείνει το τηλέφωνο ανήσυχη. Δεν κοιμήθηκε καλά απόψε. Είχε πολύ αέρα και χτυπούσαν όλη νύχτα οι τέντες της. Δεν κοιμήθηκε καλά. Αυτό ήταν. Σε λίγο θα γυρνούσε σπίτι και θα ένιωθε καλύτερα.

Ώρα 20:00
Η Μαρία σηκώνει το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα.
«Μαρία» ακούγεται ξεψυχισμένο η φωνή της γειτόνισσας. «Που είσαι;»
«Έλα Ευαγγελία. Σπίτι πάω. Τι έγινε;»
«Δόξα το θεό. Νόμιζα ήσουν στα πεθερικά σου, στο Μάτι. Καίγονται όλα κορίτσι μου…»

Όλα θόλωσαν μπροστά της. Δεν άκουσε τίποτα άλλο. Δεν θυμάται αν την ευχαρίστησε, αν συνέχισε να της μιλαει, αν πέταξε το κινητό. Δεν θυμάται τίποτα.

Ώρα 21:00 στο Μάτι.
«Στην θάλασσα. Σπύρο στον βράχο με την αδερφή σου. Κοντά μου.»
«Γιαγιά πνίγομαι. Πονάνε τα αυτιά μου»
«Θα περάσει. Κινηθείτε κυκλικά στον βράχο μέσα στην θάλασσα. Τα πρόσωπα στον βράχο. Αναπνεύστε κοντά του»

Ώρα 21:00 Αθήνα
«Χριστίνα …. Χριστίνα είσαι στο Μάτι;» Είναι εκεί τα παιδιά μου. Τα βλέπεις πουθενά; Μιλά μου σε παρακαλώ»

«Μαρία λυπάμαι. Είμαι μέσα στην θάλασσα. Δεν μπορώ να δω κανέναν. Δεν βλέπω. Καίγομαι. Πνίγομαι. Πονάω. Λυπάμαι. Ο θεός μαζί σας»

Η Μαρία γονάτισε στα πλακάκια της κουζίνας και ούρλιαξε τόσο δυνατά που λιποθύμησε.

Ώρα 00:00
Ένας άγνωστος αριθμός αναβοσβήνει στην οθόνη της

«Μαμά φοβάμαι»
«Σπύρο μου. Αγόρι μου . Είστε καλά; Έρχεται ο μπαμπάς . Που είστε; Σπύρο»

«Μαμά πονάω»
Η γραμμή κλείνει απότομα. Προσπαθεί να καλέσει πάλι. Σιωπή…

Ώρα 1:00 μμ
«Γιαγιά δεν μπορώ να μείνω ξύπνια»
«Μαρίνα το πρόσωπο στον βράχο.»
«Που είναι ο παππούς;»
«Όλοι είμαστε καλά. Τα πρόσωπα σας στον βράχο και θα γυρνάτε αντίστροφα του αέρα να μην εισπνέετε καπνό. Και μην μιλάτε. Σπύρο μην κλαις. Σε λίγο θα έρθουν να μας πάρουν. Μην κλαις είπα. Μην κλαις κι ανοίγουν τα πνευμόνια σου παιδί μου»

Ώρα 1:15 μμ
«Δεν ξέρω τι να κάνω Μαρία. Δεν με αφήνουν να περάσω. Βρήκαν το αυτοκίνητο του πατέρα μου καμένο στον κεντρικό δρόμο. Μάλλον το εγκατέλειψε προσπαθώντας να ξεφύγει από την φωτιά. Δεν έχουν ιδέα για νεκρούς ή τραυματίες. Μας αναγκάζουν να γυρίσουμε πίσω. Μην κλαις. Μην κλαις. Καλά θα είναι.»

Ώρα 3:00
«Μαρία μεταφέρουν τα παιδιά στο Παίδων . Οι γονείς μου πάνε στο Γεννηματά. Πήγαινε στο παίδων κι εγώ στο Γεννηματά.»

Ώρα 5:00

Η Μαρία ψάχνει ανάμεσα σε νεκρούς και τραυματίες τα παιδιά της. Ρωτάει ξαναρωτάει αλλά παντού υπάρχει ένα χάος. Η ίδια είναι υπνωτισμένη. Σαν να μην το ζει η ίδια αλλά να έχει βγει από το σώμα της. Βλέπει παιδιά να ουρλιάζουν από τον πόνο, παιδιά που έχουν σταματήσει να αντιδρούν πια, και ενήλικες να τρέχουν μην ξέροντας ποιο να πρωτοβοηθήσουν. Στο βάθος ακούει την φωνή της Μαρίνας και νομίζει πως έχει παραισθήσεις. Η γιαγιά τα κρατάει από τα χέρια και δυο τραυματιοφορείς την τραβάνε.
«Κυρία μου δυσκολεύετε το έργο μας. Φέραμε τα παιδιά και πρέπει τώρα να πάμε στο νοσοκομείο εσάς»
«Θα δώσω τα παιδιά στην μάνα τους πρώτα.»
Φωνάζει εξαντλημένη.

Τρέχει κατά πάνω τους. Το χάδι της πονάει. Τα φιλάει και ματώνουν. Φιλάει τα χέρια της πεθεράς της. Φουσκάλες παντού και βήχας. Τα παιδιά της είναι μια μάζα από υγρό. Δεν ξεχωρίζουν τα αφτια από το κεφάλι και τα πόδια τους αιμορραγούν.

—–

Ο Σπύρος και η Μαρίνα ανάρρωσαν. Δεν έπαθαν παρά εγκαύματα επιφανειακά.
Η Μαρία παρακολουθεί έως και σήμερα ψυχολόγο και ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή.
Ο σύζυγος πιο ψύχραιμος, είναι ευγνώμων που και τα δυο του παιδιά επιβίωσαν.
Ο παππούς «ζούσε» ξανά και ξανά την φωτιά για μια εβδομάδα ώσπου έμεινε εκεί, χάνοντας τελείως την επαφή με την πραγματικότητα, και τον λύτρωσε ο θάνατος.
Η γιαγιά πάλεψε. Έκανε χειρουργεία αποκατάστασης μα ποτέ δεν βγήκε. Ήταν το εκατοστό θύμα.

Θύμα της πυρκαγιάς και κυρίως του κράτους.

Σήμερα ο Σπυράκος κανόνισε να πάμε στο πάρκο να παίξει με τον δικό μου γιο έχοντας ξεχάσει τις τραγικές στιγμές του. Οι ψυχολόγοι είπαν πως το μυαλό του τις «δέσμευσε» για να προστατευτεί. Εγώ νομίζω πως θυμάται. Κι αυτός κι η αδερφή του. Φαίνεται στον τρόπο που αγκαλιάζουν την μάνα τους. Στον τρόπο που τα βραδιά ψάχνουν τα χέρια της. Στην μελαγχολία όταν κοιτούν τα πόδια τους. Στον θυμό που εκφράζουν χωρίς λόγο σπάνια. Ίσως το μυαλό ξέχασε αλλά η ψυχή αντιδρά.

Συγγνώμη που δεν έγραψα ένα ρομαντικό κείμενο. Ένα αισιόδοξο κείμενο. Χωρίς όμορφες λέξεις και στιγμές. Κατέγραψα μόνο την ιστορία της Μαρίας καθώς μου τα περιέγραφε μέσα στα αναφιλητά της έναν χρόνο πριν.
Και δεν θα ξεχάσω ποτέ.

Μία απάντηση στο “Ώρα Μηδέν”

  1. Η ιστορια αληθινη η θλιψη παντοτινη αλλα εγω δεν ειμαι αντικειμενικη
    Ειμουν εκει εκεινο το απογευμα βραδυ ειδα τον πατερα μου να φευγει την μητερα που απο τοτε δεν ειναι η ιδια
    Μεσα σε ενα αλλαξαν τα παντα
    Και εγω κλεινω τα ματια και εχω μπροστα μου παντα την ιδια σκηνη

Απάντηση


Αρέσει σε %d bloggers: